Χθές, γιά παράδειγμα, γιορτάζαμε
τή μνήμη τοῦ ἁγίου Χαραλάμπους, πρός τιμήν τοῦ ὁποίου ἀνήκει ὁ ναός
ὅπου βρισκόμαστε. Ξέρετε τί θά πεῖ νά σοῦ κάνουν ἐκδορά, νά σέ γδέρνουν,
νά σοῦ βγάζουν τό δέρμα, καί νά χαίρεσαι; Εἶναι καταπληκτικό! Μά δέν
πονᾶ;
Ἄνθρωπος εἶσαι, καί βέβαια πονᾶς· ἀλλά κάπου
ὁ πόνος σβήνει μέσα στήν ἀγάπη καί στή χαρά τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι καταπληκτικό!
Ὅλοι οἱ Μάρτυρες εἶχαν χαρά. Δέν ὑπῆρξε κανείς Μάρτυρας πού νά μήν εἶχε
χαρά. Καί ἄν ὁ Χριστός ἔπαθε, τότε καί γιά τόν πιστό ἡ χαρά θά βγεῖ μέσα
ἀπό τά παθήματα, μέσα ἀπό τόν διωγμό, τόν ὀνειδισμό καί τή δυσφήμιση
πού μπορεῖ νά τοῦ κάνουν οἱ ἄλλοι.
Καί τό θαυμαστό ξέρετε
ποιό εἶναι; Τούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ –διαβάζουμε στίς Πράξεις, στό 5ο κεφάλαιο– τούς συνέλαβαν,
τούς ἔβαλαν φυλακή, ἐπειδή κήρυτταν ἐκεῖ στήν αὐλή τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομῶντος,
καί ἀφοῦ τούς ἔδειραν ἀνελέητα, τούς ἔβγαλαν ἀπό τή φυλακή καί τούς
παράγγειλαν νά μή κηρύσσουν τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ! Ἀλλά, ὅπως γράφει
στό βιβλίο τῶν Πράξεων: «Οἱ μὲν οὖν ἐπορεύοντο χαίροντες ἀπὸ προσώπου
τοῦ συνεδρίου, ὅτι ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ κατηξιώθησαν ἀτιμασθῆναι»[1]. Αὐτοί λοιπόν, οἱ μαθητές, ἔφυγαν ἀπό τό συνέδριο, γεμᾶτοι χαρά
γιατί καταξιώθηκαν –ὄχι ἀξιώθηκαν, ἀλλά καταξιώθηκαν !– νά ἀτιμασθοῦν γιά χάρη τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ!
Σήμερα, ἄν ὑποτεθεῖ ὅτι
κάποιος μᾶς ἀτιμάζει, ἀσφαλῶς δέν χαιρόμαστε καθόλου. Καί βέβαια δέν θά
πρέπει νά ἔχουμε χαρά, ἄν ἀτιμαζόμαστε γιά μιά ἀτιμία μας. Ἀλλά ἄν αὐτό
γίνει ἐπειδή εἴμαστε κοντά στόν Χριστό, ἐπειδή κάτι κάναμε γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ,
τότε πρέπει νά ἔχουμε αὐτή τή χαρά. Καί ὁ Χριστός δίνει ὁλόκληρη χαρά· ὄχι μισή!
Λέει ὁ ἴδιος: «...ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν
πεπληρωμένην ἐν αὐτοῖς»[2], γιά νά ἔχουν τή χαρά τή δική μου πεπληρωμένη, ξέχειλη!
Θά μέ
ρωτήσετε: «Γιατί ὅμως τώρα, πολλοί Χριστιανοί
μας δέν ἔχουν αὐτή τή χαρά;».
Οἱ περισσότεροι δέν τήν ἔχουν
γιατί διστάζουν νά μετέχουν στά παθήματα τοῦ Χριστοῦ, γιατί εἶναι
Χριστιανοί ἀσυνεπεῖς, κουράστηκαν προτοῦ ἐργασθοῦν, ἀπόκαμαν προτοῦ
τρέξουν. Σέ κάθε στιγμή, στό πρῶτο ἐμπόδιο πού βρίσκουν, προδίδουν τόν
Χριστό, γιατί μέ τό ἕνα πόδι γονατίζουν στόν Χριστό καί μέ τό ἄλλο πόδι
γονατίζουν στόν ἐγωισμό τους, στόν κόσμο καί στήν ἀβεβαιότητα.
Ἡ ἀμοιβή αὐτή, ἀγαπητοί μου, ὑπάρχει
καί στόν Οὐρανό. Ὁ μακαρισμός λέει «ὅτι ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τοῖς
οὐρανοῖς», γιατί ὁ μισθός
σας εἶναι πολύς στόν Οὐρανό.
Ἄς δοῦμε ὅμως τή μορφή πού
θά ἔχει αὐτός ὁ μισθός στόν Οὐρανό.
Πρῶτα-πρῶτα, θά εἶναι ἡ δημόσια
ἀνακήρυξη τῶν ὁμολογητῶν μπροστά στόν Θεό, τούς ἀγγέλους καί τούς Ἁγίους.
«Πᾶς ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων,
ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς»[3] εἶπε ὁ Χριστός. Μία μορφή λοιπόν εἶναι ἡ ὁμολογία ἀπό τόν Χριστό,
εἶναι ἡ παραδοχή ὅτι ὁ ὁμολογητής ἀξίζει, στάθηκε στή ζωή του σωστός.
Ὕστερα, θά εἶναι ἐκεῖ ἡ μεγάλη
δόξα, ὡς ἀντιστάθμισμα τῆς ἀδοξίας πού ὑπέστησαν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί
ἐδῶ στή γῆ, γιατί ὁ Κύριος ἐπίσης λέει «τότε ἐκλάμψουσιν
ὡς ὁ ἥλιος ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ πατρὸς αὐτῶν»[4], θά λάμψουν σάν τόν ἥλιο! Εἶναι τό
ἄκτιστο φῶς, μέ τό ὁποῖο θά γεμίσουν οἱ ὁμολογητές.
Καί τέλος,
μαζί μέ τή δόξα ἔρχεται καί ἡ χαρά καί ἡ μακαριότητα. Ὁ εὐαγγελιστής
Ἰωάννης λέει στήν Ἀποκάλυψη: «Καὶ αὐτοὶ ἐνίκησαν αὐτὸν διὰ τὸ αἷμα τοῦ ἀρνίου
καὶ διὰ τὸν λόγον τῆς μαρτυρίας αὐτῶν, καὶ οὐκ ἠγάπησαν τὴν ψυχὴν αὐτῶν
ἄχρι θανάτου. διὰ τοῦτο εὐφραίνεσθε οὐρανοὶ καὶ οἱ ἐν αὐτοῖς σκηνοῦντες»[5]. Δηλαδή: Καί αὐτοί –πού διώχθηκαν– μέ τό αἷμα τοῦ Ἀρνίου νίκησαν αὐτόν –τόν Σατανᾶ–καί γι’ αὐτήν ἀκριβῶς τήν μαρτυρία
τους δέν ἀγάπησαν τή ζωή τους , ἀδιαφόρησαν γι’ αὐτήν μέχρι θανάτου. Γι’
αὐτό νά χαίρεσθε Οὐρανοί, καί σεῖς πού ἔχετε στήσει τήν σκηνή σας σ’ αὐτούς. Καί συνεχίζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης: «Ἐβασίλευσε
Κύριος ὁ Θεὸς ὁ Παντοκράτωρ . χαίρωμεν καὶ ἀγαλλιώμεθα καὶ δῶμεν τὴν
δόξαν αὐτῷ»[6]. Βασίλευσε ὁ Κύριος ὁ Θεός μας, ὁ Παντοκράτορας. Ἄς
γεμίσουμε χαρά καί ἀγαλλίαση καί ἄς δώσουμε τή δόξα σ’ Αὐτόν.
Κι ἐμεῖς τί
θά κάνουμε; Τί θά κάνουμε ἐμεῖς, μέ τίς καθημερινές μας δοκιμασίες
καί τούς πειρασμούς, ἀφοῦ ἀναλάβαμε, θά λέγαμε, τό μεγάλο ἔργο νά
ὁμολογοῦμε μέ λόγια καί μέ ἔργα, μέ ὅλη τή ζωή μας, τό ἅγιο ὄνομα τοῦ
Χριστοῦ;
Ἄς ἀκούσουμε –ἐνῶ ἀκόμα
εἴμαστε στόν παρόντα κόσμο– τί μᾶς συμβουλεύει ὁ ἀπόστολος Παῦλος,
γιά νά πάρουμε θάρρος. Γράφει στήν Πρός Ρωμαίους ἐπιστολή, στό 8ο κεφάλαιο, καί στήν Β΄ Πρός Κορινθίους, στό 4ο κεφάλαιο: «Λογίζομαι γὰρ ὅτι οὐκ ἄξια
τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς
ἡμᾶς». Γιατί σκέπτομαι ὅτι τά παθήματα
τοῦ παρόντος αἰῶνος δέν ἔχουν ἀξία μπροστά σ’ ἐκεῖνα πού θά μᾶς ἀποκαλυφθοῦν
καί θά ἀπολαύσουμε στό μέλλον, δηλαδή τήν αἰώνια δόξα τοῦ Θεοῦ. Καί: «Τὸ γὰρ παραυτίκα ἐλαφρὸν τῆς
θλίψεως ἡμῶν καθ’ ὑπερβολὴν εἰς ὑπερβολὴν αἰώνιον βάρος δόξης κατεργάζεται
ἡμῖν, μὴ σκοπούντων ἡμῶν τὰ βλεπόμενα, ἀλλὰ τὰ μὴ βλεπόμενα. τὰ γὰρ βλεπόμενα
πρόσκαιρα, τὰ δὲ μὴ βλεπόμενα αἰώνια»[7]. Διότι τήν προσωρινή καί πολύ λίγη θλίψη πού ἔχουμε
σ’ αὐτόν τόν κόσμο τήν ἀνταλλάσουμε μέ πράγματα μεγάλης ἀξίας, αἰωνίου
βάρους δόξας, μήν ὑπολογίζοντας ἐκεῖνα πού παθαίνουμε, δηλαδή διωγμούς, παθήματα, ὅ,τι εἶναι, ἀλλά ἐκεῖνα πού δέν βλέπουμε, ἐκεῖνα πού ἑτοιμάζει ὁ Θεός γιά μᾶς,
γιατί ἐκεῖνα πού βλέπουμε εἶναι πρόσκαιρα, ἐνῶ ἐκεῖνα πού δέν βλέπουμε
εἶναι αἰώνια.
Γι’ αὐτό,
θά λέγαμε, ἄς σταθοῦμε συνεπεῖς ὁμολογητές τοῦ Χριστοῦ σέ ὅλη μας
τή ζωή.
Ἐδῶ, ἀγαπητοί
μου φίλοι, τελειώσαμε τούς ἐννέα μακαρισμούς τοῦ Χριστοῦ, σέ δέκα θέματα, ἀφοῦ τόν τελευταῖο τόν ἀναλύσαμε σέ
δύο μαθήματά μας.
Οἱ μακαρισμοί ἀποτελοῦν μία ἁλυσίδα πνευματικοῦ
βίου, χριστιανικῆς τελειότητος. Εἶναι ἡ περίληψη τοῦ εὐαγγελικοῦ
νόμου, τόσο πρός τήν πίστη, ὅσο καί πρός τό ἦθος. Εἶναι ἕνας καθρέφτης
τῆς ζωῆς μας, πού μᾶς δείχνει τί ἀγγίξαμε καί ποῦ ὑστεροῦμε.
Οἱ ἐννέα μακαρισμοί ἀποτελοῦν ἕνα κριτήριο τῆς
χριστιανικῆς μας ἰδιότητος. Καί συγκεκριμένα:
Ὁ πρῶτος μακαρισμός δείχνει τόν βαθμό τῆς ταπεινώσεως
τῆς διανοητικῆς, τῆς ἠθικῆς καί τῆς σωματικῆς αὐτογνωσίας μας, ἀλλά
καί τῆς θεληματικῆς πτωχείας γιά τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ὁ δεύτερος μακαρισμός ἀναφέρεται στό κατά Θεόν πένθος,
πού εἶναι τό ὑπόστρωμα τῆς μετανοίας, καί πού γεννᾶ τή χαρμολύπη.
Στό κατά Θεόν πένθος κατοικεῖ μόνιμα ἡ χαρά καί ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ.
Ὁ τρίτος μακαρισμός ἀναφέρεται στούς πράους, στούς
ἀόργητους –δηλαδή αὐτούς πού δέν ὀργίζονται καί δέν θυμώνουν– καί σ’ αὐτούς
πού δέν μάχονται μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους.
Ὁ τέταρτος μακαρισμός ἀναφέρεται στήν πεῖνα καί τή
δίψα τῆς ἁγιότητος. Ἐπιτρέψτε μου νά πῶ ἐδῶ ὅτι ὑπάρχουν ἀδελφοί
μας καί παιδιά –ναί, ναί, καί παιδιά, μπορῶ νά
σᾶς τό μαρτυρήσω αὐτό– πού πεινᾶνε καί διψᾶνε γιά τήν ἁγιότητα. Σᾶς
τό βεβαιώνω!
Ὁ πέμπτος μακαρισμός ἀναφέρεται στούς ἐλεήμονες,
πού μοιάζουν μέ τόν ἐλεήμονα Θεό. Παιδιά τοῦ Θεοῦ αὐτοί, ἐλεήμων ὁ
Θεός, ἐλεήμονες κι αὐτοί.
Ὁ ἕκτος μακαρισμός ἀναφέρεται στήν καθαρότητα
καί στή νηπτικότητα τῆς καρδιᾶς, ὡς βασική προϋπόθεση θεωρίας τοῦ
Θεοῦ. Οἱ καθαροί στήν καρδιά θά δοῦν τόν Θεό ἀπό τόν παρόντα κόσμο!
Ὁ ἕβδομος μακαρισμός μακαρίζει τούς εἰρηνοποιούς,
αὐτούς πού προσπαθοῦν νά βοηθήσουν τούς ἀνθρώπους νά μή μάχονται
μεταξύ τους.
Ὁ ὄγδοος μακαρισμός ἀναφέρεται σ’ ἐκείνους πού διώκονται
γιά λόγους πνευματικότητος.
Καί, τέλος, ὁ ἔνατος μακαρισμός, πού εἴδαμε καί τήν περασμένη
φορά καί σήμερα, ἀποδίδεται σ’ ἐκείνους πού φέρουν τόν ὀνειδισμό τοῦ
Χριστοῦ, γιατί εἶναι ὁμολογητές. Γι’ αὐτό γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος
στήν Πρός Ἑβραίους ἐπιστολή: «Τοίνυν ἐξερχώμεθα πρὸς αὐτὸν ἔξω τῆς παρεμβολῆς τὸν ὀνειδισμὸν
αὐτοῦ φέροντες»[8]. Δηλαδή: Ἄς βγοῦμε λοιπόν κι ἐμεῖς πρός τόν
Χριστό, ἔξω ἀπό τό στρατόπεδο, ἔξω ἀπό τήν πόλη –γιατί ὁ Χριστός σταυρώθηκε ἔξω ἀπό τήν πόλη, στόν Γολγοθᾶ– φορτωμένοι τόν ὀνειδισμό τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι καταπληκτικό!
Ἔτσι, ἄς εὐχηθοῦμε νά
βρεθοῦμε ὅλοι μέσα σ’ αὐτόν τόν πυκνό σέ πνευματικότητα χῶρο τῶν ἐννέα
μακαρισμῶν τοῦ Χριστοῦ,
γιά νά ζήσουμε ὅλη τή μακαριότητα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Κυριακή, 11 Φεβρουαρίου 1996
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ
ΤΩ ΘΕΩ ΔΟΞΑ!
Απόσπασμα από το βιβλίο ‘’MAKAΡΙΣΜΟΙ’’ .
Της Ιεράς
Μόνης Κομνηνείου, Κοιμήσεως θεοτόκου και Αγίου Δημητρίου.
Το βιβλίο
περιέχει απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του
μακαριστού Γέροντα Π. Αθανασίου Μυτιληναίου.
Η ανάρτηση
γίνεται με την ευλογία της Ιεράς Μονής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας