ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΗΝΑ
«Μή κλαῖε». Ὁ ἐκ Θεοῦ Πατρός Λόγος ἀπεθύνεται πρός τό ἀνθρώπινο γένος, τόν Ἀδάμ παγγενῆ· ὅπως καί σέ κάθε ψυχή χωριστά πού νεκρώθηκε ἐξαιτίας τῆς παρακοῆς. Ἦλθε, ἐπ’ ἐσχάτων τῶν χρόνων καί τόν φθαρέντα μεταπτωτικόν ἄνθρωπον, ἐδωρήσω , ὡς Θεός, ζωήν τήν αἰώνιον.
Γιά μιά τέτοια θεοειδή ζωή, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός προσφέρει διά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Του, θεῖες δυνάμεις στόν ἄνθρωπο. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος γίνει μέλος τῆς Ἐκκλησίας Του, εἰσρέουν μέσα του, ὅλες οἱ ἅγιες θεῖες δυνάμεις,
οἱ ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί ἀρχίζει νά ζεῖ, ὁ πιστός χριστιανός μιά καινούρια ζωή, ἀντάξια τοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ. Μόνον, διά τοῦ Ἰησοῦ καί ἐν τῷ Θεανθρώπῳ, ὁ ἄνθρωπος εἰσέρχεται εἰς τό βασίλειον τῆς Αἰωνίου Θείας Ἀλήθειας, Ἀγάπης, Χαρᾶς, ὅπου δέν ὑπάρχει οὔτε θάνατος, οὔτε θλίψη ἤ στεναγμός.Μή κλαῖς, λοιπόν, ἄνθρωπε· ὁ Χριστός ἐκ τῆς Ἀπειρογάμου σαρκωθείς, βρίσκεται τώρα ἐνώπιόν σου καί ἀγγίζει τό φέρετρο τοῦ θανάτου πού φέρεις μέσα σου καί δωρίζει ζωήν αἰώνιον, διά τῆς ἑαυτοῦ Ἀναστάσεως. Δόξα σοι Χριστέ Σωτήρ, Υἱέ Θεοῦ μονογενές, ψάλλουμε οἱ ἄνθρωποι πού ἔχουμε μπολιάσει τήν ζωή μας, ὡς κλῆμα Θεοῦ, στήν ἄμπελο πού εἶσαι Σύ, ὁ Χριστός· καθαριζόμαστε ἀπό τόν γεωργό Πατέρα καί καρποφοροῦμε ἐν Χάριτι καί ὑπομονή. Ὁ νοῦς, ὁ ὁποῖος εἶχε νεκρωθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία, μέσῳ τῆς ἀνταρσίας, ἀναστήθηκε σήμερα, ὅπως ἀκούσαμε στό Εὐαγγέλιο, στήν πόλη τῆς Ναΐν, ἐνώπιον πάντων. Παύει ὁ φόβος τῆς κολάσεως· ἡ χήρα-ψυχή, ἀναστημένη συγκατοικεῖ μέ τόν Νυμφίο της πρῶτα στή γῆ, ὕστερα δέ συμβασιλεύει μέ τόν Χριστό στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί Πατέρα, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ μέ χαρά ἀνεκλάλητη· καί ἀναπαύεται πιά σέ ἄφατη κατάσταση φωτός, ἐκεῖ, ὅπου ὅσοι κατοικοῦν, ἔχουν διαρκή εὐφροσύνη[1].
Ἐν τούτοις, σεβαστή γερόντισσα, εἶναι ἀνάγκη νά μένωμε στήν ὀρθόδοξη πίστη καί παράδοση, καρποφοροῦντες ἐν ὑπομονῇ, πίστη, ἐλπίδα καί ἀγάπη, μέ ὅλη τήν καρδιά καί τήν ἰσχύ καί τήν δύναμη. Γιατί ἐκεῖνος πού πιστεύει ὀρθόδοξα, κατά τήν ὥρα τοῦ θανάτου του, εἶναι ὁπωσδήποτε ἀδύνατο νά μήν πληροφορηθεῖ τόν καρπό τῆς πίστεως καί τόν ἀγῶνά του καί νά μήν ἀκούσει ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό πού εἶναι ἡ ἀπολύτρωση καί ἡ σωτηρία τῶν ψυχῶν, «εὖ δοῦλε ἀγαθέ, εἴσελθε εἰς τήν χαρά τοῦ Κυρίου σου». Δηλαδή, ὅπως ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, πού ἔγινε ἄνθρωπος ἀπό φιλανθρωπία, πέθανε σωματικά καί χωρίστηκε ἡ ψυχή Του ἀπό τό σῶμα, ἀλλά δέν χωρίστηκε ἀπό αὐτό ἡ Θεότητά Του, ἔτσι κι ἐκείνοι πού ἔζησαν ἐδῶ στή γῆ, σύμφωνα μέ τό θέλημά Του, δέν χωρίζονται ἀπό τόν Θεό· καί στήν κοινή Ἀνάσταση, θά εἶναι πάντοτε ἑνωμένοι μέ τόν Σωτῆρα Χριστό, ψυχῇ τε καί σώματι[2].
Συνεπῶς, ἀδελφοί, ὀφείλουμε νά προσέχουμε, γιά νά ἔχουμε τήν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ καί νά μήν φέρουμε μέσα μας, τήν ὀσμή τοῦ θανάτου, ἀλλά νά ζοῦμε τή ζωή τῆς Ἀναστάσεως. Φρονοῦμε ὅτι χρειάζεται νά ζητοῦμε τά ὠφέλιμα γιά τήν ψυχή μας, ἔχοντας κατά νοῦν, τό λάθος τῶν Πρωτοπλάστων γονέων μας, πρός ἀποφυγήν. Θεωροῦμε ἐν τούτοις, ὅτι χρειαζόμαστε τήν ἐμπειρία, τῶν πρό ἡμῶν ἁγίων, τήν ἐμπειρία τῆς Ὀρθοδόξου Ἁγίας ἡμῶν Παραδόσεως.
Γνωρίζουμε σαφῶς, ὅτι ἡ πολύ εὐχάριστη τροφή ἤ τρυφή τῶν αἰσθήσεων δέν εἶναι ἀπό τά ὄντως καί ἀπό κάθε ἄποψη καλά, ἀλλά νά τά χρησιμοποιοῦμε ἔτσι, πού νά μή μᾶς νικᾶ τὀ πονηρόν καί πάντοτε πρός Δόξαν Θεοῦ. Χρειάζεται νά ζητοῦμε τή βοήθεια τῆς Παναγίας Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας, τῶν Ἁγίων ἐνδόξων Ἀποστόλων, πού μάρτυρες ἀψευδεῖς βρέθηκαν σήμερα, στήν Ἀνάσταση τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας, στήν πόλη Ναΐν.
Κατ’ αὐτόν τόν τρόπον κινούμενοι, διά τῆς Ἀκτίστου Χάριτος, τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί τοῦ Χριστοῦ, νικᾶμε τήν ὅποια περιέργεια πού προσπαθεῖ νά μᾶς κάνει ἀπρόσεκτους, ἐνώπιον τοῦ Πλάστη μας καί ἀπειθεῖς· ἀντίθετα ὅταν πρέπει καί χρειάζεται, πάντοτε νά ποιοῦμε τά ἔργα τοῦ Χριστοῦ μέ διάκριση. Ἔμελλε λοιπόν νά συμβεῖ, στούς Προπάτορες ἐκεῖνος ὁ θάνατος, ὅπως περιμένει κι ἐμᾶς πού ζοῦμε ἀκόμη, πρός παραδειγματισμόν.
Στούς Προπάτορες ἔπρεπε, γιατί ζῶντας στόν ἱερό ἐκεῖνο χῶρο τοῦ Παραδείσου, λησμόνησαν τήν ἐντολή καί τόν λόγο τοῦ Λόγου. Ἐμεῖς λοιπόν χριστιανοί μου, ἄς γυμναστοῦμε περισσότερο στήν τήρηση τῶν ἐντολῶν, στήν Ἁγία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, ὡς γνήσιοι ἀδελφοί τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί κατά κάποιο τρόπο νά μετατρέπουμε τά ὡραῖα τοῦ κόσμου, σέ ὑλικό καί ἀφορμή πρός Δόξαν Θεοῦ, πρός ὠφέλεια τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν. Ταπεινά φρονοῦμε, χρειαζόμαστε τά δάκρυα τῆς μετανοίας καί ἐξομολογήσεως, ἐφ’ ὅρου ζωῆς καί ἐν ὅσῳ εἴμαστε ἀτελεῖς καί νήπιοι πνευματικά,νά προχωροῦμε σιγά σιγά, προσεχτικά στήν διάκριση πραγμάτων καί ἀνάλογα νά τά χρησιμοποιοῦμε πρός οἰκοδομήν καί ὄχι πρός καθαίρεσιν, «ἐξαγοραζόμενοι τόν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσίν».[3]
Τέλος τήν ἀπόφαση τοῦ θανάτου τῆς ψυχῆς καί ἀργότερα τοῦ σώματος, τήν ἔβαλε στόν δρόμο τῆς ἐκτελέσεως, ἡ παράβαση, σύμφωνα μέ τήν δικαιοσύνη τοῦ Δημιουργοῦ καί Πλάστη.
Στῶμεν καλῶς ἀδελφοί· ὁ διάβολος καί τώρα καί ἕως τῆς Δευτέρας Παρουσίας «ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ», ζητῶντας καί πάλι νά μᾶς καταπιεῖ. Γι’ αὐτό ἄς πολιτευόμεθα στή μόνη ζωή πού εἶναι ἀντάξια τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ἡ χριστοειδής ζωή, πού κόβει τοῦ Σατανᾶ τά νεῦρα, τόν διαλύει καί τόν καταστρέφει.
Στόν Μεσσία, Σωτῆρα, Χριστό, ἡ Δόξα, ἡ Βασιλεία, ἡ Ζωή ἡ αἰώνιος. Ἀμήν.
[1](Ψαλμ.86, 7)
[2] (A’ Θεσ. Δ’, 13-18) «ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα καί οὕτω πάντοτε σύν Κυρίῳ ἐσόμεθα».
[3](Ἐφεσ.ε’, 16)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας