Ὁ
Ἰωάννης Μακρυγιάννης ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς κορυφαίους ἀγωνιστὲς τῆς
Ἐπανάστασης. Γεννήθηκε στὰ 1797 στὸ Ἀβορίτι τῆς Δωρίδας ἀπὸ φτωχοὺς
γονεῖς. Τὸ πραγματικό του ὄνομα ἦταν Τριανταφύλλου. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ
ἀγώνα τὸν ἀποκαλοῦσαν «Μακρυγιάννη» γιὰ τὸ ψηλό του ἀνάστημα, ὄνομα μὲ
τὸ ὁποῖο παρέμεινε στὴν ἱστορία. Πέρασε τὰ παιδικά του χρόνια μὲ
στερήσεις καὶ κακουχίες, ἀνάμεσα στὶς περιπέτειες καὶ στοὺς
κατατρεγμοὺς τῶν δικῶν του ἀπὸ τοὺς Τουρκαλβανούς. Τὸ 1804 κατὰ τὸν
διωγμὸ τῶν κλεφτῶν ὁ πατέρας του σκοτώθηκε καὶ ὁ Μακρυγιάννης, μόλις
ἑπτὰ χρονῶν, ἄρχισε νὰ δουλεύει, γιὰ νὰ συντηρήσει τὸν ἑαυτό του. Στὰ
1811 πάει στὴν Ἄρτα, ὅπου καὶ προσλαμβάνεται στὴ δούλεψη τοῦ προύχοντα
Ἀθανάσιου Λιδωρίκη. Τὸ 1817 ἐπιδόθηκε στὸ ἐμπόριο καὶ χάρη στὸν ζῆλο καὶ
τὴν ἐργατικότητά του κατάφερε νὰ ἀποκτήσει σημαντικὰ κέρδη καὶ νὰ
καλυτερεύσει τὴ ζωή του.
Ἡ ἐμπορική του δραστηριότητα στὴν Ἄρτα κράτησε ὣς τὸ 1820. Τότε... ὅμως τὰ σουλτανικὰ στρατεύματα τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν φυλάκισαν, ἐπειδὴ τάχα ἦταν ὄργανο τοῦ Ἀλῆ πασᾶ. Ὡστόσο, κατόρθωσε νὰ δραπετεύσει, κατέφυγε στὰ βουνὰ καὶ ἀκολούθησε τὸν ἁρματολὸ Γῶγο Μπακόλα. Στὴ συνέχεια στρατολόγησε τὸ πρῶτο του σῶμα καὶ ἔφθασε στὴν Ἀθήνα. Τὸ 1822 διορίστηκε ὑποδιοικητὴς τοῦ Κάστρου (τῆς Ἀκρόπολης) μὲ διοικητὴ τὸν Ἰωάννη Γκούρα καὶ ἀρχηγὸ τῆς Ἀνατολικῆς Ἑλλάδας τὸν Ὀδυσσέα Ἀνδροῦτσο. Ἕνα χρόνο ἀργότερα διορίστηκε ἀπὸ τὸν Ἄρειο Πάγο, Πολιτάρχης (ἀστυνόμος) τῶν Ἀθηνῶν.
Ἐνῶ διαρκοῦσε ὁ ἀγώνας τῶν Ἑλλήνων κατὰ τῶν Τούρκων, ἄρχισε ὁ ἐσωτερικὸς κομματικὸς διχασμός, ποὺ κατέληξε σὲ ἐμφύλιο πόλεμο μὲ ὀδυνηρὰ ἐπακόλουθα γιὰ τὴν ἐπαναστατημένη Ἑλλάδα. Ὁ Μακρυγιάννης έλαβε μέρος στις εσωτερικές συγκρούσεις ὡς ἀντιπρόσωπος τῶν διοικήσεων.
Στὸ ἴδιο χρονικὸ διάστημα, συμμετέχει ἐνεργὰ σὲ μάχες ποὺ ἔκριναν τὴν ἐξέλιξη τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821. Ἐξαιρετικὰ σημαντικὴ ὑπῆρξε ἡ συμβολή του στὴν ἱστορικὴ γιὰ τὰ ἀποτελέσματά της, μάχη των Μύλων, ὅπου ὁ Ἰμπραὴμ πασᾶς ὑπέστη πανωλεθρία καὶ ἀναγκάστηκε νὰ ὑποχωρήσει (Ἰούνιος 1825). Ἕνα χρόνο ἀργότερα, ὅταν ὁ Κιουταχὴς κατέλαβε τὴν Ἀθήνα, ὁ Μακρυγιάννης ὀχυρώθηκε στὸ Ὠδεῖο Ἠρώδη τοῦ Ἀττικοῦ καὶ ἀντέταξε σθεναρὴ ἀντίσταση. Κατὰ τὴ μάχη, μετὰ ἀπὸ φοβερὸ ἀγώνα κατόρθωσε νὰ ἀποκρούσει τοὺς ἐπιτιθέμενους καὶ νὰ σώσει τὴν Ἀκρόπολη. Πολέμησε ἐπίσης στὴν ἐκστρατεία τῆς Ἀττικῆς, στὶς ἐπιθέσεις τῆς Καστέλλας καὶ τοῦ Πειραιᾶ, ποὺ εἶχαν ὡς τελικὸ ἀποτέλεσμα τὴν ἧττα τῶν Ἑλλήνων(Ἀπρίλιος 1827) καὶ τὴν παράδοση τῆς Ἀκρόπολης στοὺς Τούρκους.
Βαθιὰ λυπημένος ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ γεγονότα ὁ Μακρυγιάννης, ἀπογοητευμένος μὲ τὴν κυβέρνηση καὶ τὶς διχόνοιες, βασανισμένος ἀπὸ τὶς πληγές, ποὺ ἔφερε σ’ ὅλο του τὸ σῶμα (εἶχε τραυματιστεῖ βαριὰ καὶ στὴ μάχη τῶν Μύλων καὶ στὴ μάχη στὸ Ὠδεῖο) ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴ στρατιωτικὴ καὶ πολιτικὴ ζωή. Μὲ τὴν κάθοδο τοῦ Καποδίστρια διορίζεται ἀρχηγὸς τῆς Ἐκτελεστικῆς δύναμης στὸ Μοριά, θέση ποὺ τοῦ ἀφαιρέθηκε, ὅταν παρασυρμένος ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Κωλέττη χρησιμοποίησε τὴ στρατιωτικὴ δύναμη ποὺ διέθετε, γιὰ νὰ ἐπιβάλει συνταγματικὸ πολίτευμα στὸν Καποδίστρια, πρᾶγμα ποὺ δυσαρέστησε τὸν κυβερνήτη.
Κατὰ τὴν περίοδο τῆς ἀντιβασιλείας τοῦ Ὄθωνα ὁ Μακρυγιάννης κατηγοροῦσε τὴν κυβέρνηση ὡς ἀπολυταρχικὴ καὶ ζητοῦσε Σύνταγμα, μ’ ὅλο ποὺ τὸν περιέβαλαν μὲ ἰδιαίτερη ἐκτίμηση καὶ τοῦ ἀπένειμαν τὸν βαθμὸ τοῦ συνταγματάρχη. Τὸ 1840 ἄρχισε νὰ ὀργανώνει τὸν ἀγώνα ὑπὲρ τῆς ἐπιβολῆς τοῦ Συντάγματος καὶ πρωτοστάτησε στὴν ἐπανάσταση τῆς 3ης Σεπτεμβρίου τοῦ 1843 γιὰ τὴν παραχώρησή του ἀπὸ τὴ βαυαρικὴ δυναστεία. Ὑπῆρξε τόσο κατηγορηματικὸς στὴν προσπάθειά του γιὰ ἐπιβολὴ τῶν πραγματικῶν ἐλευθεριῶν, ὥστε κατηγορήθηκε γιὰ συνωμοσία κατὰ τοῦ βασιλιᾶ, συνελήφθη (1851), δικάστηκε καὶ καταδικάστηκε σὲ θάνατο. Ἡ ποινή του μετριάστηκε σταδιακά, ἔμεινε στὴ φυλακὴ δύο χρόνια, γιὰ νὰ ἀποφυλακιστεῖ τελικά(1854) μὲ τὴ μεσολάβηση τοῦ Δημητρίου Καλλέργη. Ἡ ὑγεία του ὅμως ἀπὸ τὶς κακουχίες καὶ τὴ βαναυσότητα τῆς φυλακῆς κλονίστηκε. Ἔτσι, ὁ Μακρυγιάννης ἀπομονώθηκε στὸ σπίτι του κοντὰ στοὺς στύλους τοῦ Ὀλυμπίου Διὸς (ἡ συνοικία αὐτὴ φέρει μέχρι σήμερα τὸ ὄνομά του-"Μακρυγιάννη") ὅπου καὶ πέθανε στὶς 27 Ἀπριλίου1864. Πρὶν λίγες μέρες εἶχε προαχθεῖ ἀπὸ τὴν τότε κυβέρνηση στὸ βαθμὸ τοῦ ἀντιστράτηγου!
Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὶς ἡρωικές του πράξεις καὶ τὸ παράδειγμά του, αὐτὸς ὁ μεγάλος Ἕλληνας κληροδότησε στὶς νεότερες γενιὲς ἕνα ἀθάνατο μνημεῖο ὕφους, ἤθους, λόγου καὶ περιεχομένου, τὰ Ἀπομνημονεύματά του. Ἄρχισε νὰ τὰ γράφει στὸ Ἄργος (26 Φεβρουαρίου 1829) μὲ σκοπὸ νὰ διδάξει καὶ νὰ φρονηματίσει τοὺς μεταγενέστερους καὶ συνέχισε μέχρι τὸ 1851, ὥσπου ἡ καταδίκη του καὶ οἱ ἄλλες δραματικὲς περιπέτειες τῆς ζωῆς του τὸν ἀνάγκασαν νὰ σταματήσει. Σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τῶν δύσκολων καιρῶν φροντίζει μὲ κάθε τρόπο νὰ διαφυλάξει τὸ χειρόγραφό του, ἐπειδὴ πιστεύει ὅτι καὶ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο κάνει τὸ καθῆκον του ἀπέναντι στὸν τόπο καὶ τὴν ἱστορία του. Ἡ ἀποκατάσταση καὶ δημοσίευση (1907) τῶν Ἀπομνημονευμάτων ὀφείλεται στὸν Γιάννη Βλαχογιάννη, ποὺ μὲ ἐξαιρετικὴ φροντίδα ἐπιμελήθηκε καὶ ἐξέδωσε τὸ ἔργο τοῦ στρατηγοῦ Μακρυγιάννη.
Τὸ ἔργο στὴν ἀρχὴ πέρασε σχεδὸν ἀπαρατήρητο. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Παλαμᾶ κανεὶς σχεδὸν δὲν ἀντιλήφθηκε τὴ σημασία του. Ἔπρεπε νὰ περάσουν πολλὰ χρόνια γιὰ νὰ ἀσχοληθοῦν μαζί του λογοτέχνες καὶ κριτικοὶ καὶ νὰ φέρουν τὸν Μακρυγιάννη καὶ τὸ ἔργο του στὸ προσκήνιο τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς. Τὶ ὁδηγεῖ τὸν Γιῶργο Σεφέρη νὰ πιστεύει πὼς ἕνα ἔργο σὰν τοῦ Μακρυγιάννη εἶναι ἡ συνείδηση ἑνὸς ὁλόκληρου λαοῦ, πὼς ἀποτελεῖ μία πολύτιμη διαθήκη καὶ νὰ θεωρεῖ τὸν Μακρυγιάννη μαζὶ μὲ τὸν Παπαδιαμάντη ὡς τοὺς μεγαλύτερους πεζογράφους τῆς Ἑλληνικῆς Λογοτεχνίας; Τὸ ὅτι ἀποτυπώνοντας τὸν βίο του πάνω στὸ χαρτὶ ξεδιπλώνει ἕνα μεγάλο κομμάτι τῆς ζωῆς τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὅτι ἡ ἱστορία του εἶναι περισσότερο ἀπὸ μία ἱστορία γεγονότων. Εἶναι μἰα ἱστορία τῶν συναισθημάτων τοῦ λαοῦ του...πὼς αὐτὸς ὁ ἀγράμματος καὶ ταπεινὸς γιὰ τὴν ἀμάθειά του μέσα ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἀπελέκητο γράψιμο ἀναδεικνύει μία σπάνια καλλιέργεια καὶ εὐαισθησία...πὼς πέρα ἀπὸ τὴν καταγραφὴ σημαντικῶν ἱστορικῶν γεγονότων, τὴν κριτικὴ ποὺ ἀσκεῖ, τὸν ἀντίλογο στὸ ψεῦδος καὶ τὴν ὑποκρισία, τὴ δίψα γιὰ δικαιοσύνη, μᾶς προσφέρει ἕνα μεγάλο μάθημα ἐθνικῆς αὐτογνωσίας. Κι ὅλα τοῦτα χαράζοντας στὸ χαρτὶ τὴ γλώσσα ποὺ μιλάει μὲ τὴ ρουμελιώτικη προφορά, ἀποτυπώνοντας τὴν ἴδια του τὴ φωνὴ μὲ σοφία, ἐκφραστικὴ ἀμεσότητα καὶ ἁπλότητα καὶ μὲ τὴ μαστοριὰ τοῦ προικισμένου λαϊκοῦ ἀφηγητῆ[1].
Ἡ ἐμπορική του δραστηριότητα στὴν Ἄρτα κράτησε ὣς τὸ 1820. Τότε... ὅμως τὰ σουλτανικὰ στρατεύματα τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν φυλάκισαν, ἐπειδὴ τάχα ἦταν ὄργανο τοῦ Ἀλῆ πασᾶ. Ὡστόσο, κατόρθωσε νὰ δραπετεύσει, κατέφυγε στὰ βουνὰ καὶ ἀκολούθησε τὸν ἁρματολὸ Γῶγο Μπακόλα. Στὴ συνέχεια στρατολόγησε τὸ πρῶτο του σῶμα καὶ ἔφθασε στὴν Ἀθήνα. Τὸ 1822 διορίστηκε ὑποδιοικητὴς τοῦ Κάστρου (τῆς Ἀκρόπολης) μὲ διοικητὴ τὸν Ἰωάννη Γκούρα καὶ ἀρχηγὸ τῆς Ἀνατολικῆς Ἑλλάδας τὸν Ὀδυσσέα Ἀνδροῦτσο. Ἕνα χρόνο ἀργότερα διορίστηκε ἀπὸ τὸν Ἄρειο Πάγο, Πολιτάρχης (ἀστυνόμος) τῶν Ἀθηνῶν.
Ἐνῶ διαρκοῦσε ὁ ἀγώνας τῶν Ἑλλήνων κατὰ τῶν Τούρκων, ἄρχισε ὁ ἐσωτερικὸς κομματικὸς διχασμός, ποὺ κατέληξε σὲ ἐμφύλιο πόλεμο μὲ ὀδυνηρὰ ἐπακόλουθα γιὰ τὴν ἐπαναστατημένη Ἑλλάδα. Ὁ Μακρυγιάννης έλαβε μέρος στις εσωτερικές συγκρούσεις ὡς ἀντιπρόσωπος τῶν διοικήσεων.
Στὸ ἴδιο χρονικὸ διάστημα, συμμετέχει ἐνεργὰ σὲ μάχες ποὺ ἔκριναν τὴν ἐξέλιξη τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821. Ἐξαιρετικὰ σημαντικὴ ὑπῆρξε ἡ συμβολή του στὴν ἱστορικὴ γιὰ τὰ ἀποτελέσματά της, μάχη των Μύλων, ὅπου ὁ Ἰμπραὴμ πασᾶς ὑπέστη πανωλεθρία καὶ ἀναγκάστηκε νὰ ὑποχωρήσει (Ἰούνιος 1825). Ἕνα χρόνο ἀργότερα, ὅταν ὁ Κιουταχὴς κατέλαβε τὴν Ἀθήνα, ὁ Μακρυγιάννης ὀχυρώθηκε στὸ Ὠδεῖο Ἠρώδη τοῦ Ἀττικοῦ καὶ ἀντέταξε σθεναρὴ ἀντίσταση. Κατὰ τὴ μάχη, μετὰ ἀπὸ φοβερὸ ἀγώνα κατόρθωσε νὰ ἀποκρούσει τοὺς ἐπιτιθέμενους καὶ νὰ σώσει τὴν Ἀκρόπολη. Πολέμησε ἐπίσης στὴν ἐκστρατεία τῆς Ἀττικῆς, στὶς ἐπιθέσεις τῆς Καστέλλας καὶ τοῦ Πειραιᾶ, ποὺ εἶχαν ὡς τελικὸ ἀποτέλεσμα τὴν ἧττα τῶν Ἑλλήνων(Ἀπρίλιος 1827) καὶ τὴν παράδοση τῆς Ἀκρόπολης στοὺς Τούρκους.
Βαθιὰ λυπημένος ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ γεγονότα ὁ Μακρυγιάννης, ἀπογοητευμένος μὲ τὴν κυβέρνηση καὶ τὶς διχόνοιες, βασανισμένος ἀπὸ τὶς πληγές, ποὺ ἔφερε σ’ ὅλο του τὸ σῶμα (εἶχε τραυματιστεῖ βαριὰ καὶ στὴ μάχη τῶν Μύλων καὶ στὴ μάχη στὸ Ὠδεῖο) ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴ στρατιωτικὴ καὶ πολιτικὴ ζωή. Μὲ τὴν κάθοδο τοῦ Καποδίστρια διορίζεται ἀρχηγὸς τῆς Ἐκτελεστικῆς δύναμης στὸ Μοριά, θέση ποὺ τοῦ ἀφαιρέθηκε, ὅταν παρασυρμένος ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Κωλέττη χρησιμοποίησε τὴ στρατιωτικὴ δύναμη ποὺ διέθετε, γιὰ νὰ ἐπιβάλει συνταγματικὸ πολίτευμα στὸν Καποδίστρια, πρᾶγμα ποὺ δυσαρέστησε τὸν κυβερνήτη.
Κατὰ τὴν περίοδο τῆς ἀντιβασιλείας τοῦ Ὄθωνα ὁ Μακρυγιάννης κατηγοροῦσε τὴν κυβέρνηση ὡς ἀπολυταρχικὴ καὶ ζητοῦσε Σύνταγμα, μ’ ὅλο ποὺ τὸν περιέβαλαν μὲ ἰδιαίτερη ἐκτίμηση καὶ τοῦ ἀπένειμαν τὸν βαθμὸ τοῦ συνταγματάρχη. Τὸ 1840 ἄρχισε νὰ ὀργανώνει τὸν ἀγώνα ὑπὲρ τῆς ἐπιβολῆς τοῦ Συντάγματος καὶ πρωτοστάτησε στὴν ἐπανάσταση τῆς 3ης Σεπτεμβρίου τοῦ 1843 γιὰ τὴν παραχώρησή του ἀπὸ τὴ βαυαρικὴ δυναστεία. Ὑπῆρξε τόσο κατηγορηματικὸς στὴν προσπάθειά του γιὰ ἐπιβολὴ τῶν πραγματικῶν ἐλευθεριῶν, ὥστε κατηγορήθηκε γιὰ συνωμοσία κατὰ τοῦ βασιλιᾶ, συνελήφθη (1851), δικάστηκε καὶ καταδικάστηκε σὲ θάνατο. Ἡ ποινή του μετριάστηκε σταδιακά, ἔμεινε στὴ φυλακὴ δύο χρόνια, γιὰ νὰ ἀποφυλακιστεῖ τελικά(1854) μὲ τὴ μεσολάβηση τοῦ Δημητρίου Καλλέργη. Ἡ ὑγεία του ὅμως ἀπὸ τὶς κακουχίες καὶ τὴ βαναυσότητα τῆς φυλακῆς κλονίστηκε. Ἔτσι, ὁ Μακρυγιάννης ἀπομονώθηκε στὸ σπίτι του κοντὰ στοὺς στύλους τοῦ Ὀλυμπίου Διὸς (ἡ συνοικία αὐτὴ φέρει μέχρι σήμερα τὸ ὄνομά του-"Μακρυγιάννη") ὅπου καὶ πέθανε στὶς 27 Ἀπριλίου1864. Πρὶν λίγες μέρες εἶχε προαχθεῖ ἀπὸ τὴν τότε κυβέρνηση στὸ βαθμὸ τοῦ ἀντιστράτηγου!
Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὶς ἡρωικές του πράξεις καὶ τὸ παράδειγμά του, αὐτὸς ὁ μεγάλος Ἕλληνας κληροδότησε στὶς νεότερες γενιὲς ἕνα ἀθάνατο μνημεῖο ὕφους, ἤθους, λόγου καὶ περιεχομένου, τὰ Ἀπομνημονεύματά του. Ἄρχισε νὰ τὰ γράφει στὸ Ἄργος (26 Φεβρουαρίου 1829) μὲ σκοπὸ νὰ διδάξει καὶ νὰ φρονηματίσει τοὺς μεταγενέστερους καὶ συνέχισε μέχρι τὸ 1851, ὥσπου ἡ καταδίκη του καὶ οἱ ἄλλες δραματικὲς περιπέτειες τῆς ζωῆς του τὸν ἀνάγκασαν νὰ σταματήσει. Σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τῶν δύσκολων καιρῶν φροντίζει μὲ κάθε τρόπο νὰ διαφυλάξει τὸ χειρόγραφό του, ἐπειδὴ πιστεύει ὅτι καὶ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο κάνει τὸ καθῆκον του ἀπέναντι στὸν τόπο καὶ τὴν ἱστορία του. Ἡ ἀποκατάσταση καὶ δημοσίευση (1907) τῶν Ἀπομνημονευμάτων ὀφείλεται στὸν Γιάννη Βλαχογιάννη, ποὺ μὲ ἐξαιρετικὴ φροντίδα ἐπιμελήθηκε καὶ ἐξέδωσε τὸ ἔργο τοῦ στρατηγοῦ Μακρυγιάννη.
Τὸ ἔργο στὴν ἀρχὴ πέρασε σχεδὸν ἀπαρατήρητο. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Παλαμᾶ κανεὶς σχεδὸν δὲν ἀντιλήφθηκε τὴ σημασία του. Ἔπρεπε νὰ περάσουν πολλὰ χρόνια γιὰ νὰ ἀσχοληθοῦν μαζί του λογοτέχνες καὶ κριτικοὶ καὶ νὰ φέρουν τὸν Μακρυγιάννη καὶ τὸ ἔργο του στὸ προσκήνιο τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς. Τὶ ὁδηγεῖ τὸν Γιῶργο Σεφέρη νὰ πιστεύει πὼς ἕνα ἔργο σὰν τοῦ Μακρυγιάννη εἶναι ἡ συνείδηση ἑνὸς ὁλόκληρου λαοῦ, πὼς ἀποτελεῖ μία πολύτιμη διαθήκη καὶ νὰ θεωρεῖ τὸν Μακρυγιάννη μαζὶ μὲ τὸν Παπαδιαμάντη ὡς τοὺς μεγαλύτερους πεζογράφους τῆς Ἑλληνικῆς Λογοτεχνίας; Τὸ ὅτι ἀποτυπώνοντας τὸν βίο του πάνω στὸ χαρτὶ ξεδιπλώνει ἕνα μεγάλο κομμάτι τῆς ζωῆς τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὅτι ἡ ἱστορία του εἶναι περισσότερο ἀπὸ μία ἱστορία γεγονότων. Εἶναι μἰα ἱστορία τῶν συναισθημάτων τοῦ λαοῦ του...πὼς αὐτὸς ὁ ἀγράμματος καὶ ταπεινὸς γιὰ τὴν ἀμάθειά του μέσα ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἀπελέκητο γράψιμο ἀναδεικνύει μία σπάνια καλλιέργεια καὶ εὐαισθησία...πὼς πέρα ἀπὸ τὴν καταγραφὴ σημαντικῶν ἱστορικῶν γεγονότων, τὴν κριτικὴ ποὺ ἀσκεῖ, τὸν ἀντίλογο στὸ ψεῦδος καὶ τὴν ὑποκρισία, τὴ δίψα γιὰ δικαιοσύνη, μᾶς προσφέρει ἕνα μεγάλο μάθημα ἐθνικῆς αὐτογνωσίας. Κι ὅλα τοῦτα χαράζοντας στὸ χαρτὶ τὴ γλώσσα ποὺ μιλάει μὲ τὴ ρουμελιώτικη προφορά, ἀποτυπώνοντας τὴν ἴδια του τὴ φωνὴ μὲ σοφία, ἐκφραστικὴ ἀμεσότητα καὶ ἁπλότητα καὶ μὲ τὴ μαστοριὰ τοῦ προικισμένου λαϊκοῦ ἀφηγητῆ[1].
Ἡ πίστη τοῦ Μακρυγιάννη
Ἀπὸ
μικρὸς ὁ Μακρυγιάννης φαίνεται πὼς ἔζησε σὲ ἕνα εκκλησιαστικό
περιβάλλον. Σὲ ὅλες τὶς σημαντικὲς στιγμὲς τῆς ζωῆς του, ἐπικαλείται τὸν
Θεό καὶ προσεύχεται. Εὐρισκόμενος στὴν Πάτρα καὶ καταζητούμενος,
ἀναγκάζεται νὰ φύγει ἀπὸ τὸ ρωσικό προξενεῖο, ὅπου εἶχε καταφύγει:
«Ἴσασα τὴς πιστόλες μου, τὸ γιαταγάνι μου, ἔκαμα τὴν προσευκή μου»[2]…
Ὅταν ἀργότερα θὰ γλυτώσει ἀπὸ κάποια χαμένη μάχη κουτσαίνοντας , καὶ θὰ βρεῖ τροφὴ ἀπὸ κάποιον περαστικό, θὰ ἀποδώσει καὶ τὰ δύο γεγονότα στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Μόλις, μάλιστα ἔμαθε πὼς σώθηκε καὶ ὁ Γκούρας: «Τότε δοξάσαμεν τὸν Θεὸν καὶ κάμαμε τὰ μεγαλύτερα γλέντια καὶ τραγούδια»[3].
Σὲ ἄλλη περίπτωση πρὶν τὴ μάχη φέρνει παπά, λειτουργᾶνε καὶ κοινωνοῦν ὅλοι[4].
Ἀκόμη πιὸ ἔντονα φαίνεται ἡ πίστη του ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὄτι ζητᾶ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ συγχωρέςῃ καὶ ὅσους ἔβλαψαν τὸν Ἀγώνα[5], στοιχίζοντας τὰ τοῦ Θεοῦ ὑψηλότερα ἀπὸ τὰ τοῦ Καίσαρος.
Στὰ 1844 πῆγε καὶ προσκύνησε τὴν Μεγαλόχαρη στὴν Τῆνο[6].
Ἀλλὰ καὶ ἀργότερα ὁ Μακρυγιάννης συνεχίζει τὴν συνεπὴ λατρευτικὴ καὶ μυστηριακὴ ζωή του: «Ἔρχεται ὁ σεβάσμιος ἀγαθὸς δεσπότης Μπουντουνίτζας- ἔρχεται πάντοτες· μὲ ξεμολογάει ἐμένα καὶ τὴν οἰκογένειάν μου»[7].
Ἀλλὰ καὶ ὅταν τὸν ἀπέκλεισαν στὸ σπίτι του κατὰ τὴν Ἐπανάσταση τῆς 3ης Σεπτεμβρίου 1843, πρῶτα στὴν ἄνωθεν βοήθεια προσέφυγε καὶ προσευχόμενος ἔλαβε «φώτισιν καὶ θάρρος»[8].
Στὰ γραπτὰ καὶ στὴν πολιτικὴ πρακτικὴ τοῦ Μακρυγιάννη ὑπάρχει ἕνα κεντρικὸ ζητούμενο, ποὺ σχετίζεται μὲ τὴν πίστη του:
Ὅταν ἀργότερα θὰ γλυτώσει ἀπὸ κάποια χαμένη μάχη κουτσαίνοντας , καὶ θὰ βρεῖ τροφὴ ἀπὸ κάποιον περαστικό, θὰ ἀποδώσει καὶ τὰ δύο γεγονότα στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Μόλις, μάλιστα ἔμαθε πὼς σώθηκε καὶ ὁ Γκούρας: «Τότε δοξάσαμεν τὸν Θεὸν καὶ κάμαμε τὰ μεγαλύτερα γλέντια καὶ τραγούδια»[3].
Σὲ ἄλλη περίπτωση πρὶν τὴ μάχη φέρνει παπά, λειτουργᾶνε καὶ κοινωνοῦν ὅλοι[4].
Ἀκόμη πιὸ ἔντονα φαίνεται ἡ πίστη του ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὄτι ζητᾶ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ συγχωρέςῃ καὶ ὅσους ἔβλαψαν τὸν Ἀγώνα[5], στοιχίζοντας τὰ τοῦ Θεοῦ ὑψηλότερα ἀπὸ τὰ τοῦ Καίσαρος.
Στὰ 1844 πῆγε καὶ προσκύνησε τὴν Μεγαλόχαρη στὴν Τῆνο[6].
Ἀλλὰ καὶ ἀργότερα ὁ Μακρυγιάννης συνεχίζει τὴν συνεπὴ λατρευτικὴ καὶ μυστηριακὴ ζωή του: «Ἔρχεται ὁ σεβάσμιος ἀγαθὸς δεσπότης Μπουντουνίτζας- ἔρχεται πάντοτες· μὲ ξεμολογάει ἐμένα καὶ τὴν οἰκογένειάν μου»[7].
Ἀλλὰ καὶ ὅταν τὸν ἀπέκλεισαν στὸ σπίτι του κατὰ τὴν Ἐπανάσταση τῆς 3ης Σεπτεμβρίου 1843, πρῶτα στὴν ἄνωθεν βοήθεια προσέφυγε καὶ προσευχόμενος ἔλαβε «φώτισιν καὶ θάρρος»[8].
Στὰ γραπτὰ καὶ στὴν πολιτικὴ πρακτικὴ τοῦ Μακρυγιάννη ὑπάρχει ἕνα κεντρικὸ ζητούμενο, ποὺ σχετίζεται μὲ τὴν πίστη του:
Ἡ ἔννοια τοῦ δικαίου καὶ τοῦ κοινοῦ καλοῦ
Ἡ
ἔννοια αὐτὴ εἶναι τόσο κεντρικὴ στὴ σκέψη τοῦ Μακρυγιάννη, ὥστε τὴν
προβάλει ἀκόμη καὶ στοὺς Τούρκους. Παρουσίαζει ἕναν ξάδελφο τοῦ Ἀλῆ παςᾶ
νὰ μιλᾶ γιὰ τοὺς Ἕλληνες καὶ νὰ λέει: «Νἄχουν αὐτεῖνοι δικαιοσύνη, νὰ
πάρῃ τέλος νὰ ἡσυχάσουμε καὶ ἐμεῖς οἱ Τοῦρκοι, ὅτι πλέον μᾶς ἔγινε
χαράμι ἀπὸ τὸν Θεὸν τὸ βασίλειόν μας, ὅτι φύγαμε ἀπὸ τὴν δικαιοσύνη
του»[9].
Γιὰ τὸν ἑαυτό του δὲ γράφει τὰ ἑξῆς:
«Πήγα εγώ εις την Αγία Ειρήνη, ήταν ο λαός συνασμένος, γιομάτα όλα τα σοκάκια. Τους λέγω, «Τι με θέλετε, αδελφοί;» - Να λάβης πολίτες εις το χέρι σου από μας και να σταθείς εδώ εις την εκκλησίαν δια την ασφάλειαν μας». Τους έβαλα κι΄ εγώ μίαν μικρή ομιλίαν, τους είπα πολλά, ότι. «Η αρετή κι΄ ο πατριωτισμός και η φρονιμάδα κάνουν την πατρίδα να υπάρξη και να ευτυχήση. Η κακία και η ΄διοτέλεια χάνουν την πατρίδα, και την χάνουν και ζημιώνονται όσοι μένουν ζωντανοί. Το λοιπόν φωνάζετε εμένα να σταθώ εις την ευταξίαν σας; Αν έχετε αρετή κι ομόνοια, θα ευλογήση ο Θεός τα έργα σας και θα σας φωτίση εις το καλό και θα σας σώση, αυτός οπού σας έσωσε από την τυραγνία των Τούρκων, αυτός οπού σας ανάστησε και κάμετε την τρίτη Σεπτεμβρίου, κι επιστάτησε μόνος του τόσους μήνες και δεν μάτωσε μύτη σε όλο το Κράτος. Παρακαλέστε τον Θεόν και τώρα να κάμη το έλεός του σ΄εμάς τους αμαρτωλούς και να φέρει και τώρα την ευλογίαν του. Εγώ ένα μπαστούνι έχω εις το χέρι μου - αν η αφεντιά σας δεν έχετε αρετή κι΄ομόνοιαν, τι να σας κάμω εγώ;». Μου λένε γενικώς με μίαν φωνή. «Ότι μας ειπής εσύ θ΄ακολουθήσωμεν - Κι εγώ αν σας απατήσω, ας δώσω λόγον εις τον Θεόν. Εγώ δεν γνωρίζω φατρίες και να με θεωρή άλλος φίλο του κι άλλος οχτρό. Γενικώς όλους σας σας θεωρώ αδελφούς, ότι με διορίζετε όλοι και πρέπει να μην είμαι αναντίος κανενού. Και να δίνετε τους ψήφους σας ελεύτερους, όθεν θελήση κάθε ένας. Εμένα (καθώς είχα μιλήσει) μη μου δίνετε».
Οἱ ὅροι ἰδιοτέλεια καὶ κακία στὸν λόγο τοῦ Μακρυγιάννη χάνουν κάθε ἡθικιστικὸ περιεχόμενο καὶ ἀποκτοῦν τὴν ἀρχέγονη πολιτικὴ σημασία τους, ὡς φορεῖς διάσπασης καὶ διάλυσης τῶν κοινωνιῶν.
Μάλιστα ὁ στρατηγὸς τονίζει τὸ ἀδιέξοδο τῆς ἰδιοτέλειας καὶ τῆς κακίας, οἱ ὁποῖες δὲν δύνανται νὰ καταστήσουν εὐτυχή, αὐτὸν ποὺ τὶς ἐφαρμόζει. Τὸ συμφερὸν τοῦ καθενὸς ἔγκειται στὸ συμφέρον τοῦ συνόλου, ἀκόμη καὶ ἂν δημιουργεῖται ἐνίοτε ἡ ψευδαίσθηση πὼς ἡ ἀδικία μπορεῖ νὰ ἐπιφέρει προσωπικὸ ὄφελος. Λέει στὸν Γκούρα: «Τώρα βάνουν ἐσένα νὰ σκοτώςῃς τὸν Δυσσέα· αὔριον θα βάλουν ἐμένα, σκοτώνω ἐσένα. Καὶ νὰ τὸ καρτερῇς»[10].
Γιὰ νὰ καταστῆ ὅμως ἐφικτὴ ἡ ἐπιδίωξη του κοινοῦ καλοῦ, ἀπαιτεῖται μία σειρὰ ἀπὸ πολιτικὲς ἀρετές, ὅπως αὐτὴ τῆς συγχώρεσης.
Γιὰ τὸν ἑαυτό του δὲ γράφει τὰ ἑξῆς:
«Πήγα εγώ εις την Αγία Ειρήνη, ήταν ο λαός συνασμένος, γιομάτα όλα τα σοκάκια. Τους λέγω, «Τι με θέλετε, αδελφοί;» - Να λάβης πολίτες εις το χέρι σου από μας και να σταθείς εδώ εις την εκκλησίαν δια την ασφάλειαν μας». Τους έβαλα κι΄ εγώ μίαν μικρή ομιλίαν, τους είπα πολλά, ότι. «Η αρετή κι΄ ο πατριωτισμός και η φρονιμάδα κάνουν την πατρίδα να υπάρξη και να ευτυχήση. Η κακία και η ΄διοτέλεια χάνουν την πατρίδα, και την χάνουν και ζημιώνονται όσοι μένουν ζωντανοί. Το λοιπόν φωνάζετε εμένα να σταθώ εις την ευταξίαν σας; Αν έχετε αρετή κι ομόνοια, θα ευλογήση ο Θεός τα έργα σας και θα σας φωτίση εις το καλό και θα σας σώση, αυτός οπού σας έσωσε από την τυραγνία των Τούρκων, αυτός οπού σας ανάστησε και κάμετε την τρίτη Σεπτεμβρίου, κι επιστάτησε μόνος του τόσους μήνες και δεν μάτωσε μύτη σε όλο το Κράτος. Παρακαλέστε τον Θεόν και τώρα να κάμη το έλεός του σ΄εμάς τους αμαρτωλούς και να φέρει και τώρα την ευλογίαν του. Εγώ ένα μπαστούνι έχω εις το χέρι μου - αν η αφεντιά σας δεν έχετε αρετή κι΄ομόνοιαν, τι να σας κάμω εγώ;». Μου λένε γενικώς με μίαν φωνή. «Ότι μας ειπής εσύ θ΄ακολουθήσωμεν - Κι εγώ αν σας απατήσω, ας δώσω λόγον εις τον Θεόν. Εγώ δεν γνωρίζω φατρίες και να με θεωρή άλλος φίλο του κι άλλος οχτρό. Γενικώς όλους σας σας θεωρώ αδελφούς, ότι με διορίζετε όλοι και πρέπει να μην είμαι αναντίος κανενού. Και να δίνετε τους ψήφους σας ελεύτερους, όθεν θελήση κάθε ένας. Εμένα (καθώς είχα μιλήσει) μη μου δίνετε».
Οἱ ὅροι ἰδιοτέλεια καὶ κακία στὸν λόγο τοῦ Μακρυγιάννη χάνουν κάθε ἡθικιστικὸ περιεχόμενο καὶ ἀποκτοῦν τὴν ἀρχέγονη πολιτικὴ σημασία τους, ὡς φορεῖς διάσπασης καὶ διάλυσης τῶν κοινωνιῶν.
Μάλιστα ὁ στρατηγὸς τονίζει τὸ ἀδιέξοδο τῆς ἰδιοτέλειας καὶ τῆς κακίας, οἱ ὁποῖες δὲν δύνανται νὰ καταστήσουν εὐτυχή, αὐτὸν ποὺ τὶς ἐφαρμόζει. Τὸ συμφερὸν τοῦ καθενὸς ἔγκειται στὸ συμφέρον τοῦ συνόλου, ἀκόμη καὶ ἂν δημιουργεῖται ἐνίοτε ἡ ψευδαίσθηση πὼς ἡ ἀδικία μπορεῖ νὰ ἐπιφέρει προσωπικὸ ὄφελος. Λέει στὸν Γκούρα: «Τώρα βάνουν ἐσένα νὰ σκοτώςῃς τὸν Δυσσέα· αὔριον θα βάλουν ἐμένα, σκοτώνω ἐσένα. Καὶ νὰ τὸ καρτερῇς»[10].
Γιὰ νὰ καταστῆ ὅμως ἐφικτὴ ἡ ἐπιδίωξη του κοινοῦ καλοῦ, ἀπαιτεῖται μία σειρὰ ἀπὸ πολιτικὲς ἀρετές, ὅπως αὐτὴ τῆς συγχώρεσης.
Ἡ συγχώρεση
Τὴν θεωροῦσε ὕψιστη κοινωνικὴ ἐπιταγή, ἀλλὰ καὶ ἐνδόμυχη ἐσωτερικὴ ἀνάγκη γιὰ τὸν ἴδιο. Ἐξάρει ὅσα παραδείγματά της συναντᾶ:
Ἀφοῦ σημειώνει πὼς ὁ Γῶγος Μπακόλας εἶχε σκοτώσει τὸν πατέρα τοῦ Νότη Μπότσαρη, βάζει τὸν τελευταῖο νὰ λέει στὸν πρῶτο κατὰ τὸν κοινὸ ἀγώνα: «Ὅ,τι εἶχε γίνῃ τότε καὶ σκότωσες τὸν ἄνθρωπό μας, σ’ ἔβαλε ὁ τύραγνος. Αὐτὰ τώρα ἀλησμονήθηκαν καὶ εἰς τὸ ἑξῆς εἴμαστε φίλοι καὶ ἀδελφοί. Καὶ νὰ τηράξωμεν τὸ ἔργον τοῦτο. Καὶ φιλιώθηκαν»[11].
Ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος, ὅταν ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ βλάψει τὸν ἐχθρό του, προτιμᾶ νὰ τὸν συγχωρέσει. Σὲ κάποιον Παπαδόπουλο, ποὺ τὸν εἶχε κατατρέξει παλιότερα στὴν Ἄρτα, ὅταν τὸν συνέλαβε τοῦ εἶπε:
«Ὅ,τι θέλησες ἐσὺ νὰ κάμῃς σ ἐμένα μὲ τὴν βοήθεια τῶν Τούρκων, μὲ γλύτωσε ὁ Θεός· σ’ ἔχω τώρα εἰς τὸ χέρι νὰ σ’ ἀφανίσω μ’ ὅλη σου τὴ φαμελιάν. Δὲν σοῦ τὸ κάνω»[12].
Ἀλλὰ καὶ ἀργότερα κατὰ τὸν ἐμφύλιο, ποὺ τὰ πνεύματα ἦταν ἰδιαίτερα ὀξυμένα γράφει γιὰ τὸν Νικηταρᾶ:
«Μοῦ παραγγέλνει ὁ Νικήτας (ὅτι φύλαγα εἰς τὸ κεφαλόβρυσον, εἰς τοὺς Μύλους), μοῦ παραγγέλνει ὅτι θἀρθῇ καὶ θὰ μὲ πάγῃ κυνηγῶντας ὡς τὴν Ρούμελη κι ὅπου θὰ μὲ πιάςῃ, θὰ σκίςῃ τὰ νεῦρα τῶν ποδαριῶν μου νὰ μὲ κρεμάςῃ ἀνάποδα. Ἐγὼ τοῦ εἶπα νὰ κοπιάςῃ· κι ἂν τὸν πιάσω ἐγώ, δὲ θὰ τοῦ κάμω αὐτά· θὰ φᾶμε καὶ θὰ πιοῦμε μαζί, ὅτ’ εἶναι ἀγαθὸς ἀγωνιστὴς καὶ πατριώτης.[…] Τοὺς ριχτήκαμε ἀπάνου τους καὶ τοὺς τζακίσαμε καὶ τοὺς πήγαμε κυνηγῶντας ὡς κοντὰ εἰς τὸ Μέρμπακα· κοντέψαμε νὰ φᾶμε τὸ βράδυ ψωμὶ μὲ τὸν ἀδελφόν μου Νικήτα· ἀπὸ τρίχα γλύτωσε»[13].
Ἐδὼ ἔγκειται τὸ μεγαλεῖο τοῦ Ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, σὲ αὐτὴ τὴν ἀδυσώπητη συγχωρητικότητα, ἡ ὁποία εἶναι ἕτοιμη πάντα νὰ προσφέρει ἢ καὶ ἀκόμη νὰ προσφερθεῖ.
Ἀφοῦ σημειώνει πὼς ὁ Γῶγος Μπακόλας εἶχε σκοτώσει τὸν πατέρα τοῦ Νότη Μπότσαρη, βάζει τὸν τελευταῖο νὰ λέει στὸν πρῶτο κατὰ τὸν κοινὸ ἀγώνα: «Ὅ,τι εἶχε γίνῃ τότε καὶ σκότωσες τὸν ἄνθρωπό μας, σ’ ἔβαλε ὁ τύραγνος. Αὐτὰ τώρα ἀλησμονήθηκαν καὶ εἰς τὸ ἑξῆς εἴμαστε φίλοι καὶ ἀδελφοί. Καὶ νὰ τηράξωμεν τὸ ἔργον τοῦτο. Καὶ φιλιώθηκαν»[11].
Ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος, ὅταν ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ βλάψει τὸν ἐχθρό του, προτιμᾶ νὰ τὸν συγχωρέσει. Σὲ κάποιον Παπαδόπουλο, ποὺ τὸν εἶχε κατατρέξει παλιότερα στὴν Ἄρτα, ὅταν τὸν συνέλαβε τοῦ εἶπε:
«Ὅ,τι θέλησες ἐσὺ νὰ κάμῃς σ ἐμένα μὲ τὴν βοήθεια τῶν Τούρκων, μὲ γλύτωσε ὁ Θεός· σ’ ἔχω τώρα εἰς τὸ χέρι νὰ σ’ ἀφανίσω μ’ ὅλη σου τὴ φαμελιάν. Δὲν σοῦ τὸ κάνω»[12].
Ἀλλὰ καὶ ἀργότερα κατὰ τὸν ἐμφύλιο, ποὺ τὰ πνεύματα ἦταν ἰδιαίτερα ὀξυμένα γράφει γιὰ τὸν Νικηταρᾶ:
«Μοῦ παραγγέλνει ὁ Νικήτας (ὅτι φύλαγα εἰς τὸ κεφαλόβρυσον, εἰς τοὺς Μύλους), μοῦ παραγγέλνει ὅτι θἀρθῇ καὶ θὰ μὲ πάγῃ κυνηγῶντας ὡς τὴν Ρούμελη κι ὅπου θὰ μὲ πιάςῃ, θὰ σκίςῃ τὰ νεῦρα τῶν ποδαριῶν μου νὰ μὲ κρεμάςῃ ἀνάποδα. Ἐγὼ τοῦ εἶπα νὰ κοπιάςῃ· κι ἂν τὸν πιάσω ἐγώ, δὲ θὰ τοῦ κάμω αὐτά· θὰ φᾶμε καὶ θὰ πιοῦμε μαζί, ὅτ’ εἶναι ἀγαθὸς ἀγωνιστὴς καὶ πατριώτης.[…] Τοὺς ριχτήκαμε ἀπάνου τους καὶ τοὺς τζακίσαμε καὶ τοὺς πήγαμε κυνηγῶντας ὡς κοντὰ εἰς τὸ Μέρμπακα· κοντέψαμε νὰ φᾶμε τὸ βράδυ ψωμὶ μὲ τὸν ἀδελφόν μου Νικήτα· ἀπὸ τρίχα γλύτωσε»[13].
Ἐδὼ ἔγκειται τὸ μεγαλεῖο τοῦ Ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, σὲ αὐτὴ τὴν ἀδυσώπητη συγχωρητικότητα, ἡ ὁποία εἶναι ἕτοιμη πάντα νὰ προσφέρει ἢ καὶ ἀκόμη νὰ προσφερθεῖ.
Κριτικὴ στοὺς προσκυνημένους
Παρότι
ὁ Μακρυγιάννης εἶναι ἰδιαίτερα συγχωρητικός, σὲ αὐτὸν ποὺ τὸν βλάπτει
προσωπικά, εἶναι ἀμείλικτος μὲ ὅσους βλάπτουν τὴν πατρίδα. Θεωρεῖ, ὅπως
καὶ σύνολη ἡ πολιτικὴ παράδοση τοῦ Ἑλληνισμοῦ μαζί του, πὼς οἱ
ἀναλαμβάνοντες τὴν ἐξουσία ἔχουν εὐθύνη καὶ δὲν τοὺς συγχωρεῖται καμία
ἀδικία. Δὲν διστάζει νὰ τοὺς ἐπικρίνει ἀκόμη καὶ ἂν εἶναι ἄνθρωποι μὲ
τοὺς ὁποίους διατηρεῖ καλὲς σχέσεις, ὅπως ὁ Κωλέττης, γιὰ τὸν ὁποῖο
παραθέτει μαρτυρία τοῦ Τάτση Μαγγίνα, πὼς εἶχε στείλει γράμμα στὸν
Κιουταχὴ γιὰ νὰ γυρίσει μὲ τὸ μέρος του. Καὶ συμπληρώνει: «Παιδιὰ τῶν
Τούρκων ἔχομεν ὁποῦ μᾶς κυβερνοῦν, καὶ δυστυχία καὶ τῆς πατρίδος καὶ
ἐμᾶς. Κι ἄλλοι εἶναι παιδιὰ τῶν Τούρκων, ἄλλοι παιδιὰ ἀλλουνῶν χερότερων
ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἡ πατρὶς ἡ δυστυχὴς κυβέρνησιν δὲν εἶδε μὲ τὰ μάτια
της, οὔτε θὰ ἰδῇ. Κι ὁ Θεὸς νὰ βγάλῃ ἐμέναν ψεύτη κι ἄδικον κι αὐτοὺς
πατριῶτες κι ἀληθινούς»[14].
Κάνει λοιπὸν σαφὴ διάκριση ἀνάμεσα στὴν προσωπικὴ ἀδικία καὶ στὴν ἀδικία πρὸς τὸ σύνολο, τὴν πατρίδα.
Παρατηρεῖ μάλιστα πὼς τὸ φαινόμενο τῆς ἀδικίας εἶναι διαχρονικὸ στὴν ἱστορία τοῦ Ἑλληνισμοῦ. «Ὅτι αὐτὸ εἶναι πατρογονικόν· ὅποιος δουλεύει πατριωτικῶς αὐτὸ τὸ βραβεῖον ἔχει. Καὶ οἱ Ἀθηναῖγοι τοῦ Θεμιστοκλῆ αὐτείνη τὴν ἀνταμοιβὴ τὄκαμαν κι ἀλλουνῶν πολλῶν. Ὄχι ὅμως ὅταν ἦταν ἡ πατρὶς σὲ κίντυνον· ὅταν ἡσύχαζε»[15]. Παράλληλα ὅμως μὲ τὴν ἀσχήμια, τὴν ἀδικία, τὴν προδοσία, παραθέτει τὸν ἡρωισμὸ καὶ τὴ θυσία: «Σ τὴν θέσιν ὁποῦ ἐπέθανες ἐσύ, Λεωνίδα, μὲ τοὺς τρακόσιους σου, πέθαναν κι αὐτεῖνοι διὰ τὴν θρησκεία καὶ πατρίδα (Καὶ ἦταν τυχεροὶ ὁποῦ πέθαναν ἐνδόξως καὶ γλύτωσαν ἀπὸ τὸν πατριωτισμὸν τοῦ Κωλέτη, τοῦ Μαυροκορδάτου, τοῦ Μεταξᾶ κι ἀλλουνῶν τέτοιων πατριώτων)»[16].
Ἡ πεμπτουσία ὅμως τοῦ κοινοῦ καλοῦ, του συμφέροντος γιὰ τὴν Ἑλλάδα εἶναι κατὰ Μακρυγιάννη ἡ ἐλευθερία.
Κάνει λοιπὸν σαφὴ διάκριση ἀνάμεσα στὴν προσωπικὴ ἀδικία καὶ στὴν ἀδικία πρὸς τὸ σύνολο, τὴν πατρίδα.
Παρατηρεῖ μάλιστα πὼς τὸ φαινόμενο τῆς ἀδικίας εἶναι διαχρονικὸ στὴν ἱστορία τοῦ Ἑλληνισμοῦ. «Ὅτι αὐτὸ εἶναι πατρογονικόν· ὅποιος δουλεύει πατριωτικῶς αὐτὸ τὸ βραβεῖον ἔχει. Καὶ οἱ Ἀθηναῖγοι τοῦ Θεμιστοκλῆ αὐτείνη τὴν ἀνταμοιβὴ τὄκαμαν κι ἀλλουνῶν πολλῶν. Ὄχι ὅμως ὅταν ἦταν ἡ πατρὶς σὲ κίντυνον· ὅταν ἡσύχαζε»[15]. Παράλληλα ὅμως μὲ τὴν ἀσχήμια, τὴν ἀδικία, τὴν προδοσία, παραθέτει τὸν ἡρωισμὸ καὶ τὴ θυσία: «Σ τὴν θέσιν ὁποῦ ἐπέθανες ἐσύ, Λεωνίδα, μὲ τοὺς τρακόσιους σου, πέθαναν κι αὐτεῖνοι διὰ τὴν θρησκεία καὶ πατρίδα (Καὶ ἦταν τυχεροὶ ὁποῦ πέθαναν ἐνδόξως καὶ γλύτωσαν ἀπὸ τὸν πατριωτισμὸν τοῦ Κωλέτη, τοῦ Μαυροκορδάτου, τοῦ Μεταξᾶ κι ἀλλουνῶν τέτοιων πατριώτων)»[16].
Ἡ πεμπτουσία ὅμως τοῦ κοινοῦ καλοῦ, του συμφέροντος γιὰ τὴν Ἑλλάδα εἶναι κατὰ Μακρυγιάννη ἡ ἐλευθερία.
Οἱ Ἕλληνες καὶ ἡ Ἐλευθερία
Στὴ σκέψη του οἱ ἔννοιες Ἑλλάδα καὶ Ἐλευθερία εἶναι
ταυτισμένες. Ὁ Ἕλληνας ζεῖ μόνο ἐλεύθερος, παρότι ἡ ἐλευθερία του εἶναι
ἕνα διαρκὲς ἀγώνισμα καὶ κατακτᾶται μὲ θυσίες. Παροιμιώδης ἔχει μείνει ἡ
ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε στὸν Γάλλο ναύαρχο Δεριγνύ, ὅταν αὐτὸς παρατήρησε
πὼς οἱ δυνάμεις τοῦ Μακρυγιάννη δὲν ἐπαρκούσαν γιὰ νὰ ἀντιμετωπιστεῖ ὁ
Ἰμπραήμ:
«Κι ἂν εἴμαστε ὀλίγοι εἰς τὸ πλῆθος τοῦ Μπραΐμη, παρηγοριώμαστε μ’ ἕναν τρόπον, ὅτι ἡ τύχη μᾶς ἔχει τοὺς Ἕλληνες πάντοτε ὀλίγους. Ὅτι ἀρχὴ καὶ τέλος, παλαιόθεν καὶ ὡς τώρα, ὅλα τὰ θερία πολεμοῦν νὰ μᾶς φᾶνε καὶ δὲν μποροῦνε· τρῶνε ἀπὸ μᾶς καὶ μένει καὶ μαγιά»[17]. Γιὰ νὰ συμπληρώσει λίγο ἀργότερα:
«Ἐμεῖς ἀπ’ οὗλα εἴμαστε ἀδύνατοι· ὅμως ὁ Θεὸς φυλάγει καὶ τοὺς ἀδυνάτους»[18].
Ἡ ἐλευθερία βέβαια ὀφείλεται στὴ γενναιοψυχία καὶ πηγάζει ἀπὸ αὐτήν. «Τὸ δ’ ἐλεύθερον, τὸ εὔψυχον» κατὰ τὸν ἀρχαῖο πρόγονο Θουκυδίδη, μὲ τὸν ὁποῖο πέρα ἀπὸ αὐτὴ τὴν θέση ὁ Μακρυγιάννης μοιράζεται τὴν κοινὴ ἰδιότητα τοῦ πολεμιστῆ καὶ συγγραφέα. «Ἀφοῦ ἦρθαν πολλὰ πλησίον οἱ Τοῦρκοι εἰς τὰ ταμπούρια μας, δὲν μποροῦσα νὰ βαστήξω τοὺς ἀθάνατους Ἕλληνες· ἔγιναν ὅλοι λιοντάρια- ἐγὼ ἤμουν ὁ χερότερος»[19].
Αὐτὰ κατὰ τὴν Ἐπανάσταση. Κατόπιν ὁ μεγαλύτερο κίνδυνος γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδος προέρχεται ἀπὸ τοὺς Δυτικούς.
«Κι ἂν εἴμαστε ὀλίγοι εἰς τὸ πλῆθος τοῦ Μπραΐμη, παρηγοριώμαστε μ’ ἕναν τρόπον, ὅτι ἡ τύχη μᾶς ἔχει τοὺς Ἕλληνες πάντοτε ὀλίγους. Ὅτι ἀρχὴ καὶ τέλος, παλαιόθεν καὶ ὡς τώρα, ὅλα τὰ θερία πολεμοῦν νὰ μᾶς φᾶνε καὶ δὲν μποροῦνε· τρῶνε ἀπὸ μᾶς καὶ μένει καὶ μαγιά»[17]. Γιὰ νὰ συμπληρώσει λίγο ἀργότερα:
«Ἐμεῖς ἀπ’ οὗλα εἴμαστε ἀδύνατοι· ὅμως ὁ Θεὸς φυλάγει καὶ τοὺς ἀδυνάτους»[18].
Ἡ ἐλευθερία βέβαια ὀφείλεται στὴ γενναιοψυχία καὶ πηγάζει ἀπὸ αὐτήν. «Τὸ δ’ ἐλεύθερον, τὸ εὔψυχον» κατὰ τὸν ἀρχαῖο πρόγονο Θουκυδίδη, μὲ τὸν ὁποῖο πέρα ἀπὸ αὐτὴ τὴν θέση ὁ Μακρυγιάννης μοιράζεται τὴν κοινὴ ἰδιότητα τοῦ πολεμιστῆ καὶ συγγραφέα. «Ἀφοῦ ἦρθαν πολλὰ πλησίον οἱ Τοῦρκοι εἰς τὰ ταμπούρια μας, δὲν μποροῦσα νὰ βαστήξω τοὺς ἀθάνατους Ἕλληνες· ἔγιναν ὅλοι λιοντάρια- ἐγὼ ἤμουν ὁ χερότερος»[19].
Αὐτὰ κατὰ τὴν Ἐπανάσταση. Κατόπιν ὁ μεγαλύτερο κίνδυνος γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδος προέρχεται ἀπὸ τοὺς Δυτικούς.
Ξενοκρατία
Ἡ
ἐπέμβαση τῶν ξένων δυνάμεων στὴν Ἑλλάδα, τόσο μὲ τὴν ἐπιβολὴ τοῦ Ὄθωνα,
ὅσο καὶ μὲ τὴν παρουσία τους στὸ ἑλληνικὸ κράτος στὰ πρῶτα τριάντα
χρόνια τῆς ὕπαρξής του, ἀποτελεῖ γιὰ τὸν Μακρυγιάννη σκλαβιὰ χειρότερη
ἀπὸ αὐτὴ τῶν Τούρκων. Κατανοεῖ ἄμεσα, πὼς ἡ ἐπιρροή τους εἶναι βαθύτερη
ἀπὸ αὐτὴ τῶν Ὀθωμανῶν καὶ πὼς δύναται νὰ καταστῆ ἀπειλητικὴ γιὰ τὴν ἴδια
τὴν ὕπαρξη καὶ ἰδιοσυστασία τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Οἱ Τούρκοι, λόγῳ τῆς
μεγάλης πολιτισμικῆς καὶ θρησκευτικῆς διαφορᾶς δὲν μποροῦσαν νὰ
ἀλλοτριώσουν τὸν Ἑλληνισμό, ὁ ὁποῖος διατηρήθηκε μέσα στὴν Ὀθωμανικὴ
Αὐτοκρατορία. Μὲ τοὺς Εὐρωπαίους ὅμως διαβλέπει πὼς τὸ κακὸ θὰ εἶναι
μεγαλύτερο καὶ βαθύτερο.
Μάλιστα ἔδωσε καὶ εἰκαστικὴ ἔκφραση στὴν πεποίθησή του πὼς ὁ Ἕλληνας εἶναι ἰδιαίτερος, ἀνάδελφος κατὰ τὴν φράση τοῦ Χ. Σαρτζετάκη, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ὁμοιωθεῖ μὲ τὸν Εὐρωπαῖο. Μαρτυρᾶ ὁ ἴδιος πὼς στὸ περιβόλι του εἶχε φτιάξει ἕνα μωσαϊκό, στὸ ὁποῖο εἰκονιζόταν ἕνας χορός καὶ στὸ μέσο ἕνας Ἕλληνας καὶ ἕνας Εὐρωπαῖος. «Ὁ φραγκοφορεμένος θέλει τὸν δικό του χορό, ὁ Ἕλληνας τὸν δικό του καὶ θὰ μαλλώσουνε ὀγλήγορα, ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ μάθῃ ἕνας τοῦ ἄλλου τὸ χορό»[20].
Οἱ παρεμβάσεις βέβαια τῶν Εὐρωπαίων γιὰ νὰ εὐδοκιμήσουν πρέπει νὰ βροῦν καὶ Ἕλληνες ἕτοιμους νὰ τὶς δεχτοῦν. «Ἀπὸ αὐτὰ ὅλα ἡ πατρίδα κλονίζεται, ἀπὸ τὴς ὁδηγίες τὴς πατρικὲς τῶν Πρέσβεων καὶ δικῶ μας ξενολάτρων»[21].
Γράφει συγκεκριμένα: «Ποῖον βάρβαρον ἔθνος ἔκαμε ὅσα κάνει τὸ Γαλλικὸν ἔθνος σ’ ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνες;[22]» Καὶ συνεχίζει: «Ἀφοῦ ὁ Θεὸς τοὺς λυπήθη καὶ θέλει νὰ τοὺς ἀναστήςῃ, οἱ ἄνθρωποι τοὺς καταπολεμοῦν νὰ τοὺς φᾶνε, νὰ τοὺς χάσουνε, νὰ τοὺς σβύσουνε νὰ μὴν ξαναειπωθοῦν Ἕλληνες. Καὶ τὶ σᾶς ἔκαμεν αὐτὸ τ’ ὄνομα τῶν Ἑλλήνων ἐσᾶς τῶν γενναίων ἀντρῶν τῆς Εὐρώπης, ἐσᾶς τῶν προκομμένων, ἐσᾶς τῶν πλούσιων;[23]» Ἀλλοῦ πάλι γράφει γιὰ τοὺς Εὐρωπαίους καὶ τὸ ρόλο τοὺς στὴν Ἐπανάσταση καὶ τὴν Ἀνεξαρτησία: «Οἱ ἀνθρωποφάγοι φτόνησαν αὐτὸ καὶ μᾶς ἔσπειραν τὴν ἀρετή τους, διχόνοια, φατρία, κατασκοπεία, τὴς ἀκαθαρσίες τὴς δικές τους, κ’ ἔφκειασαν τὴν πατρίδα μας παλιόψαθα»[24].
Μάλιστα μένει τόσο ἀκραιφνῶς Ἕλληνας, ὥστε ὅταν τοῦ προτάθηκε νὰ γίνει ὑποδιοικητὴς τῆς χωροφυλακῆς, μία θέση περιζήτητη γιὰ τοὺς ἄνεργους καὶ περιθωριοποιημένους ἀγωνιστές, ἀρνήθηκε λόγῳ τοῦ ἤθους του διοικητῆ καὶ τοῦ γεγονότος πὼς ἔπρεπε νὰ βγάλει τὴ φουστανέλα καὶ νὰ φορέσει στολὴ φράγκικη[25].
Διαβλέπει μάλιστα πὼς τὸ σχέδιο ἀλλοτρίωσης τοῦ Ἑλληνισμοῦ περνᾶ γιὰ τοὺς Εὐρωπαίους μέσα ἀπὸ τὴν προώθηση τῆς ἀπιστίας τῶν Ἑλλήνων, ποὺ μὲ κάθε μέσο προώθησαν οἱ Βαυαροί. «Εἰς τὸν καιρὸν τῆς Τουρκιᾶς μίαν πέτρα δὲν πείραξαν ἀπὸ τὰ παλιοκκλήσια· κι αὐτεῖνοι οἱ ἀπατεῶνες σύνδεσαν τὰ συνφέροντά τους μὲ τοὺς μολεμένους […] καὶ μᾶς χάλασαν τὰ μοναστήρια καὶ τὴς ἐκκλησιές μας- μαγαρίζουν μέσα κι ἄλλες ἔγιναν ἀχούρια»[26].
Φαίνεται νὰ ἔχει κατανοήσει πλήρως τὴν εὐρωπαϊκὴ ἀπέχθεια γιὰ τὴν ὀρθοδοξία: «Μάθαινα ἀπὸ ἀνθρώπους τίμιους ὅτι ἡ κατήχηση τῶν ξένων ἀναντίον τῆς θρησκείας μας προοδεύει. Τότε κάπνισαν τὰ μάτια μου»[27]. Ὅμως, τὸ σχέδιο γιὰ νὰ πληγεῖ τὸ λαϊκὸ θρησκευτικὸ αἴσθημα ἦταν καλὰ ὀργανωμένο: «Γνωρίζομεν τὴς ἐνέργειες τὴς μυστικὲς τῶν ξένων ὁποῦ ἐργάζονται διὰ τὴν θρησκεία μας – θρησκείαν δὲν ἀλλάζομεν ἐμεῖς, οὔτε τὴν πουλοῦμεν»[28]! Σὲ κάθε περίπτωση πάντως ὁ ἴδιος δηλώνει τὴν ἀπόφασή του νὰ ἀγωνιστεῖ κατὰ τῆς ἀλλοτρίωσης καὶ τοῦ ἐκδυτικισμοῦ: «Ὅταν μοῦ πειράζουν τὴν πατρίδα μου καὶ θρησκεία μου, θὰ μιλήσω, θὰ νεργήσω κι ὅ,τι θέλουν ἂς μοῦ κάμουν»[29].
Ὁ Μακρυγιάννης στὸ τέλος τῶν Ἀπομνημονευμάτων του μας ἐξηγεῖ καὶ τὸ λόγο ποὺ τὸν παρακίνησε στὴ συγγραφή τους καὶ ποὺ δὲν εἶναι ἄλλος βέβαια ἀπὸ τὸ κοινὸ καλό.
«Ἀδελφοὶ ἀναγνῶστες, οὔτε δόξες θέλω, οὔτε τὴς ζητῶ- οὔτε μοῦ δίνουν. Καὶ διὰ κεῖνο τραβήχτηκα καὶ σκαλίζω τὸν κῆπο μου ὅταν εἶμαι γερός, εἰδὲ φυλάγω τὸ στρῶμα μου. Τοῦ ἀναθέματος νὰ εἶμαι ἂν ἔχω διοτέλεια διὰ ὅσους μιλῶ ἐδῶ μέσα. Ἡ πατρίδα, ἡ θρησκεία, ἡ ἠθικὴ εἰς τὴν κοινωνία εἶναι τὸ πλέον ἀγαπημένον εἰς τὸν ἄνθρωπον τὸν τίμιον. Εἰς αὐτείνη τὴν κοινωνία θὰ ζήσω κ’ ἐγὼ καὶ τὰ παιδιά μου καὶ δὲν μοῦ μένει ἐλπίδα καὶ φωνάζω. Καὶ δι’ αὐτὸ γράφω ἀπαλέκητα γράμματα, ὄχι ὅμως νὰ λείπῃ ἀπὸ αὐτὰ ἡ ἀλήθεια»[30].
Ὁ ἴδιος δὲν γράφει γιὰ νὰ προβάλει τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ «ὄχι νὰ πορνεύουν τὴν ἀρετὴ καὶ νὰ καταπατοῦν τὸν νόμον καὶ νἄχουν τὴν ἐπιρροὴ γιὰ ἱκανότη. Ἐγὼ τἄγραψα αὐτὰ ὅλα κι ὅποιος ἀπ’ ὅσους μιλῶ προσωπικῶς στοχάζεται ὅτι τὸν ἀδικῶ καὶ εἶναι κακία μου κι ὄχι ἀλήθεια, ἔχει τὸ ἐλεύτερον νὰ γράψῃ κι ἀναντίον μου ὅ,τι λάθη ἔκαμα εἰς τὸν ἀγῶνα τῆς πατρίδος· ὄχι ὅμως παθητικῶς, ἀλλὰ συντροφεμένος μὲ τὴν ἀλήθεια, μὲ τὴν παρατήρησιν.[…] Κ’ ἐγὼ ἔκαμα λάθη καὶ κάνω· ἄνθρωπος εἶμαι. Καὶ πρέπει νὰ γράφωνται καὶ τὰ καλά μας καὶ τὰ κακά μας»[31].
Μάλιστα ἡ αὐτοκριτική του προχωρεῖ περισσότερο, ὅταν ἐξηγεῖ τὰ κίνητρα γιὰ τὸν ἔλεγχο τῶν πολιτικῶν προσώπων στὸν ὁποῖο προβαίνει: «Τὸν Μεταξᾶ τὸν ἔχω καὶ κουμπάρο καὶ σύντροφο σὲ μίαν μεταβολή, τὸν Κωλέτη κουμπάρο, τὸ Μαυροκορδάτο τὸ ἴδιον –στενὸς φίλος ἀπὸ ἐξαρχῆς μ’ ὅλους. Δὲν τοὺς τὰ γράφω αὐτὰ ὡς ὀχτρός. Ἐκεῖνα ὁποῦ ἔπραξαν γράφω.[…] Μπορῶ ὡς ἄνθρωπος, κι ἀγράμματος κι ἁπλός, νἄκαμα περισσότερα, καὶ δὲν τὸ αἰστάνομαι ἢ δὲν μπορῶ νὰ δικάσω τοῦ λόγου μου μόνος μου. Κάθε ἄνθρωπος εἰς τὸν ἑαυτό του κάνει τὸν συνήγορον, ἀλλὰ ἄλλες παρατήρησες θὰ κάμῃ ἡ κατηγορία»[32].
Ὡς πραγματικὸς Ἕλληνας πάντα θέτει τὸν ἑαυτό του κάτω ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἢ καλύτερα τὸν ὑποτάσσει στὸ σύνολο καὶ τὸ κοινὸ καλό: «Κι ἀφοῦ ὁ Θεὸς θέλησε νὰ κάμῃ νεκρανάστασιν εἰς τὴν πατρίδα μου, νὰ τὴν λευτερώςῃ ἀπὸ τὴν τυραγνίαν τῶν Τούρκων, ἀξίωσε κ’ ἐμένα νὰ δουλέψω κατὰ δύναμη λιγώτερον ἀπὸ τὸν χειρώτερον πατριώτη μου Ἕλληνα. […] Ἕνα πρᾶγμα μόνον μὲ παρακίνησε κ’ ἐμένα νὰ γράψω, ὅτι τούτην τὴν πατρίδα τὴν ἔχομεν ὅλοι μαζί, καὶ σοφοὶ κι ἀμαθεῖς καὶ πλούσιοι καὶ φτωχοὶ καὶ πολιτικοὶ καὶ στρατιωτικοὶ καὶ οἱ πλέον μικρότεροι ἄνθρωποι· ὅσοι ἀγωνιστήκαμεν, ἀναλόγως ὁ καθείς, ἔχομεν νὰ ζήσωμεν ἐδῶ. […] Εἴμαστε εἰς τὸ ἐμεῖς κι ὄχι εἰς τὸ ἐγώ»[33].
Στὶς μέρες μας, αὐτὴ ἡ τελευταία φράση, νομίζω, ἀποτελεῖ τὴν πλέον επίκαιρη παρακαταθήκη, τὸ σπουδαιότερο κληροδότημα τοῦ Μακρυγιάννη στὸν Ἑλληνισμό.
[1] Βλ. http://book.culture.gr/Fakeloi/makrygiannis/biografia.htm
[2] Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη, «Ἀπομνημονεύματα», Κείμενο – Εἰσαγωγή – Σημειώσεις: Γιάννη Βλαχογιάννη, Ἀθήνα χχ., τ. Α΄, 104.
[3] Ἀπ., τ. Α΄, 153.
[4] Ἀπ., τ. Α΄, 220.
[5] Ἀπ., τ. Β΄, 330.
[6] Ἀπ., τ. Β΄, 398.
[7] Ἀπ., τ. Β΄, 424.
[8] Ἀπ., τ. Β΄, 434.
[9] Ἀπ., τ. Α΄, 109.
[10] Ἀπ., τ. Α΄, 156.
[11] Ἀπ., τ. Α΄, 117.
[12] Ἀπ., τ. Α΄, 125.
[13] Ἀπ., τ. Α΄, 190-1.
[14] Ἀπ., τ. Α΄, 137.
[15] Ἀπ., τ. Α΄, 141.
[16] Ἀπ., τ. Α΄, 147.
[17] Ἀπ., τ. Α΄, 239.
[18] Ἀπ., τ. Α΄, 242.
[19] Ἀπ., τ. Α΄, 281.
[20] Ἀπ., τ. Β΄, 404.
[21] Ἀπ., τ. Β΄, 408.
[22] Ἀπ., τ. Β΄, 341.
[23] Ἀπ., τ. Β΄, 342-3.
[24] Ἀπ., τ. Β΄, 346.
[25] Ἀπ., τ. Β΄, 360.
[26] Ἀπ., τ. Β΄, 392.
[27] Ἀπ., τ. Β΄, 484.
[28] Ἀπ., τ. Β΄, 484.
[29] Ἀπ., τ. Β΄, 485.
[30] Ἀπ., τ. Β΄, 461.
[31] Ἀπ., τ. Β΄, 522.
[32] Ἀπ., τ. Β΄, 520.
[33] Ἀπ., τ. Β΄, 521-2.
Μάλιστα ἔδωσε καὶ εἰκαστικὴ ἔκφραση στὴν πεποίθησή του πὼς ὁ Ἕλληνας εἶναι ἰδιαίτερος, ἀνάδελφος κατὰ τὴν φράση τοῦ Χ. Σαρτζετάκη, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ὁμοιωθεῖ μὲ τὸν Εὐρωπαῖο. Μαρτυρᾶ ὁ ἴδιος πὼς στὸ περιβόλι του εἶχε φτιάξει ἕνα μωσαϊκό, στὸ ὁποῖο εἰκονιζόταν ἕνας χορός καὶ στὸ μέσο ἕνας Ἕλληνας καὶ ἕνας Εὐρωπαῖος. «Ὁ φραγκοφορεμένος θέλει τὸν δικό του χορό, ὁ Ἕλληνας τὸν δικό του καὶ θὰ μαλλώσουνε ὀγλήγορα, ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ μάθῃ ἕνας τοῦ ἄλλου τὸ χορό»[20].
Οἱ παρεμβάσεις βέβαια τῶν Εὐρωπαίων γιὰ νὰ εὐδοκιμήσουν πρέπει νὰ βροῦν καὶ Ἕλληνες ἕτοιμους νὰ τὶς δεχτοῦν. «Ἀπὸ αὐτὰ ὅλα ἡ πατρίδα κλονίζεται, ἀπὸ τὴς ὁδηγίες τὴς πατρικὲς τῶν Πρέσβεων καὶ δικῶ μας ξενολάτρων»[21].
Γράφει συγκεκριμένα: «Ποῖον βάρβαρον ἔθνος ἔκαμε ὅσα κάνει τὸ Γαλλικὸν ἔθνος σ’ ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνες;[22]» Καὶ συνεχίζει: «Ἀφοῦ ὁ Θεὸς τοὺς λυπήθη καὶ θέλει νὰ τοὺς ἀναστήςῃ, οἱ ἄνθρωποι τοὺς καταπολεμοῦν νὰ τοὺς φᾶνε, νὰ τοὺς χάσουνε, νὰ τοὺς σβύσουνε νὰ μὴν ξαναειπωθοῦν Ἕλληνες. Καὶ τὶ σᾶς ἔκαμεν αὐτὸ τ’ ὄνομα τῶν Ἑλλήνων ἐσᾶς τῶν γενναίων ἀντρῶν τῆς Εὐρώπης, ἐσᾶς τῶν προκομμένων, ἐσᾶς τῶν πλούσιων;[23]» Ἀλλοῦ πάλι γράφει γιὰ τοὺς Εὐρωπαίους καὶ τὸ ρόλο τοὺς στὴν Ἐπανάσταση καὶ τὴν Ἀνεξαρτησία: «Οἱ ἀνθρωποφάγοι φτόνησαν αὐτὸ καὶ μᾶς ἔσπειραν τὴν ἀρετή τους, διχόνοια, φατρία, κατασκοπεία, τὴς ἀκαθαρσίες τὴς δικές τους, κ’ ἔφκειασαν τὴν πατρίδα μας παλιόψαθα»[24].
Μάλιστα μένει τόσο ἀκραιφνῶς Ἕλληνας, ὥστε ὅταν τοῦ προτάθηκε νὰ γίνει ὑποδιοικητὴς τῆς χωροφυλακῆς, μία θέση περιζήτητη γιὰ τοὺς ἄνεργους καὶ περιθωριοποιημένους ἀγωνιστές, ἀρνήθηκε λόγῳ τοῦ ἤθους του διοικητῆ καὶ τοῦ γεγονότος πὼς ἔπρεπε νὰ βγάλει τὴ φουστανέλα καὶ νὰ φορέσει στολὴ φράγκικη[25].
Διαβλέπει μάλιστα πὼς τὸ σχέδιο ἀλλοτρίωσης τοῦ Ἑλληνισμοῦ περνᾶ γιὰ τοὺς Εὐρωπαίους μέσα ἀπὸ τὴν προώθηση τῆς ἀπιστίας τῶν Ἑλλήνων, ποὺ μὲ κάθε μέσο προώθησαν οἱ Βαυαροί. «Εἰς τὸν καιρὸν τῆς Τουρκιᾶς μίαν πέτρα δὲν πείραξαν ἀπὸ τὰ παλιοκκλήσια· κι αὐτεῖνοι οἱ ἀπατεῶνες σύνδεσαν τὰ συνφέροντά τους μὲ τοὺς μολεμένους […] καὶ μᾶς χάλασαν τὰ μοναστήρια καὶ τὴς ἐκκλησιές μας- μαγαρίζουν μέσα κι ἄλλες ἔγιναν ἀχούρια»[26].
Φαίνεται νὰ ἔχει κατανοήσει πλήρως τὴν εὐρωπαϊκὴ ἀπέχθεια γιὰ τὴν ὀρθοδοξία: «Μάθαινα ἀπὸ ἀνθρώπους τίμιους ὅτι ἡ κατήχηση τῶν ξένων ἀναντίον τῆς θρησκείας μας προοδεύει. Τότε κάπνισαν τὰ μάτια μου»[27]. Ὅμως, τὸ σχέδιο γιὰ νὰ πληγεῖ τὸ λαϊκὸ θρησκευτικὸ αἴσθημα ἦταν καλὰ ὀργανωμένο: «Γνωρίζομεν τὴς ἐνέργειες τὴς μυστικὲς τῶν ξένων ὁποῦ ἐργάζονται διὰ τὴν θρησκεία μας – θρησκείαν δὲν ἀλλάζομεν ἐμεῖς, οὔτε τὴν πουλοῦμεν»[28]! Σὲ κάθε περίπτωση πάντως ὁ ἴδιος δηλώνει τὴν ἀπόφασή του νὰ ἀγωνιστεῖ κατὰ τῆς ἀλλοτρίωσης καὶ τοῦ ἐκδυτικισμοῦ: «Ὅταν μοῦ πειράζουν τὴν πατρίδα μου καὶ θρησκεία μου, θὰ μιλήσω, θὰ νεργήσω κι ὅ,τι θέλουν ἂς μοῦ κάμουν»[29].
Ὁ Μακρυγιάννης στὸ τέλος τῶν Ἀπομνημονευμάτων του μας ἐξηγεῖ καὶ τὸ λόγο ποὺ τὸν παρακίνησε στὴ συγγραφή τους καὶ ποὺ δὲν εἶναι ἄλλος βέβαια ἀπὸ τὸ κοινὸ καλό.
«Ἀδελφοὶ ἀναγνῶστες, οὔτε δόξες θέλω, οὔτε τὴς ζητῶ- οὔτε μοῦ δίνουν. Καὶ διὰ κεῖνο τραβήχτηκα καὶ σκαλίζω τὸν κῆπο μου ὅταν εἶμαι γερός, εἰδὲ φυλάγω τὸ στρῶμα μου. Τοῦ ἀναθέματος νὰ εἶμαι ἂν ἔχω διοτέλεια διὰ ὅσους μιλῶ ἐδῶ μέσα. Ἡ πατρίδα, ἡ θρησκεία, ἡ ἠθικὴ εἰς τὴν κοινωνία εἶναι τὸ πλέον ἀγαπημένον εἰς τὸν ἄνθρωπον τὸν τίμιον. Εἰς αὐτείνη τὴν κοινωνία θὰ ζήσω κ’ ἐγὼ καὶ τὰ παιδιά μου καὶ δὲν μοῦ μένει ἐλπίδα καὶ φωνάζω. Καὶ δι’ αὐτὸ γράφω ἀπαλέκητα γράμματα, ὄχι ὅμως νὰ λείπῃ ἀπὸ αὐτὰ ἡ ἀλήθεια»[30].
Ὁ ἴδιος δὲν γράφει γιὰ νὰ προβάλει τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ «ὄχι νὰ πορνεύουν τὴν ἀρετὴ καὶ νὰ καταπατοῦν τὸν νόμον καὶ νἄχουν τὴν ἐπιρροὴ γιὰ ἱκανότη. Ἐγὼ τἄγραψα αὐτὰ ὅλα κι ὅποιος ἀπ’ ὅσους μιλῶ προσωπικῶς στοχάζεται ὅτι τὸν ἀδικῶ καὶ εἶναι κακία μου κι ὄχι ἀλήθεια, ἔχει τὸ ἐλεύτερον νὰ γράψῃ κι ἀναντίον μου ὅ,τι λάθη ἔκαμα εἰς τὸν ἀγῶνα τῆς πατρίδος· ὄχι ὅμως παθητικῶς, ἀλλὰ συντροφεμένος μὲ τὴν ἀλήθεια, μὲ τὴν παρατήρησιν.[…] Κ’ ἐγὼ ἔκαμα λάθη καὶ κάνω· ἄνθρωπος εἶμαι. Καὶ πρέπει νὰ γράφωνται καὶ τὰ καλά μας καὶ τὰ κακά μας»[31].
Μάλιστα ἡ αὐτοκριτική του προχωρεῖ περισσότερο, ὅταν ἐξηγεῖ τὰ κίνητρα γιὰ τὸν ἔλεγχο τῶν πολιτικῶν προσώπων στὸν ὁποῖο προβαίνει: «Τὸν Μεταξᾶ τὸν ἔχω καὶ κουμπάρο καὶ σύντροφο σὲ μίαν μεταβολή, τὸν Κωλέτη κουμπάρο, τὸ Μαυροκορδάτο τὸ ἴδιον –στενὸς φίλος ἀπὸ ἐξαρχῆς μ’ ὅλους. Δὲν τοὺς τὰ γράφω αὐτὰ ὡς ὀχτρός. Ἐκεῖνα ὁποῦ ἔπραξαν γράφω.[…] Μπορῶ ὡς ἄνθρωπος, κι ἀγράμματος κι ἁπλός, νἄκαμα περισσότερα, καὶ δὲν τὸ αἰστάνομαι ἢ δὲν μπορῶ νὰ δικάσω τοῦ λόγου μου μόνος μου. Κάθε ἄνθρωπος εἰς τὸν ἑαυτό του κάνει τὸν συνήγορον, ἀλλὰ ἄλλες παρατήρησες θὰ κάμῃ ἡ κατηγορία»[32].
Ὡς πραγματικὸς Ἕλληνας πάντα θέτει τὸν ἑαυτό του κάτω ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἢ καλύτερα τὸν ὑποτάσσει στὸ σύνολο καὶ τὸ κοινὸ καλό: «Κι ἀφοῦ ὁ Θεὸς θέλησε νὰ κάμῃ νεκρανάστασιν εἰς τὴν πατρίδα μου, νὰ τὴν λευτερώςῃ ἀπὸ τὴν τυραγνίαν τῶν Τούρκων, ἀξίωσε κ’ ἐμένα νὰ δουλέψω κατὰ δύναμη λιγώτερον ἀπὸ τὸν χειρώτερον πατριώτη μου Ἕλληνα. […] Ἕνα πρᾶγμα μόνον μὲ παρακίνησε κ’ ἐμένα νὰ γράψω, ὅτι τούτην τὴν πατρίδα τὴν ἔχομεν ὅλοι μαζί, καὶ σοφοὶ κι ἀμαθεῖς καὶ πλούσιοι καὶ φτωχοὶ καὶ πολιτικοὶ καὶ στρατιωτικοὶ καὶ οἱ πλέον μικρότεροι ἄνθρωποι· ὅσοι ἀγωνιστήκαμεν, ἀναλόγως ὁ καθείς, ἔχομεν νὰ ζήσωμεν ἐδῶ. […] Εἴμαστε εἰς τὸ ἐμεῖς κι ὄχι εἰς τὸ ἐγώ»[33].
Στὶς μέρες μας, αὐτὴ ἡ τελευταία φράση, νομίζω, ἀποτελεῖ τὴν πλέον επίκαιρη παρακαταθήκη, τὸ σπουδαιότερο κληροδότημα τοῦ Μακρυγιάννη στὸν Ἑλληνισμό.
[1] Βλ. http://book.culture.gr/Fakeloi/makrygiannis/biografia.htm
[2] Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη, «Ἀπομνημονεύματα», Κείμενο – Εἰσαγωγή – Σημειώσεις: Γιάννη Βλαχογιάννη, Ἀθήνα χχ., τ. Α΄, 104.
[3] Ἀπ., τ. Α΄, 153.
[4] Ἀπ., τ. Α΄, 220.
[5] Ἀπ., τ. Β΄, 330.
[6] Ἀπ., τ. Β΄, 398.
[7] Ἀπ., τ. Β΄, 424.
[8] Ἀπ., τ. Β΄, 434.
[9] Ἀπ., τ. Α΄, 109.
[10] Ἀπ., τ. Α΄, 156.
[11] Ἀπ., τ. Α΄, 117.
[12] Ἀπ., τ. Α΄, 125.
[13] Ἀπ., τ. Α΄, 190-1.
[14] Ἀπ., τ. Α΄, 137.
[15] Ἀπ., τ. Α΄, 141.
[16] Ἀπ., τ. Α΄, 147.
[17] Ἀπ., τ. Α΄, 239.
[18] Ἀπ., τ. Α΄, 242.
[19] Ἀπ., τ. Α΄, 281.
[20] Ἀπ., τ. Β΄, 404.
[21] Ἀπ., τ. Β΄, 408.
[22] Ἀπ., τ. Β΄, 341.
[23] Ἀπ., τ. Β΄, 342-3.
[24] Ἀπ., τ. Β΄, 346.
[25] Ἀπ., τ. Β΄, 360.
[26] Ἀπ., τ. Β΄, 392.
[27] Ἀπ., τ. Β΄, 484.
[28] Ἀπ., τ. Β΄, 484.
[29] Ἀπ., τ. Β΄, 485.
[30] Ἀπ., τ. Β΄, 461.
[31] Ἀπ., τ. Β΄, 522.
[32] Ἀπ., τ. Β΄, 520.
[33] Ἀπ., τ. Β΄, 521-2.
πηγή: orthodoxia-ellhnismos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας