Ὁ
Δικηγόρος Paul Coleman (ἔχει μετάσχει σὲ δεκάδες δίκες στὸ Διεθνὲς
Ποινικὸ Δικαστήριο, στὸ Εὐρωπαϊκὸ Δικαστήριο Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων, στὸ
Δικαστήριο τῆς ΕΕ, στὸ Διαμερικανικὸ Δικαστήριο Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων,
κ.λπ.) δημοσίευσε στὸ ἀμερικανικὸ περιοδικὸ First Things ἕνα ἀξιόλογο
ἄρθρο γιὰ τὶς κομμουνιστικὲς καταβολὲς τῆς σύγχρονης λογοκρισίας στὴν
Εὐρώπη καὶ ἐν γένει στὰ δυτικὰ κράτη μὲ τὴν ἐπίκληση τῆς καταπολέμησης
τῆς «ρητορικῆς μίσους»!
Ἀφορμὴ γιὰ τὴν παρέμβασή του ἀποτέλεσε ἡ πρόσφατη ὁμιλία τοῦ Ἀντιπροέδρου τῶν ΗΠΑ JD Vance στὸ Μόναχο μὲ τὴν ὁποία ἀνέδειξε τὸ καθεστὼς λογοκρισίας ποὺ ὑπάρχει σήμερα στὰ εὐρωπαϊκὰ κράτη.
Κάνοντας πολὺ εὔστοχες ἱστορικὲς ἀναδρομὲς ὁ Paul Coleman ἐπισημαίνει ὅτι τὰ πάλαι ποτὲ κομμουνιστικὰ κράτη ἦταν οἱ παγκόσμιοι πρωτοπόροι στοὺς περιορισμοὺς τῆς ἐλευθερίας τοῦ λόγου. Κατὰ τὴ διάρκεια... σύνταξης τῆς Οἰκουμενικῆς Διακήρυξης τῶν Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου τὸ 1947, οἱ δυτικὲς φιλελεύθερες δημοκρατίες μὲ ζέση ἐπιδίωξαν τὴν ἰσχυρὴ προστασία τῆς ἐλευθερίας τῆς ἔκφρασης. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, τὰ κομμουνιστικὰ κράτη διεκδικοῦσαν τὴν καθιέρωση περιορισμῶν στὴν ἐλευθερία τοῦ λόγου μὲ κύρια στόχευση τοὺς ἰδεολογικούς τους ἀντιπάλους.
Ὡς συνέπεια, τὸ ἄρθρο 19 τῆς τελικῆς ἔκδοσης τῆς Οἰκουμενικῆς Διακήρυξης τῶν Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου ποὺ ἐγκρίθηκε ἀπὸ τὴ Γενικὴ Συνέλευση τοῦ ΟΗΕ τὸ 1948, ἐγγυᾶται τὴν ἐλευθερία τοῦ λόγου, ἀλλὰ τὸ ἄρθρο 7 προβλέπει ἕνα κάπως ἀσαφὲς δικαίωμα προστασίας ἀπὸ τὴν «ὑποκίνηση σὲ διακρίσεις» - τὸν πρόδρομο τῶν μεταγενέστερων νόμων περὶ «ρητορικῆς μίσους».
Ὁ Paul Coleman σημειώνει στὸ ἐνδιαφέρον ἄρθρο του ὅτι τὸ ἄρθρο 4 τῆς Διεθνοῦς Σύμβασης γιὰ τὴν ἐξάλειψη ὅλων τῶν μορφῶν φυλετικῶν διακρίσεων (International Convention on the Elimination of All Forms of Racial Discrimination) εἶναι τὸ πιὸ ἐκτεταμένο νομοθετικὸ κείμενο ἀνάμεσα στοὺς διεθνεῖς κανόνες ποὺ ἀφοροῦν στὴ «ρητορικὴ μίσους». Υἱοθετήθηκε ἀπὸ τὴ Γενικὴ Συνέλευση τοῦ ΟΗΕ τὸ 1965 καὶ ἀπαιτεῖ ἀπὸ τὰ κράτη νὰ λάβουν «ἄμεσα καὶ θετικὰ μέτρα ποὺ ἀποσκοποῦν στὴν ἐξάλειψη κάθε ὑποκίνησης ἢ πράξης ... διακρίσεων». Ἐνῷ τότε ὁ ἐκπρόσωπος τῆς κομμουνιστικῆς Οὑγγαρίας δήλωσε ὅτι ἡ χώρα του δὲν θὰ ὑπέγραφε μιὰ σύμβαση ποὺ θὰ ἐπέτρεπε τὴ δράση φασιστικῶν ὀργανώσεων, ὁ Ἀμερικανὸς διπλωμάτης ὑποστήριξε ὅτι «οἱ πολῖτες πρέπει νὰ ἔχουν ἀκόμα τὸ δικαίωμα νὰ κάνουν λάθος» ὑπερασπιζόμενος τὴν ἐλευθερία τοῦ λόγου.
Τὸ Διεθνὲς Σύμφωνο γιὰ τὰ Ἀτομικὰ καὶ Πολιτικὰ Δικαιώματα τοῦ 1966 διῆλθε ἀπὸ παρόμοιες ἐντάσεις. Τὸ τελικὸ κείμενο περιλαμβάνει τὰ ἑξῆς στὸ ἄρθρο 20 παρ. 2: «Ἀπαγορεύεται διὰ νόμου κάθε προτροπὴ σὲ ἐθνικό, φυλετικὸ ἢ θρησκευτικὸ μῖσος ποὺ συνιστᾶ ὑποκίνηση σὲ διακρίσεις, ἐχθρότητα ἢ βία». Οἱ χῶρες ποὺ καταψήφισαν αὐτὸ τὸ ἄρθρο ἦταν ὅλες φιλελεύθερες δημοκρατίες. Ἀντίθετα, ἐκεῖνες ποὺ τάχθηκαν ὑπὲρ τῆς ἀπαγόρευσης τῆς «ρητορικῆς μίσους» ἦταν ὅλες κομμουνιστικές, μὲ ἐξαίρεση τὴν Ἱσπανία του Φράνκο.
Τὰ κομμουνιστικὰ καθεστῶτα ἔχουν πλέον καταρρεύσει, ἀλλὰ ἡ γλῶσσα καὶ ἡ λογικὴ ποὺ ἐπέβαλε τὸ σοβιετικὸ μπλὸκ ἔπαιξε σημαντικὸ ρόλο στὴν κρίση ποὺ διέρχεται σήμερα τὸ δικαίωμα στὴν ἐλευθερία τοῦ λόγου. Ἀποτελεῖ τραγικὴ εἰρωνεία τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ φιλελεύθερες δημοκρατίες ποὺ κάποτε ἀντιτάχθηκαν τόσο σθεναρὰ στοὺς προδρόμους τῶν σύγχρονων νόμων περὶ «ρητορικῆς μίσους» ἔχουν γίνει πλέον οἱ πιὸ ἐνθουσιώδεις ὑποστηρικτές τους.
Κάθε εὐρωπαϊκὴ χώρα ἔχει θεσπίσει νομοθεσία περὶ καταπολέμησης τῆς «ρητορικῆς μίσους» καί, στὶς περισσότερες περιπτώσεις, οἱ διωκτικὲς ἀρχὲς τὴν ἐφαρμόζουν μὲ ἰδιαίτερη προθυμία. Οἱ περισσότεροι Εὐρωπαῖοι ζοῦν ὑπὸ τὴν ἀπειλὴ ποινικῶν κυρώσεων γιὰ τὴν εἰρηνικὴ ἔκφραση τῆς ἄποψής τους. Στὸν ποινικὸ κώδικα τῆς Φινλανδίας, γιὰ παράδειγμα, ἡ «ρητορικὴ μίσους» ἐμπίπτει στὴν κατηγορία τῶν «ἐγκλημάτων πολέμου καὶ τῶν ἐγκλημάτων κατὰ τῆς ἀνθρωπότητας». Αὐτὸ συνετέλεσε στὴ συνεχιζόμενη ποινικὴ δίωξη τοῦ Φινλανδοῦ Βουλευτῆ Päivi Räsänen ἐπειδὴ ἔγραψε στὸ Χ (πρώην Twitter) ἕνα ἐδάφιο ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή.
Μεγάλο μέρος τῆς ἐπέκτασης τῶν ἐθνικῶν νομοθεσιῶν ποὺ ποινικοποιοῦν τὴν ἔκφραση εἰρηνικοῦ λόγου ὀφείλεται στὴν πίεση ποὺ ἀσκοῦν στὰ κράτη οἱ διεθνεῖς ὀργανισμοί. Ὁ Paul Coleman κάνει ἀναφορὰ σὲ ἕνα ἐντυπωσιακὸ παράδειγμα, ὅταν ἡ Ἐπιτροπὴ τοῦ ΟΗΕ γιὰ τὴν Ἐξάλειψη τῶν Φυλετικῶν Διακρίσεων (U.N. Committee on the Elimination of Racial Discrimination), ἐπιφορτισμένη μὲ τὴν παρακολούθηση τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ ὁμώνυμου Συμφώνου, περιέλαβε στὴν Ἔκθεσὴ τῆς πρὸς τὴν Αὐστρία τὸ 2008 καὶ τὸ ἑξῆς ἀπόσπασμα:
«Ἡ Ἐπιτροπή, ἂν καὶ χαιρετίζει τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ κράτος μέλος βρίσκεται σὲ διαδικασία ἀναθεώρησης τοῦ Ποινικοῦ Κώδικα, ἰδίως τοῦ ἄρθρου 283 ποὺ ἀφορᾶ τὸ ἀδίκημα τῆς ὑποκίνησης σὲ φυλετικὲς διακρίσεις, ἐκφράζει τὴν ἀνησυχία της γιὰ τὸν περιοριστικὸ χαρακτῆρα τῶν διατάξεών του, οἱ ὁποῖες περιορίζονται σὲ πράξεις ποὺ θέτουν σὲ κίνδυνο τὴ δημόσια τάξη καὶ οἱ ὁποῖες διαπράττονται κατὰ ἀτόμων ποὺ εἶναι μέλη ἐθνοτικῶν ὁμάδων. Ἡ Ἐπιτροπὴ ἐνθαρρύνει τὸ κράτος μέρος νὰ ὁλοκληρώσει τὴν ἀναθεώρηση τοῦ ποινικοῦ τοῦ κώδικα καὶ νὰ ἐπεκτείνει τὸ πεδίο ἐφαρμογῆς τοῦ ἄρθρου 283».
Ἡ Αὐστρία ἀνταποκρίθηκε μὲ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ νόμου της ὥστε νὰ ποινικοποιεῖται ἡ «λεκτικὴ παρενόχληση μιᾶς ὁμάδας μὲ τρόπο ποὺ προσβάλλει τὴν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια».
Στὴ συνέχεια ὁ ἔγκριτος Δικηγόρος ἀναφέρεται στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ θολὸς καὶ δυσερμήνευτος ὁρισμὸς τῆς «ρητορικῆς μίσους» ἔχει ὁδηγήσει σὲ εὐρεῖα καὶ ἰδεολογικὰ ὑποκινούμενη ἐπιβολὴ κυρώσεων. Τὸ Εὐρωπαϊκὸ Δικαστήριο Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων στὸ Στρασβοῦργο ἀναγνώρισε μὲ ἀπόφασή του τὸ 2012 ὅτι δὲν ὑπάρχει καθολικὰ ἀποδεκτὸς ὁρισμός της «ρητορικὴ μίσους» ἐνῷ ἕνα ἐγχειρίδιο τῆς UNESCO τοῦ 2015 διαπιστώνει ὅτι «ἡ δυνατότητα εὕρεσης ἑνὸς καθολικὰ ἀποδεκτοῦ ὁρισμοῦ φαίνεται ἀπίθανη».
Αὐτὴ ἡ ἀσάφεια εἶναι στρατηγικὴ ἐπιλογή. Ὁ χαρακτηρισμὸς τοῦ λόγου ὡς «ρητορικῆς μίσους» εἶναι ἕνα ἀποτελεσματικὸ ἐργαλεῖο γιὰ τὴν ποινικοποίηση ἀμφιλεγόμενων ἀπόψεων καὶ τὴν ἀπαγόρευση ἐπὶ τῆς οὐσίας τοῦ ἐλεύθερου καὶ δημοκρατικοῦ διαλόγου. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι τὸ κλίμα διάχυτης λογοκρισίας ποὺ εἶναι ἐμφανὲς σήμερα σὲ ὅλη τὴν Εὐρώπη.
Ὁ Paul Coleman προσθέτει ὅτι ὅταν συναντᾶμε τὶς προσπάθειες αἰτιολόγησης τῆς θέσπισης νόμων περὶ «ρητορικῆς μίσους» ἀπὸ τοὺς ὑποστηρικτές τους, δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε τὶς ἱστορικὲς ρίζες τῆς σύγχρονης λογοκρισίας στὴν Εὐρώπη. Τὰ κομμουνιστικὰ ἔθνη ποὺ ἀγωνίστηκαν ὑπὲρ τῆς θέσπισης περιορισμῶν τοῦ λόγου σὲ κείμενα τοῦ διεθνοῦς δίκαιου σίγουρα δὲν καλλιέργησαν ἕνα ἰδεατὸ πρότυπο κοινωνίας ἀλλὰ ἐκεῖ οἱ διακρίσεις καὶ ἡ ἀδικία ἦταν διαδεδομένες καὶ ἡ κρατικὴ λογοκρισία συνοδευόταν καὶ μὲ τὴν κρατικὴ βία.
Ὁ ἀρθρογράφος τελειώνοντας τὴν παρέμβασή του θέτει ἕνα καίριο ἐρώτημα: γιατί ἡ Εὐρώπη ἐπέτρεψε τὶς λογικὲς σοβιετικοῦ τύπου νὰ διέπουν τὴ σύγχρονη ἀντίληψή της γιὰ τὴν ἐλευθερία τοῦ λόγου;
Καὶ καταλήγει ὅτι οἱ σύγχρονοι ὑποστηρικτὲς τῶν νόμων περὶ «ρητορικῆς μίσους» ἴσως νὰ ἔχουν σὲ σχέση μὲ τοὺς κομμουνιστὲς ὁμόφρονές τους πιὸ ἀλτρουιστικὲς φιλοδοξίες, ἀλλὰ ὁ στόχος εἶναι ὁ ἴδιος: ἡ ἑδραίωση τῆς ἐξουσίας στὰ χέρια τοῦ κράτους. Ἡ Εὐρώπη πρέπει νὰ ἀποβάλει αὐτὴ τὴν ὕπουλη κομμουνιστικὴ κληρονομιὰ καὶ νὰ ἐπαναπροσδιορίσει τὶς θεμελιώδεις ἐλευθερίες ποὺ στηρίζουν τὴν ἀληθινὴ δημοκρατία.
Ἀφορμὴ γιὰ τὴν παρέμβασή του ἀποτέλεσε ἡ πρόσφατη ὁμιλία τοῦ Ἀντιπροέδρου τῶν ΗΠΑ JD Vance στὸ Μόναχο μὲ τὴν ὁποία ἀνέδειξε τὸ καθεστὼς λογοκρισίας ποὺ ὑπάρχει σήμερα στὰ εὐρωπαϊκὰ κράτη.
Κάνοντας πολὺ εὔστοχες ἱστορικὲς ἀναδρομὲς ὁ Paul Coleman ἐπισημαίνει ὅτι τὰ πάλαι ποτὲ κομμουνιστικὰ κράτη ἦταν οἱ παγκόσμιοι πρωτοπόροι στοὺς περιορισμοὺς τῆς ἐλευθερίας τοῦ λόγου. Κατὰ τὴ διάρκεια... σύνταξης τῆς Οἰκουμενικῆς Διακήρυξης τῶν Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου τὸ 1947, οἱ δυτικὲς φιλελεύθερες δημοκρατίες μὲ ζέση ἐπιδίωξαν τὴν ἰσχυρὴ προστασία τῆς ἐλευθερίας τῆς ἔκφρασης. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, τὰ κομμουνιστικὰ κράτη διεκδικοῦσαν τὴν καθιέρωση περιορισμῶν στὴν ἐλευθερία τοῦ λόγου μὲ κύρια στόχευση τοὺς ἰδεολογικούς τους ἀντιπάλους.
Ὡς συνέπεια, τὸ ἄρθρο 19 τῆς τελικῆς ἔκδοσης τῆς Οἰκουμενικῆς Διακήρυξης τῶν Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου ποὺ ἐγκρίθηκε ἀπὸ τὴ Γενικὴ Συνέλευση τοῦ ΟΗΕ τὸ 1948, ἐγγυᾶται τὴν ἐλευθερία τοῦ λόγου, ἀλλὰ τὸ ἄρθρο 7 προβλέπει ἕνα κάπως ἀσαφὲς δικαίωμα προστασίας ἀπὸ τὴν «ὑποκίνηση σὲ διακρίσεις» - τὸν πρόδρομο τῶν μεταγενέστερων νόμων περὶ «ρητορικῆς μίσους».
Ὁ Paul Coleman σημειώνει στὸ ἐνδιαφέρον ἄρθρο του ὅτι τὸ ἄρθρο 4 τῆς Διεθνοῦς Σύμβασης γιὰ τὴν ἐξάλειψη ὅλων τῶν μορφῶν φυλετικῶν διακρίσεων (International Convention on the Elimination of All Forms of Racial Discrimination) εἶναι τὸ πιὸ ἐκτεταμένο νομοθετικὸ κείμενο ἀνάμεσα στοὺς διεθνεῖς κανόνες ποὺ ἀφοροῦν στὴ «ρητορικὴ μίσους». Υἱοθετήθηκε ἀπὸ τὴ Γενικὴ Συνέλευση τοῦ ΟΗΕ τὸ 1965 καὶ ἀπαιτεῖ ἀπὸ τὰ κράτη νὰ λάβουν «ἄμεσα καὶ θετικὰ μέτρα ποὺ ἀποσκοποῦν στὴν ἐξάλειψη κάθε ὑποκίνησης ἢ πράξης ... διακρίσεων». Ἐνῷ τότε ὁ ἐκπρόσωπος τῆς κομμουνιστικῆς Οὑγγαρίας δήλωσε ὅτι ἡ χώρα του δὲν θὰ ὑπέγραφε μιὰ σύμβαση ποὺ θὰ ἐπέτρεπε τὴ δράση φασιστικῶν ὀργανώσεων, ὁ Ἀμερικανὸς διπλωμάτης ὑποστήριξε ὅτι «οἱ πολῖτες πρέπει νὰ ἔχουν ἀκόμα τὸ δικαίωμα νὰ κάνουν λάθος» ὑπερασπιζόμενος τὴν ἐλευθερία τοῦ λόγου.
Τὸ Διεθνὲς Σύμφωνο γιὰ τὰ Ἀτομικὰ καὶ Πολιτικὰ Δικαιώματα τοῦ 1966 διῆλθε ἀπὸ παρόμοιες ἐντάσεις. Τὸ τελικὸ κείμενο περιλαμβάνει τὰ ἑξῆς στὸ ἄρθρο 20 παρ. 2: «Ἀπαγορεύεται διὰ νόμου κάθε προτροπὴ σὲ ἐθνικό, φυλετικὸ ἢ θρησκευτικὸ μῖσος ποὺ συνιστᾶ ὑποκίνηση σὲ διακρίσεις, ἐχθρότητα ἢ βία». Οἱ χῶρες ποὺ καταψήφισαν αὐτὸ τὸ ἄρθρο ἦταν ὅλες φιλελεύθερες δημοκρατίες. Ἀντίθετα, ἐκεῖνες ποὺ τάχθηκαν ὑπὲρ τῆς ἀπαγόρευσης τῆς «ρητορικῆς μίσους» ἦταν ὅλες κομμουνιστικές, μὲ ἐξαίρεση τὴν Ἱσπανία του Φράνκο.
Τὰ κομμουνιστικὰ καθεστῶτα ἔχουν πλέον καταρρεύσει, ἀλλὰ ἡ γλῶσσα καὶ ἡ λογικὴ ποὺ ἐπέβαλε τὸ σοβιετικὸ μπλὸκ ἔπαιξε σημαντικὸ ρόλο στὴν κρίση ποὺ διέρχεται σήμερα τὸ δικαίωμα στὴν ἐλευθερία τοῦ λόγου. Ἀποτελεῖ τραγικὴ εἰρωνεία τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ φιλελεύθερες δημοκρατίες ποὺ κάποτε ἀντιτάχθηκαν τόσο σθεναρὰ στοὺς προδρόμους τῶν σύγχρονων νόμων περὶ «ρητορικῆς μίσους» ἔχουν γίνει πλέον οἱ πιὸ ἐνθουσιώδεις ὑποστηρικτές τους.
Κάθε εὐρωπαϊκὴ χώρα ἔχει θεσπίσει νομοθεσία περὶ καταπολέμησης τῆς «ρητορικῆς μίσους» καί, στὶς περισσότερες περιπτώσεις, οἱ διωκτικὲς ἀρχὲς τὴν ἐφαρμόζουν μὲ ἰδιαίτερη προθυμία. Οἱ περισσότεροι Εὐρωπαῖοι ζοῦν ὑπὸ τὴν ἀπειλὴ ποινικῶν κυρώσεων γιὰ τὴν εἰρηνικὴ ἔκφραση τῆς ἄποψής τους. Στὸν ποινικὸ κώδικα τῆς Φινλανδίας, γιὰ παράδειγμα, ἡ «ρητορικὴ μίσους» ἐμπίπτει στὴν κατηγορία τῶν «ἐγκλημάτων πολέμου καὶ τῶν ἐγκλημάτων κατὰ τῆς ἀνθρωπότητας». Αὐτὸ συνετέλεσε στὴ συνεχιζόμενη ποινικὴ δίωξη τοῦ Φινλανδοῦ Βουλευτῆ Päivi Räsänen ἐπειδὴ ἔγραψε στὸ Χ (πρώην Twitter) ἕνα ἐδάφιο ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή.
Μεγάλο μέρος τῆς ἐπέκτασης τῶν ἐθνικῶν νομοθεσιῶν ποὺ ποινικοποιοῦν τὴν ἔκφραση εἰρηνικοῦ λόγου ὀφείλεται στὴν πίεση ποὺ ἀσκοῦν στὰ κράτη οἱ διεθνεῖς ὀργανισμοί. Ὁ Paul Coleman κάνει ἀναφορὰ σὲ ἕνα ἐντυπωσιακὸ παράδειγμα, ὅταν ἡ Ἐπιτροπὴ τοῦ ΟΗΕ γιὰ τὴν Ἐξάλειψη τῶν Φυλετικῶν Διακρίσεων (U.N. Committee on the Elimination of Racial Discrimination), ἐπιφορτισμένη μὲ τὴν παρακολούθηση τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ ὁμώνυμου Συμφώνου, περιέλαβε στὴν Ἔκθεσὴ τῆς πρὸς τὴν Αὐστρία τὸ 2008 καὶ τὸ ἑξῆς ἀπόσπασμα:
«Ἡ Ἐπιτροπή, ἂν καὶ χαιρετίζει τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ κράτος μέλος βρίσκεται σὲ διαδικασία ἀναθεώρησης τοῦ Ποινικοῦ Κώδικα, ἰδίως τοῦ ἄρθρου 283 ποὺ ἀφορᾶ τὸ ἀδίκημα τῆς ὑποκίνησης σὲ φυλετικὲς διακρίσεις, ἐκφράζει τὴν ἀνησυχία της γιὰ τὸν περιοριστικὸ χαρακτῆρα τῶν διατάξεών του, οἱ ὁποῖες περιορίζονται σὲ πράξεις ποὺ θέτουν σὲ κίνδυνο τὴ δημόσια τάξη καὶ οἱ ὁποῖες διαπράττονται κατὰ ἀτόμων ποὺ εἶναι μέλη ἐθνοτικῶν ὁμάδων. Ἡ Ἐπιτροπὴ ἐνθαρρύνει τὸ κράτος μέρος νὰ ὁλοκληρώσει τὴν ἀναθεώρηση τοῦ ποινικοῦ τοῦ κώδικα καὶ νὰ ἐπεκτείνει τὸ πεδίο ἐφαρμογῆς τοῦ ἄρθρου 283».
Ἡ Αὐστρία ἀνταποκρίθηκε μὲ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ νόμου της ὥστε νὰ ποινικοποιεῖται ἡ «λεκτικὴ παρενόχληση μιᾶς ὁμάδας μὲ τρόπο ποὺ προσβάλλει τὴν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια».
Στὴ συνέχεια ὁ ἔγκριτος Δικηγόρος ἀναφέρεται στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ θολὸς καὶ δυσερμήνευτος ὁρισμὸς τῆς «ρητορικῆς μίσους» ἔχει ὁδηγήσει σὲ εὐρεῖα καὶ ἰδεολογικὰ ὑποκινούμενη ἐπιβολὴ κυρώσεων. Τὸ Εὐρωπαϊκὸ Δικαστήριο Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων στὸ Στρασβοῦργο ἀναγνώρισε μὲ ἀπόφασή του τὸ 2012 ὅτι δὲν ὑπάρχει καθολικὰ ἀποδεκτὸς ὁρισμός της «ρητορικὴ μίσους» ἐνῷ ἕνα ἐγχειρίδιο τῆς UNESCO τοῦ 2015 διαπιστώνει ὅτι «ἡ δυνατότητα εὕρεσης ἑνὸς καθολικὰ ἀποδεκτοῦ ὁρισμοῦ φαίνεται ἀπίθανη».
Αὐτὴ ἡ ἀσάφεια εἶναι στρατηγικὴ ἐπιλογή. Ὁ χαρακτηρισμὸς τοῦ λόγου ὡς «ρητορικῆς μίσους» εἶναι ἕνα ἀποτελεσματικὸ ἐργαλεῖο γιὰ τὴν ποινικοποίηση ἀμφιλεγόμενων ἀπόψεων καὶ τὴν ἀπαγόρευση ἐπὶ τῆς οὐσίας τοῦ ἐλεύθερου καὶ δημοκρατικοῦ διαλόγου. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι τὸ κλίμα διάχυτης λογοκρισίας ποὺ εἶναι ἐμφανὲς σήμερα σὲ ὅλη τὴν Εὐρώπη.
Ὁ Paul Coleman προσθέτει ὅτι ὅταν συναντᾶμε τὶς προσπάθειες αἰτιολόγησης τῆς θέσπισης νόμων περὶ «ρητορικῆς μίσους» ἀπὸ τοὺς ὑποστηρικτές τους, δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε τὶς ἱστορικὲς ρίζες τῆς σύγχρονης λογοκρισίας στὴν Εὐρώπη. Τὰ κομμουνιστικὰ ἔθνη ποὺ ἀγωνίστηκαν ὑπὲρ τῆς θέσπισης περιορισμῶν τοῦ λόγου σὲ κείμενα τοῦ διεθνοῦς δίκαιου σίγουρα δὲν καλλιέργησαν ἕνα ἰδεατὸ πρότυπο κοινωνίας ἀλλὰ ἐκεῖ οἱ διακρίσεις καὶ ἡ ἀδικία ἦταν διαδεδομένες καὶ ἡ κρατικὴ λογοκρισία συνοδευόταν καὶ μὲ τὴν κρατικὴ βία.
Ὁ ἀρθρογράφος τελειώνοντας τὴν παρέμβασή του θέτει ἕνα καίριο ἐρώτημα: γιατί ἡ Εὐρώπη ἐπέτρεψε τὶς λογικὲς σοβιετικοῦ τύπου νὰ διέπουν τὴ σύγχρονη ἀντίληψή της γιὰ τὴν ἐλευθερία τοῦ λόγου;
Καὶ καταλήγει ὅτι οἱ σύγχρονοι ὑποστηρικτὲς τῶν νόμων περὶ «ρητορικῆς μίσους» ἴσως νὰ ἔχουν σὲ σχέση μὲ τοὺς κομμουνιστὲς ὁμόφρονές τους πιὸ ἀλτρουιστικὲς φιλοδοξίες, ἀλλὰ ὁ στόχος εἶναι ὁ ἴδιος: ἡ ἑδραίωση τῆς ἐξουσίας στὰ χέρια τοῦ κράτους. Ἡ Εὐρώπη πρέπει νὰ ἀποβάλει αὐτὴ τὴν ὕπουλη κομμουνιστικὴ κληρονομιὰ καὶ νὰ ἐπαναπροσδιορίσει τὶς θεμελιώδεις ἐλευθερίες ποὺ στηρίζουν τὴν ἀληθινὴ δημοκρατία.
πηγή: orthodoxia-ellhnismos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας