Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015

Ερμηνεία των Μακαρισμών από τον Γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο. Μακαρισμός τρίτος (Μέρος Β΄)



Αποτέλεσμα εικόνας για αθανασιος μυτιληναιος


Ἔ­τσι ὁ πρᾶ­ος ἄν­θρω­πος προ­τι­μά­ει νά μεί­νει στά λι­γό­τε­ρα καί νά εἶ­ναι εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νος, πα­ρά νά ἀ­δι­κή­σει τήν ψυ­χή του μέ τήν ὀρ­γή, τόν θυ­μό. Καί ὁ Θε­ός θά τόν δι­και­ώ­νει πάν­το­τε ἀλ­λοῦ, ὅ­πως τόν Ἰ­σα­άκ.
Οἱ ἀντεκδικήσεις πού βλέ­που­με εἶ­ναι ἰ­δί­ως γιά τά κλη­ρο­νο­μι­κά. Πώ πώ, αὐτά τά κληρονομικά... τί θυμοί, τί δι­εκ­δι­κή­σεις δι­και­ω­μά­των ὑπάρχουν ἐκεῖ! Καί μά­λι­στα πε­ρισ­σό­τε­ρο δι­εκ­δι­κοῦν ἐ­κεῖ­νοι πού δέν ἔ­χου­ν δί­και­ο! Σᾶς βε­βαι­ώ­νω ὅ­τι δέν φο­βή­θη­κα, ἤ μᾶλλον δέν σι­χά­θη­κα τίποτα πε­ρισ­σό­τε­ρο, ἀπό τό νά ἔρ­χε­ται κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος νά μέ ρω­τή­σει τί πρέ­πει νά κά­νει γύ­ρω ἀ­πό τά θέ­μα­τα τά κλη­ρο­νο­μι­κά!

Δό­ξα τῷ Θε­ῷ, ὑ­πάρ­χουν ὡ­ραῖ­οι ἄν­θρω­ποι, καί ἄν­δρες καί γυ­ναῖ­κες, πού λένε: «Εἶ­μαι ἕ­τοι­μος νά πα­ραι­τη­θῶ ἀ­πό ἕ­να δι­καί­ω­μά μου ἀ­πό τά ἀ­δέλ­φια μου»! Πολλές φορές συμβαίνει γιά μιά ζω­ή ὁλόκληρη νά μή ποῦν οὔτε κα­λη­μέ­ρα τά ἀ­δέλ­φια, ἐ­πει­δή νο­μί­ζουν ὅ­τι ἀ­δι­κή­θη­καν. Φο­βε­ρό πράγμα!
Ἀ­κό­μα ἡ πρα­ό­τη­τα μπο­ρεῖ νά ὁδηγήσει πε­ρισ­σό­τε­ρους ἁ­μαρ­τω­λούς στόν Χρι­στό καί στήν ἀ­ρε­τή, πα­ρά ἴ­σως ἕ­νας ἔν­θε­ος ζῆ­λος, μιά εὐ­γλωτ­τί­α λό­γου ἤ κάποια μόρ­φω­ση. Ἡ πρα­ό­τη­τα ἔ­χει θε­τι­κό­τε­ρα ἀποτελέ­σμα­τα.
Γο­νεῖς καί παι­διά, γιά νά ζή­σουν ἁρ­μο­νι­κά μέ­σα στό σπί­τι, χρει­ά­ζον­ται τήν πρα­ό­τη­τα. Ἄν γιά μιά στιγ­μή δέν τήν ἔ­χει ὁ ἕ­νας, πρέ­πει νά τήν δι­α­θέ­τει ὁ ἄλ­λος, για­τί ἀλ­λι­ώ­τι­κα δέν μπο­ροῦν νά εἶ­ναι εὐ­τυ­χισμένοι· με­ταξύ τους πάν­τα θά εἶ­ναι τσα­κω­μέ­νοι.
Ἄν πά­ρε­τε δύ­ο στουρ­να­ρό­πε­τρες[1] καί τίς χτυ­πή­σε­τε τή μία μέ τήν ἄλ­λη, βγαίνει σπί­θα. Τό ξέ­ρε­τε αὐ­τό· ἔ­τσι; Ἄν πά­ρε­τε μί­α τέ­τοι­α πέ­τρα καί τήν τρί­ψε­τε μ’ ἕ­ναν φελ­λό, δέν βγαί­νει τί­πο­τα! Τό ἴδιο λοι­πόν συμβαίνει καί στούς ἀνθρώπους· δηλαδή ὅταν εἶ­ναι σκλη­ρός ὁ ἕ­νας, σκλη­ρός καί ὁ ἄλ­λος, καί συγ­κρου­σθοῦν, τότε θά βγά­λου­ν­­ σπί­θες, θά βγά­λου­ν φω­τιά, θά ἀρχίσουν μά­χη! Ἔ­τσι λοι­πόν, του­λά­χι­στον ὁ ἕ­νας ἀ­πό τούς δύ­ο πρέ­πει νά ἔ­χει πρα­ό­τη­τα.
Ἀ­κό­μη τήν πρα­ό­τη­τα τήν χρει­α­ζό­μα­στε καί στίς σχέ­σεις μας μέ τούς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους, μέ τούς συ­νερ­γά­τες μας, μέ τούς γεί­το­νες, μέ τούς συγ­γε­νεῖς, μέ τούς φί­λους, μέ τούς συμ­πο­λί­τες μας. Μέ ὅ­λους χρει­άζεται νά ἔ­χου­με πρα­ό­τη­τα, για­τί ἔτσι δι­α­τη­ροῦμε ἀ­γα­θές σχέ­σεις. Ἡ εὐ­θι­ξί­α, ὁ θυ­μός καί ἡ μνη­σι­κα­κί­α χα­λοῦν αὐ­τές τίς σχέ­σεις, καί μάλιστα καμιά φορά ἀνε­πα­νόρ­θω­τα.
Μέ τήν πρα­ό­τη­τα κερ­δί­ζου­με πε­ρισ­σό­τε­ρα, πα­ρά μέ τόν θυ­μό. Μιά ξέ­νη πα­ροι­μί­α λέ­ει: Πιό πολ­λά πε­τυ­χαί­νει κα­νείς μέ μί­α στα­γό­να μέ­λι, πα­ρά μέ ἕ­να βα­ρέ­λι ξύ­δι.
Καί ἡ ἐν­το­λή τῆς πρα­ό­τη­τος –για­τί ἐν­το­λή εἶ­ναι· ὁ Κύ­ριος μα­κα­ρί­ζει, ἀλ­λά εἶ­ναι ἐν­το­λή· ὅ­λοι οἱ μα­κα­ρι­σμοί εἶ­ναι ἐν­το­λές– ἔ­χει τό ἀν­τί­κρυ­σμά της, καί αὐτό εἶ­ναι ὁ ἴδιος ὁ Κύ­ριός μας, ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, πού εἶ­πε: «Μά­θε­τε ἀ­π’ ἐ­μοῦ, ὅ­τι πρᾷ­ός εἰ­μι καὶ τα­πει­νὸς τῇ καρ­δί­ᾳ»[2]. Μάθετε ἀ­πό ἐ­μέ­να ὅ­τι εἶ­μαι πρᾶ­ος καί τα­πει­νός στήν καρδιά. Πά­ρε­τε τό μά­θη­μά σας, πά­ρε­τε πα­ρά­δειγ­μα ἀ­πό ἐ­μέ­να.
Βλέ­πε­τε πῶς συν­δέ­ε­ται ἐ­δῶ ἡ πρα­ό­τη­τα μέ τήν τα­πει­νο­φρο­σύ­νη; Ὁ ἐ­γω­ι­στής δέν μπο­ρεῖ νά ἔ­χει πρα­ό­τη­τα· μόνο ὁ τα­πει­νός μπο­ρεῖ. Γι’ αὐ­τό σᾶς εἶ­πα προ­η­γου­μέ­νως ὅτι συνδυάζουμε τόν πρῶ­το μα­κα­ρι­σμό μέ τόν δεύ­τε­ρο καί τόν τρί­το.
Ἀ­κό­μα ὁ Κύ­ριος σ’ αὐ­τόν τόν μα­κα­ρι­σμό πρό­σθε­σε καί τοῦτο: «ὅτι αὐ­τοὶ κλη­ρο­νο­μή­σου­σι τὴν γῆν». Ἀλλά ποιά γῆ θά κλη­ρο­νο­μή­σουν; Θά λέ­γα­με ὅ­τι, ἀ­ντί­θε­τα, ἐ­κεῖ­νος πού ἔ­χει πρα­ό­τη­τα, ἄν τοῦ ἁρ­πά­ξει ὁ γεί­το­νας με­ρι­κά μέ­τρα χω­ρά­φι, ἀκριβῶς ἐ­πει­δή ἔ­χει πρα­ό­τη­τα, δέν θά μι­λή­σει· ἤ θά μι­λή­σει τό­σο, πού ὁ ἄλ­λος νά μή τόν λά­βει ὑ­πό­ψη, καί ἔ­τσι θά ἀ­δι­κη­θεῖ. Ποιά γῆ  λοι­πόν θά κλη­ρο­νο­μή­σει;
Πρέ­πει ἐδῶ νά ποῦ­με ὅ­τι ὅ­λοι οἱ μα­κα­ρι­σμοί ὑ­πό­σχον­ται καί ἐ­πί­γεια καί οὐ­ρά­νια ἀ­γα­θά. Ὁ ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος λέ­ει: «Ἄν τε γὰρ πνευ­μα­τι­κὸν εἴ­πῃ τι , οὐκ ἀ­φαι­ρεῖ­ται τὰ ἐν τῷ πα­ρόν­τι βί­ω· ἄν τε τῶν ἐν τῷ βί­ῳ τι πά­λιν ὑ­πό­σχη­ται , οὐ μέ­χρι τού­του τὴν ὑ­πό­σχε­σιν ἵ­στη­σι»[3]. Δη­λα­δή: Ἄν ὑποσχεθεῖ κάτι πνευ­μα­τι­κό, δέν ἀφαιρεῖται τίποτα ἀπό τά παρόντα ἀγαθά· καί ἄν πάλι ὑπόσχεται κάτι ἐπίγειο , δέν στα­μα­τά­ει τήν ὑ­πό­σχε­ση ἐδῶ , ἀλλά προ­χω­ρά­ει πα­ρα­κά­τω. Μ’ ἄλ­λα λό­για, ἔ­χου­με ἀ­μοι­βή καί ἐ­πί τῶν ἐ­πι­γεί­ων πραγ­μά­των –θά τό δεῖ­τε αὐ­τό– καί ἐ­πί πνευ­μα­τι­κῶν καί οὐ­ρα­νί­ων.
Πα­ρά­δειγ­μα εἶ­ναι ὁ ἴδιος ὁ Ἀ­βρα­άμ. Ὅ­ταν ὁ Δαυ­­ίδ λέ­ει, στόν 36ο Ψαλ­μό, «οἱ δὲ πραεῖς κλη­ρο­νο­μή­σου­σι τὴν γῆν»[4], ἐν­νο­εῖ τήν γῆ τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ. Καί ὁ Ἀ­βρα­άμ ἦ­ταν ἐ­κεῖ­νος πού πραγ­μα­τι­κά κα­τέ­κτη­σε αὐ­τή τήν γῆ εἰ­ρη­νι­κά.
 Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἔ­δει­ξε τό ἐν­δι­α­φέ­ρον τοῦ Ἀ­βρα­άμ γιά τήν και­νούρ­για γῆ, τήν ὄν­τως γῆ. Ὅμως αὐτή ἡ γῆ –θά λέγαμε μέ γά­μα κε­φα­λαῖ­ο– δέν εἶ­ναι ἡ γῆ τῆς ἐ­παγ­γε­λί­ας · αὐτό θά λέ­γα­με ὅτι εἶ­ναι ἡ πρώ­τη φά­ση. Αὐτή ἡ γῆ εἶ­ναι ἡ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ!
Ἀκοῦστε λοιπόν τί γρά­φει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος στήν Πρός Ἑ­βραί­ους ἐ­πι­στο­λή του: «Πί­στει πα­ρῴ­κη­σεν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐ­παγ­γε­λί­ας ὡς ἀλ­λο­τρί­αν , ἐν σκη­ναῖς κα­τοι­κή­σας... ἐ­ξε­δέ­χε­το γὰρ τὴν τοὺς θε­με­λί­ους ἔ­χου­σαν πό­λιν, ἧς τε­χνί­της καὶ δη­μι­ουρ­γὸς ὁ Θε­ός». Δη­λα­δή: Μέ πί­στη κα­τοί­κη­σε στή γῆ τῆς ἐπαγ­γελίας σάν νά ἦταν ξέ­νη χώ­ρα, ἀλ­λά δέν ἔ­κα­νε σπί­τι, σάν νά ἐ­πρό­κει­το νά μή μεί­νει ἐ­κεῖ. Ζοῦσε ἐκεῖ σέ σκη­νές , γιατί πε­ρί­με­νε μιά ἄλ­λη πόλη μέ θεμέλια στα­­θε­ρά , τῆς ὁ­ποί­ας τε­χνί­της εἶ­ναι ὁ Θε­ός, δη­λα­δή περί­μενε τή Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ.
Καί συ­νε­χί­ζει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος: «Κα­τὰ πί­στιν ἀ­πέ­θα­νον οὗ­τοι πάν­τες, μὴ λα­βόν­τες τὰς ἐ­παγ­γε­λί­ας, ἀλ­λὰ πόῤ­ῥω­θεν αὐ­τὰς ἰ­δόν­τες καὶ ἀ­σπα­σά­με­νοι, καὶ ὁ­μο­λο­γή­σαν­τες ὅ­τι ξέ­νοι καὶ πα­ρε­πί­δη­μοί εἰ­σιν ἐ­πὶ τῆς γῆς. οἱ γὰρ τοι­αῦτα λέ­γον­τες ἐμ­φα­νί­ζου­σιν ὅ­τι πα­τρί­δα ἐ­πι­ζη­τοῦ­σι... νῦν δὲ κρείτ­το­νος ὀ­ρέ­γον­ται, τοῦτ’ ἔ­στιν ἐ­που­ρα­νί­ου»[5]. Δη­λα­δή: Ὅλοι αὐτοί πέθαναν μέ πίστη, χωρίς νά πάρουν τίς ὑποσχέσεις, ἀλλά , ἀφοῦ τίς εἶδαν ἀ­πό μα­κρι­ά , ἔ­δω­σαν ἀ­σπα­σμό , γο­νά­τι­σαν μπρο­στά στά αἰ­ώ­νια αὐ­τά ἀ­γα­θά τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ , καί ὁ­μο­λό­γη­σαν ὅτι εἶναι ξέ­νοι καὶ προσωρινοί πάνω σ’  αὐτή τή γῆ. Ἐ­κεῖ­νοι πού μι­λᾶ­νε ἔτσι φανερώνουν ὅ­τι ζη­τοῦν πα­τρί­δα... Τώ­ρα ὅμως ἐπι­­θυ­­μοῦν κα­λύ­τε­ρη , δη­λα­δή ἐ­που­ρά­νια πα­τρί­δα , ἐπου­ρά­νια γῆ.
Καί τό συμ­πέ­ρα­σμα τοῦ Παύ­λου εἶ­ναι τό ἑ­ξῆς: «Οὐ γὰρ ἔ­χο­μεν ὧ­δε μέ­νου­σαν πό­λιν, ἀλ­λὰ τὴν μέλ­λου­σαν ἐ­πι­ζη­τοῦ­μεν»[6]. Δέν ἔ­χου­με ἐ­δῶ μόνιμη πα­τρί­δα , ἀλ­λά ζη­τᾶ­με μέ πόθο τή μελ­λον­τι­κή.
Ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής ἀ­να­φέ­ρει: «Καὶ εἶ­δον οὐ­ρα­νὸν και­νὸν καὶ γῆν και­νήν· ὁ γὰρ πρῶ­τος οὐ­ρα­νὸς καὶ ἡ πρώ­τη γῆ ἀ­πῆλ­θον... καὶ τὴν πό­λιν τὴν ἁ­γί­αν Ἱ­ε­ρο­σα­λὴμ και­νὴν εἶ­δον... καὶ ἤ­κου­σα φω­νῆς με­γά­λης ἐκ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ λε­γού­σης· ἰ­δοὺ ἡ σκη­νὴ τοῦ Θε­οῦ με­τὰ τῶν ἀν­θρώ­πων, καὶ σκη­νώ­σει μετ’  αὐ­τῶν, καὶ αὐ­τοὶ λα­ὸς αὐ­τοῦ ἔ­σον­ται, καὶ αὐ­τὸς ὁ Θε­ὸς με­τ’  αὐ­τῶν ἔ­σται»[7]. Δηλαδή: Τότε εἶ­δα ἕναν και­νούρ­γιο οὐ­ρα­νό καί μιά και­νούρ­για γῆ. Και­νούρ­γιος οὐ­ρα­νός καί και­νούρ­για γῆ εἶ­ναι ἡ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. Ἐ­κεῖ οἱ ἄν­θρω­ποι, ὅ­σοι θά σω­θοῦν, θά κα­τοι­κοῦν μέ τόν Θε­ό, καί ὁ Θε­ός θά εἶ­ναι μα­ζί τους.
Ἔ­τσι λοι­πόν οὐ­σι­α­στι­κά ἡ γῆ εἶ­ναι ἡ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ, πού θά κλη­ρο­νο­μή­σουν οἱ πρᾶοι. Καί ὅ­πως λέ­ει ὁ μέ­γας Βα­σί­λει­ος, «ἐ­κεί­νη γὰρ ἡ γῆ , ἡ ἐ­που­ρά­νιος Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ , οὐ γί­νε­ται τῶν μα­χο­μέ­νων λά­φυρον, ἀλ­λὰ μα­κρο­θύ­μων καὶ πρα­ϋ­πα­θῶν ἀν­δρῶν πρό­κει­ται κλη­ρο­νο­μί­α»[8]. Δηλαδή: Γιατί ἐκείνη ἡ γῆ , ἡ ἐπου­ρά­νιος Ἱερουσαλήμ , δέν γί­νε­ται νά εἶναι λά­φυ­ρο ἐκεί­νων πού μά­χον­ται νά ἁρ­πά­ξουν ἕ­να μέ­τρο χῶ­μα ἀ­πό τόν ἄλ­λο, ἀλλά εἶ­ναι κληρονομιά γιά τούς μα­κρό­θυ­μους ἀν­θρώ­πους, γιά ἐ­κεί­νους πού ἔ­χουν πρα­ό­τη­τα. Αὐ­τοί τε­λι­κά κερ­δί­ζουν τή γῆ τῆς ἀ­λη­θι­νῆς ἐ­παγ­γε­λί­ας, τῆς ὑ­πο­σχέ­σε­ως τοῦ Θε­οῦ, πού εἶ­ναι ἡ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ.
Ἔ­τσι, ἀ­γα­πη­τοί μου, θά ἤ­θε­λα νά σᾶς ρωτήσω, ἄν, μπρο­στά σ’ αὐ­τή τή γῆ, τήν και­νούρ­για γῆ, ἀ­ξί­ζει στ’ ἀ­λή­θεια νά μα­χό­μα­στε σέ τού­τη ἐδῶ τή γῆ, γιά νά ἀ­πο­κτή­σου­με λί­γα τε­τρα­γω­νι­κά μέ­τρα, καί νά χα­λά­σου­με τίς σχέ­σεις μας μέ γεί­το­νες, μέ φί­λους, ἀ­κό­μη καί μέ στε­νούς συγ­γε­νεῖς, ἴσως καί γιά ὅλη μας τή ζωή! Ἀ­ξί­ζει;
Προ­σέξ­τε: Θά με­γα­λώ­σε­τε, θά βρε­θεῖ­τε λί­γο ἤ πο­λύ μπρο­στά σ’ αὐ­τό τό θέ­μα τῆς κλη­ρο­νο­μι­κῆς δι­εκ­δι­κή­σε­ως ἤ σέ κάτι ἀνάλογο. Ἀ­σφα­λῶς δέν μᾶς συμ­φέ­ρει νά ἔχουμε τέτοιες διαμάχες μέ τούς δικούς μας. Γι’ αὐ­τό ἄς βιαστοῦμε νά ἀ­πο­κτή­σου­με αὐ­τήν τή μα­κα­ρι­στή ἀ­ρε­τή τῆς πρα­ό­τη­τος, αὐ­τήν πού θά πά­ρου­με μαζί μας. Ὅ­λες οἱ ἄλ­λες οἱ δι­εκ­δι­κή­σεις θά μεί­νουν σ’ αὐτόν τόν κό­σμο· δέν θά πά­ρου­με μαζί μας τί­πο­τε ἄλλο! Καί τό­τε, καί ἐ­δῶ στή γῆ καί στόν Οὐ­ρα­νό, τό κέρ­δος μας θά εἶ­ναι αἰ­ώ­νιο.
Ἄς ἐ­πα­να­λά­βου­με λοι­πόν αὐτόν τόν θαυμάσιο μα­κα­ρι­σμό: «Μα­κά­ριοι οἱ πρα­εῖς, ὅ­τι αὐ­τοὶ κλη­ρο­νο­μή­σου­σι τὴν γῆν»!
Κυριακή, 3 Δεκεμβρίου 1995
(συνεχίζεται)


Απόσπασμα από το βιβλίο ‘’MAKAΡΙΣΜΟΙ’’ .
Της Ιεράς Μόνης Κομνηνείου, Κοιμήσεως θεοτόκου και Αγίου Δημητρίου.
Το βιβλίο περιέχει  απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του μακαριστού Γέροντα Π. Αθανασίου Μυτιληναίου.
Η ανάρτηση γίνεται με την ευλογία της Ιεράς Μονής.



[1]. Εἶδος χαλαζία, πού ὅταν τρίβεται βγάζει σπίθες.
[2]. Ματθ. 11, 29.
[3]. Ἅγ. Ἰωάννης Χρυσόστομος, Εἰς τὸ Κατὰ Ματθαῖον, Ὁμιλία ΙΕ΄, κεφ. γ΄, MPG 57, 227, 11-14.
[4]. Ψαλ­μ. 36, 11.
[5]. Ἑ­βρ. 11, 9-16.
[6]. Ἑ­βρ. 13, 14.
[7]. Ἀ­ποκ. 21, 1-3.
[8]. Μέγας Βασίλειος, Εἰς τὸν ΛΓ΄ Ψαλμόν, MPG 29, 356, 31.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε το σχόλιό σας