Τ
|
ις τρεῖς
ἐποχές ἀπό τίς τέσσερις τοῦ χρόνου –τήν ἄνοιξη, τό καλοκαίρι καί τό φθινώπορο- ἡ
πρωινή προσευχή τοῦ μακαρίου Νήφωνα ἄρχιζε μέ τήν αὐγή καί διαρκοῦσε ὥς τήν
τρίτη ὥρα τῆς ἡμέρας.
Ἕνα πρωί λοιπόν, τήν ὥρα
πού προσευχόταν μέ τά χέρια ὑψωμένα, ἁρπάχτηκε ξάφνου ὁ νοῦς του σέ θεωρία καί
βρέθηκε στά ἐπουράνια. Ὤ, τί ἔνιωσε τότε!
Σά νά χώρεσε ὅλος ὁ κόσμος μέσα στό νοῦ του, ἤ μᾶλλον σά νά ξεχύθηκε ὁ
νοῦς του καί ν’ ἁπλώθηκε σ’ ὅλο τόν κόσμο.
Σά νά πέρασε ἔπειτα καί τά ὅρια τοῦ κόσμου καί νά εἰσχώρησε στά μυστήρια
τοῦ οὐρανοῦ, ὅπου ὁδηγούμενος ἀπό τό πανάγιο Πνεῦμα, ἀτένισε μυστικά τό ἄπειρο
μεγαλεῖο τῆς ἀνέκφραστης καί ἀκατάληπτης Θεότητος!
Ἐνῶ εἶχε παραδοθεῖ σ’ αὐτή
τή φρικτή θεωρία ἦρθε πάλι στόν ἑαυτό του. Ἀναλογίστηκε τί εἶχε δεῖ, καί
συγκλονίστηκε ὁλόκληρος. Ἐκστατικός καί ἔντρομος, πετάχτηκε ἔξω ἀπό τό
κελλί
του καί ἄρχισε νά τρέχει σάν κυνηγημένος.
Μόλις ἔφτασε στήν ἐκκλησία χώθηκε μέσα καί ζάρωσε πίσω ἀπό τίς θύρες
της, ψελλίζοντας ἀδιάκοποα μέ τρεμουλιαστή φωνή τό ‟Κύριε, ἐλέησον’’.
Ὅταν συνῆλθε λίγο ἀπό
τό θάμπος ἐκεῖνο, σηκώθηκε ἀργά-ἀργά καί ξαπῆρε τό δρόμο γιά τό κελλί του
μουρμουρίζοντας:
-«Τίς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν; Σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια»53.
Ἀπό τότε τόν ἔβλεπαν
συχνά νά πηγαίνει στήν ἐκκλησία σκυφτός καί μουδιασμένος ἀπό τό φόβο.
Μιά μέρα πῆγα στό κελλί
του καί τόν βρῆκα μόνο. Τόν ἱκέτεψα τότε
νά μοῦ ἀποκαλύψει γιατί περπατάει ἔτσι.
Κι ἐκεῖνος, ἔχοντάς μου ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη, μοῦ εἶπε:
-Ἄχ, παιδί μου,
μεγάλο φόβο ἔχει ἡ ψυχή μου. Γιατί ἀντικρύζοντας,
ὅσο εἶναι δυνατό, τό μεγαλεῖο τοῦ δημιουργοῦ μας Θεοῦ, νιώθω τόν ἑαυτό μου σάν
σιχαμερό σκουλήκι, πού σέρνεται στή γῆ. Ἀλήθεια, ὅσο ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει μέ τή
θεωρία τόν Πλάστη του, τόσο αἰσθάνεται τόν ἑαυτό του ἁμαρτωλό καί ἀχρεῖο. Γι’ αὐτό
καί ὁ προφήτης Ἡσαΐας, βλέποντας τόν
Κύριο «καθήμενον ἐπὶ θρόνου ὑψηλοῦ καὶ ἐπηρμένου»54
καί τά Σεραφείμ γύρω Του νά ψάλλουν τόν τρισάγιο ὕμνο, μέ φόβο καί τρόμο ἀναφώνησε:
«Ὦ τάλας ἐγώ, ὅτι κατανένυγμαι, ὅτι ἄνθρωπος
ὤν, καὶ ἀκάθαρτα χείλη ἔχω, ἐν μέσῳ λαοῦ ἀκάθαρτα χείλη ἔχοντος ἐγὼ οἰκῶ, καὶ τὸν
βασιλέα Κύριον σαβαὼθ εἶδον τοῖς ὀφθαλμοῖς μου»55. Τόσο μεγάλος
καί φοβερός εἶναι, παιδί μου ο Θεός μας, πού δέν Τόν χωρᾶνε οὔτε ὁ οὐρανός οὔτε
ἡ γῆ οὔτε οἱ αἰῶνες τῶν αἰώνων. Καί μόνο πού θά Τόν φαντασθεῖς, ἔστω καί
λίγο, κυριεύεσαι ἀπό φόβο καί τρόμο.
Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
(σελ.107-109)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004
Τα προηγούμενα θα τα βρείτε εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας