Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2022

Τὰ ἀντίθετα ὑπεστήριζεν ὁ Σεβ. Περιστερίου, πρὶν καταστῆ Μητροπολίτης

Μόλις προσφάτως ἐκυκλοφορήθη εἰς βιβλίον ἡ ἐπιστολὴ ποὺ εἶχεν ἀποστείλει διὰ τὸ «Οὐκρανικὸν» τὸ 2019 πρὸς Ὀρθοδόξους Ἱεράρχας ὅλης τῆς οἰκουμένης ὁ Μητροπολίτης Βιδυνίου (Βουλγαρίας) Δανιήλ. Ἡ νέα τροπὴ εἰς τὴν κρίσιν ποὺ ἐπυροδότησε τὸ ψευδοαυτοκέφαλον ἐπιβάλλει τὴν δημοσίευσίν της (κατὰ τὸ πλεῖστον μέρος καὶ μὲ ἰδικοὺς μας μεσοτίτλους), ἐπειδὴ εἰς αὐτὴν καταδεικνύεται ὅτι: κάθε Ἐπίσκοπος φέρει εὐθύνην διὰ τὸ σύνολον τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι μόνον τῆς Ἐπισκοπῆς του, ὅτι τὸ ζήτημα ἔχει βαθυτέρας ἐκκλησιολογικάς αἰτίας (ἀναδυόμενος παπισμός), ὅτι ἡ ἀντίδρασις ἔναντι τῆς

αὐθαιρεσίας δὲν εἶναι φυλετικὴ, ἀλλὰ Πανορθόδοξος, καί, τέλος, ὅτι πρέπει νὰ σταματήση τώρα ἡ ἀνάμειξις τοῦ Κων/λεως εἰς τὰ ἐσωτερικὰ τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. Ἀκολουθεῖ ἡ ἐπιστολή:

«Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τίθεται ἐνώπιον σοβαρῶν προκλήσεων ἐξαιτίας τῆς ἐκχωρήσεως ὑπὸ τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, στὶς 6 Ἰανουαρίου 2019, τοῦ οὕτως λεγομένου Τόμου, διὰ τοῦ ὁποίου ἐπιχειρεῖ­ται ἡ ἐξασφάλιση τοῦ κανονικοῦ καθεστῶτος τοῦ νεοσυστάτου ἐν Οὐκρανίᾳ ἐκκλησιαστικοῦ μορφώματος (τὸ ὁποῖο συγκροτεῖται ἀπὸ σχισματικοὺς μὲ πολὺ προβληματικὴ, ἀπὸ ἀπόψεως τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου, Ἱεραρχία), ἐνῶ σὲ αὐτὴ τὴν χώρα ἤδη ὑπάρχει μία κοινῶς ἀνεγνωρισμένη κανονικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Αὐτὸ τὸ ἀποκλειστικῆς σημασίας διὰ τὸ σύνολο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ζήτημα ἐξετάζεται συμπεριλαμβανομένου καὶ ἐντὸς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ περιβάλλοντος σὲ ὅλη τὴν ποικιλόμορφη αὐτοῦ σχέση πρὸς διάφορα συμφέροντα, μέ ὅλα αὐτὰ ὅμως ἀγνοεῖται ἡ κατ’οὐσίαν μελέτη αὐτοῦ. Μία τέτοια προσ­έγγιση δημιουργεῖ ἕνα σοβαρὸ κίνδυνο εὐθυγραμμίσεως μὲ τὴν πολιτικὴ συγκυρία μὲ λίαν πολιτικοποιημένη κοινὴ γνώμη, οὕτως ὥστε νὰ ἐπηρεάσει, ἐν πνεύματι τοῦ κόσμου τούτου, τὴν ἀπόφαση τῶν κατὰ τόπους Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐπὶ τοῦ σπουδαίου διὰ τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία ζητήματος, καὶ ἀντὶ τῆς, ἐν πνεύματι καὶ γράμματι τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ἀποφάσεως, νὰ καταστεῖ τοῦτο ὅμηρος τῶν πολιτικῶν καὶ τῶν ἐθνικῶν παραγόντων ἤ προσδοκιῶν, τῶν φοβιῶν ἤ ἄλλης μορφῆς πιέσεων.

Βάσει τῶν προαναφερθέντων, ὡς Ἐπίσκοπος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καθῆκον μας θεωροῦμε, ὡς ἀδελφὸς πρὸς ἀδελφό, νὰ καταθέσω στὴν Ὑμετέρα Σεβασμιότητα ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο ἐπὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ μοῦ ἐπιτάσσει ἡ συνείδησή μου…

Ἡ Μητρόπολις Κιέβου ὑπήγετο πλήρως εἰς τὸν Μόσχας

Στὶς 11 Ὀκτωβρίου 2018 τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως ἀνεκοίνωσε τὴν εἰλημμένη στὴν, ἀπὸ 9ης ἕως 11ης Ὀκτωβρίου, συνεδρία τῆς Ἁγίας καὶ Ἱερᾶς Συνόδου ἀπόφαση νὰ ἄρει τὴν ἰσχύ τοῦ λεγομένου «Γράμματος Ἐκδόσεως» (κατὰ τὴν ὁρολογία τοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου στὴν ἀπὸ 24ης Δεκεμβρίου 2018 ἐπιστολὴ αὐτοῦ πρὸς τὸν Πατριάρχη Βουλγαρίας κ.κ. Νεόφυτο), τὸ ὁποῖο ὑπεγράφη τὸ ἔτος 1686 ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τοῦ ῥηθέντος Πατριαρχείου καὶ χορηγεῖ στὸν Πατριάρχη Μόσχας δικαίωμα χειροτονίας τοῦ Μητροπολίτου Κιέβου.

Κατὰ τὴ γνώμη μας ὡς πρὸς τὴν ἀπόφαση αὐτὴ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἔχουμε ὑπ’ὄψιν μας τὰ ἑξῆς:

Δὲν σώζεται τὸ πρωτότυπο Γράμμα… Καὶ στὰ δύο σωζόμενα κείμενα, δηλονότι στὸ «Γράμμα Ἐκδόσεως» (συμφώνως πρὸς τὰ ἀντίγραφα) καὶ στὸ Γράμμα πρὸς τοὺς βασιλεῖς τῆς Ρωσίας, παραλλήλως μὲ τὸ δικαίωμα χειροτονίας τοῦ Μητροπολίτου Κιέβου στὸν Πατριάρχη Μόσχας ὑποτάσσεται ἡ Μητρόπολη Κιέβου: «…ἀποφαίνεται, ἵνα ἡ ἁγιωτάτη ἐπαρχία Κιέβου εἴη ὑποκειμένη ὑπὸ τοῦ ἁγιωτάτου πατριαρχικοῦ θρόνου τῆς μεγάλης καὶ θεοσώστου πόλεως Μοσχοβίας…καὶ γινώσκειν ἐκεῖνον γέροντα, καὶ προεστῶτα αὐτοῦ ὡς παρ’ ἐκείνου χειροτονουμένη, καὶ οὐχὶ ὑπὸ τοῦ οἰκουμενικοῦ» (συμφώνως πρὸς τὸ Σλαβικὸ κείμενο).

Μετὰ τὴν Πράξη τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ ἔτους 1686 τὰ παλαίφατα Πατριαρχεῖα Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων καὶ στὴν νεότερη ἐποχὴ καὶ οἱ λοιπὲς Αὐτοκέφαλοι Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίες ἔβλεπαν πάντοτε τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Κιέβου ὡς ἀναπόσπαστο μέρος τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, σεβόμενοι πάντοτε τὸ δικαίωμα τοῦ τελευταίου σὲ πλήρη αὐτοδιοίκηση ὅλου τοῦ κανονικοῦ ἐδάφους αὐτοῦ, συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ χώρου τῆς Οὐκρανίας…

Ἄνευ περιεχομένου ἡ μνημόνευσις τοῦ Κων/λεως

Σήμερα τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως δηλώνει ὅτι οὐδέποτε ἀνῆκε ἡ Μητρόπολη Κιέβου στὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας. Τοῦτο τεκμηριώνεται μὲ τὴν ἀναφορὰ τοῦ ὅρου, ὁ ὁποῖος περιλαμβάνεται στὸ Γράμμα, δηλονότι: κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία νὰ μνημονεύει ὁ Κιέβου ἐν πρώτοις τοῦ ὀνόματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου…

Τὸ Γράμμα ὁρίζει ῥητῶς τὸ ποῖος ἔχει δικαιώματα διοικήσεως τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κιέβου καὶ τοῦτο εἶναι τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας. Τὸ κείμενο δὲν θέτει ὅρους ἤ ἀπαιτήσεις, συμφώνως πρὸς τοὺς ὁποίους οἱανδήποτε ἀπόφαση διοικητικῆς φύσεως ἐντὸς τῆς Μητροπόλεως Κιέβου νὰ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν Κωνσταντινουπόλεως…

Λ.χ. ἡ Ἱεραρχία τῆς ἐν Η.Π.Α. Ἑλληνικῆς Ἀρχιεπισκοπῆς ἐπίσης μνημονεύει ‘ἐν πρώτοις’ τοῦ Κωνσταντινουπόλεως, καὶ ὅμως τὰ ἱδρυτικά κείμενα καὶ ὁ Καταστατικὸς Χάρτης αὐτῆς ἀναφέρουν ῥητῶς τὶς ἁρμοδιότητες τοῦ Πατριάρχου σχετικῶς πρὸς τὴν ἔγκριση τῶν πρὸς Ἀρχιερατεία ἐκλογίμων, τὶς ἐκλογὲς τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καὶ τῶν Μητροπολιτῶν, τὶς τροποποιήσεις τοῦ Καταστατικοῦ καὶ τὶς λοιπὲς ἁρμοδιότητες, οἱ ὁποῖες τυγχάνουν σαφῆ χαρακτηριστικὰ τῆς δικαιοδοσιακῆς ἐξαρτήσεως τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως.

Στὸ ἄρθρο «Τὸ “Αὐτοκέφαλον” καὶ τὸ “Αὐτόνομον” ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ» («Νέα Σιών», ἔτ. ΟΑ΄, τεῦ­­χος Α΄, Ἰανουάριος-Ἰούνιος 1979, σ. 9-32) ὁ Καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κ. Βλάσιος Φειδᾶς ἀποδεικνύει σαφῶς τὴν ὑπάρχουσα ἐσωτερικὴ σχέση καὶ ἐξάρτηση μεταξὺ τοῦ δικαίου χειροτονίας καὶ κρίσεως τοῦ πρώτου Ἐπισκόπου μιᾶς κατὰ τὸπον Ἐκκλησίας, ἀπὸ μία πλευρά, καὶ τῆς ὑπαγομένης ὑπ’αὐτὴν δικαιοδοσίας, ἀπὸ τὴν ἄλλη. Σχολιάζοντας τὴν ἀπόφαση τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, διὰ τὴν ὁποία ἐπικυρώνεται τὸ αὐτοκέφαλο καθεστὼς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου.

Τελικὰ, κριτήριο τοῦ αὐτοκεφάλου μιᾶς κατὰ τὸπον Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ τὸ δικαίωμα ἐκλογῆς, χειροτονίας καὶ δίκης ἀπὸ τὴν Μητροπολιτική/Πατριαρχικὴ Σύνοδό της τοῦ πρώτου Ἐπισκόπου (Πατριάρχου ἤ Ἀρχιεπισκόπου ἤ Μητροπολίτου) τῆς συγκεκριμένης Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας, καὶ αὐτὲς οἱ πράξεις οὐδόλως πρέπει νὰ τελοῦν σὲ ἐξάρτηση ἀπὸ ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας μιᾶς ἄλλης Ἐκκλησίας.

Τὸ δικαίωμα χειροτονίας εἶναι ἡ ἐκκλησιολογικὴ βάσις

Ἡ Πράξη τοῦ 1686, μὲ τὴν ὁποία στὸν Μόσχας καὶ στὴν περὶ Αὐτὸν Σύνοδο χορηγεῖται δικαίωμα χειροτονίας τοῦ Μητροπολίτου Κιέβου, συνεπήχθη σύν καιρῷ καὶ πολλὲς ἄλλες de facto ἐπιπτώσεις δι’ ὅλη τὴν Ἐκκλησία. Καὶ τοῦτο ἀφορᾷ χειροτονίες πολλῶν κληρικῶν διαφόρων βαθμίδων, οἱ ὁποῖοι στὴ συνέχεια συμμετεῖχον σὲ Εὐχαριστιακὴ κοινωνία μὲ κληρικοὺς ὅλων τῶν λοιπῶν Ἐκκλησιῶν, συμπεριλαμβανομένων καὶ τῶν κληρικῶν τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως…

Σὲ περίπτωση, καθ’ἥν ᾔρετο σήμερα ἡ ἰσχὺς τῆς Πράξεως τοῦ 1686, ποῖο θὰ εἶναι τὸ κανονικὸ καθεστὼς τοῦ μόνου κανονικοῦ Μητροπολίτου Κιέβου, δηλαδή τοῦ κ. Ὀνουφρίου; Εἶναι δυνατὸν ὁ Μητροπολίτης, ὁ ὁποῖος ἔχει ἐκλεγεῖ κανονικὰ καὶ εἶναι ἀναγνωρισμένος ἀπὸ ὅλες τὶς Αὐτοκεφάλους κατὰ τόπους Ἐκκλησίες, αἰφνιδίως νὰ καταστεῖ ἀντικανονικὸς, ἄνευ ἀποφάσεως ἐκκλησιαστικοῦ δικαστηρίου, ἀλλὰ μόνο μὲ τὸ θέλημα μιᾶς ἄλλης κατὰ τὸπον Ἐκκλησίας;…

Ἰδοὺ τί ἔγραφεν ὁ νῦν Μητροπολίτης Περιστερίου κ. Γρηγόριος

Στὸ ἄρθρο του μὲ τίτλο «Οἱ διάφορες κανονικὲς ἰδιότητες ἄσκησης τῆς δικαιοδοσίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως» ὁ καθηγητὴς Κανονικοῦ Δικαίου τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν ὁ Ἀρχιμανδρίτης Γρηγόριος Παπαθωμᾶς σημειώνει σαφῶς ὅτι τὸ ἔδαφος τῆς συγκεκριμένης Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας, τὸ ἀπομονωθὲν ἀπὸ τὸ κανονικὸ ἔδαφος τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, δὲν ἀποτελεῖ πλέον τῇ δικαιοδοσίᾳ τοῦ τελευταίου, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἡ ἀπομονωθεῖσα Ἐκκλησία τυγχάνει ‘Αὐτοκέφαλος’.

Στὴν ἴδια μελέτη ὁ ἀρθρογράφος ὑποδεικνύει ὅτι «τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο δὲν διαθέτει σίγουρα τὸ κανονικὸ δικαίωμα καὶ δὲν μπορεῖ νὰ καταργήση τὸ αὐτοκέφαλο μιᾶς αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τοῦ προδικαιοδοσιακοῦ του ἐδάφους χωρὶς ἡ ἐνδιαφερόμενη Αὐτοκέφαλη (ἤ Πατριαρχική) Ἐκκλησία νὰ τὸ ζητήση ἡ ἴδια.» Καὶ κάτι ἄλλο, οὐδεὶς τῶν Ἐπισκόπων δύναται νὰ εἰσπηδήσει στὴν περιοχὴ μιᾶς ἄλλης Ἐπισκοπῆς, καὶ πολλῷ μᾶλλον, οὐδεμία Ἐκκλησία (Πατριαρχικὴ ἤ Αὐτοκέφαλος) ἤ ἡ Σύνοδος τῶν Ἐπισκόπων/Μητροπολιτῶν αὐτῆς δύναται νὰ παρέμβει στὸ χῶρο μιᾶς ἄλλης Ἐκκλησίας καὶ μιᾶς ἄλλης Τοπικῆς Συνόδου.

Ἀντικανονικὴ ἡ δημιουργία παραλλήλου δικαιοδοσίας

…Ἀξιοπρόσεκτο εἶναι ὅτι τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως ἦτο ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο κατέβαλε σπουδαῖ­ες προσπάθειες, κατὰ τὴ μακρόχρονη προπαρασκευὴ τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου (ἰδιότητα ὑπὸ τὴν ὁποία, ὅπως ἀναμένετο, θὰ συνερχόταν ἡ Σύνοδος στὴν Κρήτη), πρὸς διευθέτηση τῆς καταστάσεως ἐντὸς τῆς λεγομένης Ὀρθοδόξου «Διασπορᾶς» (τοῦ ἐκτὸς τῶν δικαιοδοσιακῶν ὁρίων τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν ἐδάφους). Ἡ ὕπαρξη στὸν ἴδιο τόπο περισσοτέρων ἀπὸ μιᾶς δικαιοδοσιῶν προσδιωρίσθη ὡς «κανονικὴ ἀνωμαλία» καὶ οὕτως τῷ ὄντι ἔχει τὸ πρᾶγμα. Πῶς ὅμως νὰ ἐκλαμβάνει τις τίς, κατόπιν ὑπαγωγῆς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κιέβου ὑπὸ τὴ δικαιοδοσία τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ἀξιώσεις τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως νὰ διαφυλάττει τὸ δικαίωμα αὐτοῦ ἐπὶ τῆς ἐν λόγῳ Μητροπόλεως;

Ἀνεξαρτήτως τῶν ἀξιώσεων αὐτῶν καὶ βάσει τῶν Ἱερῶν Κανόνων, κατόπιν ὑπαγωγῆς τῆς Μητροπόλεως Κιέβου ὑπὸ τὴ δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, σὲ ὅλο τὸ κανονικὸ ἔδαφος αὐτοῦ ἰσχύουν πλήρως οἱ Κανόνες περὶ ἀκεραιότητος καὶ ἀμετακινήτου τῶν δικαιοδοσιακῶν ὁρίων τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν (Κανόνας β΄ τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ κανόνας η΄ τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου)…

Ἑπομένως, τίθεται ἡ ἐρώτηση: μὲ προϋπόθεση ὅτι οἱ μνησθέντες Κανόνες ὡς πρὸς τὸ ἀπαραβίαστο τῶν δικαιοδοσιακῶν ὁρίων ἔχουν, ἐντὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὴν κοινῶς ἀνεγνωρισμένη ὑποχρεωτικότητα, κατὰ πόσο ἀποδεκτέον εἶναι σήμερα, ἐνεργῶντας μονομερῶς, νὰ αἴρει τις τὴν ἰσχύ αὐτῶν τῶν Κανόνων εἰς βάρος τῆς ἐδαφικῆς ἀκεραιότητος τόσο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ὅσο καὶ οἱασδήποτε ἄλλης κανονικῆς Αὐτοκεφάλου κατὰ τόπον Ἐκκλησίας;

Οὐδέποτε τὸ Φανάρι ἠμφισβήτησε τὸ καθεστὼς

Ἀπὸ τὴν ἄλλη, στὴν Κανονικὴ Παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπίσης ὑπάρχουν σαφῶς καθωρισμένες προθεσμίες ἀσκήσεως, ἀπὸ τὸν συγκεκριμένο Ἐπίσκοπο, τῆς δικαιοδοσίας ἐπὶ τῶν συγκεκριμένων ἐκκλησιαστικῶν περιοχῶν ἤ ἐνοριῶν, μὲ τὴ λήξη τῶν ὁποίων, τῶν προθεσμιῶν, ἀδυνατεῖ αὐτὸς νὰ προβάλλει ἀξιώσεις ἔναντι ἄλλων ὡς πρὸς τὸ δικαίωμα αὐτοῦ ἐπὶ τῶν ἐν λόγῳ περιοχῶν (μὲ τὸν κανόνα ριθ΄ (ρκθ΄) τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου ὁρίζεται ἡ προθεσμία 3 (τριῶν) ἐτῶν, ἐνῶ μὲ τὸν κανόνα ιζ΄ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ κανόνα κε΄ τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁρίζεται ἡ προθεσμία παραγραφῆς 30 (τριάκοντα) ἐτῶν)…

Ὅταν τὸ μακρινὸ 1868 ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τῆς Ῥωσίας ἀπέστειλε τὴν ἀπάντηση αὐτῆς πρὸς τὸν Κωνσταντινουπόλεως μὲ ἀφορμὴ τοῦ Βουλγαρικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ζητήματος, ἐνῶ στὸ τέλος τῆς ἐπιστολῆς μετὰ τῶν ὑπογραφῶν τῶν Μητροπολιτῶν Μόσχας καὶ Ἁγίας Πετρουπόλεως εὑρίσκετο ἡ ὑπογραφὴ τοῦ Κιέβου καὶ Γαλικίας Ἀρσενίου (καὶ μάλιστα στὴ δεύτερη θέση!), δὲν ἀντέδρασε τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως. Τὸ ἴδιο ἐπανελήφθη σὲ ἄλλο Γράμμα καὶ τὸ ἔτος 1871.

Ὅταν, τὸ 1976 ὁ τότε Κιέβου καὶ Γαλικίας Φιλάρετος Ντενισένκο χρημάτιζε Ἀρχηγὸς τῆς ἀντιπροσωπίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας στὴν Προσυν­οδικὴ Διάσκεψη στὴν Γενεύη, τὸ Πατριαρχεῖο Κωνταντινουπόλεως πάλι δὲν ἀντέδρασε σχετικῶς.

Τὶ σημαίνουν οἱ ἀξιώσεις μιᾶς Τοπικῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ μέρους κανονικοῦ ἐδάφους ἑτέρας Τοπικῆς Ἐκκλησίας μετὰ ἀπὸ παρέλευση 330 (τριακοσίων τριάκοντα) ἐτῶν, κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ὁποίων ἡ μία Τοπικὴ Ἐκκλησία ἀνεγνώριζε δικαίωμα τῆς πλήρους αὐτοδιοικήσεως τῆς ἑτέρας Τοπικῆς Ἐκκλησίας; Τὶ σημαίνει ἡ ὑποβολὴ ἐκλήσεως διὰ παραβιάσεις δικαιωμάτων μετὰ τὴν παρέλευση τοσούτου μακροῦ χρόνου;

Οὐδέποτε διηκόνησεν ὁ Κων/λεως τὸ Κίεβον

Εἶναι δυνατὸν ὁ Κωνσταντινουπόλεως νὰ ἀποκαλεῖται πατήρ (μὲ τὴν ὡς ἄνω ἔννοια) τοῦ διαβιοῦντος ἐν Οὐκρανίᾳ λαοῦ τοῦ Θεοῦ; Τὶ ποιμαντικὸ ἔργο ἐπιτέλεσε ἐκεῖ, πόσες ψυχὲς κέρδισε, πόσους «ὠδίνησε», ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστὸς ἐν αὐτοῖς; Πόσους ἱεροὺς Ναοὺς ᾠκοδόμησε καὶ Μονὲς εὐπρέπισε; Ἤ μήπως ὑπέστη διωγμοὺς τὴν ἐποχὴ τῆς ἀθεΐας; Ἤ, τουναντίον, μήπως συνήργησε, κατὰ διαστήματα τῶν διωγμῶν ἀπὸ τὶς μπολσεβικικὲς ἀρχὲς εἰς βάρος τῆς Ἁγίας Ρωσικῆς καὶ Κιεβινῆς Ἐκκλησίας;

Κινδυνεύουν ὅλαι αἱ Ἐκκλησίαι ἀπὸ τὸν Κων/λεως!

Ἐν προκειμένῳ δὲν εἶναι πατὴρ ὁ Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλὰ εἷς ἄνθρωπος, ὅστις μὲ τὴν βία ἐπιχειρεῖ νὰ οἰκοιωθεῖ τὴν ἐξουσία. Καὶ αὐτὲς οἱ φιλοδοξίες αὐτοῦ δὲν ἐπεκτείνονται μόνον στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Κιέβου, ἡ ὁποία δὲν τοῦ ἀνήκει, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλη τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, διότι ἐγείρει ἀξιώσεις παρεμβάσεως στὰ ἐσωτερικὰ τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν. Ἐὰν εἴμεθα γνήσια τέκνα τῆς Μητρὸς μας Ἐκκλησίας, δηλονότι, τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὑποχρεούμεθα νὰ ὑψώσουμε τὴ φωνὴ μας καὶ νὰ ποῦμε τί ἀκριβῶς συμβαίνει, ἀλλιῶς θὰ εἴμεθα συνένοχοι ἐκείνου, ὁ ὁποῖος μὲ τὴ δύναμη ἐπιχειρεῖ νὰ σφετερισθεῖ δικαιώματα, τὰ ὁποῖα ἀνήκουν μόνον στὴν καθ’ὅλου Ἐκκλησία.

Ἐὰν ὁ Κωνσταντινουπόλεως ἀνεκάλεσε χωρίς ντροπή ἕνα κείμενο μὲ ἱστορία πλέον τῶν 330 ἐτῶν καὶ μετὰ τὴν παρέλευση αὐτοῦ τοῦ χρόνου διεκδικεῖ τὴ δικαιοδοσία ἐπὶ τῆς Μητροπόλεως Κιέβου, ὑπάρχουν ἐγγυήσεις ὅτι δὲν θὰ ἀκυρώσει κείμενα, τὰ ὁποῖα τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως ἐξέδωσε λ.χ. τὰ ἔτη 1850, 1879, 1885, 1924, 1928, 1937, 1945, 1998 καὶ δὲν θὰ ἀνακοινώσει ὅτι οἱ Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες ἔλαβαν τὰ Αὐτοκέφαλα αὐτῶν ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως ἀντιστοίχως, ἀποτελοῦν τὸ ἀνέκαθεν κανονικὸ ἔδαφος αὐτοῦ;

Ὑπάρχουν ἐγγυήσεις ὅτι δὲν θὰ ἀποστείλει αὔριο ὁ Κωνσταντινουπόλεως τοὺς «ἐξάρχους» αὐτοῦ σὲ κάποια Ἐκκλησία, διὰ νὰ κηρύξει τὴν Ἐκκλησία αὐτὴ δικαιοδοσία αὐτοῦ καὶ δὲν θὰ ἐπιθυμήσει νὰ ἐξασφαλίσει τοὺς Ναοὺς αὐτῆς στὴν «οἰκεία» αὐτοῦ κυριαρχία; Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια τὸ λεγόμενο «Οὐκρανικὸ» ἔχει πλέον ἐξελιχθεῖ σὲ ζήτημα πανορθοδόξου ἐνδιαφέροντος…

Συνεπῶς, ἡ ἀνάκληση τοῦ Γράμματος καὶ ἡ ἐπακολουθήσασα στὶς 15 Δεκεμβρίου 2015 οὕτως λεγομένη «ἑνωτική σύνοδος», καθὼς καὶ ἡ ἐκχώρηση τοῦ λεγομένου Τόμου πρὸς νομιμοποίηση καὶ «κανονοποίηση» τῶν ἐν Οὐκρανίᾳ σχισματικῶν ὁμάδων, καὶ ἡ παραχώρηση τοῦ καθεστῶτος αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας σὲ αὐτοὺς δὲν ἡμποροῦν νὰ ἔχουν πραγματικὲς κανονικὲς συνέπειες καὶ οὔτε πρέπει νὰ γίνουν ἀποδεκτὲς ἀπὸ τίς Αὐτοκέφαλες κατὰ τόπους Ἐκκλησίες.

…Ἡ εἰσπήδηση στὸ ἀλλότριο κανονικὸ ἔδαφος καὶ ἡ οἰκειοποίηση τοῦ δικαιοδοσιακοῦ δικαιώματος ἐπ’αὐτοῦ θίγει διορθόδοξες σχέσεις καὶ δὲν ἠμπορεῖ νὰ δικαιολογηθεῖ μὲ συγκυρίες. Αὐτὲς οἱ πράξεις ἀποτελοῦν σχεδὸν ἀπόπειρα παρουσιάσεως τῶν ἀξιώσεων, οἱ ὁποῖες τὰ τελευταῖα ἐγείρει, κατὰ τρόπο ἄμεσο, τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως ὡς προνόμιά τινα ποὺ ἀφοροῦν τὴν «θεραπείαν πάντων τῶν ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων ὑπερορίως» (βλ. τὸ ἀπὸ 24ης Δεκεμβρίου 2018 Γράμμα τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως κ.κ. Βαρθολομαίου πρὸς τὸν Πατριάρχη Βουλγαρίας κ.κ. Νεόφυτο).

Ἀποδοχὴ αὐτῶν τῶν ἐνεργειῶν ἐκ μέρους τῶν Αὐτοκεφάλων κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν θὰ ὁδηγήσει στὴν καθιέρωση στὴν κανονικὴ πράξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἑνὸς ἐπικινδύνου προηγουμένου, τὸ ὁποῖο θίγει ὄχι ἁπλῶς κανονικὰ ζητήματα τοῦ τρόπου διοικήσεως ἐντὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ἐπιβουλεύεται τὴν ἐκκλησιολογία, τὴν ἴδια διδασκαλία περὶ Ἐκκλησίας. Ἀπειλεῖται ἡ συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ τοῦτο εἶναι πλέον ἕν ζήτημα δογματικό.

Ἡ ἀπαίτησις τοῦ Κων/λεως νὰ ἀναγνωρισθῆ ὡς «Κεφαλή»!

Οἱ ἀπόπειρες τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως νὰ οἰκειοποιήσει δικαιώματα, τὰ ὁποῖα ἀνήκουν ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον στὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία, διατυποῦνται ῥητῶς στὸ οὕτως λεγόμενο Τόμο, τὸν ὁποῖο ἐξέδωσε στὶς 6 Ἰανουαρίου 2019.

Ἀξιοπρόσεκτο εἶναι μέρος τῶν παρατηρήσεων ἐπὶ τοῦ Τόμου, στὶς ὁποῖες προέβη ὁ καθηγητής τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κ. Παναγιώτης Μπούμης. Στὴ μελέτη αὐτοῦ τὸν περασμένο Ἰανουάριο ἀναφέρει: «Περαιτέρω στήν τετάρτη παράγραφο γράφεται: «Προσεπιδηλοῦμεν τοῖς ἀνωτέρω ὅτι ἡ ἐν Οὐκρανίᾳ Αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία γινώσκει ὡς κεφαλήν τόν Ἁγιώτατον Ἀποστολικόν καί Πατριαρχικόν Οἰκουμενικόν Θρόνον ὡς καί οἱ λοιποί Πατριάρχαι καί Προκαθήμενοι». Καὶ διερωτᾶται κανείς: Πῶς δηλώνεται χωρὶς ἀμφιβολία ὅτι γινώσκει μία αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία «ὡς κεφαλὴν τὸν Οἰκουμενικὸν Θρόνον» καὶ πολύ περισσότερον οἱ λοιποὶ Πατριάρχες; Καὶ μέσα στοὺς λοιποὺς Πατριάρχες περιλαμβάνονται καὶ τὰ πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα;»

Μία ἐπισταμένη μελέτη τῶν Τόμων αὐτοκεφαλίας, τοὺς ὁποίους τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως ἐξέδωσε τὰ τελευταῖα 170 ἔτη, δεικνύει ὅτι σὲ οὐδὲνα αὐτῶν ἀναγράφεται ὅτι κεφαλὴ τῶν Ἐκκλησιῶν αὐτῶν εἶναι ὁ Κωνσταντινουπόλεως.

Σημειωτέον ὅτι εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ποὺ μὲ τὸση σαφήνεια διατυποῦται ὁ παρόμοιος ἰσχυρισμὸς περὶ ἀναγνωρίσεως ἀπὸ μία τοπικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ «θρόνου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου» ὡς κεφαλῆς της.

Παρόμοιος ἰσχυρισμὸς στὸ κείμενο ἐπισήμου ἐγγράφου δὲν ἠμπορεῖ νὰ μείνει χωρὶς σχετικὲς συνέπειες…

Ἐρωτᾶται, ὑπῆρχε ποτὲ στὴν ἱστορία αὐτῆς περίπτωση καθ’ ἥν μία Αὐτοκέφαλη Τοπική Ἐκκλησία νὰ ἀναγνωρίζει ὡς κεφαλὴ τῆς Μίας, Ἁγίας καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ἕνα ἄλλον, ἐκτὸς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ; Ὡς πρὸς τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας – Πατριαρχείου Βουλγαρίας αὐτή ἡ θέση κανονίζεται στὸν Καταστατικὸ Χάρτη αὐτῆς (ἀρ. 1. παρ. 1). Ὑποθέτουμε ὅτι τοῦτο ἰσχύει καὶ διὰ τὶς λοιπὲς Αὐτοκέφαλες κατὰ τόπους Ἐκκλησίες. Εἶναι πρόθυμες νὰ προχωρήσουν σὲ τροποποίηση τῶν Καταστατικῶν αὐτῶν Χαρτῶν, προκειμένου νὰ συμμορφωθοῦν αὐτοὶ πρὸς τὸ περιεχόμενο τῆς τετάρτης παραγράφου τοῦ οὕτως λεγομένου Τόμου;…

Ἀπὸ ἠθικῆς ἀπόψεως θὰ ἦτο ταπεινωτικό, ἀπὸ ἱστορικῆς – προδοσία τῆς ἱστορίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀπὸ κανονικῆς – νόθευση τῆς κανονικῆς καὶ νομικῆς παραδόσεως, ἐνῶ ἀπὸ δογματικῆς – αἵρεση…

Ἐρωτᾶται, πῶς εἶναι δυνατὸν Ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος δὲν τυγχάνει μέλος τῆς Συνόδου Ἱεραρχίας τῆς συγκεκριμένης Τοπικῆς Ἐκκλησίας, νὰ εἶναι κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς; Ἀποροῦμε πλήρως, μὲ τοὺς προαναφερθέντες κανόνες τὸν β΄ τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς καὶ τὸν η΄ τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου νὰ ἀπαγορεύουν ῥητῶς αὐτὸ.

Εἶναι προφανὲς ὅτι ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ τὴν ἐπιθυμία τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως νὰ ἄρει τὴν ἰσχύ αὐτῶν τῶν κανόνων καὶ νὰ σφετερισθεῖ προνόμια, τὰ ὁποῖα οὐδέποτε ἐχορηγήθησαν σὲ οὐδένα Ἐπίσκοπο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἀτυχῶς, τοῦτο θυμίζει τὶς λυπηρές ἀπόπειρες τοῦ Ρώμης νὰ σφετερισθεῖ τὴν ἐξουσία ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας. Πασίγνωστες τυγχάνουν οἱ ἐπιπτώσεις αὐτῶν.

Πράγματι, ἡ περίπτωση τῆς ἀρχηγίας τοῦ Κωνσταντινουπόλεως σὲ μορφὴ καθ’ἥν διετυπώθη στὸν οὕτως λεγόμενο Τόμο, ἐγείρει ἐξαιρετικῶς σοβαρὸ ζήτημα διὰ τὸ ποῖος τυγχάνει ἡ Κεφαλή τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας; Εἶναι δυνατόν, νὰ ὑπάρχει τις μεταξὺ τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, διὰ τὸν ὁποῖο νὰ ἴσχυε αὐτὸς ὁ προσδιορισμός;

Δὲν διακρίνει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μεταξὺ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἐκεῖνο, στὸν ὁποῖο δύναται νὰ ἀποδοθοῦν οἱ ἁρμοδιότητες τῆς κεφαλῆς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος…

Συνεπῶς, τόσο ὡς πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, ὅσο καὶ ἀπὸ πλευρᾶς τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου, σαφές εἶναι τὸ ζήτημα διὰ τὸ σὲ ποῖον δύναται νὰ ἀποδοθοῦν οἱ ἁρμοδιότητες τῆς κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας: οὐδεὶς τῶν ἀνθρώπων εἶναι σὲ θέση νὰ ἀντικαταστήσει τὴ Μόνη καὶ Διαχρονικὴ Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ. Τοιουτοτρόπως ἀπαράδεκτος εἶναι ὁ σφετερισμὸς ἀπὸ τὸν ἐν λόγῳ Προκαθήμενο μιᾶς Τοπικῆς Ἐκκλησίας τοῦ τίτλου ἤ τῆς ὀνομασίας τῆς Κεφαλῆς τῆς καθ’ὅλου Ἐκκλησίας. Ἐπιβάλλεται ὁ σαφὴς ἱεροκανονικὸς καὶ διοικητικὸς διαχωρισμὸς τῆς κεφαλῆς τῆς συγκεκριμένης Τοπικῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν ὀντολογικὴ καὶ δογματικὴ σημασία αὐτῆς. Ὑπὸ αὐτὴ τὴν ἔννοια, ἡ Ἐκκλησία στὴ συνοδικότητα καὶ καθολικότητα αὐτῆς δὲν ἔχει ἄλλη Κεφαλὴ ἀπὸ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ. Οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι εἶναι ἐκεῖνες, οἱ ὁποῖες ἀσκοῦν τὴν ἀνώτατη κανονικὴ ἐξουσία ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ὄχι ὁ ἐπιμέρους Ἐπίσκοπός της.

Τὸ ἀντίθετον ἀπ’ ὅσα ὑπεστήριξεν ὁ Σεβ. Ναυπάκτου

Εἰρήσθω ἐν παρόδῳ ὅτι ἡ προαναφερθεῖσα φόρμουλα τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου στὴν Ἱερουσαλὴμ εὑρίσκεται ἐν ῥητῇ ἀντιθέσει μὲ τὴν ἐπίμονη ἐπιθυμία τοῦ Κωνσταντινουπόλεως νὰ ὑπογράφει μόνος του, ἐκ μέρους ὅλου τοῦ πληρώματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὰ κείμενα πανορθοδόξου χαρακτῆρος. Στὴν ἔκθεση ἑνὸς τῶν ἀντιπροσώπων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος κατὰ τὴν Προσυνοδικὴ Διάσκεψη τοῦ 2009, δηλονότι τοῦ ἀειμνήστου Πρωτοπρεσβυτέρου Στεφάνου Ἀβραμίδη, ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν ὁποία ἐδημοσίευσε πρόσφατα ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεος, τοῦτο διαφαίνεται σαφῶς μέσα ἀπὸ τὴ διαμάχη διὰ τὸν τρόπο ὑπογραφῆς Τόμου Αὐτοκεφαλίας. Ὁ Κωνσταντινουπόλεως, καὶ αὐτὸ εἶναι προφανές, θεωρεῖ μεγάλη προσβολὴ εἰς βάρος αὐτοῦ, νὰ κατατάσσονται πλησίον τῆς ὑπογραφῆς αὐτοῦ καὶ οἱ ὑπογραφὲς τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ. Δι’ αὐτὸν, ὅπως διεπιστώθη, τὸ μεγαλύτερο βάρος εἶχε τὸ ἴδιο τὸ γεγονός τῆς ὑπογραφῆς αὐτοῦ τοῦ κειμένου διορθοδόξου ἐνδιαφέροντος μόνο ἀπὸ τὸν Κωνσταντινουπόλεως, παρὰ ἡ ἴδια ἡ ἐπίλυση τοῦ ζητήματος ἐκχωρήσεως αὐτοκεφαλίας. Αὐτὸ μόνο του ὁμιλεῖ διὰ πολλά.

Ἀνύπαρκτον τὸ «ἔκκλητον»

Ἐπίσης, σοβαρὸ ζήτημα καλεῖται νὰ ἀντιμετωπίσει ἑκάστη Αὐτοκέφαλος Τοπική Ἐκκλησία καὶ μὲ τὰ τῆς τρίτης παραγράφου τοῦ οὕτως λεγομένου Τόμου, ὅπου ὑπάρχει ἀναφορὰ στὸ δικαίωμα τοῦ Κωνσταντινουπόλεως νὰ δέχεται ἐκκλήτους προσφυγές καὶ τελεσίδικες ἀποφάσεις ἐπὶ τῶν ὑποθέσεων τῶν Ἐπισκόπων καὶ λοιπῶν κληρικῶν τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν. Ἀξιώσεις ἐπὶ τοῦ δικαιώματος τοῦ ἐκκλήτου ἐγείρονται διὰ πρώτη φορά στοὺς Τόμους, οἱ ὁποῖοι ἐξεδόθησαν τὰ τελευταῖα 170 χρόνια (στούς ὁποίους ὑπῆρχε ἡ ἀναφορά πάνω).

Αὐτὲς εἶναι οἱ ἀξιώσεις ἐπὶ πολὺ εὐρυτέρων ἁρμοδιοτήτων, οἱ ὁποῖες θὰ ἐπέτρεπαν στὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως ἀπότομες παρεμβάσεις στὰ τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν. Λαμπρὸ παράδειγμα ἀποτελεῖ ἡ συγκεκριμένη περίπτωση μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῶν ἐκκλήτων προσφυγῶν τοῦ πρώην Κιέβου Φιλαρέτου Ντενισένκο καὶ τοῦ οὕτως λεγομένου μητροπολίτου Μακαρίου καὶ ἡ ἀπὸ 11ης Ὀκτωβρίου τοῦ π.ἔ. ἀπόφαση τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως νὰ ἀποκαταστήσει τοὺς ὡς ἄνω καὶ νὰ εἰσέλθει σὲ κοινωνία μὲ αὐτοὺς καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς.

Τὰ πλήρως δεδικαιολογημένως καὶ συμφώνως πρὸς τὴν κανονικὴ τάξη καθαιρεθέντα καὶ ἐν συνεχείᾳ ἀφορισθέντα τῆς Ἐκκλησίας διὰ σοβαρὰ κανονικὰ παραπτώματα (συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς ἠθικῆς φύσεως) πρόσωπα καὶ οἱ «χειροτονίες» τῶν αὐτοχειροτονήτων, ἐκηρύχθησαν κανονικοὶ ἐν Οὐκρανίᾳ ἱεράρχες, ἐνῶ ὁ Προκαθήμενος τῆς μόνης κανονικῆς ἐν Οὐκρανίᾳ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀναγνωρίζεται ἀπὸ ὅλες τὶς κατὰ τόπους Ἐκκλησίες, εἰσέπραξε ἀπάντηση ὅτι δὲν εἶναι πλέον ὁ Μητροπολίτης Κιέβου.

Δὲν ἐπιθυμοῦμε κἄν νὰ φαντασθοῦμε τὶ θὰ γινόταν σὲ περίπτωση νὰ εἶχε ὁ Κωνσταντινουπόλεως τὶς παρόμοιες ἁρμοδιότητες κατὰ τὴ σύγκληση τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου τοῦ ἔτους 1998 ἐν Σοφίᾳ. Τότε ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κ.κ. Βαρθολομαῖ­ος ἔθεσε θέμα παραιτήσεως τοῦ ἀειμνήστου Πατριάρχου Βουλγαρίας κ.κ. Μαξίμου. Τὶ θὰ γινόταν, ἐὰν εἴχε τότε τὶς ἁρμοδιότητες νὰ δέχεται ἔκκλητο προσφυγὴ τῶν σχισματικῶν, μὲ τοὺς σχισματικοὺς «μητροπολίτες» νὰ εἶχαν λάβει θρόνους, ὅπως σήμερα στὴν Οὐκρανία καὶ μὲ τοὺς μητροπολίτες τῆς κανονικῆς Ἐκκλησίας νὰ εἶχαν κηρυχθεῖ ἀντικανονικοί; Τοῦτο θὰ ἐζημίου ἀνεπανορθώτως τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας.

Μήπως πράγματι, οἱ κανόνες θ΄ καὶ ιζ΄ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀποδίδουν παρόμοιες ἁρμοδιότητες στὸν Κωνσταντινουπόλεως; Εἷς τῶν πλέον σπουδαίων Βυζαντινῶν κανονολόγων ὁ Ἰωάννης Ζωναρᾶς καὶ ἀργότερα ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (συντάκτης τοῦ «Πηδαλίου», ἑνὸς τῶν δύο ἐπισήμων συλλογῶν τῶν Ἱερῶν Κανόνων τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, τοῦ ἐν ἰσχύϊ καὶ σήμερον), ὅπως καὶ ὁ Ἐπίσκοπος Ζάρας (τῆς Δαλματίας) Νικόδημος Μίλας, ἐκφράζουν τὴν κατηγορηματικὴ διαφωνία αὐτῶν στὴν παρόμοια ἑρμηνεία (τοῦ ιζ΄ κανόνος τῆς Δ΄ Οἰκ. Συνόδου)…

Οἱ κανόνες τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου παρέχουν τὸ κλειδὶ διὰ τὴν κατανόηση καὶ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν κανόνων γ΄, δ΄ καὶ ε΄ τῆς ἐν Σαρδικῇ Συνόδου, δηλονότι ὅτι αὐτοὶ ἀφοροῦν τὰ προνόμια τοῦ Ρώμης νὰ δέχεται ἐκκλήτους προσφυγὲς μόνον τῶν Ἐπισκόπων καὶ κληρικῶν τῆς οἰκείας αὐτοῦ δικαιοδοσίας. Στὴν ἐπιστολὴ πρὸς Πάπα Κελεστίνο διατυποῦνται ῥητῶς τὰ ὁριζόμενα ἀπὸ τὸν στ΄ κανόνα τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, δηλονότι ὅτι οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου Ἱεραρχίας μιᾶς αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας εἶναι τελεσίδικες καὶ ἡ μόνη ἀνωτέρα ἀρχὴ τυγχάνει ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος…

Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἡ ἔνταξη στὸν Τόμο αὐτοῦ τοῦ εὐαισθήτου δι’ἑκάστη Αὐτοκέφαλο κατὰ τόπον Ἐκκλησία ζητήματος, ἀποτελεῖ ἐκ μέρους τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ἀπόπειρα ἀποδόσεως τῆς κανονικότητος στὴν ἀπροκαλύπτως προβληθεῖσα ἀπὸ αὐτὸ ἀξίωση ἐπὶ τῆς «ὑπερορίου δικαιοδοσίας» στὰ ἐδάφη τῶν Αὐτοκεφάλων κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν.

Αὐτοκέφαλον ἢ ὑπεξούσιον τὸ ἐν Οὐκρανίᾳ μόρφωμα;

Ἔχουμε θίξει πάνω καὶ ἕν ἄλλο οὐσιῶδες πρόβλημα στὸ περιεχόμενο τοῦ οὕτως λεγομένου Τόμου, ποὺ ἀφορᾷ δηλονότι τὶς ἀξιώσεις τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ἐπὶ ἀποκλειστικῶν προνομίων καὶ ἁρμοδιοτήτων, οὕτως ὥστε μονομερῶς, ἄνευ συμμετοχῆς τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν νὰ τοποθετεῖται ἐγκύρως ἐπὶ «μειζόνων ζητημάτων ἐκκλησιαστικῆς, δογματικῆς καί κανονικῆς φύσεως». Θεωροῦ­με ἀπαραίτητο νὰ παραθέσουμε ἐπὶ τούτου κρίσεις τινές τοῦ καθηγητοῦ κ. Μπούμη:

«Λίγο πιὸ κάτω στὴν ἴδια (ἕκτη) παράγραφο γράφεται: «Προκειμένου δὲ περὶ μειζόνων ζητημάτων ἐκκλησιαστικῆς, δογματικῆς καὶ κανονικῆς φύσεως, ὁ Μακαριώτατος Μητροπολίτης Κιέβου…δέον ὅπως ἀπευθύνεται πρὸς τὸν καθ’ ἡμᾶς Ἁγιώτατον Πατριαρχικὸν καὶ Οἰκουμενικὸν Θρόνον, ἐκζητῶν τὴν ἔγκυρον γνώμην καί βεβαίαν συναντίληψιν αὐτοῦ». Καὶ ἐνῶ θὰ περίμενε κανεὶς νὰ προσθέσει «προκειμένου ὡς συντονιστὴς νὰ συγκαλέσει μία “τῶν κατὰ καιροὺς Διορθοδόξων διασκέψεων (γράφε Συνόδων)”», ἀλλάζει αἰφνιδίως τὴν συνέχεια τοῦ λόγου καὶ λέει: «…τῶν δικαιωμάτων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ἐπὶ τῆς ἐν Οὐκρανίᾳ Ἐξαρχίας καὶ τῶν Ἱερῶν 20 Σταυροπηγίων σῳζομένων ἀπαραμειώτων». Γιατὶ γίνεται αὐτό; Καὶ μήπως ἔτσι ἀναιρεῖται τὸ προλεχθὲν καὶ ὑποδειχθὲν στὴν οὐκρανικὴ Ἐκκλησία;»

Ταυτοχρόνως μὲ τὶς ἀξιώσεις ἐπὶ τῆς ἁρμοδίας γνώμης «περί μειζόνων ζητημάτων ἐκκλησιαστικῆς, δογματικῆς καί κανονικῆς φύσεως» ἄνευ συμμετοχῆς τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν, μεγάλη ἀπορία προκαλεῖ καὶ τὸ «τῶν δικαιωμάτων» ἐπί τῶν Ἱερῶν Σταυροπηγίων, τὰ ὁποῖα ὁ θρόνος Κωνσταντινουπόλεως εἶχε στὴν Οὐκρανία πρὸ 1686, «σῳζομένων ἀπαραμειώτων». Ὁ καθηγητὴς Μπούμης ἐρωτᾶ ρητορικῶς: μήπως μὲ τὰ λεχθέντα ἀναιρεῖται τὸ αὐτοκέφαλο τῆς νεοσύστατης ἐν Οὐκρανίᾳ Ἐκκλησίας; Πῶς ἀπὸ κανονικῆς ἀπόψεως συμβιβάζονται οἱ ἰσχυρισμοὶ περὶ ἀποδόσεως τοῦ αὐτοκεφάλου στὴν ἐκκλησία αὐτὴ καὶ συγχρόνως περὶ διαφυλάξεως τῶν δικαιωμάτων ἐπὶ τῆς δικαιοδοσίας στὸ ἔδαφος αὐτῆς μιᾶς ἄλλης Τοπικῆς Ἐκκλησίας;

Προφανῶς, ἐν προκειμένῳ ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ δύο μέτρα καὶ δύο σταθμὰ τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως: ἡ συνύπαρξη στὸ χῶρο τῆς λεγομένης «Διασπορᾶς», ὅπως εἶχε προαναφερθεῖ, περισσοτέρων ἀπὸ μιᾶς δικαιοδοσίας προσδιορίζεται ὡς «κανονικὴ ἀνωμαλία», μὲ τὸ ἴδιο τὸ Πατριαρχεῖο νὰ καταβάλλει τεράστιες προσπάθειες πρὸς «ἐπαναφορὰ τῆς κανονικότητος», ἐν δὲ προκειμένῳ γίνεται προσ­πάθεια μονιμοποιήσεως ὡς ὁμαλῆς αὐτῆς τῆς «κανονικῶς ἀνωμάλου» καταστάσεως.

Ἰδοὺ μία ἄλλη ἀπόδειξη τοῦ ὅτι οὔτε ὁ σεβασμὸς τῆς κανονικῆς τάξεως, ἀλλὰ οὔτε καὶ τὸ ἀγαθὸ τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελοῦν τὰ βασικὰ κίνητρα τῶν πράξεων τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στὸ Οὐκρανικό. Ἐδῶ ἐξυπηρετοῦνται πολὺ διαφορετικοὶ σκοποὶ καὶ συμφέροντα.

Μονοπρόσωπος ἐξουσία καταργεῖ τὴν Συνοδικότητα!

Ἐνδεικτικὸ εἶναι ὅτι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς παρεμβάσεως στὸ ἐν Οὐκρανίᾳ ἐκκλησιαστικὸ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως προέκρινε τὶς μονομερεῖς πράξεις αὐτοῦ ἔναντι τῆς συνοδικότητος. Ἡ ἀρχὴ τῆς συνοδικότητος, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ θεμελιώδη ἀρχὴ τῆς διοικήσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ ἡ ὁποία, μὲ τὸν σεβασμὸ αὐτῆς, ἀποδίδει πάντοτε πλουσίους καρποὺς, ὑπεχώρησε ἔναντι τῆς ἀρχῆς τῆς αὐθαιρέτου, αὐταρχικῆς καὶ μονοπροσώπου ἐξουσίας… μήπως μιλᾶμε διὰ τὴν ἁπλὴ ἐκμετάλλευση τοῦ ζητήματος πρὸς ἐπίτευξη ἄλλων σκοπιμοτήτων;

Ἐν μέρει στὴν ἐρώτηση ἀπαντοῦν ἡ ἐμβάθυνση τῆς ἐν Οὐκρανίᾳ κρίσεως, ἡ ἐμβάθυνση τῆς διαιρέσεως τοῦ ὁμοδόξου λαοῦ καὶ οἱ διωγμοὶ εἰς βάρος μερίδος τῶν Ὀρθοδόξων ἀπὸ τὶς ἐν Οὐκρανίᾳ κρατικὲς ἀρχὲς. Τὸ κείμενο τοῦ οὕτως λεγομένου Τόμου ἀποκρίνεται ῥητῶς: μέσῳ τῶν ὅρων τοῦ Τόμου γίνεται ἡ ἀπόπειρα ἀποδόσεως τῆς πανορθοδόξου κανονικότητος στὶς ἀντικανονικὲς ἐνέργειες στὸ Οὐκρανικὸ τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ὅπως καὶ τὶς προβληθεῖσες ἁρμοδιότητες ἐπὶ ὑπερορίου δικαιοδοσίας στὸν κανονικὸ χῶρο τῶν Αὐτοκεφάλων κατά τόπους Ἐκκλησιῶν.

Ἡ εὐθύνη βαρύνει ἕκαστον Ὀρθόδοξον Ἀρχιερέα

Ἐν κατακλεῖδι, ἔχοντας ὑπ΄ὄψιν τὰ ὡς ἄνω, κατὰ τὴν ταπεινὴ μας γνώμη, Ἀρχιερεῖς τῶν κατὰ τόπους Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ὑποχρεοῦνται νὰ ἔχουν πάγια θέση καὶ νὰ προστατεύσουν τὴν ἱεροκανονικὴ τάξη ἐντὸς τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία τάξη ἀποτελεῖ ἐγγύηση τῆς διαφυλάξεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος καὶ βάση πρὸς ἀντιμετώπιση τῆς σημερινῆς κρίσεως. Δὲν ἔχουμε δικαίωμα νὰ μείνουμε ἀδιάφοροι καὶ οὐδόλως ἠμποροῦ­με νὰ παραδεχθοῦμε τὴ δικαιολογία τῶν ἀξιώσεων, οἱ ὁποῖ­ες προβάλλονται ἤδη στὴ σημερινὴ περίπτωση, διότι θὰ συνεπάγονται τὶς καταστροφικὲς ἐπιπτώσεις διὰ τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία.

Ὁ σεβασμὸς τῆς ἀρχῆς τῆς συνοδικότητος, ἡ Παν­ορθόδοξη διαβούλευση τοῦ Οὐκρανικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἀποτελοῦν τὴ μόνη ὁδὸ πρὸς ἐπιτυχῆ ἐπίλυση αὐτοῦ. Ἐπιμαρτυροῦμε ὅτι ἡ Βουλγαρικὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία – Πατριαρχείου Βουλγαρίας γνωρίζει αὐτὰ πάρα πολὺ καλὰ ἐξαιτίας τῆς σχετικῆς πικρῆς πείρας αὐτῆς.

Αἱ ἀντικανονικοὶ ἀξιώσεις τοῦ Κων/λεως

Εἴμεθα πεπεισμένοι ὅτι ἡ συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ πανορθόδοξος διάλογος ἐν προκειμένῳ θὰ δώσουν δυνατότητα στὶς κατὰ τόπους Αὐτοκεφάλους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας νὰ ἐπεξεργασθοῦν ἕνα, βάσει τῶν Ἱερῶν Κανόνων, κανονισμὸ ἀρχῆς σχετικῶς πρὸς τὶς ἐνέργειες τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στὸ Οὐκρανικὸ ἐκκλησιαστικὸ, δηλονότι:

Α) Εἰσπήδηση καὶ ἄσκηση δικαιοδοσίας στὸ ἀλλότριο χῶρο (κατὰ παράβαση τοῦ β΄ κανόνος τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς καὶ τοῦ η΄ κανόνος τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδων)˙

Β) Ἐκδίκαση καὶ ἔκδοση ἀποφάσεως ἐπὶ ἐγκλήσεων τῶν πρώην Κιέβου Φιλαρέτου Ντενισένκο καὶ τοῦ οὕτως λεγομένου μητροπολίτου Μακαρίου μὲ λυπηρὸ ἀποτέλεσμα νομιμοποιήσεως τοῦ σχίσματος στὴν Οὐκρανία, μὲ ἐμβάθυνση τῆς διαιρέσεως τοῦ ὁμοδόξου λαοῦ καὶ κλιμάκωση τῶν διωγμῶν εἰς βάρος τῆς κανονικῆς Οὐκρανικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας˙ ἀξιώσεις τοῦ Κωνσταντινουπόλεως νὰ δέχεται ἐκκλήτους προσφυγὲς τῶν Ἐπισκόπων καὶ κληρικῶν ὅλων τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν (ἀνυπόστατη ἑρμηνεία τῶν κανόνων θ΄ καὶ ιζ΄ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου)˙

Γ) Ἀξιώσεις ἀρχηγίας ἐφ’ὅλων τῶν Αὐτοκεφάλων κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐκ μέρους τοῦ Κωνσταντινουπόλεως (κατὰ παράβαση τοῦ λδ΄ Ἀποστολικοῦ κανόνος καὶ τοῦ β΄ κανόνος τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τοῦ η΄ κανόνος τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου)˙

Δ) Ἀξιώσεις ὑπερορίου δικαιοδοσίας στὸ χῶρο τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν (κατὰ παράβαση τοῦ β΄ τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς καὶ τοῦ η΄ τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου)˙

Ε) Ἀξιώσεις τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως νὰ διαδραματίζει ρόλο πανορθοδόξου αὐθεντίας ἐπὶ μειζόνων ζητημάτων ἐκκλησιαστικῆς, δογματικῆς καί κανονικῆς φύσεως (χωρὶς νὰ τεκμηριώνονται αὐτὲς μὲ Ἱεροὺς Κανόνες)˙

Στ) Ἀξιώσεις ὅτι μόνο τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως ἔχει ἀποκλειστικὰ προνόμια ἐπὶ τῆς δικαιοδοσίας στὴν οὕτως λεγόμενη διασπορά, στὰ ἐδάφη, τὰ ὁποῖα σὲ οὐδεμία τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἀνήκουν (ἀνυπόστατη ἑρμηνεία τοῦ κη΄ κανόνος τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου).

Προφανὲς κρίνεται ὅτι ἀκριβῶς αὐτὲς οἱ ἐνέργειες τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως διαλύουν, ἀπειλοῦν καὶ ἐπιβουλεύονται τὴ Συνοδικότητα/Καθολικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Κατὰ τὴ γνώμη μας ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εὑρίσκεται στὸ σταυροδρόμι: νὰ ἀναδείξει καὶ αὐτὴ τὴ φορὰ τὴ συνοδικὴ αὐτῆς σοφία καὶ νὰ προστατεύσει τὴν ἑνότητα, τὴν ἁγιότητα, τὴν καθολικότητα καὶ τὴν ἀποστολικότητα, ἤ μερίδα αὐτῆς νὰ ἀκολουθήσει τὴν ὁδό τοῦ παπισμοῦ τῆς Ἀνατολῆς, ἐπαναλαμβάνοντας τὴ θλιβερὴ ἱστορία τοῦ 1054.

 

πηγή:  orthodoxostypos.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε το σχόλιό σας