Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2025

Ἀπὸ τὴν σύγχυσιν τοῦ πολυθρησκειακοῦ καὶ παραθρησκειακοῦ χώρου εἰς τὴν ὄντως σωτηριολογίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας

  Ἀφοῦ βρήκαμε ἀρκετὰ νὰ ποῦμε γιὰ τὸ ποιός εἶναι ὁ λόγος ποὺ οἱ θρησκεῖες ἐπιζητοῦν τόσο πολὺ τὸ «θεολογικό» διάλογο, προσπαθοῦμε νὰ βροῦμε κάτι ποὺ νὰ δικαιολογεῖ καὶ τὴν ἐκ μέρους τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἐπιζήτηση αὐτοῦ τοῦ «θεολογικοῦ διαλόγου», ἀλλὰ ἀδυνατοῦμε νὰ βροῦμε. Γνωρίζαμε ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει τὴν Ὀρθόδοξη Ποιμαντική της καὶ τὴν Ὀρθόδοξη Ἱεραποστολική της. Τώρα, μὲ τοὺς «θεολογικούς διαλόγους» ἀπὸ τὴ μιὰ καὶ μὲ τὰ Συνέδρια τῶν Οἰκουμενιστῶν στὴ χώρα μας ἀπό τήν ἄλλη, ἡ Ὀρθόδοξη Ποιμαντική μας καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἱεραποστολική μας ἐκτίθενται στὸν κίνδυνο να γίνουν συγκρητιστική Ποιμαντική και συγκρητιστική Ἱεραποστολική. Δεδομένου δὲ ὅτι ὁ θρησκειακὸς καὶ ὁ

ἐκκλησιολογικός συγκρητισμὸς εἶναι στοιχεῖο ἰδιάζουσας διαβρωτικῆς ἰσχύος, ἀντιλαμβανόμαστε τί μεγέθους θὰ εἶναι ἡ παρεμπόδιση τοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας, ἂν δὲν ληφθοῦν ἐγκαίρως μέτρα καὶ δὲν τηρηθοῦν αὐτὰ ὄντως μὲ ἱ. εὐλάβεια καὶ φόβο Θεοῦ.

 Πολλὰ μποροῦν νὰ γίνουν «διαπραγματεύσιμα» στὸ βίο τοῦ ἀνθρώπου ἐκτὸς ἀπὸ τὴ σωτηρία του. Ἐδῶ ὅμως ἀνακύπτει τὸ ἐρώτημα περὶ τοῦ ἄν, πότε καὶ πῶς ἀποκτᾶ ὁ ἄνθρωπος ἐπίγνωση τῆς ἔννοιας καὶ τῆς σημαντικότητας -ἤ, ἀκριβέστερα, τῆς μοναδικότητας- αὐτοῦ ποὺ λέγεται σωτηρία. Ξέρουμε ἐπίσης ὅτι μέσα στὸ Χριστιανισμό γιά σωτηρία μιλάει ὁ Ὀρθόδοξος, γιὰ σωτηρία μιλάει ὁ Ρωμαιοκαθολικός, γιὰ σωτηρία μιλάει καὶ ὁ Προτεστάντης. Μόνο ποὺ δὲν ὑπάρχουν πολλές, ἀλλὰ ἡ μία σωτηρία. Κατὰ τὸν Προτεστάντη ἡ δική του ἡ ἀντίληψη περί σωτηρίας εἶναι ἡ σωστή, γιά αὐτὸ καὶ συνέλαβε καὶ τὴν ἰδέα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ (μέσῳ τοῦ Π.Σ.Ε.), γιὰ νὰ σωθοῦν καὶ οἱ ἄλλοι… Τὸ ἴδιο καὶ κατὰ τὸν Ρωμαιοκαθολικισμό, ἡ δική του ἡ ἀντίληψη περὶ σωτηρίας εἶναι ἡ σωστή, γι’ αὐτὸ καὶ πασχίζει νά φέρει ὅλους κάτω ἀπό τόν δικῆς του ἐπινόησης (παπικῆς) Οἰκουμενισμό, γιὰ νὰ σωθοῦν καὶ οἱ ἄλλοι… Οἱ Ὀρθόδοξοι ἐπ’ αὐτοῦ ἀφήνουν τήν καμπάνα τῆς Ἐκκλησίας (ἱ. ναοῦ) νά μιλήσει, καλῶντας τοὺς πιστούς νά συναχθοῦν στὸ ὀντολογικό κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας καὶ σωτηρίας, τὴ θεία Εὐχαριστία. Ἡ ἀγάπη ἐδῶ δὲν εἶναι λόγια, ἀλλὰ ἀληθινὸ σῶμα καὶ ἀληθινὸ αἷμα: Τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Τὸ «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν» (Α ́ Ἰωάν. δ’, 8) ἐδῶ γίνεται ἐμπειρία γιὰ τὸν μετέχοντα στὴν ἱ. Σύναξη καὶ στὴ θεία Μετάληψη πιστό. Τό ἀπρόσιτο καὶ ἀκατάληπτο γιὰ τὴν ἀνθρώπινη λογικὴ καὶ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ γίνεται ἐν τῷ μυστηρίῳ τῆς Θ. Εὐχαριστίας ἐμπειρία. Ὁ κήρυξ τῆς χάριτος καί τοῦ φωτός[1] Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας λέει ἐπ’ αὐτοῦ: «Κατ’ οὐσίαν μὲν ὁ Θεὸς ἀμέθεκτος, κατὰ δὲ τὴν θεοποιὸν χάριν καὶ ἐνέργειαν, ἥτις καὶ δόξα τοῦ Θεοῦ καλεῖται, καὶ μετέχεται καὶ ὁρᾶται τοῖς ἀξίοις»[2]. Διὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐν Χριστῷ κατὰ τὴ θ. Λατρεία στὴν Εὐχαριστιακὴ Σύναξη παροντοποιεῖται καὶ βιώνεται τὸ ὅλο Μυστήριο τῆς Σωτηρίας.

  Ἐὰν δὲν μετέχεται ὁ Θεὸς κατὰ χάριν, πῶς νὰ συντελεσθεῖ ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου; Καί, ἐὰν ἡ χάρη δὲν εἶναι ἄκτιστη, ἀλλὰ κτιστή (ἄπαγε τῆς βλασφημίας!), ὅπως φρονοῦν οἱ ἑτερόδοξοι, πῶς θὰ γίνει μέθεξη τοῦ Θεοῦ; Μέθεξη τοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ κτιστοῦ δὲ νοεῖται. Καὶ ἐδῶ εἶναι ποὺ ἀνακύπτει το θέμα περὶ τοῦ ποιό εἶναι τὸ σωτηριολογικό περιεχόμενο τῆς ἐκκλησιαστικότητας στό Χριστιανισμὸ τῆς Δύσης. Ὅταν αὐτό τό σωτηριολογικό περιεχόμενο ἐπιβαρύνεται μὲ τὴν αἵρεση περὶ κτιστότητας τῆς θείας Χάριτος καὶ μὲ τὴν αἵρεση τοῦ Filioque, τότε ἀνακύπτει πρόβλημα κατά πόσον πληροῦνται οἱ ὅροι τῆς σωτηρίας μὲ τέτοιου εἴδους σωτηριολογία[3]. Τοῦτο ἀνιχνεύεται καὶ στὸ πόσο ἀλλοιώθηκε τό μυστηριολογικό περιεχόμενο στὴν ἐκκλησιαστικότητα τῆς Δύσης. Στήν πλειονότητα μάλιστα τοῦ Προτεσταντικοῦ χώρου δὲν ὑπάρχει μόνο ἀλλοίωση, ἀλλὰ μὴ ἀποδοχὴ μυστηριολογικοῦ περιεχομένου στὴν ἐκκλησιαστικότητά τους. Ὅμως ἐκκλησιαστικότητα χωρίς μυστηριολογικό περιεχόμενο δὲν νοεῖται. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἀντιλατῖνος τοῦ 14ου αἰώνα ἅγ. Νικόλαος Καβάσιλας τόνιζε ὅτι «ἡ Ἐκκλησία σημαίνεται ἐν τοῖς μυστηρίοις»[4]. Δὲν νοεῖται ἡ Ἐκκλησία χωρὶς Μυστήρια, ὀντολογικές δυνατότητες, δηλαδή, μετοχῆς στὴ Θεία Χάρι και συγχρόνως μέσα βιώσεως τοῦ μυστηριακοῦ της χαρακτήρα[5], καθ ̓ ὅ,τι «ἡ Εκκλησία ὁρίζεται, ἀποκαλύπτεται, φανερώνεται καὶ πραγματώνεται μέσα στὰ μυστήριά της»[6].

  Μόνο μέσα στὴν ὄντως ἀνόθευτη καὶ ἀληθινὴ ἐκκλησιαστικότητα συναντᾶται ὁ πιστὸς μὲ τὸ ὄντως ἀνόθευτο καὶ ἀληθινὸ σωτηριολογικό περιεχόμενο καὶ μάλιστα συναντᾶται ὄχι ὡς «ἀτομικότητα», ἀλλά, μετὰ τῶν ἄλλων, ὡς εὐχαριστιακὸ σῶμα. Ἐδῶ διὰ τῆς θείας Χάριτος (ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι) ζωοποιούμεθα καὶ γινόμεθα «σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους» (Α’ Κορ. ιβ’, 27). Ἐδῶ ὁ πιστὸς βιώνει τὴν ὁμοουσιότητα τοῦ ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἄν ἦταν νὰ μᾶς ἐγκαταλείψει ὁ Θεός, δὲν θὰ μᾶς δημιουργοῦσε. Μᾶς δημιούργησε, γιὰ νὰ μετέχουμε στὴν ἀγάπη Του, στή θεία ζωή Του-κατὰ χάριν. Μᾶς δώρισε, μᾶς πρόσφερε τὸ «κατ’ εἰκόνα Του» καὶ μᾶς στηρίζει, σαρκώνεται, ἔρχεται κοντά μας, ἀγωνίζεται μὲ τὴν θεανθρωπότητά Του κοντά μας, στὸ ἐδῶ πεδίο μάχης, νικᾶ τὸ θάνατο καὶ μᾶς χαρίζει τὴ ζωὴ ποὺ ὁδηγεῖ στὸ «καθ ̓ ὁμοίωσιν».

Μά, ἐμεῖς νὰ γίνουμε «καθ’ ὁμοίωσιν» τοῦ Θεοῦ; Πῶς μπορεῖ νὰ γίνει αὐτό, διερωτᾶται ὁ δύσπιστος. Πρόκειται γιὰ λογισμοὺς δυσπιστίας ποὺ ἐνσπείρει ὁ πονηρός. Τώρα πού πράγματι ὁ ἄνθρωπος διὰ τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας Του γίνεται, κατά χάριν, θεός, δηλαδή πραγματώνεται τό «καθ’ ὁμοίωσιν», σπέρνει στὸ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου ὁ διάβολος ἀμφιβολία καὶ δυσ­πιστία, γιὰ νὰ τὸν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας (τὴν Ἐκκλησία, μὲ τὸ ἀνόθευτο δόγμα της καὶ τὴν ἀκαινοτόμητη ἐκκλησιαστική της Παράδοση καὶ πραγματικότητα -πρωτίστως τὴν εὐχαριστιακὴ) καὶ νὰ τὸν ἐκτρέψει πρὸς τὴν ἀπώλεια.

  Τὸ «καθ ̓ ὁμοίωσιν» ἐφ ̓ ὅσον τὸ εἶπε καὶ τὸ ὅρισε ὁ Θεὸς δὲν εἶναι χίμαιρα καί οὐτοπία. Εἶναι πάντα παροῦσα ἀλήθεια καὶ διαρκῶς βιούμενη συντέλεση. Ὁ σαρκωθείς Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ προσέλαβε τὴν ἀνθρωπότητά μας, γενόμενος ὅμοιος ἡμῖν κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα[7] καὶ σὲ ὅποια περίπτωση δυσπιστίας μας ἔρχεται μὲ ὅλη τὴ θεία Δόξα τῆς Θεανθρωπότητάς Του, μᾶς προσκαλεῖ καὶ μᾶς προτρέπει: «φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός» (Ἰωάν. κ’, 27).

 Στὸν χριστολογικό Ὅρο τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου διαβάζουμε ὅτι ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι «ὁμοούσιος τῷ Πατρὶ κατὰ τὴν θεότητα και ὁμοούσιος ἡμῖν κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα». Ἔχει δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος ὁμοουσιότητα μέ τό Χριστό, κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα. Αὐτό τό δῶρο τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο πρός τή θέωση[8], τὸν ὁδηγεῖ στὴν πραγματοποίηση καί ἀπόκτηση τοῦ «καθ ̓ ὁμοίωσιν», γιὰ τὸ ὁποῖο πλάσθηκε ἀπό τό Θεό. Τοῦτο τὸ σημεῖο θεολόγησης βοηθάει πολὺ τὸν ἄνθρωπο στήν κατανόηση τοῦ ἀληθινοῦ νοήματος τῆς ζωῆς. Κατανοῶντας το, στρέφεται πλέον σταθερά ὁ ἄνθρωπος πρὸς ἀναζήτηση προτύπου γιά τή ζωή του στὴν ὁμοουσιότητα τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ: «Τὸ ἐν τῇ ἁγίᾳ Τριάδι ὁμοούσιον ἀποτελεῖ πρόκλησιν καὶ πρόσκλησιν πρὸς τὸν ἄνθρωπον, διὰ νὰ ἐπιτύχῃ τὴν κατὰ χάριν, ὁμοουσιότητα μετὰ τῆς ἁγίας Τριάδος. Ἡ ἀληθὴς κοινωνία καὶ ἑνότης τῶν ἀνθρώπων μεταξύ των καὶ μετὰ τῆς ἁγίας Τριάδος ἀποτελεῖ εὐχὴν καὶ παράκλησιν τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ Λόγου πρὸς τὸν Θεόν Πατέρα[9]: «Οὐ περὶ τούτων δὲ ἐρωτῶ μόνον, ἀλλὰ περὶ τῶν πιστευόντων διὰ τοῦ λόγου αὐτῶν εἰς ἐμέ, ἵνα πάντες ἕν ὦσι, καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἕν ὦσι» (Ἰωάν. ιζ’, 20-21).

Βλέπουμε ἐδῶ ὅτι τὸ «ἵνα πάντες ἓν ὦσι» δὲν διατυπώνεται ἀοριστολογικῶς, ἀλλὰ συγκεκριμένως διὰ τῆς φράσεως «ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἓν ὦσι», τὴν ὁποία προφέρει ὁ Κύριος ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸν Πατέρα Του. Τὸ «ἵνα πάντες ἓν ὦσι», δηλαδή, νοεῖται ἐν τῇ Ἁγιοτριαδικῇ Θεότητι καὶ ἐκφράζει θέωση, ὅπως ἀκριβῶς δηλώνεται ἀπὸ τὸν Κύριο. Πρέπει νὰ τονίζεται τοῦτο, διότι πολὺ συνηθίζεται νὰ γίνεται λόγος περὶ τοῦ «ἵνα πάντες ἓν ὦσι» σὲ διάφορα διομολογιακά – θεολογικά fora, ἀλλὰ συχνά ὑπὸ μιὰ δυτικοχριστιανικῆς ἀντίληψης νοηματοδότηση, ὡς μιᾶς ψυχολογικο- κοινωνικῆς καὶ ἠθικῆς, αὐτοτελοῦς καὶ ἀοριστολο- γικῆς «ἕνωσης – ἑνοποίησης» τῶν πάντων. Κατὰ τὴν Ὀρθόδοξο πίστη τὸ «ἵνα πάντες ἓν ὦσι» νοεῖται ὀντολογικῶς ἐν τῷ Μυστηρίῳ τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἡ οἰκοδόμηση τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. (Ἰωάν. ιζ΄, 21). Εἶναι πράγματι συγκλονιστική αὐτή ἡ αὐθεντικοῦ σωτηριολογικοῦ περιεχομένου φράση τοῦ Κυρίου μας πρὸς τὸν Πατέρα Του γιὰ μᾶς: «Ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἓν ὦσι». Μᾶς θέλει ὁ Κύριος νὰ βρεθοῦμε ἑνωμένοι μαζί Του, μέσα στὴ θεία ζωή, ἑνωμένοι κατὰ χάριν μὲ τὸν ἐν Τριάδι ἅγιο Θεό. Σέ τί μπορεῖ νά ἀμφιβάλει κάποιος, ἀφοῦ ἔτσι τὸ εἶπε ὁ Κύριος καί ἀφοῦ ἔτσι συντελεῖται τοῦτο ἀδιαλείπτως ἐν τῷ Μυστηρίῳ τῆς μίας, ἁγίας καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας;

Σὲ ἀντιδιαστολὴ πρὸς ἐκκλησιολογικὲς καὶ σωτηριολογικὲς ἀντιλήψεις ἑτεροδόξων, ἡ Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία καὶ σωτηριολογία εἶναι ἐκκλησιολογία καὶ σωτηριολογία τοῦ ὁμοουσίου – ὅπως καὶ ἐκ τοῦ ὁμοουσίου τοῦ ὅλου Τριαδικοῦ Θεοῦ εἶναι καὶ ἡ παρεχομένη Θεία Χάρη. Ὁ ἁγιασμός καί ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀπό κοινοῦ ἔργο καὶ τῶν Τριῶν Προσώπων (Ὑποστάσεων) τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἕνεκα τῆς ὁμοουσιότητας ἡ ἁγιαστική καί λυτρωτική θεία ἐνέργεια τῆς  ̔Αγίας Τριάδος εἶναι ἑνιαία καὶ ἀδιαίρετος: Ἡ παρεχόμενη χάρη τῆς ζωαρχικῆς Τριάδος, χορηγούμενη ἐκ τοῦ Πατρός, διὰ τοῦ Υἱοῦ, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Δὲν εἶναι τρισσῶς διαιρεμένη Χάρη, ἀλλὰ εἶναι ἡ κοινή, ἡ μία χάρη[10] τῆς μιᾶς Ἁγίας Τριάδος, ἡ ἄκτιστη μία δύναμη καὶ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.

Τό, ἕνεκα τῆς ὁμοουσιότητος καὶ τοῦ ἀσυγχύτου καὶ ἀδιαιρέτου τῶν τριῶν θείων ὑποστάσεων, ἑνιαῖο κοινὸ καὶ ἀδιαίρετο τῆς θείας λυτρωτικῆς δύναμης καὶ ἐνέργειας τό συναντᾶμε ἐναργῶς στὴν ἱ. ὑμνολογία[11] τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλὰ καὶ τὸ βιώνουμε χαρισματικῶς στὰ ἱ. Μυστήρια και πρωτίστως στὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας.

Σημειώσεις:

[1] Ἡ φράση ἐδῶ ἐλήφθη ἀπὸ τὸ μὲ τίτλο «Ὁ κήρυξ τῆς χάριτος καὶ τοῦ φωτός» βιβλίο τοῦ Παναγ. Κ. Χρήστου, ἐκδ. Ἱ. Μονῆς  Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ Κουφαλίων, Θεσσαλονίκη 1986. [2] Γρηγορίου Παλαμᾶ, ΠΕΡΙ ΘΕΙΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ, ἐκδ. ΕΠΕ, Τόμ. 3, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 146. [3] «Ὁ Χριστὸς γίνεται ὁ ἐκκλησιαστής μας, διότι αὐτὸς μᾶς συνάγει στὸ σῶμα Του, φανερούμενο στή λατρεία, ἡ ὁποία σ’ ὅλη τὴν ἔκτασή της προσφέρει τὴν ἐμπειρία τῆς πραγματικῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ σ’ αὐτὴν καὶ τῆς ἑνώσεως μαζί Του». βλ. π. Γεώργιος Μεταλληνός, ὅπ. π., σ. 170. [4] Νικολάου Καβάσιλα, ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ Θ. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ, κεφ. λη΄, Migne P.G. 150, 452C · ἐπίσης ἐκδόσεις ΕΠΕ, τόμ. 22, σ. 190. [5] Χρ. Σπ. Βούλγαρη, Ἡ ἑνότης τῆς  ̓Αποστολικῆς Ἐκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 194. [6] π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1996, σελ. 244. [7] Χριστολογικὸς ὅρος τῆς ἐν Χαλκηδόνι Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τὸ ἔτος 451. «… ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν ὁμολογεῖν Υἱὸν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν συμφώνως ἅπαντες ἐκδιδάσκομεν, τέλειον τὸν αὐτὸν ἐν θεότητι καὶ τέλειον τὸν αὐτὸν ἐν ἀνθρωπότητι, Θεὸν ἀληθῶς καὶ ἄνθρωπον ἀληθῶς τὸν αὐτὸν ἐκ ψυχῆς λογικῆς καὶ σώματος, ὁμοούσιον τῷ Πατρὶ κατὰ τὴν θεότητα, καὶ ὁμοούσιον ἡμῖν τὸν αὐτὸν κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα, κατὰ πάντα ὅμοιον ἡμῖν χωρὶς τῆς ἁμαρτίας… βλ. καὶ Ἰ. Καρμίρη, ΔΣΜ -Τά Δογματικὰ καὶ Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. 1, Ἀθῆναι 1960, τόμ. 1. σ. 175. [8] «…/καὶ ὅλος ἄνθρωπος θεωθῇ τῇ τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ χάριτι θεουργούμενος, ὅλος μὲν ἄνθρωπος μένων κατὰ ψυχὴν καὶ σῶμα διὰ τὴν φύσιν, καὶ ὅλος γινόμενος Θεός κατά ψυχὴν καὶ σῶμα διὰ τὴν χάριν/…/». Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ΠΕΡΙ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΑΠΟΡΙΩΝ, (Λ-ΡΔ’), ἐκδ. ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1992, τόμ. 141, σ.92 [9] Ν. Γ. Ξεξάκη, Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΟΜΟΟΥΣΙΟΥ, Ἀθήνα 2003, σ. 282. [10] «Κοινῆς οὖν καὶ μιᾶς ὑπαρχούσης χάριτος Πατρός, Υἱοῦ καὶ Πνεύματος, καί μάλιστα καθ’ ἣν ἡ θέωσις τελεῖται», Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὅπ.π., σ. 202· ἐπίσης, Συμεών Θεσσαλονίκης PG 155, 160C. [11] Ἀπὸ τὴν ὑμνολογία, ἂς παραθέσουμε τοῦτον τὸν ἐξαίσιας ποιητικῆς γραφῆς, δογματικοῦ περιεχομένου ὕμνο. Εἶναι τὸ Δοξαστικὸ τῶν ἀποστίχων τοῦ Ἑσπερινοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: «Δεῦτε, λαοί, τὴν Τρισυπόστατον Θεότητα προσκυνήσωμεν, Υἱὸν ἐν τῷ Πατρί, σὺν Ἁγίῳ Πνεύματι. Πατήρ γὰρ ἀχρόνως ἐγέννησεν Υἱόν, συναΐδιον καὶ σύνθρονον· καὶ Πνεῦμα ἅγιον ἦν ἐν τῷ Πατρί, σὺν Υἱῷ δοξαζόμενον. Μία δύναμις, μία οὐσία, μία θεότης, ἣν προσκυνοῦντες πάντες λέγομεν·  Ἅγιος ὁ Θεός, ὁ τὰ πάντα δημιουργήσας δι’ Υἱοῦ, συνεργείᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.  Ἅγιος ἰσχυρός, δι’ οὗ τὸν Πατέρα ἐγνώκαμεν καὶ τό Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐπεδήμησεν ἐν κόσμῳ. Ἅγιος Ἀθάνατος, τὸ Παράκλητον Πνεῦμα, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον καὶ ἐν Υἱῷ ἀναπαυόμενον· Τριὰς ἁγία, δόξα σοι».

Ἀπό τό βιβλίον τοῦ Μοναχοῦ Ἀββακούμ  «Οἰκουμενισμός καί Ὀρθοδοξία» ἔκδοση, Ἰούν. 2005 – Θεσσαλονίκη.

 

πηγή:  orthodoxostypos.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε το σχόλιό σας