Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2016

Ἡ θεότητα τοῦ Χριστοῦ




 Δ .Ἡ θεότητα τοῦ Χριστοῦ (99-108)


Α
Μιὰ «ἀποτυχημένη θρησκεία» ἤ κάτι ἄλλο; (σελ.99-101)

ν κάνουμε σύγκριση μεταξύ χριστιανῶν καί τῶν ἄλλων θρησκειῶν μέ καθαρά ἐγκόσμια κριτήρια, θά δοῦμε ὅτι ὁ χριστιανισμός εἶναι μιά θρησκεία καταδικασμένη νά ἀποτύχει. Γιατί;
Τί κάνουν ὅλοι οἱ ἄλλοι ἱδρυτές θρησκειῶν;
Χρησιμοποιοῦν τά χρήματα, τήν πολιτική ἐξουσία, τή βία, τό στρατό καί προπαντός μιά εὔκολη ἠθική ἤ τήν ἀνηθικότητα γιά νά ἐπικρατήσουν.
Ὁ Χριστός τί μέσα χρησιμοποίησε;

Κανένα ἐγκόσμιο μέσο. Δέν εἶχε οὔτε χρήματα, οὔτε κάποια ἐγκόσμια ἐξουσία στή διάθεσή Του.
Καί τί ζήτησε καί τί ἔταξε;
Μιά αὐστηρή ἠθική, μιά καθαρότητα ὄχι μόνο στό σῶμα ἀλλά καί στήν ψυχή καί στό νοῦ καί στά κίνητρα· ζητᾶ ἀνθρώπους πού νά εἶναι ἀφοσιωμένοι σ’ Αὐτόν, νά ἀγωνίζονται νά γίνουν τέλειοι. Καί τί τούς ὑπόσχεται; Τούς ὑπόσχεται θλίψεις, διωγμούς, στερήσεις καί θάνατο. Κι ἕνα παράδεισο πού οὔτε τόν εἴδαμε, οὔτε ἔχει ἐγκόσμιες ἀπολαύσεις.
Μέ βάση λοιπόν τά ἐγκόσμια κριτήρια ὁ χριστιανισμός, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν ἔπρεπε νά ζήσει παραπάνω ἀπό 50 χρόνια.
Ἄν ρωτήσει κανείς ὁποιονδήποτε θρησκειολόγο, ἀκόμη καί ἀλλόδοξο, αὐτό θά τοῦ πεῖ. Μέ ἐγκόσμια κριτήρια ὁ χριστιανισμός θά ἔπρεπε νά ἀποδειχθεῖ μιά ἀποτυχημένη θρησκεία. Καί ὅλοι ἀποροῦν. Ποῦ ὀφείλεται τό θαῦμα αὐτό; Πῶς βρέθηκαν 11 ἑκατομμύρια ἄνθρωποι νά δώσουν τό αἷμα τους, τή ζωή τους, νά μαρτυρήσουν στούς τρεῖς πρώτους αἰῶνες, καί ἑκατομμύρια ἄλλοι στά μετέπειτα χρόνια, ἰδιαίτερα στίς χῶρες ὅπου εἶχε ἐπικρατήσει ὁ μαρξισμός; Γιατί; Γιά μιά θρησκεία πού δέν ὑπόσχεται ὑλικές ἀπολαύσεις.. Πού δέν ἔχει εὔκολη ἠθική, ὅπως ἔχουν ὅλες οἱ ἄλλες θρησκεῖες, οἱ ὁποῖες παρ’ ὅλα αὐτά δέν ἔχουν μάρτυρες, δέν ἔχουν ἁγίους μέ τέτοια αὐτοθυσία... Καί ἀποροῦν τί γίνεται;
Πῶς ἐπικράτησε αὐτή ἡ θρησκεία;
 Ποιό εἶναι τό μυστικό της; Πῶς μπόρεσε νά ἐπικρατήσει μέ μία τόσο αὐστηρή ἠθική χωρίς νά ὑπόσχεται ἁμαρτωλές ἀπολαύσεις;
Ξέρουμε τί κάνουν οἱ πολιτικοί ἡγέτες.... Ὑπόσχονται διάφορα: Θά σᾶς δώσω χρήματα, δουλειά, θέσεις. Ὁ Χριστός ἀντίθετα ὑποσχέθηκε σταυρό καί μαρτύριο: «Ὅποιος θέλει νά μέ ἀκολουθήσει», εἶπε, «θά πρέπει νά σηκώνει τό δικό του σταυρό» (Μάρκ. η΄ 34). Κι ὅταν στή συναγωγή τῆς Καπερναούμ κάποιοι ἄρχισαν νά φεύγουν ἀπό κοντά Του γιά πάντα, ἐπειδή δέν κατανόησαν κάποια λόγια Του, ξέρετε τί εἶπε σ’ ὅσους ἔμειναν κοντά Του; «Μήπως θέλετε καί σεῖς νά φύγετε;». Δέν εἶπε: Σᾶς παρακαλῶ, μείνετε κοντά μου. Μή φύγετε καί χάσω τούς ὀπαδούς μου... Διότι δέν ἦταν ἕνας ἐγκόσμιος ἱδρυτής θρησκείας. Δέν ἦταν ἕνας ἄνθρωπος πού παρίστανε τόν προφήτη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ Θεός πού ἔγινε ἄνθρωπος.

Ὄχι «θρησκεία» ἀλλά «ἀποκάλυψη» (σελ.101-102)

Γι’αὐτό ἀκριβῶς λέμε στή θεολογική γλώσσα ὅτι ὁ χριστιανισμός δέν εἶναι «θρησκεία» ἀλλά «ἀποκάλυψη».  Τί θά πεῖ «θρησκεία»; Βρέθηκε ἕνας Ζωροάστρης, ἕνας Κομφούκιος, ἕνας Βούδας, ἕνα Μωάμεθ, καί ἔψαχναν νά βροῦν τό Θεό. Δέν ὑπάρχει περίπτωση, κάποια θρησκεία ποτέ νά εἶναι ἡ μόνη ἀλήθεια, ὅταν κάποιος ἄνθρωπος, ὅσο καλός κι ἄν εἶναι, ψάχνει νά βρεῖ τόν Θεό. Εἶναι δυνατόν; Καί ὁ τελειότερος ἄνθρωπος νά ψάξει νά βρεῖ τόν Θεό, εἶναι ἀδύνατον νά Τόν βρεῖ μέ τίς δικές του δυνάμεις. Ὅλες λοιπόν οἱ θρησκεῖες ἀποτελοῦν μιά ἀνθρώπινη προσπάθεια ἀναζήτησης... Ποιός εἶναι ὁ Θεός; Πῶς ἔγινε ὁ κόσμος; Τί θέλει ὁ Θεός ἀπό μᾶς; Καί γι’ αὐτό οἱ θρησκεῖες ἔχουν ἕνα σωρό στοιχεῖα ἀπαράδεκτα πού ντρέπεσαι ἀκόμη καί νά τά πεῖς.
Στόν χριστιανισμό ὅμως δέν ἔχουμε ἕναν ἄνθρωπο πού ψάχνει νά βρεῖ ποιός εἶναι ὁ Θεός. Ἀλλά ἔχουμε τόν ἴδιο τόν Θεό πού ψάχνει νά βρεῖ τόν ἄνθρωπο.
Αὐτό ἀκριβῶς θά προσπαθήσουμε νά ἀναπτύξουμε μέ κατανοητό τρόπο.

Κανείς ἱδρυτής θρησκείας δέν εἶπε ὅτι εἶναι Θεός.
Ἄν δεῖτε σέ ὅλες τίς θρησκεῖες πού ἀναφέραμε, μά ὅλες τίς θρησκεῖες, σέ καμιά θρησκεία, μά σέ καμιά ἀπολύτως, δέν ἔχουμε κανέναν ἱδρυτή θρησκείας πού νά τόλμησε νά πεῖ ὅτι εἶναι Θεός. Κανένας! ...
Ὁ Κομφούκιος δέν ἔλεγε ποτέ ὅτι εἶναι Θεός. Καί θεοποιήθηκε τό 58 μ.Χ. Δηλαδή 500 χρόνια μετά τό θάνατό του.
Ὁ Ζωροάστρης τό ἴδιο: ἄνθρωπος.
Ὁ Βούδας θεοποιήθηκε μετά τό θάνατό του, ἀλλά ὑπῆρχαν μεγάλα πολιτικά, φυλετικά καί οἰκονομικά συμφέροντα πού ἀπαιτοῦσαν μιά τέτοια θεοποίηση. Ὁ Βούδας ὅμως ὅσο ζοῦσε τό ἔλεγε ξεκάθαρα: Δέν εἶμαι Θεός. Δέν κάνουμε στό σημεῖο αὐτό κριτική γιά τόν Βούδα. Λέμε τί ἔλεγε ὁ ἴδιος.
Ὁ Μωάμεθ ἔλεγε ὅτι εἶναι ἄνθρωπος, προφήτης τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι λοιπόν οἱ ἱδρυτές θρησκειῶν διατράνωναν ὅτι εἶναι ἄνθρωποι.

Διότι ὅποιος πεῖ ὅτι εἶναι Θεός, εἶναι:
α. ἤ τρελός
β. ἤ ἀπατεώνας
γ. ἤ Θεός...

Στήν πλατεία Ὁμονοίας τῶν Ἀθηνῶν πρίν ἀπό λίγα χρόνια ὑπῆρχε  ἕνας τρελός. Ἀνέβαινε κάθε Πρωτοχρονιά πάνω σ’ ἕνα ἄλογο καί ἔλεγε: «Ἐγώ εἶμαι ὁ Θεός». Τόν μάζεψαν κάποια μέρα καί τόν πῆγαν στό Δαφνί! .....
Ἄν λοιπόν βγεῖ ἕνας ἄνθρωπος καί πεῖ ὅτι ἐγώ εἶμαι ὁ Θεός, μέ βάση τίς περιπτώσεις τῆς λογικῆς ἕνα ἀπό τά τρία πράγματα μπορεῖ νά συμβαίνει:
Ἤ εἶναι γιά τό Δαφνί, εἶναι τρελός δηλαδή,
ἤ εἶναι ἀπατεώνας, ἔχει κάποιο συμφέρον, θέλει δόξα, λεφτά, κάτι,
ἤ εἶναι Θεός.

Ὁ Χριστός εἶναι ὁ μόνος θρησκευτικός ἡγέτης πού εἶπε οτι εἶναι Θεός! (σελ.102-104)
Στό χριστιανισμό ὅμως ὁ ἱδρυτής τῆς πίστεώς μας διεκήρυττε ξεκάθαρα ὅτι εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί Θεός ἴσος μέ τόν Θεό Πατέρα Του.

α. Μήπως λοιπτόν ἦταν παράφρων;
Γιά νά φθάσει ἕνας ὁποιοσδήποτε ἄνθρωπος νά πιστεύει ὅτι εἶναι Θεός, ἐνῶ δέν εἶναι, πρέπει νά εἶναι τόσο πολύ διαταραγμένος ψυχικά καί τόσο ἀνισόρροπος, ὥστε νά βρίσκεται κάτω ἀπό τήν κυριαρχία φοβερής τρέλας. Ὅμως κανένας ποτέ δέν ἰσχυρίστηκε κάτι τέτοιο γιά τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Ἀκόμη καί οἱ πιό σκληροί ἀρνητές Του καί οἱ φανατικοί ἐχθροί Του ἀναγνωρίζουν ὅτι ὁ Κύριος ὡς ἄνθρωπος ἦταν μιά ἀπό τίς πιό ἰσχυρές, διαυγεῖς καί ἐξέχουσες προσωπικότητες πού ὑπῆρξαν ποτέ. Κι ἔπειτα, πῶς θά μποροῦσε νά εἶναι ὁ Κύριος διαταραγμένος μόνο στό θέμα αὐτό, ἐνῶ σ’ ὅλα τά ἄλλα νά εἶναι κορυφαία φυσιογνωμία ὅλου τοῦ κόσμου; Ὁ Κύριος ἦταν τόσο διαυγής, καί νηφάλιος, ὥστε ἀντιδροῦσε στούς ἀπερίσκεπτους ἐνθουσιασμούς τῶν θαυμαστῶν Του, τούς ἀπαγόρευε νά ἀποκαλύπτουν ὅτι εἶναι ὁ Μεσσίας, κρυβόταν ὅταν ἤθελαν νά Τόν ἀνακυρήξουν βασιλιά, διαμαρτυρόταν ὅταν οἱ ἄλλοι ὑποστήριζαν ὅτι ἡ βασιλεία Του εἶναι ἐγκόσμια· καί ἐπιπλέον γνώριζε μέ νηφαλιότητα ὅτι στή συνέχεια θά ὑπέμεινε μαρτύρια καί θάνατο. Αὐτές ὅμως δέν εἶναι ἐκδηλώσεις ἑνός μή λογικοῦ ἀνθρώπου.
 Ἀλλά οὔτε φαντασιόπληκτος ἦταν ὁ Κύριος. Ποτέ δέν καυχήθηκε γιά ὀπτασίες, οὔτε περιέγραφε στούς θαυμαστές Του συνομιλίες μέ τόν Θεό Πατέρα Του. Σ’ ὅλα ἦταν ἰσορροπημένος καί μετρημένος ὅσο κανένας ἄλλος. Πῶς λοιπόν θά μποροῦσε κναείς νά Τόν χαρακτηρίσει παράφρονα; Καί πῶς μπορεῖ νά ἐξηγήσει ὅτι ἀπό Αὐτόν ξεπήγασε ἡ ἀνυπέρβλητη τελειότητα καί ἡ ἀνώτερη διδασκλαία ὅλου τοῦ κόσμου;

β.Μήπως ὅμως ἦταν ἀπατεώνας;
Ἐάν δεχθοῦμε μιά τέτοια ἐκδοχή, τότε θά πρέπει νά ἀποδεχθοῦμε ὅτι ὁ Κύριος εἶναι ὁ πιό αἱμοχαρής καί πωρωμένος ἀπατεώνας πού ὑπῆρξε ποτέ. Διότι γιά τή δόξα Του δίχασε τήν ἀνθρωπότητα καί ζήτησε ἀπό ἑκατομμύρια ἀνθρώπων νά χύσουν τό αἷμα τους γιά τό ὄνομά Του. Ἔπαιξε μέ τή ζωή τῶν ἀνθρώπων γιά νά ἐξυψώσει τόν Ἑαυτό του. Καί στήριξε τό ψέμα τῆς θεότητός Του πάνω στά πτώματα τῶν ἁγνῶν ὑπάρξεων πού γοήτευσε. Εἶναι δυνατόν;
Ἀλλά γιατί νά τά κάνει ὅλα αὐτά ὁ Ἰησοῦς Χριστός; Τί εἶχε νά κερδίσει μέ μιά τέτοια ἀπάτη; Ἀπολύτως τίποτε. Τί κέρδισε; Χρήματα; Ἐξουσία; Δόξα; Ἀναγνώριση; Ὀπαδούς; Τίποτε ἀπό ὅλα αὐτά ὅσο ζοῦσε. Στίς τελευταῖες μάλιστα στιγμές τῆς ζωῆς Του ἔμεινε σχεδόν μόνος. Μέ ἀνθρώπινα κριτήρια ἦταν ὁ πιό ἀποτυχημένος ἱδρυτής θρησκείας καί εἶχε τό πιό ἄδοξο καί ἐξυτελιστικό τέλος. Κι ὅλα αὐτά γιατί; Δέχθηκε ὁ Κύριος νά ἔχει ἕνα τόσο ἄδοξο τέλος καί νά ὑποστεῖ τό πιό φοβερό μαρτύριο, τό μαρτύριο τοῦ σταυροῦ, γιά ἕνα τόσο φρικτό ψέμα; Γιά μιά τόσο φρικτή ἀπάτη; Γιά νά κερδίσει τί; Μιά ὑστεροφημία πού δέν ἦταν ἐξασφαλισμένη, καί ἐλαχίστους ἀγράμματους καί τρομοκρατημένους ψαράδες; Εἶναι δυνατόν;

γ. Ἀλλά τότε, ἐφόσον δέν ἰσχύουν οἱ δύο πρῶτες ἐκδοχές, τί ἦταν ὁ Χριστός;
Τί ἦταν;.... Δέν ὑπάρχει ἄλλη ἐκδοχή.
Ὁ Χριστός ἦταν ὁ ἴδιος Θεός!
Ὁ Θεός πού ἔγινε ἄνθρωπος!

Γι’ αὐτό καί μέ παρρησία διεκήρυττε τή θεϊκή Του προέλευση, φύση καί ἀποστολή. (σελ. 104-107)
Ἄς ἀναφέρουμε μερικά χωρία ὅπου φαίνεται αὐτό μέ σαφήνεια:
Ἔλεγε στούς Ἰουδαίους: Ἐγώ ὑπῆρχα πρίν ἀπό τόν Ἀβραάμ· «πρὶν Ἀβραὰμ γενέσθαι ἐγώ εἰμι» (Ἰω. η΄58). Καί Τοῦ ἀπαντοῦσαν οἱ Ἑβραῖοι: Μά καλά, ἐσύ δέν εἶσαι ἀκόμη 50 χρονῶν, καί ὑπῆρχες πρίν ἀπό τόν Ἀβραάμ; Ἐδῶ λοιπόν ὁ Κύριος διακηρύττει ὅτι ὑπῆρχε πρίν ἀκόμη γεννηθεῖ ὡς ἄνθρωπος. Ἀλλά ὡς τί ὑπῆρχε; Ὑπῆρχε ὡς Θεός!
Γι’ αὐτό ἕνα βράδυ ἔλεγε στόν Νικόδημο ὅτι κατέβηκε ἀπ’ τόν οὐρανό καί ἔγινε ἄνθρωπος. Καί ὅτι ταυτόχρονα, ἐνῶ εἶναι στή γῆ, ἐξακολουθεῖ νά εἶναι καί στόν οὐρανό ὡς Θεός. Ἔλεγε ὅτι εἶναι «ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὤν ἐν τῷ οὐρανῷ» (Ἰω. γ΄ 13).
Ὅταν πάλι κάποια μέρα εἶπε σ’ ἕναν παράλυτο «σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες», οἱ Φαρισαῖοι σκέφτηκαν γι’ Αὐτόν: Τί εἶναι αὐτά πού λέει; Κανένας ἄλλος δέν μπορεῖ νά συγχωρεῖ ἁμαρτίες παρά μόνον ἕνας, ὁ Θεός! Καί τί ἀπαντᾶ ὁ Χριστός; Γιά νά καταλάβετε ὅτι ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἔχει τήν ἐξουσία νά συγχωρεῖ ἁμαρτίες, «ἐξουσίαν ἔχει ἀφιέναι ἁμαρτίας», δηλαδή ὅτι εἶναι Θεός, δίνω τήν ἐντολή στόν παράλυτο καί τοῦ λέω: Σήκωσε τό κρεβάτι σου καί περπάτα. Καί ὁ παράλυτος σηκώθηκε καί περπάτησε (Μαρκ. β΄ 1-12).
Ἀλλά καί σέ ἄλλη περίπτωση οἱ Φαρισαῖοι Τόν κατηγοροῦσαν, διότι ἔλεγε ὅτι εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ, «ἑαυτόν Θεοῦ υἱὸν ἐποίησεν» (Ἰω. ιθ΄ 7). Καί οἱ Ἰουδαῖοι ἤθελαν νά Τόν σκοτώσουν διότι «πατέρα ἴδιον ἔλεγε τόν Θεόν, ἴσον ἑαυτὸν ποιῶν τῷ Θεῷ» (Ἰω. ε΄ 18). Ἔλεγε δηλαδή ὅτι ἔχει Πατέρα Του τόν Θεό καί ἐξίσωνε ἔτσι τόν Ἑαυτό του μέ τόν Θεό. Κι ἄλλοτε πάλι ἤθελαν νά Τόν λιθοβολήσουν, ἐπειδή, ὅπως Τοῦ ἔλεγαν, «σὺ ἄνθρωπος ὤν ποιεῖς σεαυτὸν Θεόν;» (Ἰω. ι΄ 33).
Στήν Καισάρεια πάλι κάποια στιγμή Τοῦ εἶπε ὁ Πέτρος: Ἐσύ εἶσαι ὁ Μεσσίας, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ· «σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ» (Ματθ. ις΄ 16). Καί ὁ Κύριος δέν τοῦ λέει: δέν εἶναι ἔτσι. Ἀντίθετα τοῦ λέει: αὐτό πού εἶπες εἶναι ἡ πέτρα τῆς πίστεως. Καί πάνω σ’ αὐτήν τήν πέτρα τῆς πίστεως, ὅτι δηλαδή εἶμαι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, θά οἰκοδομήσω τήν Ἐκκλησία μου.
Οἱ μαθητές διακήρυτταν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι διδάσκαλος. Καί ὁ Κύριος λέει πάνω σ’ αὐτό· «ὑμεῖς φωνεῖτέ με, ὁ Διδάσκαλος καί ὁ Κύριος, καί καλῶς λέγετε· εἰμὶ γάρ» (Ἰω. γι΄13). Μέ ὀνομάζετε Διδάσκαλο καί Κύριο (δηλαδή Θεό). Καί σωστά τό λέτε. Εἶμαι. Ἀναγνωρίζει ἐδῶ ὁ Κύριος ὅτι δέν εἶναι μόνο ὁ μεγαλύτερος δάσκαλος, ἀλλά καί ὁ παντοδύναμος Θεός. Λένε καί σήμερα πολλοί: Ὁ Χριστός εἶναι ὁ μεγαλύτερος διδάσκαλος, σάν τόν Σωκράτη, σάν τόν Ἀριστοτέλη, σάν τόν Πλάτωνα.... Ὁ Χριστός ὅμως δέν ἦταν μόνο ἕνας μεγάλος διδάσκαλος, ἐπαναστάτης, κοινωνικός, ἀναμορφωτής, καί τέτοια παρόμοια. Ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Θεός!
Καί μάλιστα ὅταν ἔκανε θαύματα, τόνιζε στούς μαθητές Του: «Τά θαύματα πού κάνει ὁ Θεός πατέρας μου, αὐτά ἀκριβῶς κάνω καί ἐγώ»· «ἅ γὰ ἄν ἐκεῖνος ποιῇ, ταῦτα καὶ ὁ υἱὸς ὁμοίως ποιεῖ» (Ἰω. ε΄19). Δηλαδή ὁμολογεῖ ὅτι ἔχει τήν ἴδια θεϊκή ἐξουσία καί δύναμη μέ τόν Θεό Πατέρα Του.
Τήν Μεγάλη Παρασκευή στό Συνέδριο ρωτοῦσαν οἱ Ἰουδαῖοι ἐπίμονα τόν Κύριό μας ἐάν εἶναι ὁ Υἱός του Θεοῦ, καί Τοῦ ἔλεγαν: πές μας ξεκάθαρα, εἶσαι ἤ δέν εἶσαι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ; Τί ἀπάντησε ὁ Κύριος, «ἐγώ εἰμί». Δέν εἶπε, δέν εἶμαι. Καί ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά συμπλήρωσε: «Καί ὄψεσθε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν καθήμενον τῆς δυνάμεως καὶ ἐρχόμενον...» (Μάρκ. ιδ΄ 62). Σέ λίγο θά δεῖτε τόν υἱό του ἀνθρώπου νά κάθεται στά δεξιά τοῦ Θεοῦ. Καί θά ξαναέλθει. Δηλαδή ὁμολογεῖ δημόσια καί ξεκάθαρα τή θεϊκή Του φύση. Αὐτή ἄλλωστε ἦταν ἡ αἰτία τῆς θανατικῆς καταδίκης καί ἐκτελέσεως του Κυρίου μας. Αὐτή ἡ δημόσια ὁμολογία Του κόστισε τή ζωή.
Τήν πρώτη Κυριακή μετά τήν Κυριακή τῆς Ἀναστάσεως τέλος Τόν βλέπει ὁ Θωμᾶς καί τί Τοῦ λέει; «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου» (Ἰω. κ΄28). Δέν τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Χριστός μας: Δέν εἶναι ἔτσι, Θωμᾶ. Δέν εἶμαι ἐγώ ὁ Θεός. Ἀλλά τό ἀποδέχεται ὅτι εἶναι ὁ Κύριος καί Θεός.

Οἱ μαρτυρίες τῆς θεότητος τοῦ Κυρίου ἀπό τούς ἀποστόλους καί τούς συγγραφεῖς τῆς Καινῆς Διαθήκης (σελ.107-108)
Ἡ πίστη στή θεότητα τοῦ Κυρίου δέν διατυπώθηκε οὔτε ἐφευρέθηκε μετά ἀπό 3 αἰῶνες, ἀλλά ἦταν φρόνημα τῆς πρώτης Ἐκκλησίας καί καταγράφτηκε σαφῶς ἀμέσως στά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Αὐτήν ἀκριβῶς τήν αὐτοσυνειδησία τοῦ Κυρίου ὡς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καί Θεοῦ τήν πίστευαν καί τή διατράνωσαν ξεκάθαρα οἱ συγραφεῖς τῆς Καινῆς Διαθήκης σέ πάρα πολλά σημεία.

Ἀναφέρουμε τά πιό χαρακτηριστικά χωρία:
Γράφει ὁ μαθητής τοῦ Κυρίου καί εὐαγγελιστής Ἰωάννης στήν ἀρχή τοῦ Εὐαγγελίου του γιά τόν Ἰησοῦ Χριστό, τόν Ὁποῖο ὀνομάζει Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ.
«Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καί ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεό, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος. Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν, πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν ὅ γέγονεν».
Δηλαδή: «Στήν ἀρχή τῆς δημιουργίας ὑπῆρχε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ Λόγος ἦταν ἀχώριστος ἀπό τόν Θεό Πατέρα καί πάντοτε ἑνωμένος μαζί Του. Καὶ ὁ Λόγος ἦταν Θεός τέλειος. Στήν ἀρχή τῆς δημιουργίας Αὐτός ὑπῆρχε ἑνωμένος μέ τόν Θεό Πατέρα. Ὅλα τά δημιουργήμαα δημιουργήθηκαν δι’ αὐτοῦ, καί χωρίς Αὐτόν δέν ἔγινε τό παραμικρό ἀπ’ ὅλα ὅσα ἔχουν γίνει» (Ἰω. α΄ 1-3)
Ὁ ἴδιος εὐαγγελιστής πάλι στήν πρώτη του Ἐπιστολή σημειώνει ξεκάθαρα:
«Ἐσμὲν ἐν τῷ ἀληθινῷ, ἐν τῷ υἱῷ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστῷ, οὗτος ἐστιν ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ζωὴ αἰώνιος».
Δηλαδή: «Εἴμαστε ἑνωμένοι μέ τόν ἀληθινὸ Θεὸ διαμέσου τοῦ Υἱοῦ του, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ ἀληθινός Θεὸς καί ἡ αἰώνια ζωή». (Ἰω. ε΄ 20).
Τή θεότητα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ διατρανώνει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος σέ πάρα πολλά σημεῖα τῶν ἐπιστολῶν του.
Ἀναφέρουμε ἐδῶ κάποια χαρακτηριστικά:
«Ἐξ ὦν ὁ Χριστὸς τὸ κατὰ σάρκα, ὁ ὥν ἐπὶ πάντων Θεός» (Ρωμ. θ΄ 5).
Λέει δηλαδή ὅτι «ὁ Χριστός ὡς ἄνθρωπος κατάγεται ἀπό τούς Ἰουδαίους, ταυτόχρονα ὅμως εἶναι καί Θεός ἐξουσιαστής ὅλων».
Καί σέ ἄλλη του ἐπιστολή λέει:
«Προσδεχόμενοι τὴν.... ἐπιφάνειαν τῆς δόξης τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Τιτ. β΄13).
Τονίζει δηλαδή ὅτι οἱ χριστιανοί ὅλοι «περιμένουμε μέ χαρά τή φανέρωση τῆς δόξας τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί Σωτῆρος μας, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ».

Ὑπάρχουν ὅμως καί πάρα πολλά ἄλλα χωρία πού ἀναφέρονται στή θεότητα τοῦ Κυρίου μας  Ἰησοῦ Χριστοῦ.



Μάριος Ν. Δομουχτσῆς
Σέ ποιόν Θεό νά πιστέψω;
  (σελ.99-108)
Ἔκδοση Πέμπτη
ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΩΝ «Ο ΣΩΤΗΡ»
ΑΘΗΝΑ 2013


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε το σχόλιό σας