Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής ΑΠΘ
Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων
Οι τρεις μεγάλοι Ιεράρχες της Οικουμένης δεν ήταν μόνον φιλάνθρωποι, επειδή πρόσφεραν ό, τι είχαν και δεν είχαν σε όσους είχαν ανάγκη, αλλά, κυρίως, επειδή πότισαν με διαχρονικά νάματα θεογνωσίας ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Με άλλα λόγια ερμήνευσαν στους ανθρώπους, με Θεία Σοφία, τόσο το τι πράττει, από αγάπη, ο Θεός για τον άνθρωπο όσο και το τι θέλει ο Θεός να κάνει ο άνθρωπος για τον εαυτό του και τον συνάνθρωπο.
Γι’ αυτό οι Τρεις Άγιοι Πατέρες δεν είναι μόνον προστάτες της Ελληνικής Παιδείας, αλλά και προστάτες και Παιδαγωγοί όλων των ανθρώπων, αφού ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και σημαντικά που μετέφεραν στην ανθρωπότητα, ως πνευματικοί φωστήρες του Θεού, ήταν το μήνυμα του Σωτήρα Χριστού, ότι ο άνθρωπος μπορεί να γίνει από θνητός, αθάνατος.
Οι άνθρωποι, πράγματι, εντός του Παραδείσου, πορεύονταν προς την αθανασία, καθώς ζούσαν κοντά στον Αθάνατο Θεό και τηρούσαν το θέλημα και τις οδηγίες του.
Όταν, όμως, λόγω κακής χρήσης της ελευθερίας τους, έπεσαν θύματα των αμαρτωλών διαβολών του πονηρού, παραβαίνοντας τις εντολές του Δημιουργού, τότε έχασαν την αρχέγονη σχέση τους με τον Αθάνατο θεό και εισήλθαν στη θνητότητα.
Όπως τονίζει και ο Απ. Παύλος: «Τα οψώνια της αμαρτίας θάνατος, το δε χάρισμα του Θεού ζωή αιώνιος εν Χριστώ Ιησού» (Οι συνέπειες της αμαρτίας είναι ο πνευματικός θάνατος, το δε δώρο του Θεού προς εκείνους που Τον υπακούν είναι η αιώνια ζωή, διά του Κυρίου Ιησού Χριστού» (Ρωμ. 6, 23).
Ο θάνατος, συνεπώς, δεν προέρχεται από τον Θεό, αλλά από την παρακοή των ανθρώπων, καθώς ο Θεός δεν δημιούργησε τον θάνατο για τον άνθρωπο, παρά μόνον την αθανασία.
Ο Θεός είναι αθάνατος και ο άνθρωπος, ως κατ΄ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού δημιούργημα, πλάστηκε, όχι εν ενεργεία αθάνατος αλλά με τη δυνατότητα να μετέχει στην αθανασία του Θεού.
Η Αγία Γραφή μας διδάσκει ότι «ο Θεός θάνατον ουκ εποίησεν, ουδέ τέρπεται επ’ απωλεία ζώντων, έκτισε γαρ εις το είναι τα πάντα» (Σοφ. Σολ. 1, 13-14). Δηλαδή, ο θάνατος δεν ήταν θέλημα και σχέδιο του Θεού καθώς, Εκείνος δεν θέλει τον θάνατο, αλλά την αθανασία των ανθρώπων.
Όταν ο Θεός έδωσε στους Πρωτόπλαστους την οδηγία να μη γευθούν τον καρπό του δένδρου της γνώσεως, ταυτόχρονα τους είπε: «Η δ’ αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, θανάτω αποθανείσθε» (Γέν. 2, 17).
Ο Αδάμ, ενώ γνώριζε το θέλημα του Θεού, δεν υπάκουσε σ’ αυτό. Αυτό είχε τραγικές συνέπειες τόσο για τον ίδιο όσο και για τους απογόνους του.
Ως καρπός της αμαρτίας ήλθε στον κόσμο ο θάνατος. «Δι’ ενός ανθρώπου», γράφει ο Απ. Παύλος, «η αμαρτία εις τον κόσμο εισήλθε και δια της αμαρτίας ο θάνατος, και ούτως εις πάντας ανθρώπους ο θάνατος διήλθεν, εφ’ ώ πάντες ήμαρτον» (Ρωμ. 5:12). Δηλαδή, δι’ ενός ανθρώπου εισήλθε η αμαρτία στον κόσμο και δια της αμαρτίας ο θάνατος.
Έτσι κληροδοτήθηκε ο θάνατος σ’ όλους τους ανθρώπους, διότι στο πρόσωπο του Αδάμ αμάρτησαν όλοι οι απόγονοί του.
Ο Αδάμ, εξαιτίας της παρακοής του, πέθανε διπλά. Ψυχικά, πέθανε τη στιγμή της αμαρτίας, χάνοντας την επικοινωνία του με τον Θεό, την οποία απολάμβανε ως τότε. Σωματικά πέθανε, πάλι, εξαιτίας της αμαρτίας.
Μ’ αυτό τον τρόπο όλο το ανθρώπινο γένος βρέθηκε κάτω από την κυριαρχία του διπλού αυτού θανάτου. Ο σωματικός θάνατος για τους Αγίους Πατέρες επετράπη από τον Θεό, ως ένα φάρμακο θείας ευεργεσίας και φιλανθρωπίας, «για να μη γίνει το κακό αθάνατο».
Μετά την πτώση των πρωτοπλάστων ο Θεός παραχώρησε να έλθει αμέσως ο θάνατος και η οδύνη, όχι για να τιμωρήσει αυτόν που αμάρτησε, αλλά για να προσφέρει φάρμακο στον άρρωστο.
Ο ψυχικός θάνατος, όμως, ο χωρισμός δηλαδή του ανθρώπου από τον Θεό, ήταν η μεγάλη συμφορά του ανθρώπου. Χρειάσθηκε να σαρκωθεί ο ίδιος ο Λόγος του Θεού, να σταυρωθεί, να ταφεί και στη συνέχεια να νικήσει τον θάνατο και να αναστηθεί.
Έτσι, χάρισε στους ανθρώπους την αθάνατη και αιώνια ζωή, τη σχέση δηλαδή και την κοινωνία που είχαν με τον Αθάνατο Θεό, επαναφέροντας την αρχέγονη κατάσταση στην ανθρώπινη φύση.
Ο Χριστός είναι ο Σωτήρας και ο Λυτρωτής των ανθρώπων, γιατί με την ενανθρώπισή του, χάρισε στους ανθρώπους αυτό που έχασαν στον Παράδεισο και τους δίδαξε ξανά τον τρόπο και τη δυνατότητα να μπορούν να ζουν κοντά στον Θεό, ενώνοντας στο πρόσωπό Του την ανθρώπινη φύση με τη θεία, «ασυγχύτως και αχωρίστως».
Ωστόσο, την οδηγία που είχε δώσει ο Θεός στον άνθρωπο, να υπακούει στις σωτήριες υποδείξεις του και να μην αμαρτάνει για να διατηρήσει την αθανασία, την επαναφέρει ο Ιησούς Χριστός και την διδάσκουν οι Άγιοι Πατέρες, ως προληπτική άσκηση των πιστών, προκειμένου να έχουν αυτό που τους χάρισε ο Θεάνθρωπος, τη δυνατότητα, δηλαδή, να είναι αθάνατοι.
Επομένως, με το ξεχωριστό και τιμητικό χάρισμα του κατ’ εικόνα και του καθ’ ομοίωσιν, δίνεται ξανά στους ανθρώπους από τον Θεό, εν δυνάμει, η δωρεά, δηλαδή, της αθανασίας που είχαν στον Παράδεισο, για να μπορούν να γίνουν πάλι εν Χριστώ αθάνατοι.
Ο Μ. Βασίλειος τονίζει ότι, με τη δωρεά του κατ’ εικόνα, ο Θεός πρόσφερε, τα απαραίτητα πνευματικά χαρίσματα για να μπορεί ο άνθρωπος να φτάνει στο καθ’ ομοίωσιν.
Έτσι, με το κατ’ εικόνα, ο άνθρωπος λαμβάνει, ως δωρεά, «την του γενέσθαι καθ’ ομοίωσιν δύναμιν», τις προϋποθέσεις, δηλαδή, για να γίνει αθάνατος.
Ο Θεός, δηλαδή, μας λέγει ο Μ. Βασίλειος, στην πορεία μας «προς το ομοιούσθαι Θεώ, αφήκεν ημάς εργάτας είναι της προς Θεόν ομοιώσεως. Μας δημιουργεί, δηλαδή, κατά χάριν, «δυνάμει ομοιωτικούς Θεώ». Όπως τονίζει, μάλιστα: «Κατ’ εικόνα γαρ έχω τον λόγον είναι, καθ’ ομοίωσι δε γίνομαι εν τω Χριστιανός γενέσθαι».
Οι αρετές, συνεπώς, όπως τονίζει και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, δόθηκαν και δίδονται στον άνθρωπο από τον Θεό, «εν σπέρματι», με το κατ’ εικόνα και ο άνθρωπος, στη συνέχεια, έχει ευθύνη να τις αυξήσει. Η αύξηση και πραγμάτωσή τους συμβάλλει στην «ομοιωτικήν προς τον Θεό» τελείωση ή θέωση ή την αθανασία του ανθρώπου.
Η επιτέλεση των αρετών του Θεού, συνεπώς, αποτελεί συμμετοχή του ανθρώπου στο σχέδιο του Θεού, σε συνεργασία όλων των δυνάμεών του με το θείο θέλημα και τη θεία χάρη.
Ο Άγιος Γρηγόριος, δηλαδή, εξηγεί τη δυνατότητα αλλά και την αναγκαιότητα της συμμετοχής του ανθρώπου στην πρόσκτηση και αύξηση της υπάρχουσας δωρεάς του Θεού, θεωρώντας αρετής άθλον και όχι μόνον δώρο του Θεού τα ελπιζόμενα.
Θεωρεί δε, ως δείγμα της αγαθότητάς του Θεού, το γεγονός ότι, όχι μόνον φυτεύει το αγαθό στη ανθρώπινη φύση, αλλά το καθιστά και καλλιεργήσιμο ή ενεργούμενο από τον άνθρωπο, μέσω της ελευθερίας του: «προαιρέσει γεωργούμενον».
Ωστόσο, με την πτώση, αλλοιώθηκε η εικόνα του Θεού στον άνθρωπο, αλλά δεν χάθηκε. Έτσι, με την έλευση του Θεανθρώπου στον κόσμο, αποκαθίσταται πλήρως ο άνθρωπος στην προπτωτική κατάστασή του, καθώς, όπως τονίζει ο Άγιος Γρηγόριος, «Ο Θεός ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν».
Με τη σταυρική Του θυσία, μάλιστα, όπως τονίζει και ο Ιερός Χρυσόστομος στον Κατηχητικό του Λόγο, αφάνισε τον φόβο του θανάτου: «Μηδείς φοβείσθω θάνατον˙ ηλευθέρωσε γαρ ημάς ο του Σωτήρος θάνατος». Και, όπως σημειώνει το Κοντάκιο της Μ. Παρασκευής, απευθυνόμενο ευχαριστιακά στον Λυτρωτή: «Εξηγόρασας ημάς εκ της κατάρας του νόμου τω Τιμίω σου Αίματι, τω Σταυρώ προσηλωθείς και τη λόγχη κεντηθείς, την αθανασίαν επήγασας ανθρώποις».
Η αθανασία, επομένως, αναβλύζει πλέον για τους ανθρώπους και προφέρεται, σε όσους κοινωνούν και λαμβάνουν επαξίως το σώμα και το αίμα του Χριστού, στο Μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας, ως «φάρμακον του μη αποθανείν», καθώς ο ίδιος ο Χριστός είπε: «Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα έχει ζωήν αιώνιον» (Ιω. 6, 54).
πηγή: aktines.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας