Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2025

Ἰωάννου Μαρκᾶ: «Τὸ Πάσχα τῶν ἑτεροδόξων ἀλλότριον τῶν Ὀρθοδόξων»!

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΙΩΑΝΝΗ ΜΑΡΚΑ_ΕΠΜ ΗΜΕΡΙΔΑ 01 02 25 ΠΑΣΧΑΛΙΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ - YouTube

 Δείτε εδώ το βίντεο

«Τὸ Πάσχα τῶν ἑτεροδόξων ἀλλότριον τῶν Ὀρθοδὀξων»:
Τὰ διαχρονικὰ μηνύματα τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας
μέσα ἀπὸ τὸν καθορισμὸ τοῦ Ὀρθόδοξου Πασχαλίου.

Εἰσήγηση το Ἰωάννου Μαρκᾶ, Μ.Δ.Ε. Δογματικῆς Θεολογίας Α.Π.Θ., στήν ἡμερίδα τῆς Ἑστίας Πατερικῶν Μελετῶν «Πασχάλιος Κανόνας: Ὅρος ἀμετακίνητος ἑνότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».

Σεβαστοὶ Πατέρες
Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοὶ καὶ φίλοι τῆς Ε.Π.Μ.
Χίλια ἑπτακόσια χρόνια μετὰ τὴ σύγκληση, ὑπὸ τοῦ ἁγίου βασιλέως Μεγάλου Κωνσταντίνου, τῆς Α΄ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καὶ τῆς καταδίκης τοῦ αἰρεσιάρχη Ἀρείου ἀπὸ τοὺς 318 Θεοφόρους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τὸ πνεῦμα το ἀρειανισμοῦ συνεχίζει νὰ ἐπιβιώνει καὶ νὰ μεταλλάσσεται, καὶ σὰν ἕνας καρκινικὸς ἱστὸς μὲ συνεχεῖς μεταστάσεις, νὰ τυραννᾶ τὸν χριστιανικὸ κόσμο μὲ τὴν ἴδια ἀμείωτη ἔνταση, ὅπως καὶ στὰ χρόνια το γεννήτορά του. Ἐτούτη... ἡ ἀρχαία πάλη μεταξὺ Θεανθρώπου καὶ ἀνθρώπου, ὅπως πολὺ ὀρθὰ διέγνωσε ὁ χαρισματικὸς νοῦς τοῦ ὁσίου Ἰουστίνου Πόποβιτς [1], ὑπῆρξε ἡ πρώτη μεγάλη παναίρεση, πάνω στὴν ὁποία θεμελιώθηκε καὶ ἡ νεώτερη παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, μὲ κοινὸ χαρακτηριστικὸ πὼς καὶ οἱ δύο ἑδράζονται στὴν ἀνυπακοὴ καὶ στὴν ἀνταρσία ἀπέναντι στὸ Θεῖο Θέλημα καὶ ἀποτελοῦν προετοιμασία γιὰ τὴν ἕνωση τοῦ κόσμου μὲ τὸν Ἀντίχριστο [2].

Ὁ Ἄρειος λοιπὸν μπορεῖ νὰ καταδικάστηκε τὸ 325 μ.Χ. τὸ πνεῦμα ὅμως τοῦ ἀρειανισμοῦ παραμένει ζωντανὸ μετὰ ἀπὸ τόσους αἰῶνες καὶ κατατρώγει τὰ σπλάχνα τοῦ σύγχρονου χριστιανικοῦ κόσμου, ἑνὸς κόσμου ποὺ ἀντὶ νὰ στραφεῖ πρὸς τὴ μετάνοια καὶ τὴν παραίτηση ἀπὸ τὴν παθογένεια τοῦ ὑπερήφανου ἀτομικοῦ νοῦ, δείχνει νὰ ἔχει αὐτομολήσει γιὰ τὰ καλὰ στὴν ἀρειανικὴ μεθοδολογία, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ βυθίζεται μεταφυσικῶς στὸ σατανισμὸ καὶ ψυχολογικῶς στὸν ὀρθολογισμό [3]. Ἔχοντας προσλάβει ὡς δόγμα το: «μέτρον πάντων ὁ ἄνθρωπος», ἀδυνατεῖ νὰ διακρίνει τοὺς λόγους τῶν ὄντων, ἐπανανοηματοδοτεῖ μὲ τρόπο ἑωσφορικὸ τὴν ἀνθρώπινη ὀντολογία, κάνοντας λόγο γιὰ «μετανθρωπισμό», καὶ ὡς ἐκ τούτου καταδικάζει τὸ νοῦ του νὰ φυτοζωεῖ στὸ ἔρεβος τῆς πλάνης καὶ τῆς ἁμαρτίας, καθὼς δὲν ἀναγνωρίζει καμμία πραγματικότητα μεγαλύτερη ἀπὸ τὸν ἑαυτό του.

Ἐνάντια σὲ αὐτὴ τὴν παρὰ φύσιν κατάσταση, τὴν ἀνταρσία το νοός, θὰ παρέμβει ὁ ἐμπειρογνώμων ὅσιος Ἰουστῖνος· καὶ θὰ μᾶς ὑπενθυμίσει, ὅτι τὴν ἀπεμπλοκὴ τοῦ ἀνθρωπίνου νοῦ ἀπὸ τὴ βαβυλώνια αἰχμαλωσία τῆς ὑπερηφανείας καὶ τοῦ ὀρθολογισμοῦ, τὴν διεκήρυξε πανηγυρικῶς μὲ τὶς ἀποφάσεις της ἡ Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἡ ὁποία ὅρισε ἅπαξ διὰ παντὸς τὸν ρόλο τοῦ νοῦ στὴν ἑρμηνεία τῆς Προσωπικότητος τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸ ρόλο τῆς ὑπακοῆς [4]. Μὲ τὴν πνευματικὴ αὐτὴ ἀποκρυπτογράφηση τοῦ νοός, ἐξ ἐπόψεως Ὀρθοδόξου, ὁ κορυφαῖος ἐμπειρικὸς δογματολόγος τοῦ 20ου αἰῶνα, κατέδειξε κάτι πάρα πολὺ σημαντικὸ· ὅτι εἶναι μεγίστης σωτηριολογικῆς σημασίας ἡ ἀπροϋπόθετη ὑπακοὴ τοῦ Ὀρθόδοξου πιστοῦ στὶς ἀποφάσεις καὶ τοὺς ὅρους τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἔχουν ὡς κέντρο καὶ ἀναφορά τους, ὄχι κάποιον τυχαῖο ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸν ἴδιο τόν Θεάνθρωπο (ἄλλως, «τὸ θεσμοθέτησαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, τό ’πὲ ἡ Ἐκκλησία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τέλος!»).

Μέσα στὸ πνεῦμα αὐτὸ τῆς ἀναδείξεως τοῦ Θεανθρώπινου Προσώπου τοῦ Χριστοῦ, ὡς τὸ τελειότερο Ὑπόδειγμα στὴ ζωὴ τῶν πιστῶν, ἔρχονται παραλλήλως οἱ Πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ρυθμίζουν ἔξω ἀπὸ τὸ πλαίσιο τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ κάτι πού, ἐκ πρώτης ὄψεως, δείχνει κάπως ἄσχετο (ἀλλὰ προφανῶς δὲν εἶναι!) ἐν σχέσει μὲ τὸ φλέγον ζήτημα τοῦ ἀρειανισμοῦ. Ἡ ρύθμιση αὐτὴ ἀφοροῦσε τὸν ἀκριβὴ καθορισμὸ τοῦ Πασχαλίου, ἐπαναλαμβάνουμε ἔξω ἀπὸ τὸ ἀρχικὸ πλαίσιο τῶν 25 Ἱερῶν Κανόνων! Γιὰ ποιό λόγο ὅμως ἡ ρύθμιση αὐτὴ συνέβη μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ (ἤτοι ἔξω ἀπὸ τὸ πλαίσιο τῶν Ι.Κ.); Ἦταν κάτι τὸ ἐσκεμμένο; -θὰ μποροῦσε νὰ ρωτήσει κάποιος. Ἡ ἀπάντηση εἶναι καταφατικὴ· ναί, ἦταν μία ἐσκεμμένη ἀπόφαση, ἐκ μέρους τῶν Ἁγίων Πατέρων, καὶ τοῦτο ἐπειδὴ δὲν εἶχαν ἁπλῶς σκοπὸ νὰ διατυπώσουν ἕναν κανόνα ποὺ ἀντιμετωπίζει-κανονίζει μιὰ παράβαση, ποὺ μπορεῖ κάποτε νὰ ἐμφανιστεῖ, ἀλλά, μέσα ἀπὸ τὴ πανσοφία τους, ἀναβάθμισαν τὸ πρᾶγμα, ἐξυψώνοντας τὸν καθορισμὸ τοῦ Ὀρθοδόξου Πασχαλίου σὲ «Ὅρο», ποὺ ἐξισώνεται σὲ ἀξία μὲ τοὺς  κ α θ α ί ρ ε τ ο υ ς «Ὅρους τῆς Πίστεως», οἱ ὁποῖοι ἔλυσαν ἅ π α ξ δ ι α π α ν τ ό ς τὰ πλέον σπουδαῖα ζητήματα τῆς καθ’ ὅλου Ἐκκλησίας. Κατόπιν βέβαια, τούτη τὴν εὐφυέστατη σύλληψη τῶν Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς ἦρθε νὰ τὴν τακτοποιήσει ἱεροκανονικὰ καὶ νὰ τὴν ἐπικυρώσει, ὁ σχετικὸς Α΄ Κανόνας τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου, ἡ διατύπωση τοῦ ὁποίου μαρτυρεῖ ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ ἀνυπέρβλητο κῦρος καὶ τὸν μεγάλο σεβασμὸ ποὺ ἀπολάμβανε ὁ Ὅρος αὐτός, μόλις 15 χρόνια μετὰ (341 μ. Χ.) [5].

Σὲ τί ἀπέβλεπε ὅμως ἐπὶ τῆς οὐσίας αὐτὸς ὁ Ὅρος; Ὁ Ὅρος αὐτὸς ἀπέβλεπε στὸν κοινὸ ἑορτασμὸ τῶν ὁμοφρόνων στὴν πίστη κι ὄχι στὸν κοινὸ ἑορτασμὸ μετὰ τῶν χριστιανικῶν αἱρέσεων τῆς ἐποχῆς ἢ στὴν σχετικὴ σύγχυση ποὺ προκαλοῦσε ἕνα παλαιότερα νόμιμο Πάσχα, τὸ ἑβραϊκό, ποὺ ὅμως ἦταν τύπος τοῦ χριστιανικοῦ καὶ πλέον δὲν εἶχε καμμία θέση στὴ νέα πραγματικότητα, ὅπως αὐτὴ διαμορφώθηκε μετὰ τὴν σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου. Θωρακίζοντας κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸ χριστιανικὸ Πάσχα καὶ ἀπωθῶντας τὰ κατάλοιπα τῶν ἰουδαϊκῶν τάσεων, ποὺ προσπαθοῦσαν νὰ προκαλέσουν ρήγματα καὶ μέσα ἀπὸ ἰουδαΐζουσες χριστιανικὲς αἱρέσεις. Ἔτσι λοιπὸν ἡ πρώτη καὶ κυριότερη διαχρονικὴ παρακαταθήκη ποὺ μᾶς κληροδοτήθηκε ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, σχετικὰ μὲ τὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πασχαλίου, εἶναι ὅτι  δ ο γ μ ά τ ι σ α ν ἐνάντια σὲ κάθε εἴδους θρησκευτικὸ συγκρητισμό, δίδοντας ξεκάθαρη ἐντολή· «...μηκέτι παρατηρούμενοι μετὰ Ἰοὐδαίων ἑορτάζειν. Οὐδεμία γὰρ κοινωνία ἡμῖν νῦν πρὸς αὐτοὺς· πεπλάνηται γὰρ καὶ αὐτὴν τὴν ψῆφον, ἣν νομίζουσιν ἐπιτελεῖν, ὅπως πανταχόθεν ὧσὶν πεπλανημένοι καὶ τῆς ἀληθείας ἀπεσχοινισμένοι...» [6].

Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἐνδεχομένως νὰ πεῖ κάποιος, ὅτι ἐδῶ οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Πατέρες ἀπευθύνονται ἀποκλειστικῶς στοὺς Ἰουδαίους καὶ ὄχι γενικὰ σὲ ἄλλες ὁμάδες ἑτεροδόξων. Ἡ ἔνσταση αὐτὴ σαφῶς εἶναι ἐπιπόλαιη καὶ ἐσφαλμένη. Καὶ τοῦτο διότι, στὴ συνάφεια αὐτή, οἱ Ἀπόστολοι μέσα ἀπὸ τὸ παράδειγμα τῶν Ἰουδαίων, ποὺ ἐκεῖνα τὰ πρῶτα χρόνια τοῦ χριστιανισμοῦ ἦταν ὅ,τι πιὸ συγγενικὸ καὶ κοντινὸ σὲ αὐτόν, θέτουν κάποιες αὐστηρὲς προϋποθέσεις ὡς πρὸς τὸν κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα. Καὶ ὅταν βλέπουν ὅτι αὐτὲς δὲν ἰσχύουν, τὸν ἀπαγορεύουν ρητῶς. Ποιές εἶναι αὐτὲς οἱ προϋποθέσεις; Πρῶτα πρῶτα, ἡ ὕπαρξη «κοινωνίας» μεταξὺ ἐκείνων ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ συνεορτάσουν· ἔπειτα, αὐτὸ ποὺ ἐπιβεβαιώνει τὸ πρῶτο ὡς προαπαιτούμενο, δηλαδὴ ἡ κοινὴ ταυτότητα στὴν πίστη, ποὺ διασφαλίζει ὅτι οὐδεὶς ἐκ τῶν ἑορταζόντων δὲν ἔχει ἐκπέσει ἀπ’ αὐτήν, πρᾶγμα ποὺ πιστοποιεῖ ὅτι δὲν ἔχει πλανηθεῖ καὶ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. Μὲ γνώμονα τὴν Ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία καὶ ζωή, τότε μόνο ἡ ἑορτὴ λαμβάνει τὸν χαρακτῆρα τῆς δοξολογίας πρὸς τὸν Ἅγιο Τριαδικὸ Θεὸ (ὅταν δηλαδὴ τηρεῖται ἀκεραία καὶ συμπίπτει ἡ δογματικὴ συνείδηση τῶν πιστῶν). Ἀντιθέτως, ἐὰν δὲν ἰσχύουν αὐτὲς οἱ προϋποθέσεις, σὲ ὅσους δηλαδὴ ἔχουν ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Μίας, Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, σὲ καμμία περίπτωση δὲν δύνανται νὰ προσφέρουν δοξολογία, καθότι εὑρισκόμενοι στὴν πλάνη τῆς αἱρέσεως ἐμμονικῶς καὶ ἀμετανοήτως, μεταβάλουν τὴν δοξολογία σὲ βλασφημία κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ τοῦτο μας τὸ βεβαιώνει ὁ Κύριος στὸν διάλογο μὲ τὴ Σαμαρίτειδα, ὅταν μᾶς λέει ρητῶς ὅτι «οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ... ἐν πνεύματι καὶ ἀληθεὶᾳ δεῖ προσκυνεῖν». [7]

Ἐντὸς αὐτοῦ τοῦ πνεύματος, οἱ Πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου προσέλαβαν πλήρως, αὐτὰ ἀκριβῶς τὰ ταυτοτικὰ κριτήρια, σὲ ἐπίπεδο λατρείας καὶ δόγματος, ποὺ ἔθεσαν ὁ Χριστὸς καὶ οἱ Μαθητές Του, μεριμνῶντας ὄχι μόνο νὰ ρυθμίσουν τὸ Πασχάλιο κατὰ τέτοιο τρόπο ὥστε νὰ μὴ συμπίπτει μὲ τὸ Ἰουδαϊκὸ Πάσχα, ἀλλὰ ἐπιπροσθέτως, ὅταν ὅρισαν τὸν κοινὸ ἑορτασμὸ τῶν χριστιανῶν, δὲν συμπεριέλαβαν σ’ αὐτὸν τοὺς ἑτεροδόξους τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἀδιαφορῶντας φυσικὰ πλήρως γιὰ ἐκείνους. Ὅπως σαφῶς τὸ κατέγραψε ὁ διακριτικὸς καὶ φωτισμένος γέροντας τῶν καιρῶν μας, π. Ἐπιφάνειος Θεοδωρόπουλος, «... ἡ Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἠθέλησε νὰ θεσπίση κοινὸν ἑορτασμόν, ἀλλὰ διὰ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, οὐχὶ διὰ τοὺς ἐκτὸς αὐτῆς εὑρισκομένους. Δὲν συνεζήτησεν οὔτε μετὰ τῶν Γνωστικῶν, οὔτε μετά τν Μαρκιωνιτῶν, οὔτε μετά τν Μανιχαίων, οὔτε μετά τν Μοντανιστῶν, οὔτε μετά τν Δονατιστῶν, ἵνα εὕρη βάσιν συνεννοήσεως περὶ κοινῶν ἑορτασμῶν. Καὶ ὅτε βραδύτερον ἀπεκόπησαν ἐκ τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας οἱ Ἀρειανοί, οἱ Νεστοριανοί, οἱ Μονοφυσίται, οἱ Εἰκονομάχοι κλπ. κλπ., ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε διενοήθη νὰ προέλθη εἰς συνεννοήσεις μετ’ αὐτῶν πρὸς θέσπισιν κοινοῦ ἑορτασμοῦ εἴτε τοῦ Πάσχα εἴτε οἱασδήποτε ἄλλης ἑορτῆς...» [8].

Παρ’ ὅλα αὐτά, ὅπως ἐλέχθη προηγουμένως, τὸ ἀρειανικὸ πνεῦμα τῆς σύγχρονης ἐποχῆς, ὡς γνήσιο πνεῦμα ἀντιλογίας καὶ ἀνυπακοῆς, ὄχι μόνο δὲν καταλαγιάζει, ἀλλὰ ἀποπειρᾶται συνεχῶς στὶς μέρες μας νὰ υἱοθετηθοῦν, κυρίως στὸν χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας, μὲ τὸν ὁποῖον βρίσκεται ἐπὶ 17 αἰῶνες σὲ ἀντιμαχία, οἱ μέθοδοι καὶ τὰ προτάγματα τῆς κατ’ ἄνθρωπον φιλοσοφίας, ὡς μέθοδοι καὶ μέσα τς Χριστογνωσίας καὶ τῆς Θεογνωσίας, κατὰ τρόπο παραπλανητικό. Καὶ ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς στὴν ἐποχή τς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἐτούτη ἡ δόλια προσπάθεια, νὰ ἀντικαταστήσουν οἱ ὀρθολογιστικοὶ νόμοι τοὺς χριστιανικοὺς νόμους τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, βρίσκει πρόσφορο ἔδαφος σὲ ἀρκετοὺς «καλοθελητὲς» Ὀρθοδόξους, ἐκ τῆς «πνευματικῆς γενεᾶς» το Ἠσα, οἱ ὁποῖοι, ὡς τρόφιμοι τοῦ Π.Σ.Ε., ἀπεμπολοῦν τὰ πρωτοτόκια τῆς δογματικῆς ἀκρίβειας καὶ ἐνστερνίζονται τὴν ἀνεπέρειστη θέση ὅτι ἡ ρύθμιση τοῦ Πάσχα ἀπὸ τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, δὲν καθορίστηκε βάσει τοῦ ἑβραϊκοῦ Πάσχα, ἀλλὰ βάσει τς ἰσημερίας καὶ τῆς πανσελήνου (χωρὶς ὅμως νὰ ἀπαντοῦν στὸ ἐρώτημα, ἐφόσον ἰσχύει αὐτὸ ποὺ ἰσχυρίζονται, γιὰ ποιό τότε λόγο ὁρίστηκε ὁ ἑορτασμὸς μετὰ τὴν πανσέληνο καὶ ὄχι πρίν). Λειτουργοῦν δηλαδὴ ἀποπροσανατολιστικὰ καὶ σὲ βάρος τοῦ θεσμοῦ ποὺ ὑποτίθεται πὼς ἐκπροσωποῦν, προσπαθῶντας νὰ μεταλαμπαδεύσουν στὸν Ὀρθόδοξο χῶρο, τὴν ἄποψη ὅτι ὁ καθορισμὸς τοῦ Πασχαλίου ἦταν μία ρύθμιση ἀποκλειστικῶς σχετικὴ μὲ τὸ τότε Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο, ἄρα ἡ σχετικὴ ἀπόφαση τῶν Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου δὲν ἔχει χαρακτῆρα δογματικό, ἀλλὰ ἐκκλησιαστικῆς εὐταξίας, ποὺ ἁπλῶς ἀπέβλεπε στὸν κοινὸ ἑορτασμὸ τῶν χριστιανῶν. Ἐπιπλέον, πολλοὶ ἐξ αὐτῶν δὲν παραλείπουν νὰ ἰσχυριστοῦν, μὲ πνεῦμα ἐπιστημονικοφροσύνης, ὅτι ὁ ὑπολογισμὸς τοῦ Πασχαλίου μὲ γνώμονα τὴν πανσέληνο εἶναι ἀπαρχαιωμένο κατάλοιπο τρόπου μετρήσεως τοῦ χρόνου καὶ πρέπει νὰ ἐγκαταλειφθεῖ, ἐνῷ ἄλλοι φτάνουν στὸ σημεῖο νὰ δηλώνουν ἀνερυθριάστως ὅτι ἔγινε παρανόηση καὶ παρερμηνεύτηκε τὸ «μὴ συνεορτάζειν μετὰ τῶν Ἰουδαίων».

Τί μᾶς λένε δηλαδὴ μὲ ὅρους «μεταπατερικότητας» οἱ ἰνστρούχτορες τοῦ «οἰκουμενιστικοῦ ρεύματος»; Ὅτι ἐμεῖς θὰ σᾶς διδάξουμε αὐτὸ ποὺ εἶναι σωστό, ἐμεῖς θὰ «ἑρμηνεύσουμε» τοὺς Ἁγίους Πατέρες γιὰ ἐσᾶς καὶ ἐμεῖς θὰ σᾶς διδάξουμε τὸ «σωστὸ» δόγμα [9]! Προσπαθοῦν μὲ ἄλλα λόγια, ὅπως συνηθίζουν νὰ κάνουν σὲ ὅλα τὰ ζητήματα ποὺ «ἀνοίγουν» κάθε φορά, νὰ ἐλέγξουν τὸ πεδίο τῶν θεολογικῶν ἐννοιῶν, ἀπομειώνοντας ἢ καὶ κενώνοντας τὸ περιεχόμενο τῶν δογμάτων καὶ ὑποβιβάζοντας στὸ ἐπίπεδο τοῦ κτιστοῦ, τὸν ἄκτιστο χαρακτῆρα καὶ τὸ αἰώνιο κῦρος τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ κατ’ ἐπέκτασιν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Εἶναι προφανὲς καὶ διαπιστωμένο πολλάκις ὅτι γιὰ τοὺς Οἰκουμενιστές, οἱ Ἱεροὶ Κανόνες δὲν ἔχουν Ἁγιοπνευματικὸ καὶ ἄρα αἰώνιο κῦρος, ἀλλὰ εἶναι ἀνθρώπινες ἐπινοήσεις, τὴν θέσπιση τῶν ὁποίων ἐπέβαλαν οἱ κρατοῦσες συνθῆκες τῆς ὅποιας ἐποχῆς. Συναφῶς, ὑποβιβάζουν στὸ δικό τους ἐμπαθὲς ἐπίπεδο καὶ τοὺς Θεόπτες Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀγνοῶντας αὐτὸ ποὺ ἔλεγε κάποτε ὁ παπα-Γιάννης Ρωμανίδης ὅτι «οἱ Πατέρες ἦταν Θεόπνευστοι ὄχι μόνον κατὰ τὴ διάρκεια κάποιας Συνόδου, ἀλλὰ καὶ πρὶν καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτήν». Ἐν ὀλίγοις, μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἐσφαλμένη διαχείριση τῆς εἰκόνας ποὺ συντηροῦν γιὰ τοὺς ἑαυτούς τους, φτάνουν στὸ σημεῖο, ὅταν πιέζονται ἀπὸ ἐξωθεσμικά -τῆς Ὀρθοδοξίας- κέντρα, νὰ μὴ σκέπτονται καθαρῶς καί, ὡς ἐκ τούτου, νὰ μὴ διστάζουν νὰ ἰσοπεδώσουν, ἐν συνόλῳ ἢ ἐν μέρει, τὴν ἱεροκανονικὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας (ἂν χρειαστεῖ), χρησιμοποιῶντας στὶς περισσότερες τῶν περιπτώσεων τὸ τέχνασμα τῆς «μισῆς ἀλήθειας» [10], ὅτι τάχα δηλαδὴ ἀπὸ τὴ μία σέβονται καὶ ὑπολήπτονται τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως ἐντέχνως καὶ μὲ «τρόπο» τὶς «ἀδειάζουν», λέγοντας πὼς χρήζουν «διόρθωσης», μὴ διστάζοντας ὁρισμένοι ἀθεόφοβοι νὰ τὶς κατηγορήσουν ὡς ἀναχρονιστικὲς καὶ διχαστικές. Παραβλέποντας προκλητικῶς καὶ ἀφρόνως τὸν Α΄ Κανόνα τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ποὺ ὁρίζει ρητὰ καὶ ἀδιαπραγμάτευτα ὅτι «οἱ Ἱεροὶ Κανόνες εἶναι καρποὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θεσπισθέντες κατ’ ἔμπνευσιν Αὐτοῦ» [11].

Ὅσον ἀφορᾶ λοιπόν, γιὰ νὰ ἐπιστρέψουμε στὸ πραγματευόμενο θέμα, τὴν ἐμμονὴ ποὺ δείχνουν καὶ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας νὰ θέσουν «ζήτημα Πασχαλίου», ἀκολουθοῦν αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν βλάσφημη τακτικὴ τῆς ἀπομειώσεως τοῦ σχετικοῦ Ὅρου τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Πρακτικῶς δηλαδή, τί κάνουν; Ἐπιχειροῦν νὰ παρακάμψουν τὸ ζήτημα τῆς κοινῆς πίστεως καὶ ταυτότητας, κάτι ποὺ ἐνδεχομένως στὰ δικά τους μάτια νὰ δικαιολογεῖται καὶ νὰ φαίνεται πολὺ φυσιολογικό, ἀφοῦ ἡ μπαζωμένη δογματικῶς συνείδησή τους, τοὺς ὑπαγορεύει ὅτι οἱ ἑτερόδοξοι ἀποτελοῦν παρακλάδια τῆς «μίας καὶ διηρημένης» (γιὰ τὴν ὥρα) «ἀοράτου» Ἐκκλησίας (ποὺ ἐπίκειται ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ νὰ ἐπανενωθεῖ καὶ ἄρα νὰ γίνει «ὁρατή»). Μὲ βάση λοιπὸν αὐτὸ τὸ προτεσταντικὸ σκεπτικό, προσπαθοῦν πονηρὰ νὰ συμβιβάσουν τὸ λόγο τῆς πίστεως μὲ τὸ λόγο τῆς ἐπιστήμης, ἑστιάζοντας στὴ γνωστὴ ἀτέλεια τοῦ ἡμερολογίου, εἰς τρόπον ὥστε νὰ ἐπιτύχουν σὲ πρώτη φάση τὴν εὐθυγράμμιση τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα μὲ τοὺς Δυτικούς, ὅπως συνέβη καὶ μὲ τὶς ὑπόλοιπες χριστιανικὲς ἑορτές, ἕναν αἰῶνα πρίν, μὲ τὴν «ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση» τοῦ 1924. Αὐτὸ τὸ καθοριστικὸ γιὰ αὐτοὺς ἐγχείρημα βέβαια, εἶναι τὸ ἀρχικὸ ρῆγμα στὸ ἀρραγὲς σύστημα τῆς ἱεροκανονικῆς Παραδόσεως, ποὺ ἐφόσον πραγματοποιηθεῖ, εἶναι σχεδὸν σίγουρο πὼς κατόπιν θὰ ἀνοίξει τὸ δρόμο «πρὸς τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ μυστηριακῆς κοινωνίας τῶν Ἐκκλησιῶν μας», σύμφωνα μὲ τὸν καθηγητὴ Γρηγόριο Λαρεντζάκη [12].

Πρὸς ἐπίρρωσιν αὐτῆς τῆς προσδοκίας τοῦ καθηγητοῦ Λαρεντζάκη, εἶναι πολὺ προσδιοριστικὴ καὶ ἐνδιαφέρουσα (γιὰ νὰ δοῦμε καὶ νὰ ἐξετάσουμε λίγο βαθύτερα, τὸ σκεπτικὸ ποὺ διέπει τοὺς παράγοντες τοῦ Φαναρίου γύρω ἀπὸ αὐτὸ τὸ θέμα) ἡ προσέγγιση ποὺ κάνει σὲ σχετικὸ ἄρθρο του, τὸ 2021, ὁ πρώην Ἀρχιεπίσκοπος Τελμησσοῦ καὶ νῦν Μητροπολίτης Πισιδίας, Ἰώβ, ἐν ὄψει τῆς ἡμερολογιακῆς συμπτώσεως τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, γιὰ Ὀρθοδόξους καὶ Ρωμαιοκαθολικούς, τὸ 2025. Ἀφοῦ εἰσαγωγικὰ ἀναφέρεται καὶ ἐκεῖνος στὴ διαφορὰ τοῦ ὑπολογισμοῦ τῶν ἡμερομηνιῶν τοῦ Πάσχα ἀπὸ πλευρᾶς Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν, στὴ συνέχεια ἀποφαίνεται μὲ ὅρους «ἐκκλησιολογικῆς συμπερίληψης», ὅτι αὐτὴ ἡ ἡμερολογιακὴ διάσταση «εἶναι ἕνα πραγματικὸ πρόβλημα ποὺ χρειάζεται μιὰ κατάλληλη λύση γιὰ ὅλη τὴν Ἐκκλησία». Ἑπομένως ἐδῶ ἔχουμε μιὰ πρώτη ἀπόπειρα ναρκοθέτησης τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀφοῦ παρ' ὅλο ποὺ ὑφίσταται ἐνεργὸς ὁ Ὅρος, ὁ ὁποῖος, ὅπως ἀναφέρθηκε ρητῶς στὴν ἀρχὴ τῆς παρούσης εἰσηγήσεως, καθόρισε ἅπαξ διὰ παντὸς τὸ «Πασχάλιο», στὰ γραφόμενά του ὁ Μητροπολίτης Ἰὼβ ἀνακαλύπτει ὅτι ὑπάρχει «πρόβλημα», καὶ μάλιστα γιὰ «ὅλη τὴν Ἐκκλησία», ὅπως αὐτὸς ὁ ὅρος ἐκφράζεται ἀπὸ τὴν «ἐκκλησιολογία το Κολυμπαρίου», ἡ ὁποία, ὡς γνωστόν, προεξέτεινε τὰ ὅρια τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καὶ πρὸς τὴν πλευρὰ τῶν ἑτερόδοξων Ἐκκλησιῶν [13]!

Προτοῦ προχωρήσουμε σὲ κριτικὴ ἀνάλυση γιὰ τὸ ἂν ἡ «ἡμερολογιακὴ διάσταση» μὲ τοὺς ἑτεροδόξους σχετικὰ μὲ τὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα, ἀποτελεῖ «πρόβλημα» γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, προσέξτε πὼς γίνεται ἡ ἐπεξεργασία αὐτοῦ τοῦ «προβλήματος», ἂν ὑποθέσουμε ὅτι ὄντως μπορεῖ νὰ ὑφίσταται κάποιο «πρόβλημα»: ὄχι ἀσφαλῶς σὲ κανένα ἐπίπεδο «παρωχημένων» Ὀρθοδόξων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀλλὰ σὲ ἐπίπεδο ἐπιτροπῶν τοῦ Π.Σ.Ε. μὲ τὴ διοργάνωση διαχριστιανικοῦ συνεδρίου. Μᾶς πληροφορεῖ λοιπὸν ὁ τέως Ἀρχιεπίσκοπος Τελμησσοῦ πὼς ἡ πανσπερμία τῶν χριστιανικῶν αἱρέσεων συσκέπτεται μαζὶ μὲ μιὰ ἐνδοτικὴ μερίδα Ὀρθοδόξων, προκειμένου κυριολεκτικὰ «νὰ μᾶς ἀλλάξουν τὰ πασχάλια», διευκρινίζοντας πάντως μὲ εἰλικρίνεια ὅτι «ὁ σκοπὸς αὐτοῦ τοῦ συνεδρίου δὲν θὰ εἶναι νὰ μελετήσει τὴν ἱστορία τῆς Συνόδου οὔτε νὰ μελετήσει τὴ θεολογία της, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ ἀναλογιστεῖ τί σημαίνει «ὁρατὴ ἑνότητα» σήμερα σὲ διάφορες χριστιανικὲς ἐκκλησίες καὶ πῶς οἱ Χριστιανοὶ μποροῦν συλλογικὰ νὰ προωθήσουν, νὰ κηρύξουν καὶ νὰ ζήσουν τὴν ἀποστολικὴ πίστη σήμερα στὸ πλαίσιο τόσων σύγχρονων προκλήσεων, ὅπως ἡ ἐκκοσμίκευση [14] καὶ ὁ θρησκευτικὸς πλουραλισμός» [15]!

Γιὰ τὸν πρώην Ἀρχιεπίσκοπο Τελμησσοῦ ἑπομένως, ἡ ἀπάλειψη κάθε εἴδους θεολογικῆς ἀναφορᾶς εἶναι ἀρκετὴ γιὰ νὰ ἐξασφαλιστεῖ ἕνας κοινὸς ἑορτασμὸς τῆς Ἀνάστασης, προκειμένου, ὅπως ἀναφέρει, «νὰ ἐκδηλωθεῖ ἑνότητα στὴν πίστη». Μιὰ ἑνότητα ὅμως, ποὺ ὅπως οἱ ἴδιοι οἱ συμμετέχοντες αὐτῶν τῶν συνεδρίων συνομολογοῦν δὲν βασίζεται στὴν ἐπιστροφὴ τῶν πεπλανημένων ἑτερόδοξων χριστιανῶν στοὺς κόλπους τῆς Μίας, Ἁγίας, Ἀποστολικῆς καὶ Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ σὲ μία ἄκρως προβληματικὴ «δι-ὁμολογιακὴ ἑνότητα», περισσότερο ἰδεοληπτικοῦ - ἀκτιβιστικοῦ χαρακτῆρα, γιὰ μιὰ «νέα πίστη» - «ἑτέρου γένους», ποὺ ἁπλῶς θὰ κληθεῖ νὰ μεταδώσει τὸ καινοφανὲς μήνυμα ἑνὸς κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα ἀπὸ ὅλους τοὺς χριστιανούς, ἄνευ δογματικῶν περιορισμῶν καὶ ἀγκυλώσεων ἢ ὅπως τὸ διατυπώνει πιὸ προσαρμοσμένα γιὰ τὴν περίσταση, ὁ ἔμπειρος σ’ αὐτὲς τὶς διατυπώσεις, καθηγητὴς Πέτρος Βασιλειάδης, «πέρα ἀπὸ ὁποιεσδήποτε προκαταλήψεις καὶ παρερμηνεῖες τῶν ἱστορικῶν καὶ κανονικῶν δεδομένων» [16].

Μόνο ποὺ οἱ «προκαταλήψεις» καὶ οἱ «παρερμηνεῖες» τῶν ἱστορικῶν καὶ κανονικῶν δεδομένων, κατὰ τὴν γνώμη τοῦ καθηγητοῦ Βασιλειάδη, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὶς Θεόπνευστες ἑρμηνεῖες τῶν Ἁγίων Πατέρων, ποὺ ἀναφέρουν ρητῶς ὅτι ὁ κοινὸς ἑορτασμὸς τοῦ Πάσχα μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ ἑτεροδόξων εἶναι ἀπαγορευμένος καὶ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ γίνει, γιὰ τὸν ἁπλὸ λόγο ὅτι οἱ Δυτικοὶ στὸ σύνολό τους, Παπικοὶ καὶ Προτεστάντες, εἶναι αἱρετικοί, ἔχοντας προσβάλλει κατὰ συρροὴ καὶ κατ’ ἐξακολούθηση «τήν ἅπαξ παραδοθεῖσαν τοῖς ἁγίοις πίστιν» [17]. Τὸ θέμα λοιπὸν τὸ ἡμερολογιακὸ ποὺ προβάλλουν στὸ σύνολό τους οἱ Οἰκουμενιστές, ὡς πρόσχημα γιὰ τὴν ἀνατροπὴ τοῦ Ὀρθοδόξου Πασχαλίου, εἶναι κυριολεκτικὰ μία φτηνὴ πρόφαση πρὸς δικαιολόγηση τῆς ἐπιχειρούμενης πραξικοπηματικῆς ἀνατροπῆς τοῦ Πασχαλίου.

Ἐξ ἄλλου οἱ Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, δὲν περίμεναν τοὺς «μεταπατερικοὺς» νόες τῶν ἐσχάτων χρόνων γιὰ νὰ τοὺς ἐνημερώσουν περὶ τῆς ἀστρονομικῆς ἀτέλειας τοῦ ἡμερολογίου. Γιὰ αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἐξανίσταται μὲ ὅλους αὐτοὺς τοὺς «παντὸς καιροῦ» λατινόφρονες, καὶ μὲ μιὰ ἐλαφρὰ δόση εἰρωνείας, μέσα ἀπὸ τὰ ἑρμηνευτικὰ σχόλια ποὺ κάνει γιὰ τὸν Ζ΄ Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τοὺς ἀπαντᾶ περίπου ὡς ἑξῆς: -τί τάχα νομίζετε; Ὅτι αὐτοὺς τοὺς ὁποίους ἀποκαλοῦμε «Θεοφόρους» καὶ «πανσόφους», λέτε νὰ ἦσαν τόσο ἀνόητοι ποὺ νὰ μὴν γνώριζαν γιὰ τὴν ἀτέλεια τοῦ ἡμερολογίου; Ἀσφαλῶς καὶ τὴ γνώριζαν, πλὴν ὅμως σκόπιμα ἐπέλεξαν νὰ μὴν ἀκολουθήσουν τὰ ἀστρονομικὰ δεδομένα κάθε ἐποχῆς, ἀλλὰ νὰ διαφυλάξουν τὴν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως, μέσα ἀπὸ τὴν ἀποφυγὴ κάθε εἴδους θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ, διαφυλάσσοντας κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν πραγματικὴ (καὶ ὄχι εἰκονικὴ) ἑνότητα τῆς πίστεως. Εἶναι δὲ χαρακτηριστικὸ ὅτι τὴν ἴδια τακτικὴ υἱοθέτησαν καὶ ἀκολούθησαν οἱ Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ποὺ διαδέχθηκαν τὴν Α΄, ὅπου παρ' ὅλο ποὺ ἔβλεπαν καὶ αὐτοί, ὡς σοφοὶ ποὺ ἦταν, πόσο «κατέβηκε» ἡμερολογιακὰ ἡ ἰσημερία καὶ στὴ δική τους ἐποχή, δὲν θέλησαν, οὔτε ἔκριναν σκόπιμο νὰ παρέμβουν καὶ νὰ τὴ μεταθέσουν ἀπὸ τὴν 21η Μαρτίου (τοῦ Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου), ὅπου τὴν «βρῆκε» ἡ Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, προτιμῶντας τὴ δογματικὴ συμφωνία τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀγνοῶντας πλήρως τὴν ἐπιστημονική - ἀστρονομικὴ ἀκρίβεια τῆς ἰσημερίας [18].

Μὲ πανομοιότυπο σκεπτικὸ ἀντιμετώπισε τὸ ἐν λόγῳ ζήτημα καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος ὡς ποιμένας εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει τὶς σχισματικὲς τάσεις ὁρισμένων ἰουδαϊζόντων Χριστιανῶν, ποὺ ἐνέμεναν στανικὰ στὰ ἰουδαϊκὰ ἤθη καὶ ἀρνοῦνταν ἀνυποχώρητοι νὰ ἀκολουθήσουν τὴν ἀκρίβεια τῆς Ἐκκλησίας, σὲ ὅ,τι ἔχει νὰ κάνει κυρίως μὲ τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα, τὴν ποιμαντικὴ διαχείριση τῶν νηστειῶν καὶ ἄλλων παρόμοιων στρεβλώσεων. Προσεγγίζοντας τὸ εὐαίσθητο αὐτὸ θέμα μὲ σοφία καὶ σύνεση, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τοὺς προέτρεψε νὰ ἀκολουθοῦν παντοῦ μὲ ἀκρίβεια τὴν Ἐκκλησία, προτιμῶντας πάνω ἀπὸ ὅλα τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εἰρήνη, δείχνοντας ἐμπιστοσύνη στὴν χριστιανικὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, κάνοντας αὐστηρὴ σύσταση νὰ ἀποφεύγονται αὐτοὶ ποὺ προτιμοῦν νὰ τορπιλίζουν τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ δημιουργοῦν σχίσματα καὶ διαιρέσεις [19].

Ἡ ποιμαντικὴ αὐτὴ προσέγγιση τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου εἶναι λίαν ἐπίκαιρη στὶς μέρες μας, διότι ὑποδεικνύει τὸν ὀρθὸ τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ πρέπει νὰ χειριστεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τὸ πέρα γιὰ πέρα παράλογο, ἀπὸ ἐκκλησιολογικῆς καὶ δογματικῆς ἀπόψεως, αὐτὸ αἴτημα, ποὺ ἀποβλέπει στὴν ἀνατροπὴ τοῦ Πασχαλίου. Ταυτοχρόνως, ἀπογυμνώνει τὰ ἕωλα ἐπιχειρήματα τῶν δυτικόφρονων παραγόντων τοῦ Φαναρίου περὶ ἀναγκαιότητας διορθώσεως τοῦ Πασχαλίου χάριν τῆς ἐπιστημονικῆς ὀρθότητας, διότι γνωρίζουν πολὺ καλὰ ὅτι μὲ κάτι τέτοιους διαχριστιανικοὺς τυχοδιωκτισμοὺς ρισκάρουν νὰ προκαλέσουν καινούρια σχίσματα ἐντὸς τοῦ σώματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Βάσει λοιπὸν αὐτοῦ τοῦ δογματικῶς ὀρθοῦ σκεπτικοῦ τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ἐφόσον ἐπιθυμοῦμε νὰ εἴμαστε «ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσι», ὀφείλουμε νὰ παραμείνουμε ἑδραῖοι στὴν ἀκρίβεια τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀκόμα κι ἂν αὐτὴ ἐπιστημονικῶς πλανᾶται, παρὰ νὰ ἀκολουθήσουμε τὴν ἐπιστημονικὴ ὀρθότητα καὶ νὰ ἐκπέσουμε ἀπὸ τὴ δογματικὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας [20].

Εὐθυγραμμισμένος σ’ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴ χρυσοστομικὴ ἑρμηνεία, ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου, Κωνσταντῖνος Μουρατἰδης, πολλάκις τόνιζε ὅτι γιὰ τὸ συγκεκριμένο ζήτημα τοῦ Πασχαλίου δὲν χωρεῖ κἂν πνεῦμα ἐπιείκειας καὶ συγκατάβασης, διότι πρόκειται περὶ ὑψίστου δογματικοῦ ζητήματος, τὸ ὁποῖο δὲν δύναται σὲ καμμία τῶν περιπτώσεων νὰ μετατραπεῖ σὲ ἀντικείμενο διαπραγμάτευσης μέσῳ θεολογικῶν συμποσίων καὶ ἐργαστηρίων ἢ ἀκόμα καὶ ἀπολύτως ἐλεγχομένων, ὑπὸ τοῦ κλίματος τοῦ Φαναρίου, «πατριαρχικῶν συνόδων», ἀλλὰ μόνο μὲ μία Σύνοδο τοῦ αὐτοῦ κύρους μὲ τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Κάθε ἄλλη μονομερὴς ἐνέργεια, ὅπως ἀποδείχθηκε κι ἀπὸ τὴν ὀδυνηρὴ κατάληξη τῆς «ἡμερολογιακῆς μεταρρύθμισης», ἐνέχει τεράστιο κίνδυνο νέου σχίσματος στοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὅπως ἔλεγε χαρακτηριστικὰ ὁ σπουδαῖος αὐτὸς Κανονολόγος, «τὸ πνεῦμα τῆς ἐπιείκειας δέον σαφῶς νὰ διακρίνεται ἀπὸ οἱανδήποτε θεώρηση τούτου, ὡς ἐπιτρέποντος ἢ ὁδηγοῦντος πρὸς τὴν ἀσυδοσία ἥτις βεβαίως σφόδρα ἀντιτίθεται πρὸς τὴν Κανονικὴ τῆς Ἐκκλησίας τάξη» [21].

Στὰ πλαίσια αὐτὰ ὅμως, ποὺ μόλις περιγράφησαν ἀπὸ τὸν καθηγητὴ Μουρατίδη, περὶ ἀδυνάτου οἰκονομίας στὸ ζήτημα τοῦ Πασχαλίου, οἱ συγκατανευσιφάγοι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ προβαίνουν, παρὰ ταῦτα, σὲ ἕνα ἀκόμη ἀτόπημα, καθώς, δεδομένης τῆς δυσκολίας ἐπικράτησης αὐτοῦ τοῦ ἐγχειρήματος σὲ πανορθόδοξο ἐπίπεδο, λόγῳ τοῦ ἀνυπέρβλητου ἐμποδίου τῶν Ἱερῶν Κανόνων, δὲν διστάζουν νὰ ἐπιρρίψουν τὴν εὐθύνη καὶ νὰ προχωρήσουν στὴν κατασκευὴ ἐνοχικῶν συμπλεγμάτων πρὸς τὴν πλευρὰ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀφήνοντας νὰ ἐννοηθεῖ πὼς οὔτε λίγο οὔτε πολύ, τὸ ζήτημα «τοῦ μὴ ἀπὸ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα» εἶναι ἕνα «πρόβλημα» ποὺ συντηρεῖ μὲ τὴν ἄκαμπτη στάση της ἡ Ὀρθοδοξία [22] κι ὄχι ἕνα δημιούργημα τῆς ἑτεροδοξίας, ἡ ὁποία κινεῖ παρασκηνιακὰ τὰ νήματα πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση. Μὲ τὴν ἀνοίκεια αὐτὴ στάση ἀρνοῦνται ἢ ἀποφεύγουν νὰ ὁμολογήσουν τὴ μία καὶ μοναδικὴ ἱστορικὴ ἀλήθεια, ἤτοι ὅτι οἱ Παπικοὶ ἦσαν οἱ φυσικοὶ αὐτουργοὶ καὶ αὐτῆς τῆς πλάνης, ἐκεῖνοι πού, ἀφοῦ πρῶτα ἀνέτρεψαν τὸ Πασχάλιο, ὅπως αὐτὸ ὁρίζονταν ἀπὸ τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, μέσα ἀπὸ τὴν «ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση» τοῦ 1582, ξεκίνησαν νὰ ἑορτάζουν τὸ χριστιανικὸ Πάσχα πρὶν ἀπὸ τὸ ἰουδαϊκὸ ἢ μαζὶ μ’ αὐτὸ· καὶ σὰ νὰ μὴν ἔφτανε αὐτό, μέσα ἀπὸ τὸν τῦφο τῆς πλάνης τους, αὐτοὶ ἦσαν ποὺ ἔκτοτε ἄρχισαν νὰ πιέζουν γιὰ συνεορτασμὸ τῆς καινοτομίας τους μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους, ἐπιθυμῶντας νὰ καταστήσουν συνενόχους τῆς δικῆς τους ἀποστασίας καὶ τοὺς τελευταίους. Μὲ μία «παπικὴ βοῦλα» τοῦ Γρηγορίου ΙΓ΄ κατέδειξαν μὲ ποιό τρόπο ἐννοοῦν τὸ θεσμὸ τῆς συνοδικότητας στὴ Δύση, ἀναδεικνύοντας τὶς αἱρετικὲς δοξασίες τοῦ «πρωτείου ἐξουσίας» καὶ τοῦ «ἀλαθήτου» ex cathedra. Τότε ποὺ ὁ Πάπας, λειτουργῶντας ὡς «Ὑπερσύνοδος», κατέλυσε ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ δόγματα καὶ ὅρους Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων τῆς πρώτης χιλιετίας.

Αὐτὴν συνεπῶς τὴν πλάνη τῆς «διορθώσεως τοῦ Πασχαλίου» ἐπὶ τῇ βάσει ἐπιστημονικῶν - ἡμερολογιακῶν κριτηρίων, καλεῖται νὰ διαχειριστεῖ ἡ Ὀρθοδοξία (καὶ) σήμερα. Ἐνδεχόμενη ἄστοχη διαχείριση καὶ ἀποδοχὴ τῆς παπικῆς καινοτομίας ὅσον ἀφορᾶ τὸ Πασχάλιο, ἀκόμη κι ἂν δὲν υἱοθετηθεῖ πλήρως ἡ παπικὴ μεταρρύθμιση περὶ Πασχαλίου, ἀλλὰ ὑποτεθείσθω υἱοθετηθεῖ μία σταθερὴ ἡμερομηνία γιὰ νὰ ἐπιτυγχάνεται ὁ σταθερὸς ἑορτασμός του ἀπὸ ὅλο τὸ χριστιανικὸ κόσμο (π.χ. ἡ β΄ ἢ ἡ γ΄ Κυριακὴ ἑκάστου Ἀπριλίου), ὅπως «μεγαλόψυχα» διεκήρυξε στὶς 4 Δεκεμβρίου 1963 ἡ Β΄ Βατικανὴ Σύνοδος [23], τοῦτο αὐτομάτως θὰ ἀποτελέσει συντριπτικὴ ἧττα ἀπὸ πλευρᾶς Ὀρθοδόξων, καθότι γιὰ πρώτη φορὰ θὰ ἀποκηρυχθοῦν μετὰ κρότου οἱ ἀποφάσεις καὶ οἱ ὅροι μιᾶς ὁλόκληρης σειρᾶς Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων καὶ θὰ ἀναγνωρισθοῦν de facto οἱ περὶ «πρωτείου» καὶ «ἀλαθήτου» αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ. Ταυτόχρονα δέ, μία τέτοια ἀβελτηρία ἐκ μέρους ὁποιουδήποτε Ὀρθοδόξου Πατριάρχου, ἄνευ συνοδικῆς ἀποφάσεως ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν Ὀρθοδόξων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, θὰ νομιμοποιήσει ἐπισήμως τὶς προαναφερθεῖσες παπικὲς κακοδοξίες καὶ στὸν χῶρο τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς, καθιερώνοντας γιὰ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη, τὸν ἀπαράδεκτο καὶ λίαν καταχρηστικὸ ὅρο «primus sine paribus» (= «πρῶτος ἄνευ ἴσων»).

Συμπερασματικὰ λοιπόν, φτάνοντας στὸν ἐπίλογο τῆς παρούσας εἰσηγήσεως, καὶ ἔπειτα ἀπὸ ὅλα ὅσα ἐκτέθησαν ἀνωτέρω, γίνεται προφανὲς ὅτι, γιὰ τοὺς Οἰκουμενιστὲς τοῦ Φαναρίου, μέσα ἀπὸ τὴν διακαῶς ἐπιδιωκόμενη (ἐδῶ καὶ ἕναν αἰῶνα) μεταρρύθμιση τοῦ Πασχαλίου, ὁλοκληρώνεται ἕνας κύκλος μιᾶς «μεταρρυθμισμένης Ὀρθοδοξίας», ἡ ὁποία, κατὰ τὸ λεκτικὸ πυροτέχνημα τῆς ἐποχῆς, βρίσκεται στὴ «σωστὴ πλευρὰ τῆς ἱστορίας», στὴν πραγματικότητα ὅμως κεῖται μακρὰν τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, ὅπως συμβαίνει μὲ ὅλα τὰ δημιουργήματα τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς. Ἀπέναντι σ’ αὐτὸν τὸν τρομερὸ κίνδυνο, μὲ τὸν ὁποῖο ἔρχεται ἀντιμέτωπη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι σημαντικὸ νὰ θυμόμαστε ἐκεῖνο ποὺ τόνιζε πάντοτε ἡ ἁγιοπνευματικὴ γραφίδα του π. Σεραφεὶμ Ρόουζ, ὅτι «καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἱστορίας ὁ διάβολος δοκίμαζε διάφορα ἐργαλεῖα μὲ τὰ ὁποῖα θὰ μποροῦσε νὰ διαμορφώσει τὴν ἀποστασία. Ἕνα τέτοιο ἐργαλεῖο ποὺ «λειτούργησε» ἦταν ἡ παπικὴ νοοτροπία, ἡ ὁποία, ὡς νόμιμος διάδοχος τοῦ πνεύματος τοῦ ἀρειανισμοῦ, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ἀποκόπηκε ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία ἔγινε πηγὴ μιᾶς ὁλόκληρης νέας φιλοσοφίας, ποὺ ἀναποδογύρισε στὴν ἐποχή μας, ὁλόκληρο τὸν κόσμο» [24]. Τὸ νὰ πιστεύει κανεὶς πὼς αὐτὴ ἡ νοοτροπία τοῦ «πρωτείου» καὶ τοῦ «ἀλαθήτου», πρόκειται νὰ ἀποδομήσει τὸν ἑαυτό της, καὶ στὴν προκειμένη περίπτωση τοῦ Πασχαλίου, νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἐκκλησιολογικὴ πλάνη τοῦ Γρηγοριανοῦ ἡμερολογίου γιὰ νὰ ἐπιστρέψει στὴν δογματικὴ ὀρθότητα τοῦ Ἰουλιανοῦ, ὅπως ἀφήνει νὰ ἐννοηθεῖ πρόσφατο «Ἀνακοινωθὲν» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου [25], -αὐτὸς λοιπὸν ποὺ τὸ πιστεύει- ἂς γνωρίζει ὅτι βρίσκεται τελείως ἐκτὸς πραγματικότητας.



[1] Ὁσίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος, Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου Ἅγιον Ὅρος 2010, σελ. 131


[2] Ἱερομονάχου Δαμασκηνοῦ, π. Σεραφεὶμ Ρόουζ- Ἡ ζωὴ καὶ τὰ ἔργα του, τόμ. Β΄, ἐκδόσεις Μυριόβιβλος, σελ. 55


[3] Ὁσίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος, Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου Ἅγιον Ὅρος 2010, σελ. 126


[4] Ὅ.π., σελ. 130-131: «...Στὸν Χριστὸ ὁδηγεῖ ἡ πίστη, ὁ δὲ νοῦς ὁδηγεῖται· ἡ γνώση εἶναι καρπὸς τῆς πίστεως τῆς δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένης καὶ ἐν ἐλπίδι ἐργαζομένης...»


[5] Α΄ Κανῶν τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου: «Πάντας τὸὺς τολμῶντας παραλύειν τὸν ὅρον τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης συνόδου τῆς ἐν Νικαὶᾳ συγκροτηθείσης ἐπὶ παρουσὶᾳ τῆς εὐσεβείας τοῦ θεοφιλεστάτου βασιλέως Κωνσταντίνου, πὲρὶ τῆς ἁγίας ἑορτῆς τοῦ σωτηριώδους Πάσχα, ἀκοινωνήτους καὶ ἀποβλήτους εἶναι τῆς ἐκκλησίας, εἰ ἐπιμένοιεν φιλονεικότερον ἐνιστάμενοι πρὸς τὰ καλῶς δεδογμένα, καὶ ταῦτα εἰρήσθω πὲρὶ τῶν λαϊκῶν. Εἰ δὲ τὶς τῶν προεστώτων τῆς ἐκκλησίας, ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, μετὰ τὸν ὅρον τοῦτον τολμήσειεν ἐπὶ διαστροφῇ τῶν λαῶν καὶ ταραχῇ τῶν ἐκκλησιῶν ἰδιάζειν, καὶ μετὰ τῶν Ἰοὐδαίων ἐπιτελεῖν τὸ Πάσχα· τοῦτον ἡ ἁγία σύνοδος ἐντεῦθεν ἤδη ἀλλότριον ἔκρινε τῆς ἐκκλησίας, ὡς οὐ μόνον ἑαυτῷ ἁμαρτίας ἐπισωρεύοντα, ἀλλὰ πολλοῖς διαφθορᾶς καὶ διαστροφῆς γινόμενον αἴτιον· καὶ οὐ μόνον τὸὺς τοιούτους καθαιρεῖ τῆς λειτουργίας, ἀλλὰ καὶ τὸὺς τολμῶντας τούτοις κοινωνεῖν μετὰ τὴν καθαίρεσιν. Τὸὺς δὲ καθαιρεθέντας ἀποστερεῖσθαι καὶ τῆς ἔξωθεν τιμῆς, ἧς ὁ ἅγιος κἂνὼν καὶ τὸ τοῦ Θεοῦ ἱερατεῖον μετείληφεν.»


[6] Διαταγαὶ Ἀποστόλων, Ε΄ ΙΖ΄, Ἀποστολικοὶ Πατέρες 1, ΕΠΕ, σελ. 260-261: «... καὶ νὰ μὴν ἐμφανίζεστε νὰ γιορτάζετε μαζὶ μὲ τοὺς Ἰουδαίους. Γιατί καμμιὰ ἐπικοινωνία δὲν ὑπάρχει τώρα ἀνάμεσα σὲ μᾶς καὶ σ’ αὐτοὺς· γιατί ἔχουν πλανηθεῖ καὶ σ’ αὐτή τους τὴν ἐντολή, ποὺ νομίζουν ὅτι τὴν τηροῦν, ὅπως ἔχουν σὲ ὅλα πλανηθεῖ καὶ ἔχουν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια...»


[7] Ἰω. δ΄ 23-24


[8] Ἀρχιμανδρίτου Ἐπιφάνειου Θεοδωρόπουλου, Τὰ Δύο Ἄκρα-Οἰκουμενισμὸς καὶ Ζηλωτισμός, Ἔκδοσις Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζῆνος, Τροιζήνα 2008, σελ. 39, πρβλ. «ΕΝΟΡΙΑ», φύλλον 549, 10 Μαΐου 1974


[9] Ἱερομονάχου Δαμασκηνοῦ, π. Σεραφεὶμ Ρόουζ- Ἡ ζωὴ καὶ τὰ ἔργα του, τόμ. Β΄, ἐκδόσεις Μυριόβιβλος, σελ. 250


[10] Τὸ τέχνασμα τῆς ... «μισῆς ἀλήθειας»: σὲ μιὰ ἱστορία ἀπὸ τὸ Γεροντικὸ ἐμφανίζεται σὲ ἕναν ἅγιο ἀσκητὴ ὁ διάβολος καὶ τὸν ἐρωτᾶ, «μὲ γνωρίζεις;». «Ἀσφαλῶς καὶ σὲ γνωρίζω, εἶσαι ὁ διδάσκαλος τοῦ ψεύδους». Γιὰ νὰ τοῦ ἀπαντήσει ὁ διάβολος, «κάνεις λάθος, διότι οὐδέποτε λέω γυμνὰ τὸ ψεῦδος ἐνῷ παρουσιάζω πάντοτε τὴ μισὴ ἀλήθεια»


[11] Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν Α΄ Κανόνα τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «...Τούτων οὖν οὕτως ὄντων, καὶ διαμαρτυρουμένων ἡμῖν, ἀγαλλιώμενοι ἐπ’ αὐτοῖς, ὡς εἴ τὶς εὕροι σκῦλα πολλά, ἀσπασίως τὸὺς θείους κανόνας ἐνστερνιζόμεθα, καὶ ὁλόκληρον τὴν αὐτῶν διαταγὴν καὶ ἀσάλευτον κρατύνομεν, τῶν ἐκτεθέντων ὑπὸ τῶν ἁγίων σαλπίγγων τοῦ Πνεύματος, τῶν πανευφήμων Ἀποστόλων, τῶν τε ἕξ ἁγίων οἰκουμενικῶν συνόδων, καὶ τῶν τοπικῶς συναθροισθεισῶν ἐπὶ ἐκδόσει τοιούτων διαταγμάτων, καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν· Ἐξ ἐνὸς γὰρ ἅπαντες καὶ τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος αὐγασθέντες, ὥρισαν τὰ συμφέροντα...»


[12] Γρηγορίου Λαρεντζάκη, Στὴν πορεία πρὸς κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα, βλ. σχέτ.: https://fosfanariou.gr/index.php/2021/04/03/blog-post 47-3/


[13] Ἰωάννη Μαρκά, Ὁ ὅρος «Ἐκκλησία» κατὰ τὸν ἅγιο Νεκτάριο, Θεσσαλονίκη 2024, σελ. 175-176:

Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία καὶ Καθολική, ταυτοχρόνως ἀποκλείεται τὸ ἐνδεχόμενο νὰ εἶναι «μία καὶ διηρημένη», διότι κάτι τέτοιο ἀποτελεῖ ἀντίφαση ἐν τοῖς ὅροις.

Ἐπιπλέον, ἡ θέση ποὺ ἐκφράζουν πολλοὶ σύγχρονοι ἀκαδημαϊκοὶ θεολόγοι, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπὸ τὴ μία "καθορίζει μόνη της τὰ ὅριά της, γι’ αὐτὸ μπορεῖ καὶ αὐτοπροσδιορίζεται καὶ ὡς ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία", ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη "ἐκκλησιολογικὰ δὲν μπορεῖ νὰ προσδιορίσει ἢ νὰ ἀπορρίψει καμμία ἄλλη ἀντίστοιχη ἐκκλησιαστικὴ πραγματικότητα, ἡ ὁποία εἶναι ἔξω ἀπὸ τὰ ἐκκλησιολογικά της ὅρια", ἀποτελεῖ μία πέρα γιὰ πέρα ἀντιφατικὴ θεωρία, ἐντελῶς ξένη ἱστορικοδογματικὰ πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Τὸ πιστοποιεῖ ἄλλωστε ξεκάθαρα στὶς μελέτες του ὁ ἅγιος Νεκτάριος, ὁ ὁποῖος «ἑπόμενος τοῖς Ἁγίοις Πατράσι», τονίζει μὲ σαφῆ καὶ ἀπόλυτο τρόπο ὅτι ὁ Ρωμαιοκαθολικισμὸς γιὰ παράδειγμα, ἐμμένοντας «καὶ ἐξελίσσοντας τὴν καινοτομία τοῦ Πρωτείου ἐξουσίας, διασπᾶται ἀπὸ τὴν ἑνότητα καὶ ἐξέρχεται τῆς Ἐκκλησίας».

Ἄρα, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὅταν ὁμιλεῖ μετὰ βεβαιότητας γιὰ τὴν ταυτότητά της πὼς εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, δὲν καθορίζει ἁπλῶς τὰ δικά της ὅρια, ἀλλὰ προσδιορίζει ρητῶς καὶ τὴν ἁρμόζουσα θέση τῶν λεγόμενων ἑτερόδοξων Ἐκκλησιῶν, καταδεικνύοντας ὅτι αὐτὲς βρίσκονται ὀντολογικῶς ἐκτὸς τῶν ὁρίων τῆς Μίας καὶ Οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας.


[14] Προσέξτε στὸ σημεῖο αὐτό, ἡ ἀντίφαση εἶναι τρομερή: ἡ ἐπιδιωκόμενη ἐκκοσμίκευση τοῦ χαρακτῆρα τοῦ Πασχαλίου ἔχει ὡς στόχο νὰ ἀντιμετωπίσει ...τὴν ἐκκοσμίκευση!!


[15] https://www.romfea.gr/patriarxeia-ts/patriarxeio-mosxas/42781-to-patriarxeio-mosxas-antitheto-gia-koino-pasxa-me-tous-katholikoys


[16] Πέτρου Βασιλειάδη, Ἡ ὀρθόδοξη κατανόηση τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ οἱ συνέπειές της γιὰ τὸν κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα, βλ. σχέτ.: https://fosfanariou.gr/index.php/2021/05/05/blog-post 5-3/


[17] Ἴουδ. 3


[18] Πηδάλιον, Ἐκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 9


[19] Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Κατὰ Ἰουδαίων, Λόγος Γ΄ , Ε.Π.Ε. 34, σελ. 188: «Mὴ τοίνυν, τῶν τελειοτέρων ἐπανατρέχωμεν, μηδὲ ἡμέρας καὶ καιροὺς καὶ ἐνιαυτοὺς παρατηρῶμεν, ἀλλὰ πανταχοῦ τῇ Ἐκκλησὶᾳ μετ᾽ ἀκριβείας ἑπώμεθα, τὴν ἀγάπην καὶ τὴν εἰρήνην προτιμῶντες ἁπάντων. Εἰ γὰρ καὶ ἐσφάλλετο ἡ Ἐκκλησία, οὐ τοσοῦτον κατόρθωμα ἀπὸ τῆς τῶν χρόνων ἀκριβείας ἦν, ὅσον ἔγκλημα ἀπὸ τῆς διαιρέσεως καὶ τοῦ σχίσματος τούτου»


[20] Δέον νὰ ξεκαθαριστεῖ ὅτι αὐτὴ ἡ εἰδικὴ διατύπωση τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου ΔΕΝ εἶναι γενικὸς κανόνας! Διότι δυστυχῶς στὴν ἐποχή μας, πολλοὶ Μητροπολῖτες, τόσο Οἰκουμενιστὲς ὅσο καί ...ἀντί-Οἰκουμενιστές, ἔχουν κυριολεκτικὰ κακοποιήσει τὴ δήλωση αὐτή, τὴν προβάλλουν αὐτονομημένη, διαστρέφοντας τὸ νόημά της ὁλοκληρωτικὰ πρὸς δικαιολόγηση ἐσφαλμένων θεολογικῶν τους ἀπόψεων καὶ ἐνεργειῶν.


[21] Κωνσταντίνου Μουρατίδου, Κανονικὸν Δίκαιον, Ἀθῆναι 1960, σελ. 44-45 πρβλ. ἐφημερίδα «Ὀρθόδοξος Τύπος», ἀρ. φύλλου 161, 1972


[22] https://fosfanariou.gr/index.php/2021/04/03/blog-post 87-3/


[23] Βλ. σχέτ., Πρακτικὰ «Β΄ Οἰκουμενικοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Συμποσίου», Ἀθήνα 11 Ἰουνίου 1969


[24] Ἱερομονάχου Δαμασκηνοῦ, π. Σεραφεὶμ Ρόουζ- Ἡ ζωὴ καὶ τὰ ἔργα του, τόμ. Β΄, ἐκδόσεις Μυριόβιβλος, σελ. 397


[25] Ἡ ἐπίμαχη διατύπωση ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἐν τῷ πνεύματι τούτῳ, ἐκφράζεται ὁμοθυμαδὸν ἡ εὐχὴ ὁ κοινὸς ἑορτασμὸς τοῦ Πάσχα κατὰ τὸ ἑπόμενον ἔτος ὑπὸ τῆς Ἀνατολικῆς καὶ Δυτικῆς Χριστιανοσύνης, νὰ μὴ ἀποτελὲσῃ μίαν εὐτυχῆ ἁπλῶς σύμπτωσιν, ἀλλὰ τὴν ἀπαρχὴν τῆς καθιερώσεως κοινῆς ἡμερομηνίας διὰ τὸν ἑορτασμόν του κατ᾽ ἔτος, συμφώνως πρὸς τὸ Πασχάλιον τῆς καθ᾽ ἡμᾶς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.» Βλ. σχέτ. τὸ πλῆρες κείμενο τοῦ «Ἀνακοινωθέντος» τῆς Ι΄ Συνάξεως τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἐδῶ: https://www.romfea.gr/oikoumeniko-patriarxeio/65042-anakoinothen-i-synakseos-tis-ierarxias-tou-oikoumenikoy-thronou

 

πηγή: orthodoxia-ellhnismos.gr

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε το σχόλιό σας