Ἡ μετάνοια. (Μέρος Α')
Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Νήφωνος Ἐπισκόπου Κωνσταντιανῆς τῆς κατ’ Ἀλεξάνδρειαν
Τέτοιοι λογισμοί στριφογύριζαν στό νοῦ του, ὥσπου ἔφτασε τό σπίτι. Μπῆκε μέσα μέ τήν καρδιά πλακωμένη ἀπό τή θλίψη κι ἔπεσε στό κρεβάτι. Μά ποῦ νά τόν πάρει ὁ ὕπνος...
‟Ἄς κάνω καμιά προσευχή, μήπως μέ βοηθήσει ὁ Θεός’’, σκέφτηκε καί πῆγε νά σηκωθεῖ.
Μά ὁ διάβολος, καταλαβαίνοντας τό σκοπό του, θέλησε νά τόν ἐμποδίσει. Καί τί ἔκανε; Ἄρχισε νά σπέρνει στήν ψυχή του μεγάλο φόβο, τριβελίζοντάς του τό μυαλό μέ τήν ἑξῆς παράδοξη σκέψη:
‟Ἄν σηκωθεῖς τώρα, μέσα στή νύχτα, νά προσευχηθεῖς, θά πέσεις στά χέρια τοῦ διαβόλου. Καί ἀντί γιά καλό, θά σέ βρεῖ κακό μεγάλο. Θά τρελαθεῖς, θὰ δαιμονιστεῖς, κι ὅλοι θά γελᾶνε μαζί σου!’’.
Αὐτή ἡ σκέψη ἀρχικά ἀναστάτωσε καί φόβισε πολύ τό Νήφωνα. Σύντομα ὅμως κατώρθωσε νά κυριαρχήσει στόν πονηρό λογισμό, λέγοντας μέ τό νοῦ του:
‟Μά καλά, τότε πού ξενυχτοῦσα στίς ἀκολασίες, κανένα κακό δέν ἔπαθα. Καί θά πάθω τώρα, πού θέλω νά προσευχηθῶ στό Θεό; Ἀναθεμά σε, πνεῦμα πονηρό κι ἀκάθαρτο!’’.
Κι ἐκεῖ, σωριασμένος στό κρεβάτι του, μέσα στό σκοτάδι, ἦρθε σέ συναίσθηση.... Τά μάτια του ἔγιναν βρύσες, ἀπ’ ὅπου ἔτρεχαν δάκρυα πικρά.
-Ὦ Θεέ μου, βογγοῦσε μέ πόνο ψυχῆς. Τί ἤμουνα καί ποῦ κατάντησα! Μακάρι νά ’χα πεθάνει τότε, πού ζοῦσα μέσα στήν εὐσέβεια καί τήν ἀρετή. Τώρα, νά, γέμισα τραύματα καί πληγές τήν ταλαίπωρη ψυχή μου. Ἀλλά, Κύριέ μου, «ἐπί σοὶ ἤλπισα· σῶσόν με ἐκ πάντων τῶν διωκόντων με καὶ ρῦσαί με, μὴ ποτε ἁρπάσῃ ὡς λέων τήν ψυχήν μου, μὴ ὄντος λυτρουμένου μηδὲ σῴζοντος!»6 .
Καί μ’αὐτή τήν ἱκετευτική κραυγή, πετάχτηκε ἀπό τό κρεβάτι του γεμάτος πόθο προσευχῆς. Μά μόλις στράφηκε στ’ ἀνατολικά, ἕνα μαῦρο σύννεφο τόν τύλιξε! Τρομοκρατήθηκε καί παρέλυσε. Δειλία καί φόβος κυρίεψαν πάλι τήν ψυχή του. Πήδησε πάνω στό κρεβάτι του κι ἔμεινε ἐκεῖ, πεσμένος μπρούμυτα, στενάζοντας ἀπό τή μιά γιά τίς ἁμαρτίες του καί συλλογιζέμενος ἀπό τήν ἄλλη τά ἐμπόδια πού τοῦ ἔφερνε ὁ διάβολος....
Μέ τό ξημέρωμα, ἔτρεξε στήν ἐκκλησία. Στάθηκε σέ μιά μισοσκότεινη γωνιά καί βυθίστηκε στήν προσευχή καί τήν ἱκεσία. Σέ μιά στιγμή σήκωσε ψηλά τά μάτια καί εἶδε πάνω ἀπό τό κεφάλι του τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας μας. Στέναξε βαθιά καί ψέλισσε:
-Ἐλέησόν με,
ἡ εὐωδία τῶν χριστιανῶν,
ἡ Κεχαριτωμένη,
ἡ Πανάχραντη,
καί βοήθησέ με,
δοξασμένη,
πλουσιόφωτη,
ἡ ἐλπίδα τῶν μετανοούντων,
«διὰ τὸ μέγα σου ἔλεος».
6.Ψαλμ. 7:2-3.
Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
(σελ.26-26)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας