«Ἡ πρόταση γιά μόνιμο συνεορτασμό τοῦ Πάσχα μέ τούς ἑτεροδόξους χριστιανούς εἶναι θεολογικά ἀθεμελίωτη»
Ὅπως δείχνουν τά ἐκκλησιαστικά γεγονότα ἀνά τήν Οἰκουμένη, ὁ 21ος αἰ. θά εἶναι κατεξοχήν ὁ αἰώνας τῆς Ἐκκλησιολογίας γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Θά εἶναι δηλαδή ὁ αἰώνας ἐκεῖνος, κατά τόν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία θά δίνει πνευματικές μάχες γιά τήν ὑπεράσπιση καί διασφάλιση...
τῆς γνήσιας ταυτότητάς της. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία θά εἶναι τό ἐπίκεντρο τῆς θεολογίας της. Τῆς θεολογίας δηλαδή ἐκείνης, ἡ ὁποία πέρα ἀπό τόν ἀποκαλυπτικό χαρακτῆρα της, προϋποθέτει στήν πράξη τήν χαρισματική βίωση τῆς ἁγιοτριαδικῆς ζωῆς, ὡς ἄκτιστο καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ἀποστολή τοῦ Ὁποίου, ἀλλά καί τήν ἐνεργό παρουσία Του σέ αὐτήν ὑποσχέθηκε ὁ Ἴδιος ὁ Δομήτοράς της πρίν τήν Ἀνάληψη καί τήν ἐνθρόνισή Του ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ Πατρός.Τήν προϋπόθεση γιά τήν ἀκριβῆ διατύπωση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησιολογίας ἐγγυᾶται ἡ διαχρονικότητα τῆς χαρισματικῶς βιούμενης ἁγιοτριαδικῆς ζωῆς της. Τό γεγονός αὐτό ἐκφράστηκε ἐπίσημα καί θεσμικά στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὡς ἔγγραφη διατύπωση τοῦ φρονήματός της πού βιώνεται μυστικά ὡς μυστήριο ἀπό τά ζωντανά μέλη της στό ἑκάστοτε παρόν τῆς ἐπί γῆς παρουσίας της.
Τό φρόνημα αὐτό θά ὑπάρχει καί θά ἐκφράζεται ἀλαθήτως ἕως τῆς συντελείας τῶν αἰώνων, ὅπως τό ὑποσχέθηκε ἀψευδῶς ὁ Χριστός, ἡ Ὑποστατική Ἀλήθεια, ἡ Ὁποία θά παραμένει πάντοτε στήν Ἐκκλησία, τήν ὁποία καί θά κατευθύνει ὡς Κεφαλή της «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν» διά τοῦ Πνεύματός Του, τό ὁποῖο θά ἐγγυᾶται τήν αὐθεντικότητα τοῦ φρονήματός της.
Κάθε φορά πού θά ἀμφισβητεῖται ἡ ἅπαξ διατυπωθεῖσα «πίστη» τῆς Ἐκκλησίας στό Σύμβολό της γιά τήν ταυτότητά της, ἀλλά καί ὅταν θά κινδυνεύει ἡ ἀλήθεια της ἀπό τή φαλκίδευση τοῦ βιουμένου περιεχομένου της, τά ζωντανά μέλη της -ἀνεξάρτητα ἀπό τόν ἀριθμό τους- θά ἐπαναβεβαιώνουν θεσμικά μέ κάθε ἀκρίβεια αὐτήν τήν ταυτότητά της, ὑπό τήν ἐπιστασία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἀπό τά παραπάνω συνεπάγεται ὅτι ἡ θεσμικῶς κατατεθειμένη πίστη μας γιά τήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς «Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Αποστολικῆς», δέν μπορεῖ νά συμπεριλαμβάνει καμμιά ἑτεροδοξία καί αἵρεση, ἀφοῦ ἡ «ἑτέρα δόξα» ἀποτελεῖ ἀντίφαση «ἐν τοῖς ὅροις» ὡς πρός τήν μοναδικότητα, τήν ἁγιότητα καί τήν καθολικότητα τῆς ἀλήθειας της.
Τοῦτο σημαίνει ὅτι στήν προκειμένη περίπτωση, δέν ἔχει καμμία θεολογική νομιμότητα ἡ πρόταση γιά θεσμικό συνεορτασμό τοῦ Πάσχα μέ τούς ἑτεροδόξους, ἐνόσω αὐτοί ἐμμένουν στήν ἑτεροδοξία τους.
Καί αὐτό γίνεται ἀπολύτως σαφές ἀπό τήν διατύπωση τοῦ καθορισμοῦ τοῦ Πάσχα ἐκ μέρους τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (325), πού ἑστιάζει στήν ἁγιοπνευματική ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία διασφαλίζεται ἀπό τή βιούμενη ἑνότητα τῆς ἀκραιφνοῦς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, ἀποκλείοντας δογματικά τόν συνεορτασμό τοῦ Πάσχα μέ τούς Ἰουδαίους.
Ὁ συνεορτασμός στήν Ἐκκλησία προϋποθέτει τό ἴδιο φρόνημα στήν πίστη καί τήν ζωή τῶν πιστῶν. Ἄλλο ὅμως εἶναι τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας καί -ἐξ ὁρισμοῦ- ἄλλο εἶναι τό φρόνημα τῶν ὁποιοδήποτε ἑτεροδόξων, τούς ὁποίους ἀποκλείει ἀπό τόν συνεορτασμό τό πνεῦμα τῆς ἀποφάσεως τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Κατά συνέπεια, κανείς ὡς πρόσωπο, ἀλλά καί συνοδικῶς καμμία τοπική Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά ἀποφασίζει μονομερῶς γιά τήν σύνολη Ἐκκλησία σέ ὅ,τι τήν ἀφορᾶ στήν πίστη καί στήν ζωή της. Καί τοῦτο, ἐπειδή στήν Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει Ἀλάθητο πρόσωπο, οὔτε τό Πρωτεῖο Ἐξουσίας, ἀλλά μόνον Πρεσβεῖα Τιμῆς.
Διαβάζοντας προσεκτικά τόν 3ο Κανόνα τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τόν 28ο Κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς, διαπιστώνουμε ὅτι γίνεται λόγος μόνο γιά Πρεσβεῖα Τιμῆς πού παρέχονται στόν ἐπίσκοπο Ρώμης ἀπό τήν Β΄Οἰκουμενική καί γιά ἴσα Πρεσβεῖα Τιμῆς πού παρέχονται στόν ἐπίσκοπο Κων/πόλεως (πρός τά ἀντίστοιχα τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης) ἀπό τήν Δ΄ Οἰκουμενική, χωρίς να γίνεται κάποια θεολογική ἤ ἐκκλησιολογική θεμελίωσή τους. Καί τοῦτο, γιατί τήν Ἀνώτατη Διοίκηση στήν Ἐκκλησία (συνολικά) τήν ἀσκεῖ ἀναμφισβήτητα καί διαχρονικά - σύμφωνα μέ τήν συνείδηση καί τήν πράξη της - μόνον ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος. Μέ ἁπλά λόγια, ἡ ἀνώτατη Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι αὐστηρῶς Συνοδική.
Τά Πρεσβεῖα Τιμῆς διευκολύνουν λειτουργικά καί πρακτικά τήν Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας καί προσδιορίζονται θεσμικά ἀπό τά πολιτικά πράγματα πού σχετίζονται μέ τή θέση τῆς πόλεως, στήν ὁποία βρίσκεται ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας μιᾶς συγκεκριμένης ἑνιαίας πολιτικῆς ἐπικράτειας, ὅπως ρητά λέγεται καί στούς δύο Κανόνες, δηλαδή στόν 3ο τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς καί στόν 28ο τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Τόσο ἡ διασφάλιση τῆς αὐθεντικότητας τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας ὅσο καί ἡ γνησιότητα τῆς ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς της ὁριοθετοῦνται μόνον ἀπό τούς Ὅρους καί τούς Ἱερούς Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἐνῶ αὐτοί ἰσχύουν διαχρονικά καί εἶναι μή ἀναθεωρήσιμοι, ὅπως ἤδη λέχθηκε στόν χαιρετισμό τοῦ π. Ἀθανασίου. Καί τοῦτο, ἐπειδή ἐκφράζουν τήν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι βιούμενη Παράδοσή της. Τό τρίτο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τό Πνεῦμα τῆς Ὑποστατικῆς Ἀλήθειας, ἐπιστατεῖ καί ὡς ὁ μόνος πνευματικός «πλοηγός» ὁδηγεῖ τήν Ἐκκλησία – διά τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου – «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν», ὅπως τό ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος. Ἐπ’ αὐτοῦ, εἶναι χαρακτηριστική ἡ ρήση τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου: «Ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν».
Ἔτσι, ὅσα ἀποφάσισαν πρόσφατα κάποιες τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες στό Balamand (1993) καί στό Κολυμπάρι τῆς Κρήτης (2016) ἐρήμην ἄλλων τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, δέν νομιμοποιοῦνται νά διεκδικοῦν ὅτι οἱ ἀποφάσεις τους ἔχουν δεσμευτικό χαρακτῆρα γιά ὅλη τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Καί εἰδικώτερα, οἱ ἀποφάσεις γιά τήν ὀνομασία τῶν ἑτεροδόξων ὡς ἐκκλησιῶν, ἀλλά καί γιά τήν ὕπαρξη μυστηρίων σ’ αὐτές. Οἱ ἀποφάσεις αὐτές εἶναι αὐθαίρετες καί ἀσύμβατες μέ τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί, ὡς ἐκ τούτου, αἱρετίζουσες. Ὅπως αἱρετίζουσες εἶναι καί οἱ ἀντίστοιχες θεολογίες πού τίς στηρίζουν, παρά τόν ἀκαδημαϊκό χαρακτῆρα τους καί παρά τούς ἀκαδημαϊκούς τίτλους τῶν ἐκφραστῶν της. Γι’ αὐτό, συμπερασματικά καί ἐπιγραμματικά θά λέγαμε ὅτι δέν ἀποδεχόμαστε τόν προτεινόμενο νεωτερισμό τοῦ συνεορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, τόσο μέ τούς παλαιότερους ὅσο καί μέ τούς νεώτερους ἑτεροδόξους χριστιανούς τῆς Ἀνατολῆς καί τῆς Δύσεως (Ἀρειανούς, Νεστοριανούς, Πνευματομάχους, Μονοφυσίτες, Μονοθελῆτες, Ἰακωβίτες, Ἀρμενίους, Κόπτες, Ρωμαιοκαθολικούς, Προτεστάντες), ὅπως ἄλλωστε ἔπραξε πάντοτε ἡ Ἐκκλησία.
Ὁ παγκόσμιος ἑορτασμός τοῦ Πάσχα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας εἶναι ἡ κορυφαία θεσμική καί λειτουργική ἔκφραση ἑνότητας τῶν πιστῶν της, τόσο ὡς πρός τήν κοινή πίστη ὅσο καί ὡς πρός τήν Ἁγιοπνευματική ζωή τους. Εἶναι ἡ ἑορτή γιά τήν θριαμβευτική νίκη τοῦ Χριστοῦ κατά τοῦ διαβόλου, τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου. Εἶναι ἡ ἑορτή τῆς ἀπελευθερώσεώς μας ἀπό τήν αἰχμαλωσία τοῦ διαβόλου καί τῆς ἁμαρτίας καί τῆς εἰσόδου μας στήν ἐν Χριστῷ ζωή, πού βιώνεται ὡς ζωή ἐλευθερίας ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.
Ὁ πυρήνας τοῦ συνεορτασμοῦ τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν ἔγκειται κατ’ ἐξοχήν στόν κοινό ἐκκλησιασμό καί κυρίως στή μετοχή τῶν ἐκκλησιαζομένων στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας καί τῆς Θείας Κοινωνίας. Χωρίς αὐτήν τή μυστηριακή μετοχή κενώνεται κυριολεκτικά τό νόημα τοῦ Πάσχα καί ὁ ἑορτασμός του. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία παρέμενε ἕως τώρα ἀπαρέγκλιτα στήν ἑστίασή της αὐτή, παρά τήν διαπίστωση τοῦ ἐπιστημονικοῦ λάθους γιά τόν χρονικό προσδιορισμό τῆς ἡμερομηνίας του.
Ἡ μή τήρηση τῶν παραπάνω ὅρων, πού καθορίζονται θεσμικά ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνες, δημιουργοῦν πνευματική σύγχυση καί διευκολύνουν τόν Συγκρητισμό, ὁ ὁποῖος ἀντίκειται στό πνεῦμα τῶν Ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι καθορίζουν μέ κάθε δυνατή ἀκρίβεια τά ὅρια τῆς πίστεως καί τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἡ παραβίαση τῶν ὁποίων ὁδηγεῖ στήν βιωματική ἔκπτωση ἀπό τό σῶμα της, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ἐπίσημη ἤ μή ἐπίσημη καί θεσμική ἐκκλησιαστική καταδίκη τους.
Καμμία Ἐκκλησιαστική Ἀρχή δέν μπορεῖ νά σχετικοποιήσει τόν ἀπόλυτο χαρακτῆρα τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Καί τοῦτο, γιατί καμμία ἄλλη Ἀρχή δέν ὑπέρκειται αὐτῶν οὔτε νομιμοποιεῖται νά ἀποφασίσει ἀντίθετα πρός αὐτές. Μάλιστα, σήμερα δέν ὑπάρχουν οἱ προϋποθέσεις οὔτε κἄν γιά τήν σύγκληση μιᾶς Πανορθόδοξης Συνόδου.
Σήμερα, δυστυχῶς, θεσμικοί ἐκφραστές τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας δέν ἀποδέχονται τόν αἱρετικό χαρακτῆρα τῆς πίστεως τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, τῶν Προτεσταντῶν καί τῶν Ἀντιχαλκηδονίων χριστιανῶν. Γι’ αὐτό ἄλλωστε, αὐτοί δέν βλέπουν καί καμμία θεολογική δυσκολία γιά τόν συνεορτασμό τοῦ Πάσχα μέ τούς ἑτερόδοξους χριστιανούς.
Ἀλλά ὅσο ἔντεχνα καί ἄν ἀποκρύπτεται ὁ συνεορτασμός μέ τούς ἑτεροδόξους, θά ὁδηγήσει αὐτός ὁ συνεορτασμός ἄμεσα ἤ σταδιακά στήν συμπροσευχή καί στή συνέχεια στήν διαμυστηριακή κοινωνία. Πρᾶγμα παντελῶς ἀπαράδεκτο καί αὐθαίρετο, ἐπειδή αὐτό ἀπαγορεύεται ρητῶς ἀπό σωρεία Ἱερῶν Κανόνων ἐπικυρωμένων καί ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους. Ἔτσι, ὅμως, θά γίνει μία ἀνατροπή δομικοῦ χαρακτῆρα στήν Ἐκκλησία. Καί τοῦτο, ἐπειδή στήν συμπροσευχή μέ τούς ἑτεροδόξους εἰσάγεται de facto καί ἐπίσημα ὁ Συγκρητισμός στήν Ἐκκλησία καί «αἴρονται ὅρια αἰώνια, ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν», πρᾶγμα σαφῶς καταδικασμένο.
Ἄν, κατά τήν διδασκαλία καί τήν πράξη τῆς Ἐκκλησίας, δέν ἐπιτρέπεται οἱ Κατηχούμενοι νά παρίστανται καί νά συνεορτάζουν μαζί μέ τούς βαπτισμένους, μετέχοντας στήν Εὐχαριστιακή Σύναξη, πόσο μᾶλλον θά πρέπει νά ἀποκλείονται ἀπό τόν συνεορτασμό τῆς κορυφαίας χριστιανικῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα οἱ «ἀκοινώνητοι» ἑτερόδοξοι χριστιανοί; Ἀλλά, μήπως ἔχει καταργηθεῖ θεσμικῶς ἡ Λειτουργία τῶν Κατηχουμένων κι ἐμεῖς δέν τό ἀντιληφθήκαμε;
Ἐδῶ, γεννᾶται εὔλογα τό ἑξῆς θεολογικό ἐρώτημα: Γιατί ἐπί 1000 ἔτη περίπου, οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς, ἀλλά καί ἡ δογματική συνείδηση τῶν πιστῶν δέν διανοήθηκαν τόν κοινό ἑορτασμό τοῦ Πάσχα μέ τούς ἑτεροδόξους καί δέν ἀποδέχθηκαν οὔτε τήν συμπροσευχή οὔτε πολύ περισσότερο τή διαμυστηριακή κοινωνία μέ τούς ποικίλους ἑτερόδοξους χριστιανούς τῆς Ἀνατολῆς καί τῆς Δύσεως; Μήπως ἔκαναν θεολογικά λάθος; Ἤ μήπως εἶχαν ἐλλιπῆ ἀγάπη πρός αὐτούς; Μήπως ἐμεῖς τά τελευταῖα αὐτά χρόνια ἀνακαλύψαμε τίς θεολογικές ἀνεπάρκειες τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τήν ἐσφαλμένη ἐκκλησιαστικῶς ζωή τους;
Τελευταίως, ἐμφανίζεται στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο μιά διαρκῶς διογκούμενη ἔπαρση κάποιων θεσμικῶν ἐκκλησιαστικῶν προσώπων, τά ὁποῖα ἔχουν ἐγκολπωθεῖ τό ὀρθοδόξως ἀλλότριο καί ἐκκλησιαστικῶς ἀδιανόητο Πρωτεῖο Ἐξουσίας (ἀντί τῶν Πρεσβείων Τιμῆς) καί μέ θεσμικό ὄχημα τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀναλαμβάνουν ἐκκλησιαστικές πρωτοβουλίες πού βρίσκονται διαμετρικά ἀντίθετες πρός τίς ἀπαγορεύσεις Ἱερῶν Κανόνων (λ.χ. Ἀποστολικοί Κανόνες), ἐπικυρωμένων ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους (λ.χ. ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδος κ.ἑ.).
Οἱ Ἱεροί αὐτοί Κανόνες ἀπαγορεύουν ρητά ὄχι μόνο τίς λειτουργικές συμπροσευχές σέ δημόσιους χώρους λατρευτικῶν συνάξεων, δηλαδή σέ Ἱερούς Ναούς, ἀλλά καί σέ ἰδιωτικούς χώρους (κατοικίες) μέ «ἀκοινώνητους» ἐκκλησιαστικῶς ἀνθρώπους, ἀπειλώντας μέ κανονικά ἐπιτίμια καθαιρέσεων τούς κληρικούς καί ἀφορισμῶν τούς λαϊκούς, ἀπό τά ὁποῖα δέν ἐξαιρεῖται κανείς, ὅποια θέση κι ἄν κατέχει, μή ἐξαιρουμένου καί τοῦ ἑκάστοτε Προκαθημένου. Καί τοῦτο, γιατί ἁπλῶς κανένα θεσμικό πρόσωπο δέν ὑπέρκειται τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Ἔτσι, ὁ 10ος Κανόνας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, πού ἐπικυρώθηκε ἀπό τήν Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδο, ὁρίζει: «Εἴ τις ἀκοινωνήτῳ κἄν ἐν οἴκῳ συνεύξηται, οὗτος ἀφοριζέσθω». Ἄν κάποιος, δηλαδή, συμπροσευχηθεῖ μέ ἕναν πού δέν κοινωνεῖ στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδή εἶναι ἀφορισμένος ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀκόμη καί μέσα σέ σπίτι, αὐτός νά ἀφορίζεται.
Ἀλλά καί ὁ 7ος Κανόνας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ὁρίζει: «Εἴ τις Ἐπίσκοπος ἤ Πρεσβύτερος ἤ Διάκονος, τήν Ἁγίαν τοῦ Πάσχα ἡμέραν πρό τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας μετά Ἰουδαίων ἐπιτελέσοι (ἑορτάσει), καθαιρείσθω».
Ἄν τήν πρώτη Κυριακή τῶν Νηστειῶν τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, δηλαδή τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, δέν εἶναι οὔτε λογικῶς οὔτε πνευματικῶς ὀρθό νά συνεορτάζουμε τά ὀνομαστήρια τῆς Ἐκκλησίας μαζί μέ τούς ἑτεροδόξους, πολύ περισσότερο δέν νομιμοποιούμαστε ἐκκλησιαστικῶς νά συνεορτάζουμε στούς ναούς μας μέ τούς ἑτεροδόξους χριστιανούς τό Πάσχα, πού ἀποτελεῖ τήν ἑορτή τῶν ἑορτῶν τῆς καθαυτό ταυτότητάς μας, ὡς μελῶν τῆς «Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας», πού ὁμολογοῦμε ἐπίσημα στό Σύμβολο τῆς Πίστεώς μας. Καί τοῦτο, γιατί σέ ἕνα κοινό ἑορτασμό νοθεύεται καί συγχέεται αὐτή ἡ μοναδική ταυτότητά μας μέ ἐκκλησιαστικῶς ἑτερογενεῖς ταυτότητες.
Ἡ θεμελιώδης προϋπόθεση τοῦ συνεορτασμοῦ τοῦ Πάσχα εἶναι τό ἕνα φρόνημα καί τό ἕνα βίωμα τοῦ ἑνός Σώματος τῆς ΜΙΑΣ Ἐκκλησίας, πού ἐκφράζονται «ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ» στήν λειτουργική πράξη της.
Καί, αὐτό εἶναι -κατά τή γνώμη μας- τό πνεῦμα τοῦ Κανόνα τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού ἀπαγορεύει τόν ἑορτασμό τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν μέ τούς ἑτεροδόξους Ἰουδαίους καί κατ’ ἐπέκταση μέ τούς ἑτεροδόξους – αἱρετικούς ὅλων τῶν ἐποχῶν.
Συγκεκριμένα, ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος (325 μ.Χ.) ὅρισε νά ἑορτάζεται τό Πάσχα τήν πρώτη Κυριακή, μετά τήν νέα Πανσέληνο τῆς Ἐαρινῆς Ἰσημερίας.
Μόνη ἐξαίρεση, πού πρέπει νά γίνεται, εἶναι, ὅταν ἡ ἡμερομηνία αὐτή συμπίπτει μέ τό Ἰουδαϊκό Πάσχα. Στήν περίπτωση αὐτή ὁρίζει, ὅτι ἡ ἡμερομηνία γιά τήν τέλεση τοῦ Πάσχα τῆς Ἐκκλησίας θά πρέπει νά μετατεθεῖ, ὥστε ἡ Ἐκκλησία «μή μετά Ἰουδαίων συνεορτάζειν». Παράλληλα, ὁρίζει ὅτι ἡ μετάθεση τῆς ἡμερομηνίας νά γίνεται πάντοτε μετά τό Πάσχα τῶν Ἰουδαίων.
Συμπερασματικά: Τό Πάσχα τῆς Ἐκκλησίας δέν πρέπει νά τελεῖται οὔτε πρίν, οὔτε ταυτόχρονα μέ τό Ἰουδαϊκό Πάσχα.
Εἶναι ἐντυπωσιακό τό γεγονός ὅτι ἡ Α΄ κιόλας Οἰκουμενική Σύνοδος ἀσχολήθηκε μέ τό θέμα τοῦ συνεορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, πρᾶγμα πού ἀποδεικνύει τήν πνευματική εὐαισθησία τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν θεσμική ρύθμιση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ αὐτοῦ θέματος.
Μέσα στό πνεῦμα τῆς παραπάνω Συνοδικῆς Ἀποφάσεως τῆς Ἐκκλησίας - οἰκουμενικῶς ἀδιαμφισβήτητης - τό Πάσχα τῆς Ἐκκλησίας, κατά τή γνώμη μας, δέν πρέπει νά συμπίπτει τελούμενο μέ τό Πάσχα τῶν ἑτεροδόξων Χριστιανῶν.
Τοῦτο, γιά νά ἀποφευχθεῖ ὁ σαφέστατος κίνδυνος τοῦ Συγκρητισμοῦ. Καί τήν ἁγιοπνευματική λύση - στήν περίπτωση αὐτή - μᾶς τήν ἔδωσε ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, δηλ. νά μετατεθεῖ ἡ ἡμερομηνία τελέσεως τοῦ Πάσχα τῆς Ἐκκλησίας, μετά τό Πάσχα τῶν ἑτεροδόξων Χριστιανῶν.
Κατά τήν θεολογικά τεκμηριωμένη ἄποψή μας, γνήσια τιμή πρός τούς θεοφόρους Πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου - γιά τό Ἰωβηλαῖο τῶν 1.700 χρόνων - εἶναι ἡ ἀπαρέγκλιτη τήρηση τῆς ἀποφάσεώς τους καί γιά τήν ἡμερομηνία τελέσεως τοῦ Πάσχα καί γιά τήν μετάθεση τῆς ἡμερομηνίας, ὅταν συμπίπτει αὐτή μέ τήν ἡμερομηνία τελέσεως τοῦ Πάσχα τῶν Ἰουδαίων καί τῶν ἑτεροδόξων Χριστιανῶν.
Τό 2025, πού θά ἑορτάσουμε τά 1700 χρόνια ἀπό τήν σύγκληση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, συμπίπτει ἡ ἡμερομηνία τοῦ Πάσχα τῆς Ἐκκλησίας μέ τό Πάσχα τῶν ἑτεροδόξων Χριστιανῶν. Δυστυχῶς, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο θεωρεῖ εὐτυχῆ αὐτή τήν συγκυρία καί εἰσηγεῖται τήν μόνιμη ἀπό κοινοῦ τέλεσή του. Ἔτσι ὅμως - ἔχουμε τήν γνώμη - ὅτι κινεῖται ἀντίθετα πρός τό πνεῦμα τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Μάλιστα, κάποιοι (θεσμικοί, ἀλλά καί ἁπλοί πιστοί) ἀξιολογοῦν ὡς θετική τήν κίνηση καί τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν νά συνεορτάζουν τό Πάσχα τους μέ βάση τό Πασχάλιο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Καί αὐτό τό θεωροῦν, -ἴσως- ὡς γενναία ὑποχώρηση τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν.
Ὅμως, ἡ ἀξιολόγησή τους αὐτή εἶναι αὐθαίρετη καί ἐσφαλμένη ἐκκλησιαστικῶς καί θεολογικῶς. Καί τοῦτο, ἐπειδή ἡ Συνοδική Ἀπόφαση ὁρίζει νά μή συνεορτάζουμε τό Πάσχα μέ ἑτεροδόξους. Καί ἄν συμβαίνει νά συμπίπτει αὐτή ἡ ἡμερομηνία, νά μετατίθεται τό Πάσχα, γιά νά μᾶς διασφαλίζει ἀπό τόν κίνδυνο τοῦ Συγκρητισμοῦ.
Εὐχαριστῶ γιά τήν προσοχή καί τήν ὑπομονή σας!
πηγή: orthodoxia-ellhnismos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας