ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Έπρεπε βέβαια εμείς να μη έχωμεν ανάγκην από την βοήθειαν των γραμμάτων αλλά να παρουσιάζωμεν τόσον καθαρόν βίον, ώστε η χάρις τον Πνεύματος να λαμβάνη την θέσιν βιβλίων δια τας ψυχάς μας, και όπως αυτά έχουν γραφή με μελάνην, έτσι και αι καρδίαι μας να έχουν γραφή με το Πνεύμα. Αφού όμως απεκρούσαμεν την
χάριν αυτήν, ας αποδεχθούμεν τουλάχιστον το «δεύτερον ταξίδι». (Αρχαία ελληνική παροιμιακή έκφραση, η οποία ελέγετο δια δεύτεραν απόπειραν να επιτευχθεί κάτι μετά την αποτυχία της πρώτης· Την αναφέρουν διάφοροι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς (Πλάτων, Αριστοτέλης κ.α.).Ότι το πρώτον ήτο καλύτερον, μας το εφανέρωσεν ο Θεός και με όσα είπε και με όσα έκαμε. Διότι και με τον Νώε και τον Αβραάμ και τους απογόνους εκείνον και με τον Ιώβ, και με τον Μωϋσή ακόμη, δεν επικοινωνούσε με γράμματα αλλ’ ο ίδιος αυτοπροσώπως, επειδή εύρισκε τον νουν των καθαρόν.
Όταν όμως όλος ο Ιουδαϊκός λαός έπεσεν εις τον πυθμένα κυριολεκτικά της κακίας, τότε πλέον χρησιμοποιούνται τα γράμματα και αι πλάκες και η υπενθύμισις που αυτά παρέχουν. Τούτο όχι μόνον εις τους αγίους της Παλαιάς αλλά το βλέπει κανείς να γίνεται και εις τους αγίους της Καινής. Ακόμη και εις τους αποστόλους δεν έδωσε τίποτε γραπτόν ο Θεός αλλά υπεσχέθη ότι θα δώση εις αυτούς την χάριν του Πνεύματος και όχι γραπτά.
Λέγει· «Εκείνος γαρ αναμνήσει υμάς ταύτα». Και δια να εννοήσης ότι τούτο ήτο πολύ καλύτερον, άκουσε τι λέγει δια του στόματος του προφήτου. «Διαθήσομαι υμίν διαθήκην καινήν, διδούς νόμους μου εις διάνοιαν αυτών, και επί καρδίας γράψω αυτούς, και έσονται πάντες διδακτοί Θεού». Και ο Παύλος θέλων να δείξη αυτήν την υπεροχήν έλεγεν ότι «ελάβαμεν νόμους όχι εις λιθίνας πλάκας αλλά εις τας σαρκίνας πλάκας της καρδίας». Επειδή όμως με το πέρασμα του καιρού οι νόμοι έσβησαν άλλοι εξ αιτίας αλλαγής πεποιθήσεων, άλλοι λόγω τρόπου ζωής, εχρειάσθη πάλιν η υπόμνησις με γράμματα.
Στοχάσου λοιπόν πόσον μέγα κακόν είναι εμείς που ωφείλαμεν να ζούμεν βίον καθαρόν, ώστε να μην έχωμεν καμμίαν ανάγκην γραμμάτων αλλά να προσφέρωμεν εις το πνεύμα αντί βιβλίων τας καρδίας μας, εμείς οι ίδιοι, αφού εχάσαμεν εκείνην την τιμήν και ήλθαμεν εις την ανάγκην των γραμμάτων, να μη χρησιμοποιούμεν ορθώς ούτε αυτό το δεύτερον φάρμακον.
Διότι αν ήτο κατηγορία το να χρειασθούμεν τα γράμματα και να μη σύρωμεν εις ημάς την χάριν του Πνεύματος, σκέψου πόσον μεγάλη κατηγορία είναι να μη θέλωμεν να επωφεληθούμεν μήτε από την βοήθειαν αυτήν, αλλά να περιφρονούμεν τα γράμματα, σαν να έχουν δοθή χωρίς λόγον και σκοπόν και να επισύρωμεν την τιμωρίαν μεγαλυτέραν.
Δια να μη γίνη τούτο ας προσέχωμεν με ακρίβειαν εις τας γραφάς και ας διδαχθούμεν πως εδόθη ο παλαιός νόμος και πως η Καινή Διαθήκη.
Πως λοιπόν εδόθη τότε ο νόμος εκείνος και πότε και που; Έπειτα από την καταστροφήν των Αιγυπτίων εις την έρημον, επάνω εις το όρος Σινά, ενώ ανυψώνετο από το όρος καπνός και πυρ, ηχούσεν η σάλπιγγα, εξεσπούσαν βρονταί και αστραπαί και ο Μωϋσής εισήρχετο εις αυτόν τον γνόφον.
Δεν συνέβη έτσι εις την Καινήν Διαθήκην. Μήτε εις την έρημον εδόθη, μήτε εις το όρος ούτε με καπνόν και σκότος και αχλύν και θύελλαν. Αλλά μέσα εις το σπίτι ενώ ήρχιζε η ημέρα και ήσαν όλοι καθισμένοι μαζί, συνέβησαν τα πάντα με πολλήν ημερότητα.
Δι’ όσους έχουν ακαλλιέργητον λογικήν και είναι δυσάγωγοι εχρειάζετο κάποια ικανοποίησις των αισθήσεων με την έρημον, το όρος, τον καπνόν, τον ήχον της σάλπιγγας και τα άλλα όμοια. Ενώ δια τους προχωρημένους και πειθήνιους, αν έχουν υπερνικήσει την δύναμιν του σώματος, δεν υπάρχει χρεία κανενός από αυτά.
Εάν τώρα και εις την συγκέντρωσιν αυτήν ηκούσθη ήχος, τούτο δεν έγινε δια τους αποστόλους αλλά δια τους παρισταμένους Ιουδαίους, χάριν των οποίων εφάνησαν και αι γλώσσαι του πυρός. Αν και έπειτα από αυτό έλεγαν ότι «Γλεύκους μεμεστωμένοι εισί», θα έλεγαν περισσότερα, αν δεν έβλεπαν τίποτε από αυτά.
Και εις μεν την Παλαιάν Διαθήκην όταν ανέβη ο Μωϋσής, κατέβη ο Θεός. Εδώ όμως, αφού η ιδική μας φύσις ανυψώθη εις τον ουρανόν ή μάλλον εις τον θρόνον του βασιλέως, τότε κατέρχεται το Πνεύμα. Και αν το Πνεύμα ήτο ολιγώτερον, δεν θα ήσαν όσα συνέβησαν μεγαλύτερα και πλέον θαυμαστά.
Διότι αι νεώτεραι πλάκες είναι πολύ ανώτεραι και λαμπρότερα τα έργα. Δεν κατέβαιναν οι απόστολοι από το όρος έχοντες εις τα χέρια των στήλας από λίθον, όπως ο Μωϋσής. Είχαν εις τον νουν των το Πνεύμα και ξεχειλίζοντες από κάποιον θησαυρόν και από κάποιαν πηγήν διδαχής και χαρισμάτων και όλων των αγαθών περιήρχοντο όλα τα μέρη, και ήσαν οι ίδιοι με την δύναμιν της χάριτος βιβλία ζωντανά και νόμοι έμψυχοι. Κατ’ αυτόν τον τρόπον εκέρδισαν τας τρεις και τας πέντε χιλιάδας και τα πλήθη της γης, επειδή ήτο ο Θεός που ωμιλούσεν εις όλους τους προσερχομένους με το στόμα εκείνων. Αφού και ο Ματθαίος ακόμη, γεμάτος από το Πνεύμα, έγραψεν όσα έγραψεν· ο Ματθαίος ο τελώνης. Δεν εντρέπομαί που τον αποκαλώ από το επάγγελμά του, ούτε αυτόν ούτε τους άλλους. Διότι αυτά αποδεικνύουν καλύτερα και την χάριν του Πνεύματος αλλά και την αρετήν εκείνων.
Δικαιολογημένα την συγγραφήν του αυτήν την εκάλεσεν ευαγγέλιον.
Ήλθε και εκήρυττεν εις όλους την κατάργησιν αυτούς κολάσεως, την διάλυσιν των αμαρτιών, την δικαιοσύνην, τον αγιασμόν, την απολύτρωσιν, την υιοθεσίαν, την κληρονομίαν των ουρανών, την συγγένειαν αυτούς τον Υιόν του Θεού, εις αυτούς εχθρούς, αυτούς αγνώμονας, εις αυτούς που κάθηνται εις το σκότος. Τι ημπορεί να εξισωθή με τα ευαγγέλια αυτά; Θεός επάνω εις την γην, άνθρωπος εις τον ουρανόν·
Και όλα έχουν αναμιχθή, οι άγγελοι εχόρευαν μαζί με τους ανθρώπους και οι άνθρωποι εσυντρόφευαν τους αγγέλους και τας άλλας δυνάμεις του ουρανού. Και ήτο δυνατόν να ιδής ειρηνευμένον τον πολυχρόνιον πόλεμον, την συμφιλίωσιν του Θεού με ημάς τους ανθρώπους, εξηυτελισμένον τον διάβολον, τους δαίμονας να δραπετεύουν, τον θάνατον να έχη καταργηθή, τον παράδεισον να ανοίγεται, την κατάραν να εξαφανίζεται, την αμαρτίαν εξωρισμένην, την πλάνην να έχη εκδιωχθή, την αλήθειαν να εχη επανελθεί, τον λόγον της ευσεβείας να σπείρεται παντού και να κυματίζη, την πολιτείαν του ουρανού να φυτεύεται εις την γην, να ομιλούν με ελευθερίαν αι δυνάμεις εκείναι με ημάς, να επισκέπτωνται συνεχώς οι άγγελοι την γην και να υπάρχη πολλή ελπίδα για την μέλλουσαν ζωήν.
Δια τούτο εκάλεσε την ιεράν αυτήν ιστορίαν Ευαγγελίον.
Διότι όλα τα άλλα είναι λέξεις μόνον κεναί από πραγματικόν περιεχόμενον, ήτοι ο πλούτος των υλικών αγαθών, το μέγεθος της εξουσίας, τα αξιώματα, αι δόξαι και αι τιμαί και όλα όσα θεωρούνται αγαθά από τους ανθρώπους.
Τα κηρύγματα όμως των αλιέων θα ημπορούσαν αληθινά και κυριολεκτικά να αποκληθούν ευαγγέλια. Όχι μόνον επειδή είναι σταθερά και ακλόνητα αγαθά και ανώτερα από την ιδικήν μας αξίαν αλλά και διότι μας εδόθησαν με όλην την ευκολίαν. Διότι ούτε εκοπιάσαμεν ούτε ιδρώσαμεν, δεν εκουρασθήκαμεν και δεν εταλαιπωρήθημεν αλλά μόνον επειδή ηγαπήθημεν από τον Θεόν, ελάβαμεν αυτά που ελάβαμεν.
ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ – 9 – ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ Α’ – (ΟΜΙΛΙΑΙ Α’-Κ’) Σελ. 17-23 – ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ» ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1978 – ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ- ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ
πηγή: entaksis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας