Ἀπόστολος Kυριακῆς
Κυριακὴ Ι΄ (Ι΄ Ματθ.) (Α΄ Κορ. 4,9-16)
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
ΟΛΟΙ, ἀγαπητοί μου, ἀγαποῦμε τὴ
δόξα. Χαιρόμεθα ὅταν ὁ κόσμος μᾶς ἐπαινῇ, λυπούμεθα ὅταν μᾶς κατηγορῇ.
Ὅλοι προσέχουμε τί θὰ πῇ ὁ κόσμος. Ἀλλὰ τί εἶνε αὐτὸς ὁ κόσμος; Ἔχει
τόση ἀξία ἡ κρίσι τοῦ κόσμου; Σ᾿ αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα ἀπαντᾷ ὁ σημερινὸς
ἀπόστολος. Θὰ εἶμαι εὐτυχὴς ἂν μπορέσω ἕνα λόγο τοῦ ἀποστόλου νὰ σᾶς τὸν
ἐξηγήσω ὥστε νὰ τὸν καταλάβετε. Εἶνε ὁ λόγος «…Ὡς περικαθάρματα τοῦ
κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι» (Α΄ Κορ. 4,13).
Ὑποθέστε, ὅτι ζοῦμε στὴν ἐποχὴ τῶν ἀποστόλων, τὸ 50 μ.Χ.. Ἂν κάποιος ἀπὸ μᾶς περιώδευε τὰ κέντρα ποὺ ἐπισκέφθηκαν οἱ ἀπόστολοι (Θεσσαλονίκη, Ἀθήνα, Κόρινθο, Ῥώμη) καὶ τέντωνε τὸ αὐτί του ν᾿ ἀκούσῃ τί συζητοῦν οἱ ἄνθρωποι, ποιούς ἐπαινεῖ ὁ κόσμος, θὰ ἄκουγε διάφορα ὀνόματα τῆς ἐποχῆς, πλουσίων, στρατηγῶν, φιλοσόφων, ῥητόρων. Πρὸ παντὸς ὅμως θὰ ἄκουγε νὰ λένε γιὰ τὸν αὐτοκράτορά τους. Ὅπου παρουσιαζόταν, τὸν ἐπευφημοῦσαν. Κι ὅταν ὁ αὐτοκράτωρ ἐκεῖνος ἐπισκέφθηκε τὴν Ἑλλάδα, στὴν Κόρινθο οἱ πρόγονοί μας τοῦ στήσανε ἁψῖδα, τοῦ στρώσανε τὸ δρόμο καὶ τὸν στεφάνωσαν μὲ 1.800 στεφάνια! Μὰ ποιός τέλος πάντων ἦταν αὐτός; Τόσο καλὸ ἔκανε στὸν κόσμο, τόσο ἀγαποῦσε τὸ λαό; τί ἔκανε; Τί ἔκανε! Ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ ἄγριους βασιλεῖς τοῦ κόσμου· θηρίο ἐστεμμένο, τέρας μὲ στέμμα πάνω στὸ κεφάλι. Ἦταν ὁ Νέρων. Αὐτὸν στεφάνωνε ὁ κόσμος. Τέτοια τιμὴ ἀπέδιδαν τότε στὸν αὐτοκράτορα καὶ ἄλλους σπουδαίους καὶ ἰσχυρούς. Θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε ἀκόμη νὰ πῶ, ὅτι τέτοια τιμὴ ἀπέδιδε καὶ στὶς πόρνες ποὺ ζοῦσαν στὶς πόλεις τους καὶ μάζευαν τὸ χρυσάφι τῶν ἀνοήτων πλουσίων. Τέτοια τι μὴ ἀπέδιδαν καὶ σὲ κάτι ἀθλητὰς μὲ γερὰ μπράτσα ποὺ πάλευαν μὲ λιοντάρια καὶ σκότωναν ἄγρια θηρία. Τιμὴ λοιπὸν στὸν ἀθλητή, τιμὴ στὴν πόρνη, τιμὴ στὸν πλούσιο, τιμὴ στὸν δυνατό, τιμὴ στὸ στρατηγό, τιμὴ στὸ Νέρωνα.
Καὶ ἐνῷ ὁ κόσμος τιμοῦσε ἔτσι ὅλους αὐτούς, τὴν ἴδια ἐποχὴ κάποιοι ἄλλοι ζοῦσαν στὴν ἀτιμία. Ποιοί; Οἱ ἀπόστολοι. Αὐτοὶ βέβαια δὲν εἶχαν λεφτά, περπατοῦσαν ξυπόλητοι, δὲν εἶχαν στέμματα καὶ σπαθιά, δὲν εἶχαν τιμὲς καὶ δόξες· ἦταν τελείως ἄσημοι. Ὅπως καμμιὰ φορὰ μέσα στὴ λάσπη βρίσκονται διαμάντια, ἔτσι καὶ οἱ ἀπόστολοι, παρ᾿ ὅλη τὴ φτώχεια τους, εἶχαν ἕνα μεγαλεῖο, ποὺ δὲν τό ᾿χε κανένας βασιλιᾶς, κανένας ῥήτορας, κανένας φιλόσοφος. Τὸ μεγαλεῖο τους ἦταν, ὅτι κήρυτταν τὴν πίστι στὸ Χριστό, καλοῦσαν τὸν κόσμο σὲ μετάνοια, καὶ μὲ τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ ἔβγαζαν δαιμόνια καὶ θεράπευαν ἀρρώστους· ἔπαιρναν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν κατάστασι τοῦ κτήνους καὶ τὸν ἔκαναν ἄγγελο. Ὑπάρχει πιὸ μεγάλη εὐεργεσία; Καὶ πῶς τοὺς συμπεριφέρθηκε ὁ κόσμος; Ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἦρθε στὴν Ἀθήνα καὶ στὴν Κόρινθο, ἐκεῖνοι ποὺ στεφάνωσαν ἕνα Νέρωνα μὲ 1.800 στεφάνια βγῆκαν νὰ τὸν ὑποδεχθοῦν; Κάθε ἄλλο. Γιά διαβάστε τὸ βίο τῶν ἀποστόλων. Ἐμεῖς, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ, καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις» (Α΄ Κορ. 4,9). Δὲ᾿ συναντήσαμε ἀγάπη. Δὲν ἄνοιξαν σπίτια νὰ μᾶς δώσουν μέρος νὰ κοιμηθοῦμε, ἕνα πιάτο φαγητὸ κ᾿ ἕνα ποτήρι νερό, ἕνα ῥοῦχο. «Καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν», λέει (αὐτ. 4,11). Τοὺς εἶχαν σὰ᾿ σκυλιὰ ἀκάθαρτα. Τοὺς κορόιδευαν, τοὺς ἐμπαίζανε, τοὺς ἔβριζαν, τοὺς χτυποῦσαν, τοὺς πετροβολοῦσαν, τοὺς θεωροῦσαν «ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου» (αὐτ. 4,13). Τί θὰ πῇ «περικαθάρματα»; Σὰν τὰ σκουπίδια ποὺ σαρώνει ἡ νοικοκυρὰ μὲ τὴ σκούπα καὶ τὰ πετάει ἔξω· σὰν ἀπορρίμματα, σὰν ἀκαθαρσίες, ἔτσι τοὺς παραπετοῦσαν. Ἕως ὅτου στὸ τέλος τοὺς ἔπιασαν, τοὺς φυλάκισαν, τοὺς καταδίκασαν καὶ τοὺς θανάτωσαν μαρτυρικῶς.
Νά ποιός εἶνε ὁ κόσμος· χειροκροτεῖ ἕνα τέρας, καὶ ῥίχνει στὸ μπουντρούμι ἕνα Παῦλο· προσφέρει στὸ Νέρωνα χρυσᾶ στεφάνια, καὶ βάζει στὴν κεφαλὴ τοῦ Χριστοῦ στεφάνι ἀκάνθινο. Γι᾿ αὐτὸ οἱ ἀπόστολοι λένε· «ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι». Τὰ νιώσατε τὰ λόγια αὐτά;
Ἀλλὰ καὶ σήμερα, ἀδελφοί μου, αὐτὰ ἔχουν ἐφαρμογή. Οἱ πιστοὶ περιφρονοῦνται, θεωροῦνται ἀμελητέα ποσότης. Ῥίξτε μιὰ ματιὰ στὸν κόσμο· δὲν διαφέρουμε καὶ πολὺ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν ἀποστόλων. Θὰ σᾶς πῶ μερικὰ παραδείγματα, νὰ δῆτε ποιούς τιμᾷ ὁ κόσμος.
Σ᾿ ἕνα φτωχόσπιτο ἕνα κορίτσι ῥάβει ὅλη νύχτα, γιὰ ν᾿ ἀγοράσῃ τὸ γάλα καὶ τὰ φάρμακα τοῦ πατέρα ποὺ εἶνε ἀνάπηρος. Ποιός δίνει σημασία σ᾿ αὐτὴ τὴν ἡρωΐδα; Κανείς. Μένει ἐκεῖ μὲ μόνη παρηγοριὰ τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο. Ὑπάρχουν τέτοια διαμάντια. Δέστε τώρα καὶ τὴν ἄλλη. Γυρίζει στὰ μεγάλα μαγαζιά. Δὲν ἀσχολεῖται ποτέ μέσα στὸ σπίτι, δὲν πιάνει πιάτο νὰ πλύνῃ. Βάφεται κ᾿ εἶνε διαρκῶς στὸν καθρέφτη. Πρωῒ – πρωῒ τὴν Κυριακὴ πηγαίνει στὴ θάλασσα καὶ κολυμπάει ξεγύμνωτη. Ἀπὸ πλὰζ σὲ πλὰζ κι ἀπὸ χορὸ σὲ χορὸ καμαρώνει μὲ τὰ φανταχτερά της ροῦχα. Τὴ βλέπεις «πετάει»· μπαίνει παντοῦ, πλησιάζει ὑπουργοὺς καὶ νομάρχας. Ποιά εἶν᾿ αὐτή; τί ἀξία ἔχει; Ἔχει τὴν ὀμορφάδα τοῦ διαβόλου. Πουλάει τὸ κορμί της. Ἔτσι μαζεύει σὲ μιὰ μέρα ὅσα δὲ᾿ μπορεῖ νὰ μαζέψῃ ἕνας ἐργάτης σὲ πέντε μῆνες. Κάτι τέτοιες ἔχουν ἄδεια εἰσόδου παντοῦ· οἱ τίμιες κόρες περιφρονοῦνται «ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου».
Τὸ βλέπεις ἐκεῖνο τὸ φτωχὸ νέο, τὸ εὐλογημένο παιδί; Ἄξιζε νὰ σπουδάσῃ δωρεάν. Μάλλιασε ἡ καρέκλα. Διαβάζει μέρα – νύχτα, προοδεύει. Ἀλλ᾿ ὁ κόσμος τὸν θεωρεῖ βλάκα. Ἐνῷ τὸν ἄλλο, ποὺ ἔκλεισε τὰ βιβλία κ᾿ ἔχει κάθε μέρα σκασιαρχεῖο, τὸν θεωρεῖ ἔξυπνο, γιατὶ ἔχει μπράτσα καὶ πόδια γιὰ κλωτσιές. Αὐτὸς γίνεται ἥρωας, τὸν γράφουν οἱ ἐφημερίδες.
Ἄλλο παράδειγμα. Βλέπεις ἐκείνη τὴ γυναῖκα ποὺ ἔχει ἄντρα μέθυσο, διεστραμμένο, κι ὅλοι τῆς λένε «Διῶξ᾿ τον»; Αὐτὴ δὲν τὸν διώχνει. Κ᾿ ἐνῷ εἶνε ἕνας ἄγγελος, ὁ κόσμος τὴ θεωρεῖ καθυστερημένη. Τὴν ἄλλη, ποὺ κατορθώνει νὰ τρυπώνῃ σὰν τὸ φίδι στὸ ξένο σπίτι, νὰ παίρνῃ τὸν ἄντρα τῆς φιλενάδας της καὶ νὰ διαλύῃ τὸ ἀντρόγυνο, τῆς λένε «μπράβο».
Τὸν βλέπεις τὸ φτωχὸ ἐκεῖνο ὑπάλληλο, ποὺ μὲ τριμμένο παντελόνι μόλις βγάζει τὰ ἔξοδα γιὰ νὰ ζήσῃ τὴν οἰκογένειά του; «Αὐτὸς δὲν ξέρει νὰ ζήσῃ», λένε. Ἐνῷ γιὰ τὸν ἄλλο, ποὺ μὲ πολὺ λιγώτερες ἱκανότητες, ἀλλὰ μὲ κολακεῖες καὶ ἀτιμίες ἔχει τώρα καὶ σπίτι καὶ λιμουζίνα καὶ ὅ,τι ἄλλο θέλει, λένε· «῎ Εξυπνος ἄνθρωπος». Ἄχ, κόσμε, τί ἄδικη ζυγαριὰ ἔχεις! Τὰ κάρβουνα τὰ κάνεις διαμάντια, καὶ τὰ διαμάντια κάρβουνα, γιὰ νὰ ἐφαρμόζεται πάντοτε τὸ «ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι».
Κ᾿ ἕνα τελευταῖο. Ἂν δοῦνε μιὰ οἰκογένεια νὰ τρέχῃ σὲ κέντρα καὶ σὲ θεάματα α σχους, λένε· «Ἐξελιγμένη οἰκογένεια». Ἂν δοῦν ἐσᾶς τὴν Κυριακὴ νὰ σηκώνεστε πρωῒ καὶ νὰ πηγαίνετε στὴν ἐκκλησία, ἢ ἂν τολμήσετε στὸ ταξίδι ν᾿ ἀνοίξετε τὴ Σύνοψι ἢ τὸ Εὐαγγέλιο, θὰ γελάσουν καὶ θὰ εἰρωνευθοῦν.
Τὸ συμπέρασμα. Τέτοιος εἶνε ὁ κόσμος. Κι ἀλλοίμονο ἂν τὸν ἀκούσῃς. Αὐτὸς ὁ κόσμος σταύρωσε τὸ Χριστὸ κ᾿ ἐξώντωσε τοὺς ἁγίους. Τέτοιος κόσμος ἔχει ἀξία ὅσο κ᾿ ἕνα βρωμερὸ κουρέλι. Δὲν ἔχω ἀνάγκη νὰ μ᾿ ἐπαινοῦν οἱ βασιλιᾶδες, οἱ πόρνοι, οἱ μεγιστᾶνες τοῦ κόσμου. Παραπάνω ἀπ᾿ ὅλα ἔχω τὴ γνώμη τοῦ Χριστοῦ.
Ἀδελφοί μου, τὸ καταλάβατε; Μέσα στὶς χίλιες γυναῖκες μιά θὰ μείνῃ τίμια, μέσα στοὺς δέκα χιλιάδες νέους ἕνας θὰ μείνῃ ἁγνός, μέσα στοὺς χιλιάδες ἐργάτες ἕνας θὰ μείνῃ εὐσυνείδητος. ῎ Ερχονται χρόνια φοβερά. «Στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετὰ φόβου». Νὰ σταθοῦμε στὰ πόδια μας, στὴν Ὀρθοδοξία μας, στὰ ἤθη μας. Γυναῖκες, βουλῶστε τ᾿ αὐτιά σας στὰ λόγια τοῦ σατανᾶ. Ἄντρες, νέοι, παιδιά, ὅλοι κοντὰ στὸ Χριστό. Μὴ δίνετε σημασία στὸν κόσμο αὐτό. Ἀκούσατε τί εἶπε ὁ Χριστὸς σήμερα στὸ εὐαγγέλιο γιὰ τὸν κόσμο; «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾿ ὑμῶν;…» (Ματθ. 17,17).
Τέτοιος κόσμος θὰ καταστραφῇ. Στὰ Σκόπια γλεντοκοποῦσαν μὲ 300 πόρνες ποὺ εἶχαν μαζευτῆ ἐκεῖ. Ἀλλὰ τὴν ὥρα ποὺ χορεύανε καὶ βγάζανε τὰ μάτια τους μέσα στὰ ξενοδοχεῖα, ἔγινε σεισμός· σὲ λίγα δευτερόλεπτα τὰ πάντα ἔγιναν τάφος. Κ᾿ ἐδῶ θὰ γίνῃ τὸ διο. Θὰ σείσῃ ὁ Θεὸς καὶ παλάτια καὶ δικαστήρια καὶ στρατῶνες… Διότι ἁμαρτήσαμε. Ἂς πέσουμε στὰ γόνατα, ἂς παρακαλέσουμε τὴν Παναγιὰ καὶ τοὺς ἁγίους, νὰ μᾶς κάνῃ ἔλεος ὁ Θεός, ἐν ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Κυριακὴ Ι΄ (Ι΄ Ματθ.) (Α΄ Κορ. 4,9-16)
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
«…Ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι» (Α΄ Κορ. 4,13)
Ὑποθέστε, ὅτι ζοῦμε στὴν ἐποχὴ τῶν ἀποστόλων, τὸ 50 μ.Χ.. Ἂν κάποιος ἀπὸ μᾶς περιώδευε τὰ κέντρα ποὺ ἐπισκέφθηκαν οἱ ἀπόστολοι (Θεσσαλονίκη, Ἀθήνα, Κόρινθο, Ῥώμη) καὶ τέντωνε τὸ αὐτί του ν᾿ ἀκούσῃ τί συζητοῦν οἱ ἄνθρωποι, ποιούς ἐπαινεῖ ὁ κόσμος, θὰ ἄκουγε διάφορα ὀνόματα τῆς ἐποχῆς, πλουσίων, στρατηγῶν, φιλοσόφων, ῥητόρων. Πρὸ παντὸς ὅμως θὰ ἄκουγε νὰ λένε γιὰ τὸν αὐτοκράτορά τους. Ὅπου παρουσιαζόταν, τὸν ἐπευφημοῦσαν. Κι ὅταν ὁ αὐτοκράτωρ ἐκεῖνος ἐπισκέφθηκε τὴν Ἑλλάδα, στὴν Κόρινθο οἱ πρόγονοί μας τοῦ στήσανε ἁψῖδα, τοῦ στρώσανε τὸ δρόμο καὶ τὸν στεφάνωσαν μὲ 1.800 στεφάνια! Μὰ ποιός τέλος πάντων ἦταν αὐτός; Τόσο καλὸ ἔκανε στὸν κόσμο, τόσο ἀγαποῦσε τὸ λαό; τί ἔκανε; Τί ἔκανε! Ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ ἄγριους βασιλεῖς τοῦ κόσμου· θηρίο ἐστεμμένο, τέρας μὲ στέμμα πάνω στὸ κεφάλι. Ἦταν ὁ Νέρων. Αὐτὸν στεφάνωνε ὁ κόσμος. Τέτοια τιμὴ ἀπέδιδαν τότε στὸν αὐτοκράτορα καὶ ἄλλους σπουδαίους καὶ ἰσχυρούς. Θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε ἀκόμη νὰ πῶ, ὅτι τέτοια τιμὴ ἀπέδιδε καὶ στὶς πόρνες ποὺ ζοῦσαν στὶς πόλεις τους καὶ μάζευαν τὸ χρυσάφι τῶν ἀνοήτων πλουσίων. Τέτοια τι μὴ ἀπέδιδαν καὶ σὲ κάτι ἀθλητὰς μὲ γερὰ μπράτσα ποὺ πάλευαν μὲ λιοντάρια καὶ σκότωναν ἄγρια θηρία. Τιμὴ λοιπὸν στὸν ἀθλητή, τιμὴ στὴν πόρνη, τιμὴ στὸν πλούσιο, τιμὴ στὸν δυνατό, τιμὴ στὸ στρατηγό, τιμὴ στὸ Νέρωνα.
Καὶ ἐνῷ ὁ κόσμος τιμοῦσε ἔτσι ὅλους αὐτούς, τὴν ἴδια ἐποχὴ κάποιοι ἄλλοι ζοῦσαν στὴν ἀτιμία. Ποιοί; Οἱ ἀπόστολοι. Αὐτοὶ βέβαια δὲν εἶχαν λεφτά, περπατοῦσαν ξυπόλητοι, δὲν εἶχαν στέμματα καὶ σπαθιά, δὲν εἶχαν τιμὲς καὶ δόξες· ἦταν τελείως ἄσημοι. Ὅπως καμμιὰ φορὰ μέσα στὴ λάσπη βρίσκονται διαμάντια, ἔτσι καὶ οἱ ἀπόστολοι, παρ᾿ ὅλη τὴ φτώχεια τους, εἶχαν ἕνα μεγαλεῖο, ποὺ δὲν τό ᾿χε κανένας βασιλιᾶς, κανένας ῥήτορας, κανένας φιλόσοφος. Τὸ μεγαλεῖο τους ἦταν, ὅτι κήρυτταν τὴν πίστι στὸ Χριστό, καλοῦσαν τὸν κόσμο σὲ μετάνοια, καὶ μὲ τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ ἔβγαζαν δαιμόνια καὶ θεράπευαν ἀρρώστους· ἔπαιρναν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν κατάστασι τοῦ κτήνους καὶ τὸν ἔκαναν ἄγγελο. Ὑπάρχει πιὸ μεγάλη εὐεργεσία; Καὶ πῶς τοὺς συμπεριφέρθηκε ὁ κόσμος; Ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἦρθε στὴν Ἀθήνα καὶ στὴν Κόρινθο, ἐκεῖνοι ποὺ στεφάνωσαν ἕνα Νέρωνα μὲ 1.800 στεφάνια βγῆκαν νὰ τὸν ὑποδεχθοῦν; Κάθε ἄλλο. Γιά διαβάστε τὸ βίο τῶν ἀποστόλων. Ἐμεῖς, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ, καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις» (Α΄ Κορ. 4,9). Δὲ᾿ συναντήσαμε ἀγάπη. Δὲν ἄνοιξαν σπίτια νὰ μᾶς δώσουν μέρος νὰ κοιμηθοῦμε, ἕνα πιάτο φαγητὸ κ᾿ ἕνα ποτήρι νερό, ἕνα ῥοῦχο. «Καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν», λέει (αὐτ. 4,11). Τοὺς εἶχαν σὰ᾿ σκυλιὰ ἀκάθαρτα. Τοὺς κορόιδευαν, τοὺς ἐμπαίζανε, τοὺς ἔβριζαν, τοὺς χτυποῦσαν, τοὺς πετροβολοῦσαν, τοὺς θεωροῦσαν «ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου» (αὐτ. 4,13). Τί θὰ πῇ «περικαθάρματα»; Σὰν τὰ σκουπίδια ποὺ σαρώνει ἡ νοικοκυρὰ μὲ τὴ σκούπα καὶ τὰ πετάει ἔξω· σὰν ἀπορρίμματα, σὰν ἀκαθαρσίες, ἔτσι τοὺς παραπετοῦσαν. Ἕως ὅτου στὸ τέλος τοὺς ἔπιασαν, τοὺς φυλάκισαν, τοὺς καταδίκασαν καὶ τοὺς θανάτωσαν μαρτυρικῶς.
Νά ποιός εἶνε ὁ κόσμος· χειροκροτεῖ ἕνα τέρας, καὶ ῥίχνει στὸ μπουντρούμι ἕνα Παῦλο· προσφέρει στὸ Νέρωνα χρυσᾶ στεφάνια, καὶ βάζει στὴν κεφαλὴ τοῦ Χριστοῦ στεφάνι ἀκάνθινο. Γι᾿ αὐτὸ οἱ ἀπόστολοι λένε· «ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι». Τὰ νιώσατε τὰ λόγια αὐτά;
Ἀλλὰ καὶ σήμερα, ἀδελφοί μου, αὐτὰ ἔχουν ἐφαρμογή. Οἱ πιστοὶ περιφρονοῦνται, θεωροῦνται ἀμελητέα ποσότης. Ῥίξτε μιὰ ματιὰ στὸν κόσμο· δὲν διαφέρουμε καὶ πολὺ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν ἀποστόλων. Θὰ σᾶς πῶ μερικὰ παραδείγματα, νὰ δῆτε ποιούς τιμᾷ ὁ κόσμος.
Σ᾿ ἕνα φτωχόσπιτο ἕνα κορίτσι ῥάβει ὅλη νύχτα, γιὰ ν᾿ ἀγοράσῃ τὸ γάλα καὶ τὰ φάρμακα τοῦ πατέρα ποὺ εἶνε ἀνάπηρος. Ποιός δίνει σημασία σ᾿ αὐτὴ τὴν ἡρωΐδα; Κανείς. Μένει ἐκεῖ μὲ μόνη παρηγοριὰ τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο. Ὑπάρχουν τέτοια διαμάντια. Δέστε τώρα καὶ τὴν ἄλλη. Γυρίζει στὰ μεγάλα μαγαζιά. Δὲν ἀσχολεῖται ποτέ μέσα στὸ σπίτι, δὲν πιάνει πιάτο νὰ πλύνῃ. Βάφεται κ᾿ εἶνε διαρκῶς στὸν καθρέφτη. Πρωῒ – πρωῒ τὴν Κυριακὴ πηγαίνει στὴ θάλασσα καὶ κολυμπάει ξεγύμνωτη. Ἀπὸ πλὰζ σὲ πλὰζ κι ἀπὸ χορὸ σὲ χορὸ καμαρώνει μὲ τὰ φανταχτερά της ροῦχα. Τὴ βλέπεις «πετάει»· μπαίνει παντοῦ, πλησιάζει ὑπουργοὺς καὶ νομάρχας. Ποιά εἶν᾿ αὐτή; τί ἀξία ἔχει; Ἔχει τὴν ὀμορφάδα τοῦ διαβόλου. Πουλάει τὸ κορμί της. Ἔτσι μαζεύει σὲ μιὰ μέρα ὅσα δὲ᾿ μπορεῖ νὰ μαζέψῃ ἕνας ἐργάτης σὲ πέντε μῆνες. Κάτι τέτοιες ἔχουν ἄδεια εἰσόδου παντοῦ· οἱ τίμιες κόρες περιφρονοῦνται «ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου».
Τὸ βλέπεις ἐκεῖνο τὸ φτωχὸ νέο, τὸ εὐλογημένο παιδί; Ἄξιζε νὰ σπουδάσῃ δωρεάν. Μάλλιασε ἡ καρέκλα. Διαβάζει μέρα – νύχτα, προοδεύει. Ἀλλ᾿ ὁ κόσμος τὸν θεωρεῖ βλάκα. Ἐνῷ τὸν ἄλλο, ποὺ ἔκλεισε τὰ βιβλία κ᾿ ἔχει κάθε μέρα σκασιαρχεῖο, τὸν θεωρεῖ ἔξυπνο, γιατὶ ἔχει μπράτσα καὶ πόδια γιὰ κλωτσιές. Αὐτὸς γίνεται ἥρωας, τὸν γράφουν οἱ ἐφημερίδες.
Ἄλλο παράδειγμα. Βλέπεις ἐκείνη τὴ γυναῖκα ποὺ ἔχει ἄντρα μέθυσο, διεστραμμένο, κι ὅλοι τῆς λένε «Διῶξ᾿ τον»; Αὐτὴ δὲν τὸν διώχνει. Κ᾿ ἐνῷ εἶνε ἕνας ἄγγελος, ὁ κόσμος τὴ θεωρεῖ καθυστερημένη. Τὴν ἄλλη, ποὺ κατορθώνει νὰ τρυπώνῃ σὰν τὸ φίδι στὸ ξένο σπίτι, νὰ παίρνῃ τὸν ἄντρα τῆς φιλενάδας της καὶ νὰ διαλύῃ τὸ ἀντρόγυνο, τῆς λένε «μπράβο».
Τὸν βλέπεις τὸ φτωχὸ ἐκεῖνο ὑπάλληλο, ποὺ μὲ τριμμένο παντελόνι μόλις βγάζει τὰ ἔξοδα γιὰ νὰ ζήσῃ τὴν οἰκογένειά του; «Αὐτὸς δὲν ξέρει νὰ ζήσῃ», λένε. Ἐνῷ γιὰ τὸν ἄλλο, ποὺ μὲ πολὺ λιγώτερες ἱκανότητες, ἀλλὰ μὲ κολακεῖες καὶ ἀτιμίες ἔχει τώρα καὶ σπίτι καὶ λιμουζίνα καὶ ὅ,τι ἄλλο θέλει, λένε· «῎ Εξυπνος ἄνθρωπος». Ἄχ, κόσμε, τί ἄδικη ζυγαριὰ ἔχεις! Τὰ κάρβουνα τὰ κάνεις διαμάντια, καὶ τὰ διαμάντια κάρβουνα, γιὰ νὰ ἐφαρμόζεται πάντοτε τὸ «ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι».
Κ᾿ ἕνα τελευταῖο. Ἂν δοῦνε μιὰ οἰκογένεια νὰ τρέχῃ σὲ κέντρα καὶ σὲ θεάματα α σχους, λένε· «Ἐξελιγμένη οἰκογένεια». Ἂν δοῦν ἐσᾶς τὴν Κυριακὴ νὰ σηκώνεστε πρωῒ καὶ νὰ πηγαίνετε στὴν ἐκκλησία, ἢ ἂν τολμήσετε στὸ ταξίδι ν᾿ ἀνοίξετε τὴ Σύνοψι ἢ τὸ Εὐαγγέλιο, θὰ γελάσουν καὶ θὰ εἰρωνευθοῦν.
Τὸ συμπέρασμα. Τέτοιος εἶνε ὁ κόσμος. Κι ἀλλοίμονο ἂν τὸν ἀκούσῃς. Αὐτὸς ὁ κόσμος σταύρωσε τὸ Χριστὸ κ᾿ ἐξώντωσε τοὺς ἁγίους. Τέτοιος κόσμος ἔχει ἀξία ὅσο κ᾿ ἕνα βρωμερὸ κουρέλι. Δὲν ἔχω ἀνάγκη νὰ μ᾿ ἐπαινοῦν οἱ βασιλιᾶδες, οἱ πόρνοι, οἱ μεγιστᾶνες τοῦ κόσμου. Παραπάνω ἀπ᾿ ὅλα ἔχω τὴ γνώμη τοῦ Χριστοῦ.
Ἀδελφοί μου, τὸ καταλάβατε; Μέσα στὶς χίλιες γυναῖκες μιά θὰ μείνῃ τίμια, μέσα στοὺς δέκα χιλιάδες νέους ἕνας θὰ μείνῃ ἁγνός, μέσα στοὺς χιλιάδες ἐργάτες ἕνας θὰ μείνῃ εὐσυνείδητος. ῎ Ερχονται χρόνια φοβερά. «Στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετὰ φόβου». Νὰ σταθοῦμε στὰ πόδια μας, στὴν Ὀρθοδοξία μας, στὰ ἤθη μας. Γυναῖκες, βουλῶστε τ᾿ αὐτιά σας στὰ λόγια τοῦ σατανᾶ. Ἄντρες, νέοι, παιδιά, ὅλοι κοντὰ στὸ Χριστό. Μὴ δίνετε σημασία στὸν κόσμο αὐτό. Ἀκούσατε τί εἶπε ὁ Χριστὸς σήμερα στὸ εὐαγγέλιο γιὰ τὸν κόσμο; «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾿ ὑμῶν;…» (Ματθ. 17,17).
Τέτοιος κόσμος θὰ καταστραφῇ. Στὰ Σκόπια γλεντοκοποῦσαν μὲ 300 πόρνες ποὺ εἶχαν μαζευτῆ ἐκεῖ. Ἀλλὰ τὴν ὥρα ποὺ χορεύανε καὶ βγάζανε τὰ μάτια τους μέσα στὰ ξενοδοχεῖα, ἔγινε σεισμός· σὲ λίγα δευτερόλεπτα τὰ πάντα ἔγιναν τάφος. Κ᾿ ἐδῶ θὰ γίνῃ τὸ διο. Θὰ σείσῃ ὁ Θεὸς καὶ παλάτια καὶ δικαστήρια καὶ στρατῶνες… Διότι ἁμαρτήσαμε. Ἂς πέσουμε στὰ γόνατα, ἂς παρακαλέσουμε τὴν Παναγιὰ καὶ τοὺς ἁγίους, νὰ μᾶς κάνῃ ἔλεος ὁ Θεός, ἐν ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας