Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

Ὁ σωστός ἐκκλησιασμός. Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Νήφωνος Ἐπισκόπου Κωνσταντιανῆς τῆς κατ’ Ἀλεξάνδρειαν

Εκείνη τή μέρα μοῦ ἔδωσε κι ἄλλες συμβουλές:
-Πρόσεχε πολύ, ὅταν βρίσκεσαι στήν ἐκκλησία μέ τούς ἄλλους χριστιανούς.  Νά μή γελᾶς, νά μή μιλᾶς, νά μή σχολιάζεις τούς ἄλλους καί νά μήν ψάλλεις κενόδοξα, κομψεύοντας τή φωνή σου ἀπό ἀνθρωπαρέσκεια.
-Μά εἶναι ἄραγε ἁμαρτία, νά κάνει κανείς ὅσα εἶπες; τόν ρώτησα ἐπίτηδες, γιά νά τόν ἀναγκάσω νά μοῦ πεῖ περισσότερα.
-Ἄκουσε παιδί μου.  Πάνω ἀπ’ τούς ἀνθρώπους, πού στέκονται στήν ἐκκλησία, βρίσκονται πολύ περισσότεροι ἄγγελοι καί ψάλλουν ἀόρατα μαζί τους. Ἄν ὅμως κάποιος ἀπό τό ἐκκλησίασμα ἀρχίσει νά χωρατεύει ἤ νά κουτσομπολεύει ἤ νά συζητάει γιά βιοτικές ὑποθέσεις, οἱ ἄγγελοι, πού τόν βλέπουν, ἀφήνουν τήν ὑμνωδία καί πιάνουν τή θρηνωδία γιά τήν κατάντια του, λέγοντας: ‟Ἄχ, πῶς αἰχμαλωτίστηκε ἔτσι ἡ ψυχή αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου, πού στέκεται μέσα στήν ἐκκλησία μέ τόση καταφρόνια, χωρίς φόβο Θεοῦ, χωρίς ντροπή, χωρίς σεβασμό!  Ὁ Θεός ἔσκυψε ἀπ’ τά οὐράνια γιά ν’ ἀκούσει προσευχή ταπεινή καί λόγια παρακλητικά, κι ἀντί γι’ αὐτά ἀκούει ἀστεῖα καί κουτσομπολιά’’.
Τά λόγια του μέ τρόμαξαν. Ἀπό τότε, ἄν ποτέ μοῦ ξέφευγε στήν ἐκκλησία κανένας μάταιος λόγος, τά θυμόμουνα καί ντρεπόμουνα τούς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ.



«Προσευχή ταπεινοῦ νεφέλας διῆλθε» (Σειράχ 35:17)

Ενα ἀπόγευμα ἤμουν πολύ κοντά του κι εὐφραινόμουν ἀπό τίς διδαχές του. Ὅταν ἄρχισε νά πέφτει τό σκοτάδι, μέ πῆρε νά πᾶμε στό ναό τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Ἀναστασίου γιά νά προσευχηθοῦμε».
Καθώς περνούσαμε ἀπό κάποιο σοκάκι, ἀκούσαμε γέλια καί αἰσχρά τραγούδια. Ἔβγαιναν ἀπό ἕνα καπηλειό. Ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ ἀναστέναξε, φωνερά ἐνοχλημένος. Σήκωσε τά μάτια του στόν οὐρανό, ψιθύρισε κάτι καί συνέχισε τήν πορεία του. Τήν ἴδια στιγμή ἔπαψε ὅλη ἐκείνη ἡ δαιμονική φασαρία.  Περάσαμε ἀτάραχοι, χωρίς ν’ ἀκούσουμε καμιάν αἰσχρολογία. Μόλις ὅμως ξεμακρύναμε, ἄρχισαν πάλι τά ἴδια.
Μέ θαυμασμό κατάλαβα τί εἶχε γίνει: Ὅταν δυσφόρησε καί κοίταξε τόν οὐρανό, θά εἶπε, φαίνεται, κάτι τέτοιο: ‟Κύριε, φράξε τά στόματά τους γιά νά μήν φλυαροῦν, μέχρι νά περάσουμε’’. Ἔτσι κι ἔγινε.
Στό ναό τοῦ ἁγίου Ἀναστασίου προσευχήθηκε θερμά πολλή ὥρα, κι ἔπειτα φύγαμε. Προχωρήσαμε λίγο καί ἤρθαμε στό δρόμο τοῦ Χαλκουργείου, ὅπως λέγεται.
Ἐκεῖ εἶναι ἕν’ ἀρχοντικό, πού πάνω ἀπό τήν πύλη ἔχει μιά εἰκόνα τῆς Θεοτόκου μέ τό θεῖο Βρέφος στήν ἀγκαλιά της καί τούς τρεῖς Μάγους νά προσφέρουν τά δῶρα τους.  Κάτω ἀπ’ αὐτή τήν εἰκόνα ὑπάρχει ἕνα ὑπέροχο ψηφιδωτό, πού ἀπεικονίζει ἐκφραστικότατα τή μορφή τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.  Τήν εἰκόνα αὐτήν τήν εὐλαβοῦνται πολύ οἱ κάτοικοι τῆς πόλης.  Πᾶνε κι ἔρχονται ἀσταμάτητα, ἄλλοι μέρα κι ἄλλοι νύχτα, κάνοντας μπροστά της προσευχές καί δέησεις.
Πλησίασε λοιπόν κι ὁ δίκαιος ἐκεί, ὕψωσε τά χέρια του καί προσευχήθηκε μέ στεναγμούς:

-Θεέ τ’ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς,
πού Σέ φοβοῦνται καί Σέ τρέμουν ἀόρατα καί ὁρατά,
μήν παραβλέψεις τήν προσευχή
τοῦ τιποτένιου δούλου Σου,
πού κυλιέται μέσα σέ πολλές ἁμαρτίες.
Ἐσύ ’σαι , Κύριε, πού κατέβηκες
ἀπό τούς πατρικούς κόλπους,
χωρίς νά τούς ἀποχωριστεῖς,
καί μπῆκες στήν ἄχραντη μήτρα τῆς Μαρίας,
τῆς δοξασμένης Σου Μητέρας, τῆς Θεοτόκου,
κρυφά κι ἀπ’ τίς οὐράνιες Δυνάμεις.
Θαῦμα πρωτάκουστο!
Θαῦμα πού πρέπει μόνο στό Θεό!
Πραγματικά, περνάει ὁ Κύριος
μεσ’ ἀπό τήν κλεισμένη πύλη τῆς παρθενίας Της
-ἄσαρκος μπαίνοντας,
Θεός σαρκοφόρος βγαίνοντας-
καί πάλι μένει ἡ πύλη κλειδωμένη,
καθώς ἦταν καί πρίν ἀπό τή γέννα.
Μπῆκες τέλειος Θεός,
βγῆκες καί τέλειος ἄνθρωπος,
μέ δύο φύσεις καί οὐσιές,
μέ μία τήν ὑπόσταση.  Μέ δύο τίς θελήσεις,
μά ἕνας Κύριος Ἰησοῦς Χριστός,
Λόγος καί ἀπαύγασμα τοῦ Πατρός.
Ὅμοιος ἤσουνα μέ τόν Πατέρα Σου σέ ὅλα
ἐκτός ἀπ’ τήν ἀγεννησία,
καί ὅμως πῆρες δουλική μορφή
κι ἔγινες ὅμοιος μ’ ἐμᾶς σέ ὅλα
ἐκτός ἀπό τήν ἁμαρτία.
Μές στούς ἀνθρώπους ἔζησες
κι ἔκανες θαύματα ἐκπληκτικά,
δείχοντας ἔτσι καί πιστοποιώντας
τήν ἄχραντη Θεότητά Σου.
Μή μ’ ἀφήσεις λοιπόν νά χαθῶ,
Κύριέ μου Ἰησοῦ Χριστέ,
γιά τό πλῆθος τῶν ἀνομιῶν μου!
Φανερώσου μου, Δέσποτα, τήν ὥρα τούτη
μέ ἔλεος, μέ εὐσπλαχνία,
καί ἐπισκίασέ με μέ τ’ Ἅγιο Σου Πνεῦμα.
Ἔλα, εὔσπλαχνε καί πανάγαθε,
νά παρηγορήσεις τήν ἄθλια ψυχή μου
καί νά τήν γεμίσεις εὐωδία
μέσα στή λαμπρότητα καί τό κάλλος Σου!

Αὐτή ἡ προσευχή στόν Κύριο καί ἄλλες ὅμοιες ξεχύθηκαν ἀπό τό στόμα τοῦ ὁσίου.
Ξαφνικά ἀκούστηκε ἕνα φοβερό βουητό, σάν παφλασμός ὁρμητικοῦ ποταμοῦ, πού ξεχυνόταν ἀπό τήν σεβάσμια μορφή τῆς εἰκόνας κι ἐρχόταν πρός τό μέρος του.  Τό Ἅγιο Πνεῦμα ὅρμησε σάν σίφουνας μέσα στήν καρδιά του, τόν σήκωσε ἀπό τή γῆ καί τόν κράτησε γιά λίγο μετέωρο, μέ τά χέρια ἁπλωμένα!
Ὅταν ξανακατέβηκε στό ἔδαφος, τό πρόσωπό του ἄστραφτε καί φεγγοβολοῦσε σάν τόν ἥλιο.  Καθώς βάδιζε τώρα, ἔνιωθε νά μήν πατάει στή γῆ, πού, ἀπό σεβασμό θαρρεῖς, γινόταν κάτω ἀπ’ τά πόδια του σφουγγάρι.  Καί ὁ ἴδιος ἔνιωθε σά νά ἦταν ἄσαρκος καί σά νά περπατοῦσε στόν ἀέρα. Ἡ δόξα τοῦ  Θεοῦ πού τόν συνεῖχε, τόν εἶχε ἀπλλάξει τήν ὥρα ἐκείνη ἀπό κάθε βάρος καί πάθος.

  Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων  Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
 (σελ.
73-76)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004
 
πηγή:  http://anavaseis.blogspot.gr/2013/11/3517.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε το σχόλιό σας