Ο Παγκρήτιος
Σύνδεσμος Θεολόγων συμμερίζεται τη θλίψη ολόκληρου του ελληνισμού και ιδιαιτέρως
των Ορθοδόξων χριστιανών, για την προκλητική απόφαση του τουρκικού κράτους, με πρωταγωνιστή
τον πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, να μετατρέψει ξανά τον ιερό ναό
της Αγίας του Θεού Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη σε μουσουλμανικό τέμενος, ενώ
λειτουργούσε ως μουσείο από τον Φεβρουάριο του 1935.
Όσο κι αν θεωρείται η
πρόταση Ερντογάν πολιτική κίνηση, δεν παύει να καλλιεργεί τον θρησκευτικό
φανατισμό και την επεκτατική επιθυμία των πλέον υποβαθμισμένων εκ των
μουσουλμανικών λαών σε μορφωτικό επίπεδο και ποιότητα ζωής στο εσωτερικό της
Τουρκίας και σε ολόκληρο τον κόσμο. Το ανησυχητικό είναι ότι πρώτος στόχος
αυτού του φανατισμού και του επεκτατισμού είναι η πατρίδα μας. Ιδιαιτέρως στη
μεγαλόνησο Κρήτη έχουμε βιώσει στο έπακρο τη σκληρότητα και την αρπακτική
διάθεση της γείτονος χώρας, που μεθοδεύει την αναβίωση του αρχικού, πολεμικού
και επεκτατικού Ισλάμ. Για τους λόγους αυτούς απαιτείται επαγρύπνηση, παράλληλα
με την πνευματική τροφοδοσία και στήριξη του λαού μας.
Αναφορικά με τον ναό
της Αγίας του Θεού Σοφίας, το αριστούργημα αυτό της αρχιτεκτονικής είναι δημιούργημα
της Ορθόδοξης χριστιανικής πνευματικότητας με τη δική του ιστορία και ταυτότητα.
Ο αρχικός ναός θεμελιώθηκε από τον Μ. Κωνσταντίνο ο οποίος τον αφιέρωσε στην
Αγία του Θεού Σοφία, δηλαδή στον Ιησού Χριστό ο οποίος είναι ο Υιός και Λόγος
του Θεού Πατρός, η ενυπόστατη Σοφία Του. Αυτή η αφιέρωση δεν είναι τυχαία, διότι
ο Μ. Κωνσταντίνος χωρίς ακόμη να είναι χριστιανός, είχε αρχίσει να αποκτά προσωπική
σχέση με τον Χριστό, αρχικά με το όραμα του Τιμίου Σταυρού και την υπόδειξη «Εν
Τούτω Νίκα», κατά την αναμέτρησή του με τον Μαξέντιο στη Μουβλία Γέφυρα το 312
(μ.Χ.). Εν συνεχεία, υπό την επίδραση των συμβουλών και των θαυμάτων του αγίου
Σιλβέστρου Πάπα Ρώμης (ο οποίος τελικά τον βάπτισε χριστιανό) έκτισε ή
θεμελίωσε επτά ναούς αφιερωμένους στις εορτές του Χριστού και των αγίων
μαρτύρων, όπως τον Ναό του Σωτήρα Χριστού στη Ρώμη, αναγνωρίζοντας επίσημα ότι
με τη δύναμή Του αναδείχθηκε αυτοκράτορας και με αυτήν θα επιδιώξει να κυβερνήσει
τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Γι’ αυτό ιδρύοντας το 330 τη Νέα Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη,
την αφιέρωσε στην Θεοτόκο και τον ναό της στην Σοφία του Θεού, τον Ιησού
Χριστό, δίνοντας το στίγμα σε όλους τους κατοπινούς αυτοκράτορες ότι πάνω από
τη δική τους εξουσία είναι η δύναμη και η ευλογία του αληθινού Θεού, του Ιησού
Χριστού.
Έτσι στο υπερχιλιετές
ιστορικό διάβα της Βασιλεύουσας, ο ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας έγινε το
κέντρο ζωής και αναφοράς των χριστιανών για τη δοξολογία του Τριαδικού Θεού στα
γεγονότα του θριάμβου και της χαράς, καθώς και για την ικεσία στις στιγμές της
αγωνίας και των συμφορών του γένους.
Ο ναός υπέστη καταστροφές.
Οικοδομήθηκε εκ νέου με εντολή και επίβλεψη του αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Την κατασκευή ανέλαβαν οι ονομαστοί
αρχιτέκτονες Ανθέμιος ο Τραλλιανός και Ισίδωρος ο Μιλήσιος. Επί έξι χρόνια περί
τους 10 χιλιάδες τεχνίτες κατεργάστηκαν τα πιο φημισμένα μάρμαρα από τη Μάνη,
την Κάρυστο, τη Φρυγία και την Αίγυπτο. Τον διακόσμησαν με χρυσό, ασήμι και
ελεφαντόδοντο. Μετά από χρόνια ο ναός απέκτησε εκπληκτικά ψηφιδωτά και αγιογραφίες,
όπως της Δεήσεως, της Θεοτόκου Βρεφοκρατούσας, του Χριστού Παντοκράτορα, το
ψηφιδωτό του αυτοκράτορα Λέοντα Στ΄ του Σοφού να ικετεύει γονυπετής τον Ιησού
Χριστό. Ο ναός συλήθηκε από τους Σταυροφόρους το 1204. Κατά την Άλωση της Πόλης το 1453 οι μουσουλμάνοι
ασβέστωσαν τις αγιογραφίες του, επειδή το Κοράνιο θεωρεί (εσφαλμένα) ως βλασφημία
την απεικόνιση του Θεού. Το θέμα είχε ήδη επιλύσει οριστικά η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος
το 787.
Από τα ενδεικτικά στοιχεία φαίνεται πως ο ναός της Αγίας
του Θεού Σοφίας είναι μνημείο Ορθόδοξης χριστιανικής πίστεως, Θεολογίας, τέχνης, ιστορίας και πολιτισμού. Αυτή είναι η
ταυτότητά του. Η UNESCO τον κατέταξε μεταξύ των μνημείων της παγκόσμιας
κληρονομιάς στις 6 Δεκεμβρίου 1985. Πέρα όμως από όλα αυτά, ο ναός της του Θεού
Σοφίας είναι ο χώρος που σμιλεύτηκε το Ορθόδοξο ήθος, διότι με κέντρο αυτό τον
ναό οι Βυζαντινοί ανέπτυξαν Χριστοκεντρική συνείδηση μέσα από τα κηρύγματα των
αγίων Πατέρων, βασισμένα στο γεγονός ότι ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος, για να
γίνει ο άνθρωπος κατά Χάριν Θεός.
Με αυτή τη βάση
οι Βυζαντινοί βίωναν και αναγνώριζαν πως η καταξίωση του ανθρώπου, από τον πρώτο
άρχοντα μέχρι και τον τελευταίο αρχόμενο, παρά τις όποιες αδυναμίες και
μικρότητες, απορρέει από τη δοξολογία του αληθινού Θεού και από την αδιάλειπτη κοινωνία
του με τον Χριστό και την Υπεραγία Θεοτόκο. Γι’ αυτό επικεντρώνεται η προσοχή
τους στο να εκφράζονται θεοπρεπώς με τον λόγο και τα θαυμαστά έργα τέχνης. Αυτή
τη θεοπρέπεια να την εκπέμπουν και να τη μεταδίδουν με σεβασμό προς την
ελευθερία ανθρώπου. Έτσι, για παράδειγμα, στις αγιογραφίες και τα ψηφιδωτά τους
το ανθρώπινο κάλλος και η ωραιότητα της φύσεως σμικρύνονται για να μετέχουν,
μόνο όσο είναι αναγκαίο, στο να αποδοθεί, με προσευχή και νηστεία, το κάλλος του
Θεού, που λειτουργεί με άκρα ταπείνωση και συγκατάβαση χάριν της σωτηρίας του
ανθρώπου και του κόσμου.
Με την ίδια
θεολογική βάση οι Βυζαντινοί εκφράζονται επίσης και ως προς τη μετάδοση και τη
διαφύλαξη της αποκεκαλυμμένης αλήθειας που παρέλαβαν. Την περιφρουρούν, «επόμενοι
τοις αγίοις Πατράσιν» και αγωνίζονται ενάντια στην παραχάραξη ακόμη και μιας
λέξης. Ταυτοχρόνως, προβάλλουν τους αγίους ασκητές και μάρτυρες αυτής αλήθειας
ως γνήσιους εκφραστές της και αξιολογούν την προσωπική κατά Χάριν Θέωση ως
ανώτερη από τα παλάτια των πορφυρογέννητων. Δίνοντας την προτεραιότητα στην
ευλογία του Χριστού και της Θεοτόκου ενδυναμώνονται να αντιμετωπίσουν τη ζωή
και αξιώνονται να βιώσουν, όπως καταγράφουν, ολοζώντανα θαύματα που ανατρέπουν
τα αδιέξοδα, διότι «όπου Θεός βούλεται νικάται φύσεως τάξις». Αυτό διδάσκει η
Υπέρμαχος Στρατηγός τους, η Υπεραγία Θεοτόκος. Τον θεούμενο χριστιανό
περιγράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος «βασιλέα των επί γης, βασιλευόμενον
άνωθεν, επίγειον και ουράνιον, πρόσκαιρον και αθάνατον, ορατόν και νοούμενον,
μέσον μεγέθους και ταπεινότητος, τον αυτόν πνεύμα και σάρκα... ζώον ενταύθα
οικονομούμενον και αλλαχού μεθιστάμενον και — πέρας του μυστηρίου — τη προς
Θεόν νεύσει θεούμενον» (Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΜΕ' 7).
Το θεούμενο ήθος που
εκπέμπει ο ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας είναι αδύνατο να εκφραστεί σε ένα τζαμί
ή σε ένα μουσείο. Κι αυτό, διότι το μεν Ισλάμ αρνείται ότι ο Ιησούς Χριστός είναι
ο Υιός του Θεού και επομένως αρνείται τη Θεότητά Του και την εν Χριστώ σωτηρία.
Από την άλλη, η εν Χριστώ σωτηρία και τα έργα που την προσεγγίζουν δεν είναι
δυνατόν να γίνουν μουσειακό έκθεμα, νεκρό και παρωχημένο, διότι αφορούν στο
σήμερα διηνεκώς «ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος ιδού νυν ημέρα σωτηρίας» (Β΄Κορ.
6,2). Ο εν λόγω ναός είναι χώρος της ζωντανής λατρείας του μόνου και αληθινού
Τριαδικού Θεού, και το ορθό αίτημα θα ήταν να αποδοθεί στον πραγματικό
ιδιοκτήτη του, την Ορθόδοξη Εκκλησία και συγκεκριμένα στο Οικουμενικό
Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, ώστε να ξαναρχίσει να τελείται σ’ αυτόν η Θεία Λειτουργία,
την οποία διέκοψαν βίαια και αιματοκύλησαν τα στίφη των τότε κατακτητών. Αν
μάλιστα συνέβαινε κάτι τέτοιο, είμαστε βέβαιοι ότι η ανθρωπότητα θα έβλεπε (για
πρώτη φορά μετά από αιώνες) τι σημαίνει στην πραγματικότητα η Αγία Σοφία. Και
θα ένιωθε όπως κάποτε οι από βορράν απεσταλμένοι ενός αρχαίου βασιλιά, που
μετέφεραν την Ορθοδοξία στη χώρα τους, διαβεβαιώνοντας ότι «δεν εγνώριζαν αν
βρίσκονταν στη γη ή στον ουρανό». Το ίδιο θα έβλεπε και ο λαός μας, που θα είχε
καταγάγει μια νίκη, σε συμβολικό έστω επίπεδο, μετά από αλλεπάλληλες ήττες, που
τον έχουν υποβιβάσει σε κατάσταση δυστυχίας και απελπισίας.
Δυστυχώς, όλα
αυτά είναι «όνειρα θερινής νυκτός» (νυκτός του Ιουλίου), εφόσον το ίδιο το
ελληνικό κράτος διακατέχεται από άλλο ήθος και αυτό το εκφράζει παντοιοτρόπως. Κραυγαλέες
ενδεικτικές περιπτώσεις είναι η προσπάθεια αλλαγής της Ορθόδοξης φυσιογνωμίας
του μαθήματος των Θρησκευτικών σε διδασκαλία των θρησκειών ισότιμων με την
Ορθοδοξία, καθώς και η ίδρυση Τμήματος Μουσουλμανικών Σπουδών μέσα στην ίδια
την Ορθόδοξη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης και όχι ανεξάρτητα από αυτήν. Επίσης,
το κράτος μέσω των αρμοδίων υπηρεσιών του, έχει αφαιρέσει πλήθος ναών από τη
δικαιοδοσία της Ορθόδοξη Εκκλησίας, τους έχει τιτλοφορήσει «αρχαιολογικούς
χώρους» και παρεμποδίζει την τέλεση της Θείας Λειτουργίας στο εσωτερικό τους,
ενώ συχνά απαιτεί να πληρώνουν εισιτήριο οι προσκυνητές για να εισέλθουν σε
αυτούς. Τους έχει μετατρέψει δηλαδή από ζωντανούς (όπως ήταν επί σειρά αιώνων και
μέχρι πρόσφατα) σε νεκρούς.
Η σύγχρονη Ελλάδα
πνευματικά αλληθωρίζει: Με το ένα μάτι αντιγράφει πιστά τον ατομοκεντρικό
Δυτικό πολιτισμό που διέπεται από τις αρχές του τυπικά άθεου Διαφωτισμού, που όμως
λατρεύει το χρήμα και το συμφέρον, τη δε στυγνή και απάνθρωπη συμπεριφορά του
έχει γευτεί επανειλημμένα η ανθρωπότητα. Από το άλλο μάτι, η σύγχρονη Ελλάδα θυμάται
τις αξίες της ευκαιριακά, όπως με αφορμή τη γνωστή προκλητική
απόφαση του Ερντογάν, τον υπόλοιπο όμως καιρό τις υποτιμά ως απόδειξη εξυπνάδας
και προόδου.
Έτσι, ο λαός μας
σε μεγάλο βαθμό, ενώ εκφράζει την αγανάκτησή του σχετικά με την Αγία Σοφία,
αγνοεί απελπιστικά εκείνη την πολιτισμική και πνευματική παράδοση που
δημιούργησε την Αγία Σοφία, δηλαδή την ίδια την δική του πνευματική και
πολιτισμική παράδοση, που στοχεύει στο να ενώσει κατά Χάριν τον άνθρωπο με το
Θεό. Αυτός ο στόχος εκφράζεται επίσης και με την οικοδόμηση μεγαλοπρεπών
μνημείων και αριστουργημάτων αρχιτεκτονικής. Επιπλέον η Ορθόδοξη παράδοση τον διασώζει
στα ανυπέρβλητα έργα της εκκλησιαστικής υμνογραφίας που δεν έπαψαν να ψάλλονται
στους ορθοδόξους ναούς όλων των λαών. Οι διδασκαλίες των αγίων Πατέρων της
Εκκλησίας δεν χάθηκαν από τα βιβλία. Στις πόλεις, τα χωριά και τις ιερές μονές
μας, ευτυχώς ακόμη δεν έπαψαν να ζουν συνεπείς χριστιανοί, φλεγόμενοι από
ταπεινή πίστη και ανιδιοτελή αγάπη, οι οποίοι, μέσα στις αντιξοότητες και τα
βάσανα της ζωής, πλησιάζουν τον Θεό εν Χριστώ και γίνονται άγιοι, ακριβώς
όμοιοι με τους αγίους που έζησαν κατά τα αρχαία χριστιανικά και τα βυζαντινά
χρόνια και για τους οποίους διαβάζαμε κάποτε στα εκκλησιαστικά κείμενα…
Όλα αυτά υπήρξαν
και υπάρχουν, διατηρώντας ζωντανά όλα όσα εξέφραζε η Αγία του Θεού Σοφία, όμως
σήμερα ποιος τα γνωρίζει; Βυθισμένος στην άγνοια, την παρανόηση και τη συνακόλουθη
αδιαφορία, ο λαός μας (κάποτε θα λέγαμε «ο ορθόδοξος χριστιανικός λαός μας»)
ολοένα και περισσότερο χάνει την ταυτότητα και τις ρίζες του, την ελευθερία,
την αξιοπρέπεια και την ελπίδα του, όχι στο έδαφος κάποιας οθωμανικής
αυτοκρατορίας, αλλά στην υποτιθέμενη ελεύθερη Ελλάδα, στην οποία σήμερα
αντικρίζουμε κροκοδείλια δάκρυα για έναν θησαυρό, που εκλάπη από τους προγόνους
μας πριν από πέντε αιώνες, σαν να τον χάσαμε σήμερα.
Ας οπλιστούμε
λοιπόν με την πνευματική πανοπλία και ας αναλάβουμε τα συμβολικά όπλα της
δικαιοσύνης, της πίστης και της αγάπης (που αναφέρονται στην Καινή Διαθήκη,
π.χ. Προς Εφεσίους 6, 10-20), ας επιστρέψουμε στις εκκλησίες μας,
εξομολογούμενοι και κοινωνώντας τα άχραντα μυστήρια, και ας είμαστε σε εγρηγορση.
Και, αν στα παραπάνω λόγια τα παιδιά μας έχουν άγνωστες λέξεις (π.χ. τι
σημαίνει «Καινή Διαθήκη», «Προς Εφεσίους» ή «άχραντα μυστήρια»), ας φροντίσουμε
να τους εξηγήσουμε. Έτσι, για κάθε μία Αγία Σοφία που μας αφαιρεί ο
ισλαμιστικός φονταμενταλισμός, θα ορθώνουμε μια αντίστοιχη στην καρδιά μας και
στην καρδιά των παιδιών μας. Και αυτή δεν θα κινδυνεύει να γίνει ποτέ μουσείο,
αλλά θα παραμένει Αγία Τράπεζα του Αθανάτου Θεού, όσο πάλλουν οι καρδιές, πάνω
στις οποίες θα είναι θεμελιωμένη. Αμήν.πηγή: http://aktines.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας