Τι δεν κατανοούν οι Προτεστάντες από την Ορθοδοξία
Στο παρόν άρθρο θέλουμε να εξετάσουμε
μια διάσταση του λουθηρανού μυστικισμού που αφορά και εμάς τους
Ορθόδοξους στην προσέγγιση του Θεού. Ο Λούθηρος που εισάγει ένα δυισμό
ανάμεσα στην διάνοια και το νου, την πίστη και την επιστήμη, με τα δικά
του sola fide-μόνο η πίστη και sola gratia-μόνο η χάρη απαντάει στη
διαστροφή της διανοίας και λογικής μέσα στη δυτική παράδοση.
Αναφέρεται στη σχολαστική θεολογία της
Δύσεως, στην αυτονομημένη διάνοια, μια διάνοια που δεν έχει ανάγκη την
αναφορά στον Θεό προκειμένου να λειτουργεί σωστά, μια διάνοια η οποία,
εάν γεννάει σωστά και ορθολογικά δομημένους λογισμούς σύμφωνα με τη
φιλοσοφία του Αριστοτέλη, μπορεί να μας ανεβάσει στον ίδιο τον Θεό. Ο
Σχολαστικισμός, όπως υποστηρίζουν οι σχολαστικοί θεολόγοι και ιδίως ο
κύριος εκφραστής του, ο Θωμάς Ακινάτης[1],
δεν αναζητάει την αλήθεια. Αυτή είναι δεδομένη μέσω της αποκάλυψης του
Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου. Ουσιαστικά πρόκειται για τη θεμελίωση
αυτής της δεδομένης αλήθειας μέσω της ορθής συλλογιστικής. Στόχος είναι η
διείσδυση μέσω της διάνοιας στις αλήθειες της πίστης.
Αυτή η αυτονομημένη διάνοια ενσαρκώνεται
στα τεράστια και επιβλητικά διανοητικά οικοδομήματα του σχολαστικισμού
(έχουν παρομοιαστεί με τους θεόρατους γοτθικούς ναούς της ίδιας εποχής
που από τη γη ανυψώνονται ως τον ουρανό, κυριολεκτικά τρυπώντας τον),
που περικλείουν την όλη χριστιανική κοσμοθεωρία της εποχής για τη φύση,
την ανθρωπότητα, την ψυχή και τη μεταφυσική πραγματικότητα (λ.χ. η Summa
theologiae – Σύνολο της Θεολογίας του Θωμά Ακινάτη 1266-1273). Έτσι
κατορθώνεται η συστηματοποίηση της αλήθειας του χριστιανισμού, η οποία
γίνεται αποδεκτή με φιλοσοφικές μεθόδους, και η απόκρουση αντιρρήσεων
εναντίον των χριστιανικών αληθειών με φιλοσοφική επιχειρηματολογία. Το
στοίχημα είναι να δημιουργηθεί ένα ανυπέρβλητο θεολογικό σύστημα πέρα
από οτιδήποτε προηγούμενο.
Με αυτά τα θεόρατα μνημεία των λογισμών
που παράγονται από την ανθρώπινη διάνοια οι σχολαστικοί θεολόγοι
επιχειρούν το άλμα προς την κατάκτηση του Θεού, το άλμα απ’ ευθείας στην
ίδια την ουσία του κακέκτυπου Θεού τους. Κακέκτυπο τον ονομάζουμε,
επειδή είναι ένα αντίγραφο δικό τους, ένας θεός στις δικές τους
διαστάσεις και απαιτήσεις. Τους παρέχει και μια θεώρηση του ανθρώπου ως
αγέλη, όπου άγονται τα πλήθη των πιστών σύμφωνα με τη δυτική μεσαιωνική
εκδοχή της μετάνοιας, των αφέσεων και των συγχωροχαρτιών. Στο εγχείρημα
αυτό η φιλοσοφία του Αριστοτέλη συγχωνεύεται κυριολεκτικά με την
αποκεκαλυμμένη αλήθεια του Xριστιανισμού, ο Αριστοτέλης γίνεται
αποδεκτός ως δεύτερος πρόδρομος του Χριστού. Η ανθρώπινη λογική
κατανοείται ως αντίγραφο της θείας λογικής. Αξιοποιώντας αυτή τη λογική
σκέψη και αποδίδοντας ανθρώπινες ιδιότητες σε τέλειο βαθμό στον Θεό,
μπορεί ο άνθρωπος να φθάσει στο σημείο εκείνο που με τη λογική του
κατέχει παρομοίως με τη θεία λογική την αλήθεια!
Αυτή την ακραία προβολή της ανθρώπινης
διανοίας ζητεί ο Λούθηρος να ακυρώσει ως κάτι το απόλυτα απεχθές. Στη
θέση των επιβλητικών αυτών διανοητικών οικοδομημάτων ορθώνει εκείνος τη
δική του αναγωγή, το δικό του ανέβασμα, αυτή την φορά με όχημα όχι το
λογικό αλλά την πίστη. Τώρα το λογικό, η διάνοια, είναι κάτι το εντελώς
διεφθαρμένο λόγω της πτώσεως των πρωτοπλάστων[2].
Αντίθετα η πίστη είναι εκείνο το λυτρωτικό στοιχείο που ανεβάζει σε
θεία ύψη. Χαρακτηριστικό εδώ είναι, ότι δεν απαιτούνται πλέον οι
οριζόντιες σχέσεις, οι πράξεις, για τη δικαίωση του ανθρώπου. Ο άνθρωπος
μπαίνει στον πύραυλο της πίστεως, ο οποίος με τον σπινθήρα που δίνει τα
Άγιο Πνεύμα μέσω της χάριτος εκτοξεύεται. Στο πέρασμά του αυτός ο
πύραυλος δεν επηρεάζεται πλέον ουσιαστικά ως προς την πορεία του από το
άμεσο περιβάλλον που διαπερνάει. Η λυτρωτική παρουσία του πλησίον
χάνεται για τον Λούθηρο. Έτσι έρχεται σε απ’ ευθείας σύγκρουση με τα
λόγια του Ευαγγελιστή Ιωάννη, ο ποίος θέτει την αγάπη προς τους
συνανθρώπους ως απαραίτητη προϋπόθεση της αγάπης προς τον Θεό[3].
Αυτή την σχέση με τον Θεό που γεννιέται μέσω της πίστεως και την
παρομοιάσαμε με πύραυλο υπηρετεί η αόρατη Εκκλησία του Λουθήρου.
[1] Summa theologiae, I,1,1.
[2]
Σχετικά με τη διάνοια βλ. τα εξής χαρακτηριστικά χωρία στο Martin
Luther, Gesamtausgabe in 25 Bänden, herausgegeben von Johann G. Walch,
Concordia Publishing House St. Louis 1880-1910: «η διάνοιά μας είναι
τυφλή» (τ.5., στ. 133), «Όποιος θέλει να είναι χριστιανός να βγάλει της
διανοίας του τα μάτια» (τ. 5, στ. 452), «η βασισμένη στη διάνοια …
θεολογία» στερείται «του λόγου του Θεού (τ. 5, στ. 475).
[3]
Βλ. Α΄ Ιω. 4,20: «ἐάν τις εἴπῃ ὅτι ἀγαπῶ τὸν Θεόν, καὶ τὸν ἀδελφὸν
αὐτοῦ μισῇ, ψεύστης ἐστίν· ὁ γὰρ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν ὃν ἐώρακε, τὸν
Θεόν ὃν οὐχ ἑώρακε πῶς δύναται ἀγαπᾶν;»
πηγή: http://orthodoxostypos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας