Ο Θεός εἶχε χαρίσει τόση ἀγάπη στόν ὅσιο, ὥστε
καί γιά τούς εἰδωλολάτρες καί γιά τούς αἱρετικούς καί γιά τούς Ἐβραίους
προσευχόταν μέ παρρησία. Ἱκέτευε τόν φιλάνθρωπο Κύριο νά τούς ἀνοίξει τά μάτια
τῆς ψυχῆς, γιά νά δοῦν καί νά κατανοήσουν τό τρισήλιο φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Τόση ταπείνωση τοῦ δώρισε ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού πίστευε ὅτι αὐτός εἶναι μόνο πού μολύνει τόν
κόσμο. Κι ὅταν συζητοῦσε μέ κάποιον
ψυχωφελή θέματα ἤ ὀτιδήποτε ἄλλο, μιλοῦσε μέ συντριμμένη καρδιά καί ταπεινό
φρόνημα, βάζοντας νοερά τόν ἑαυτό του κάτω ἀπό τά πόδια του συνομιλητῆ
του. Μά κι ἄν ἀκόμα, γιά κάποια αἰτία, ἔδειχνε
ὀργισμένος, τό στόμα του μόνο ἔλεγε ἕνα σκληρό λόγο, ἐνῶ ἡ καρδιά του ἦταν
γεμάτη πνευματική γλυκύτητα.
Βρεθήκαμε κάποτε στό
σπίτι ἑνός ἄρχοντα, πού εἶχε πολλή εὐλάβεια στόν ὅσιο. Αὐτός ὅπως συνηθίζουν ἄλλωστε
οἱ μεγιστάνες, ἔτρεφε στό κτῆμα του πολλά ἐλάφια. Ἕν’ ἀπ’ αὐτά ἦταν πολύ ἄγριο
καί ἐπιθετικό. Ἄν τύχαινε μπροστά του ἄνθρωπος, σηκωνόταν στά πισινά του πόδια
καί τόν χτυποῦσε κατακέφαλα μέ τά μπροστινά.
Πήγαμε λοιπόν ἐκεῖ,
περάσαμε τήν αὐλόπορτα καί, ἐνῶ διασχίζαμε τό κτῆμα, νὰ τό ἐλάφι! Παραφύλαγε σέ μιά γωνιά, ἀπ’ ὅπου θά
διαβαίναμε! Μόλις μᾶς εἶδε ὅρμησε
καταπάνω μου, μιά καί ἤμουνα μπροστά ἀπό τόν ὅσιο. Ἐκεῖνος, καταλαβαίνοντας πώς
τό ζῶο ἦταν ἐξαγριωμένο, ὅρμησε νά μέ γλυτώσει.
Μπῆκε στή μέση, τό χτύπησε μέ τό χέρι του, κι αὐτό ἡμέρεψε ἀμέσως σάν
πρόβατο.
Βλέποντας ὁ μακάριος
πώς τό ἐλάφι ταπεινώθηκε καί τοῦ ὑποτάχθηκε, πέφτει μετανιωμένος μπροστά του μέ
πολλή ταπείνωση καί τοῦ λέει:
-Ἁμάρτησα, συγχώρεσέ
με!
Τότε τό ἐλάφι,
βλέποντας σ’ αὐτή τή στάστη τόν ἅγιο, καταντροπιάστηκε κι ἔφυγε τρέχοντας σάν
κάποιος νά τό χτυποῦσε.
Παραξενεμένος τότε ρωτάω
τόν μακάριο:
-Πές, μου πάτερ, γιατί
τό ’κανες αὐτό, καί πρόσπεσες σ’ ἕνα ζῶο;
-Γιά νά μάθεις, παιδί
μου, τή δύναμη τῆς ταπεινοφροσύνης. Αὐτή
εἶναι τό μεγάλο ραβδί τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ταπεινωθοῦμε μπροστά σέ ὅλους,
λογαριάζοντας τόν ἑαυτό μας σάν τιποτένιο ἁμαρτωλό, σάν κοπριά, τότε κατεβαίνει
ἀπό τόν οὐρανό αὐτό τό θεϊκό ραβδί καί στέκεται προστατευτικά πάνω ἀπ’ τό
κεφάλι μας, συντρίβοντας ὅσους μᾶς βλάπτουν, ὅσους μᾶς μισοῦν, τούς δαίμονες,
τά θηρία... Ὅταν ὅμως ἀρχίσουμε νά φουσκώνουμε, νά περηφανευόμαστε καί νά
κενοδοξοῦμε γιά ὁτιδήποτε, τότε τό ραβδί γυρίζει στό κεφάλι μας καί μᾶς
χτυπάει, ὥσπου νά μετανοήσουμε καί νά ταπεινωθοῦμε πάλι...
Τήν ὥρα ἐκείνη πού μοῦ
μιλοῦσε ὁ ὅσιος, μᾶς πλησίασε μιά γριά γυναίκα, μέ τό μάγουλο πρησμένο ἀπ’ τόν
πονόδοντο, καί τον παρακάλεσε νά τή βοηθήσει.
-Ἐμεῖς, μητέρα, τῆς ἀποκρίθηκε,
εἴμαστε ἄνθρωποι ἁμαρτωλοί καί στά ἔργα καί στά λόγια. Ὁ Θεός ὅμως θά σ’ ἐλεήσει.
Μπῆκε στήν κοντινή ἐκκλησία,
ἔκανε μιά σύντομη προσευχή καί πῆρε λάδι ἀπ’τό καντήλι τῆς Παναγίας. ὕστερα βγῆκε
ἔξω καί ἄλειψε μέ τό λάδι τό πρησμένο μάγουλο τῆς γυναίκας. Τήν ἴδια στιγμή ἐκείνη γιατρεύτηκε κι ἔφυγε
χαρούμενη, δοξάζοντας τό Θεό καί εὐχαριστώντας τό δοῦλο Του.
Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
(σελ.167-169)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας