Τετάρτη 3 Ιανουαρίου 2024

Σὰν σήμερα ἐκοιμήθη ὀσιακῶς ὁ ἅγιος τῶν γραμμάτων Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

 γνωστὸς οἰκονόμος τῆς Σκιάθου ἀείμνηστος π. Γεώργιος Ρήγας σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν ἐκδότη Ηλ. Δικαῖο ἔγραψε γιὰ τὰ χριστιανικὰ τέλη τοῦ κὺρ-Ἀλεξάνδρου τὰ παρακάτω ποὺ διεξάγονται, ὅταν ὁ συγγραφέας ζήτησε νὰ προσέλθει ὁ ἱερεὺς τῆς Σκιάθου πάπα-Ἀνδρέας Μπούρας καὶ οἱ ἀδελφές του ζήτησαν νὰ πάει μαζὶ στὸ σπίτι κι ὁ γιατρός. Διηγεῖται λοιπὸν ὁ π. Γεώργιος Ρήγας :
«Ὁ Παπαδιαμάντης πρὸ πάντων ἦτο Χριστιανὸς καὶ χριστιανὸς εὐσεβής. Μόλις λοιπὸν εἶδε τὸν ἰατρὸν εἶπεν εἰς αὐτόν: «Τί θέλεις σὺ ἐδῶ;» «Ἦρθα νὰ σὲ δῶ» τοῦ λέγει ὁ ἰατρός. «Νὰ ἡσυχάσης» τοῦ λέγει ὁ ἀσθενής, «ἐγὼ θὰ κάμω πρῶτα τὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ ὕστερα νὰ῾ρθῆς ἐσύ»… Μόνος του, ὀλίγας ὥρας πρὶν ἀποθάνη, ἔστειλε νὰ κληθῆ ὁ ἱερεὺς διὰ νὰ κοινωνήση. «Ξεύρεις! Μήπως ἀργότερα δὲν καταπίνω!» ἔλεγεν. Ἦτο  ἡ παραμονὴ τοῦ θανάτου του καὶ τότε του ἀπονεμήθηκε τὸ παράσημο τοῦ Σταυροῦ τοῦ Σωτῆρος. Τὴν ἑσπέραν τῆς 2ας Ἰανουαρίου 1911, παραμονὴν τοῦ θανάτου του, «ἀνάψτε ἕνα κηρί», εἶπε «φέρτε μου κι ἕνα ἐκκλησιαστικὸν βιβλίον». Τὸ κηρίο ἠνάφθη, ἐπρόκειτο δὲ νὰ ἔλθῃ καὶ τὸ βιβλίον, ἀλλὰ πάλιν ἀποκαμῶν ὁ Παπαδιαμάντης εἶπεν: «Ἀφῆστε τὸ βιβλίο. Ἀπόψε θὰ εἰπῶ ὅσα....
ἐνθυμοῦμαι ἀπ᾿ἔξω». Καὶ ἤρχισε ψάλλων τρεμουλιαστὰ «τὴν χεῖρα σου τὴν ἀψαμένην…» (πρόκειται για το δοξαστικό της Θ' ώρας τν Μ. Ωρών της εορτής τν Θεοφανείων σε ήχο πλ.α').

Θὰ συνεχίσω ἀναφέροντας τὴν μαρτυρία τοῦ Π. Νιρβάνα, ποὺ δούλεψε μαζί του στὸ “ΑΣΤΥ” τὴν περίοδο 1899-1902:
“Μου μένει ἐντυπωμένη ἡ πρώτη φορά, ποὺ εἶχε ἔρθει ν’ ἀναλάβει ὑπηρεσία στὸ γραφεῖο. Ὁ κ. Κακλαμάνος, ἀφοῦ τοῦ μίλησε γιὰ τὴ δουλειά, ποὺ εἶχε νὰ κάνει, ἔφτασε μὲ κάποια ἐπιφύλαξη καὶ στὸ ζήτημα τοῦ μισθοῦ. -Ὁ μισθός σας θὰ εἶναι ἑκατὸν πενήντα δραχμές… τοῦ εἶπε. Ὁ Παπαδιαμάντης κοντοστάθηκε, σὰ νὰ ἔκανε κάποιους ὑπολογισμοὺς μὲ τὸ νοῦ του. -Μήπως εἶναι λίγα, τοῦ εἶπε δειλὰ ὁ κ. Κακλαμάνος, ἕτοιμος ν’ αὐξήσει τὸ ποσό, ποὺ εἶχε προτείνει. Τότε ἄκουσα ἀπ’ τὰ χείλη τοῦ Παπαδιαμάντη τὴ μοναδικότερη ἀπάντηση ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ δώσει ἄνθρωπος σὲ τέτοια στιγμή. -Πολλὲς εἶναι 150… εἶπε. Μὲ φτάνουνε 100… Καὶ ἔφυγε” (ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΛΕΤΑΣ βιογραφικό του Παπαδιαμάντη ἀπὸ τὸ βιβλίο “ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΑΠΑΝΤΑ” Ἐκδόσεις ΓΙΟΒΑΝΗ)

Ὁ Κωστὴς Παλαμᾶς γράφει γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη, “Ἀκρόπολις”, 4 Ἰαν. 1911, δανειζόμενος λεπτομερῆ στοιχεῖα ἀπὸ τὴ βιογραφία ποὺ σενέταξε ὁ Ι. Ζερβὸς στὰ Ἅπαντά του συγγραφέα ποὺ τυπώθηκαν ἀπὸ τὸν ἐκδοτικὸ οἶκο Φέξη στὴν Ἀθήνα. Ἐπαναδημοσίευση περιοδικὸ “Ἐρουρέμ”, περίοδος Β΄τεῦχος 3:
“Στὴν Ἀθήνα ἔφθασε στὰ εἴκοσί του χρόνια, ὅπου γράφτηκε στὴ Φιλοσοφικὴ  σχολή, χωρὶς νὰ παρακολουθεῖ τακτὰ τὰ  μαθήματα• ὡς ἐκ τούτου δὲν πῆρε τὸδίπλωμά του. Γιὰ  νὰ ζήση κατεγίνετο μὲ μεταφράσεις ἀπὸ τὰ ἀγγλικὰ καὶ τὰ γαλλικὰ γιὰ τὶς ἐφημερίδες. Διάβαζε πολύ, ἡ ἀνάγνωσίς του ἐγίνετο τυχαίως, χωρὶς σύστημα, ἦτο ὅμως συνεχὴς καὶ  ἐπίμονος. Θαύμαζε τὸν Ὅμηρο καὶ τὸν Αἰσχύλο σὰν ἄφθαστα πρότυπα τέχνης. Ἐκ τῶν νεωτέρων τοῦ  ἦσαν ἀγαπητοί ὁΘερβάντες καὶ  ὁ  Δίκενς, μὰ τοποθετοῦσε τὸν Σαίξπηρ πάνω ἀπὸ  ὅλους.
Εἰς τὸ πενιχρόν του δωμάτιο, ὅπου συχνὰ δὲν ὑπῆρχε οὔτε τραπέζι —καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ  ἔγραφε στὸ πάτωμα— ὑπῆρχεν ἀπαραιτήτως ἕνα κιβώτιον μὲ βιβλία καὶ ἕνα κερί. Τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς τοῦ ἒζησε σὲμεγάλη ἔνδεια. Δὲν ἄντεχε πλέον εἰς τὴν βαρεῖαν δημόσιογραφικὴν ἐργασίαν…
Ὁ Γιῶργος Σεφέρης θυμᾶται μιὰ ἐπίσκεψή του στὴ Σκιάθο, τὸ 1930:
"Σπίτι τοῦ Παπαδιαμάντη. Ἡ γριὰ ἀδερφὴ τοῦ ἔκλαιγε καθὼς μᾶς μιλοῦσε γι’ αὐτόν. Λιγνή, ψηλή, μελαχρινή, βυζαντινὴ ράτσα. Τὸ σπιτάκι καθαρὸ καὶ ἀσπρισμένο, μιὰ μεγαλωμένη φωτογραφία τοῦ Παπαδιαμάντη κρεμασμένη στὸν τοῖχο στὴν κάμαρα ὅπου πέθανε. Ἀπὸ τὸ παράθυρο ὡς τὸ μικρὸ σκιαθίτικο τζάμι, ἕνα στρῶμα κατάχαμα σκεπασμένο μ’ ἕνα κιλίμι. Ἐκεῖ πάνω ξεψύχησε (2 Ἰανουαρίου), ἀφοῦ ζήτησε νὰ τὸν σηκώσουν καὶ νὰ τὸν καθίσουν κοντὰ στὴ φωτιά. Τὸ μόνο βιβλίο του ποὺ εἶδα πάνω στὸ μικρὸ τραπέζι, μιὰ φτηνὴ ἀγγλικὴ ἔκδοση (Omnibus) τοῦ Σαίξπηρ.  (ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ “ΜΕΡΕΣ Ἃ΄” Ἐκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ)

Εἶναι ἐξαιρετικὴ ἡ περιγραφὴ ποὺ δίνει ὁ Παῦλος Νιρβάνας γιὰ τὸν ἐραστὴ ὄχι μόνον τοῦ Ἀκτίστου Φωτός, ἀλλὰ καὶ τοῦ φυσικοῦ.
“ΤΟΝ ΕΙΔΑ – αὐτὸ δὲν θὰ τὸ  λησμονήσω ποτὲ-» – νὰ  τρέχη ὀπίσω ἀπὸτὸν Ἥλιον, ὅπως τρέχει ἕνα μειράκιον ἐρωτευμένον ὀπίσω ἀπὸ τὴν ἐρωμένην του. Ἦτο τὸ  θέαμα αὐτὸ  ἀπὸ  τὰ  τραγικώτερα, ποὺ  εἶδα εἰς τὴν ζωήν μου• καὶ  δὲν ἐνθυμοῦμαι αἰσθητικὴ  συγκίνησις ἀπὸ ἔργον τέχνης νὰ μοῦ ἔδωκεν παρομοίου τραγικοῦ τόνον κλονισμόν.
Ἦτο ἕνα δειλινὸν φθινοπώρου καὶ   ὁ Ἥλιος ἔδυε μελαγχολικὸς ὀπίσω ἀπὸ  τὸν βράχον τῆς Ἀκροπόλεως. Εἶδα τότε τὸν Παπαδιαμάντη νὰ βαδίζῃ  βιαστικὸς πρὸς τοὺς στύλους τοῦ  Ὀλυμπιείου. Καὶ  εἶχα τὴν ἀνοησίαν νὰ  τὸν καλέσω. Ἐκεῖνος χωρὶς νὰ  σταθῇ  καθόλου μοῦ  εἶπε μὲ  μίαν πικρίαν ἀπολύτως τραγικήν…
– Ἄφησέ με! Πηγαίνω νὰ  προφθάσω τὸν Ἥλιον πρὶν δύσῃ. Εἶναι ἕνας μήνας ποὺ  ἔχω νὰ  τὸν ἰδῶ. Καὶ ποτὲ  δὲν τὸν προφθαίνω.
Καὶ  ἔτρεχε ὀπίσω ἀπὸ τὸν Ἥλιον, ὁ  ὁποῖος ἐκρύπτετο ἤδη ὀπίσω ἀπὸ  τὰ  βουνὰ  τῆς Σαλαμῖνος. Κλεισμένος ἕως τὸ   δειλινὸν μέσα εἰς τὰ  γραφεῖα τῆς ἐφημερίδος του, ὅταν ἄφηνε τὸ γραφεῖόν του, δὲν εὕρισκε πλέον τὸν Ἥλιον εἰς τὰς Ἀθήνας.
Κι  ἔτρεχε νὰ τὸν προφθάσῃ εἰς τὸν ἀνοικτὸν ὁρίζοντα, νὰ τὸν ἀντικρύσῃ ὀπίσω ἀπὸ τὴν Ἀκρόπολιν, νὰ τὸν χαιρετίσῃ  εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ μακρινοῦ  βουνοῦ. Καὶ ἔτρεχεν ὀπίσω ἀπὸτὸν Ἥλιον, χωρὶς νὰ  τὸν προφτάνῃ».

Καὶ ὁ Ζήσιμος Λορεντζάτος γράφει ἐν κατακλείδι:
 “Η θὰ πάρουμε στὰ σοβαρὰ τὸν κόσμο ποὺ μᾶς παρουσίασε, ὁλόκληρο ὅμως τὸν κόσμο τῆς ὀρθόδοξης ἑλληνικῆς χριστιανοσύνης, ὡς τὶς ἀκρότατες συνέπειές του, καὶ τότε θὰ προσπαθήσουμε νὰ καταλάβουμε τὸν Παπαδιαμάντη ὄχι μόνο σὰν λογοτέχνη, ἀλλὰ σὰν πνευματικό μας κεφάλαιο – αὐτὸ δὲν ἰσχυριζόμαστε πῶς εἶναι; – ἡ ἀλλιῶς θὰ γυρίσουμε πίσω στὶς αἰσθητικὲς ἐπιφάνειες, στὴ «λογοτεχνία» ἢ στὴν ψυχολογία τῶν διηγημάτων, καὶ θὰ θερίσουμε ὅ,τι σπείραμε: τὴν ἄσκοπη (l’ art pour l’ art) νεροτριβὴ τῆς εὐαισθησίας μας. Ὅσοι θέλουν εἶναι ἐλεύθεροι νὰ τὸ κάνουν αὐτό. Μόνο ποὺ χάνουν τὸ δικαίωμα νὰ παίρνουν τὸν Παπαδιαμάντη στὰ σοβαρά, ἡ ἂν τὸν πάρουν στὰ σοβαρά, τότε χάνουν τὸ δικαίωμα νὰ παραμερίζουν ἀφρόντιστα ὅσα λάτρευε ἐκεῖνος καὶ τὰ εἶχε κάνει ζωή του, ἢ νὰ τὰ θεωροῦν μόνο «ποίηση» καὶ «γραφικότητα» καὶ νὰ συνεχίζουν μὲ τὸ ἀζημίωτό τα ἀτομικὰ πάρε δῶσε – ὅσοι ἄνθρωποι τόσες καὶ ἐντυπώσεις (impressionisme) – μὲ τὶς αἰσθητικὲς ἐπιφάνειες. Διέξοδος δὲν ὑπάρχει. (Ζήσιμος Λορεντζάτος, Μελέτες, Γαλαξίας, σελ. 166-167).

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε το σχόλιό σας