Ὅσοι ἀπό τούς ἐπιβάτες μποροῦσαν νά κουνηθοῦν ἀνησύχησαν. Τόν πλησίασαν
καί ἀκούγοντάς τον νά προσεύχεται καί νά ὀδύρεται τρόμαξαν. Οἱ λίγοι
χριστιανοί ἐξήγησαν στούς ἄλλους γιατί θρηνοῦσε κι ἔκλαιγε τόσο ὁ νεαρός
ἄντρας. Ὅλοι συμπόνεσαν κι ὅλοι ἔβλεπαν μέ συμπάθεια τό Γρηγόριο. Ἀλλά
τί νά τοῦ κάνουν; Πῶς νά τόν βοηθήσουν; Τό μόνο πού μποροῦσαν ἦταν λίγη
ἀπό μέρους τους προσευχή καί περισσότερη κατανόηση.
Ὁ Γρηγόριος παρακαλοῦσε τό Θεό καί ἔκλαιγε. Δέ ντρεπόταν τούς γύρω του. Σημασία εἶχε μόνο νά μήν πεθάνει χωρίς νά ἑνωθεῖ μέ τό Χριστό.
Ὁ θάνατος ὅμως ἐρχόταν, ἐρχόταν μέ τόν ἀγριεμένο ἄνεμο καί τά θεόρατα κύματα. Γι’ αὐτόν εἶχε τώρα φόβο ἀπύθμενο, πού τού ἔσκιζε τά σωθικά.
Καί πάλεψε ὁ Γρηγόριος μέ ὅλες τίς δυνάμεις του. Γύμνωσε τήν ψυχή του ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων. Κραύγασε στό Θεό τόν πόνο του. Ὕψωσε φωνή πού ξεπέρασε τά κύματα καί τίς βροντές. Ὁ Χριστός ἔπρεπε νά τόν ἀκούσει, νά τόν ἐλεήσει. Ἔπρεπε νά τόν σώσει ἀπό τά κύματα, νά ἑνωθεῖ πρῶτα μαζί του κι ἔπειτα ἄς ἐρχόταν ὅ,τι ἔκρινε ὁ Χριστός.
Σήκωσε ψηλά τά χέρια, ἔπεφτε κάτω μπρούμυτα καί παρακαλοῦσε μέ πάθος. Τά χέρια του καί τά γόνατά του μάτωσαν, τά ροῦχα του σκίστηκαν. Τό κακό δέν περνοῦσε καί κεῖνος ἐπέμενε, φώναζε μέ δέος καί πάθος.
-Ἐσύ, Θεέ μου, ἔκανες τόσα καί τόσα θαύματα, γιά τό λαό σου, τού Ἑβραίους. Τούς ἔσωσες ἀπό τούς Αἰγυπτίους, τούς βοήθησες ἄπειρες φορές.... Τί ’ναι γιά σένα ἕνα νεῦμα, νά σώσεις καί μένα τόν δοῦλο σου. Τό θέλω καί στό ζητάω γιά νά εἶμαι στούς κόλπους σου, νά εἶμαι μαζί σου αἰώνια.
Ἐκεῖ πού θά νόμιζε κανείς ὅτι ὁ Γρηγόριος ἀπέκαμε ὅτι σώθηκαν καί οἱ τελευταῖες δυνάμεις του, ἐκεῖ βρῆκε ἀνεξήγητο κουράγιο καί μέ τά τέσσερα σύρθηκε, βγῆκε στό κατάστρωμα. Κίνδυνος θάνατος. Ὁ ἄνεμος σφύριζε, τά κύματα παράσερναν τό κάθε τι. Νύχτα. Πάλι ἀστραπές καί πάλι βροντές. Γατζώθηκε σ’ ἕνα στύλο κι ἔστειλε τήν κραυγή του μεσούρανα, στό Θεό.
-Ἄν μ’ ἀφήσεις Θεέ μου, νά ζήσω, γιά σένα θά ζήσω. Ἄν γλυτώσω ἀπό τό διπλό θάνατο, σέ σένα θ’ ἀφιερωθῶ. Ἄν χαθῶ, θά ζημιωθεῖς ἕνα λάτρη σου...
Τά εἶπε κι ἔπεσε σχεδον ἄψυχος. Τόν βοήθησαν, τόν ἔφεραν μέσα. Τόν ξάπλωσαν ματωμένο, κίτρινο καί σκισμένο σέ μιά ὑγρή γωνιά. Δέν ξέρανε ἄν θ’ ἀντέξει τό χαλασμό τῆς ψυχῆς του. Θά πέθαινε ἀπό τήν ἀγωνία του γιά τό βάπτισμα ἤ ἀπό τό βέβαιο ναυάγιο; Στάθηκαν γύρω του ἀδύναμοι νά τοῦ προσφέρουν κάτι. Τόν παράστεκαν καί τόν πῆρε ὁ ὕπνος. Γιά λίγη ὥρα.
Ἠρέμησε κι ἄς λυσσομανοῦσαν ἀκόμη τά στοιχεῖα τῆς φύσης. Γαλήνεψε κι ἄς ἤτανε κοντά ὁ κίνδυνος τοῦ καταποντισμοῦ. Στή γαλήνη τούτη εἶδ’ ἕνα ὄνειρο σημαδιακό. Εἶδε, λέει ὁ ἴδιος, μιά Ἐριννύα. Αὐτή τόν ἀγριοκοίταζε καί ἀπειλοῦσε νά βουλιάζει τό καράβι. Αὐτός ὅμως τήν κρατοῦσε, τήν ἔσπρωχνε μακριά. Εἷδε τή σιλουέτα της καθαρή στό σκοτάδι τῆς νύχτας.
πηγή: http://anavaseis.blogspot.gr/2013/09/blog-post_5897.html
Ὁ Γρηγόριος παρακαλοῦσε τό Θεό καί ἔκλαιγε. Δέ ντρεπόταν τούς γύρω του. Σημασία εἶχε μόνο νά μήν πεθάνει χωρίς νά ἑνωθεῖ μέ τό Χριστό.
Ὁ θάνατος ὅμως ἐρχόταν, ἐρχόταν μέ τόν ἀγριεμένο ἄνεμο καί τά θεόρατα κύματα. Γι’ αὐτόν εἶχε τώρα φόβο ἀπύθμενο, πού τού ἔσκιζε τά σωθικά.
Καί πάλεψε ὁ Γρηγόριος μέ ὅλες τίς δυνάμεις του. Γύμνωσε τήν ψυχή του ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων. Κραύγασε στό Θεό τόν πόνο του. Ὕψωσε φωνή πού ξεπέρασε τά κύματα καί τίς βροντές. Ὁ Χριστός ἔπρεπε νά τόν ἀκούσει, νά τόν ἐλεήσει. Ἔπρεπε νά τόν σώσει ἀπό τά κύματα, νά ἑνωθεῖ πρῶτα μαζί του κι ἔπειτα ἄς ἐρχόταν ὅ,τι ἔκρινε ὁ Χριστός.
Σήκωσε ψηλά τά χέρια, ἔπεφτε κάτω μπρούμυτα καί παρακαλοῦσε μέ πάθος. Τά χέρια του καί τά γόνατά του μάτωσαν, τά ροῦχα του σκίστηκαν. Τό κακό δέν περνοῦσε καί κεῖνος ἐπέμενε, φώναζε μέ δέος καί πάθος.
-Ἐσύ, Θεέ μου, ἔκανες τόσα καί τόσα θαύματα, γιά τό λαό σου, τού Ἑβραίους. Τούς ἔσωσες ἀπό τούς Αἰγυπτίους, τούς βοήθησες ἄπειρες φορές.... Τί ’ναι γιά σένα ἕνα νεῦμα, νά σώσεις καί μένα τόν δοῦλο σου. Τό θέλω καί στό ζητάω γιά νά εἶμαι στούς κόλπους σου, νά εἶμαι μαζί σου αἰώνια.
Ἐκεῖ πού θά νόμιζε κανείς ὅτι ὁ Γρηγόριος ἀπέκαμε ὅτι σώθηκαν καί οἱ τελευταῖες δυνάμεις του, ἐκεῖ βρῆκε ἀνεξήγητο κουράγιο καί μέ τά τέσσερα σύρθηκε, βγῆκε στό κατάστρωμα. Κίνδυνος θάνατος. Ὁ ἄνεμος σφύριζε, τά κύματα παράσερναν τό κάθε τι. Νύχτα. Πάλι ἀστραπές καί πάλι βροντές. Γατζώθηκε σ’ ἕνα στύλο κι ἔστειλε τήν κραυγή του μεσούρανα, στό Θεό.
-Ἄν μ’ ἀφήσεις Θεέ μου, νά ζήσω, γιά σένα θά ζήσω. Ἄν γλυτώσω ἀπό τό διπλό θάνατο, σέ σένα θ’ ἀφιερωθῶ. Ἄν χαθῶ, θά ζημιωθεῖς ἕνα λάτρη σου...
Τά εἶπε κι ἔπεσε σχεδον ἄψυχος. Τόν βοήθησαν, τόν ἔφεραν μέσα. Τόν ξάπλωσαν ματωμένο, κίτρινο καί σκισμένο σέ μιά ὑγρή γωνιά. Δέν ξέρανε ἄν θ’ ἀντέξει τό χαλασμό τῆς ψυχῆς του. Θά πέθαινε ἀπό τήν ἀγωνία του γιά τό βάπτισμα ἤ ἀπό τό βέβαιο ναυάγιο; Στάθηκαν γύρω του ἀδύναμοι νά τοῦ προσφέρουν κάτι. Τόν παράστεκαν καί τόν πῆρε ὁ ὕπνος. Γιά λίγη ὥρα.
Ἠρέμησε κι ἄς λυσσομανοῦσαν ἀκόμη τά στοιχεῖα τῆς φύσης. Γαλήνεψε κι ἄς ἤτανε κοντά ὁ κίνδυνος τοῦ καταποντισμοῦ. Στή γαλήνη τούτη εἶδ’ ἕνα ὄνειρο σημαδιακό. Εἶδε, λέει ὁ ἴδιος, μιά Ἐριννύα. Αὐτή τόν ἀγριοκοίταζε καί ἀπειλοῦσε νά βουλιάζει τό καράβι. Αὐτός ὅμως τήν κρατοῦσε, τήν ἔσπρωχνε μακριά. Εἷδε τή σιλουέτα της καθαρή στό σκοτάδι τῆς νύχτας.
Ὁ πληγωμένος Ἀετός (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)
(ἀφηγηματικὴ Βιογραφία)
σελ.29-52
Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου Καθηγητή Πανεπιστημίου
Ἔκδοση Δ΄
Ἀποστολική διακονία
πηγή: http://anavaseis.blogspot.gr/2013/09/blog-post_5897.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας