Ήταν τόσο ταπεινός που όχι μόνο άλλος Δεσπότης, αλλά ούτε κληρικός είναι εύκολο να βρεθή σαν αυτόν. Μετά την πανήγυρη της αγίας Μαρίνης στο Τσοτύλι πήγαιναν στο Επισκοπείο για κέρασμα. Ο Δεσπότης έβαζε τον π. Χρυσόστομο Ζαφειρόπουλο να καθήση στο γραφείο του και αυτός καθόταν σε μία καρέκλα.
Τα απογεύματα πήγαινε συνήθως στο Δρυόβουνο χωρίς να ειδοποιήση. Καθόταν μόνος του στο Αρχονταρίκι και, αν δεν τον έπαιρναν είδηση, μπορεί να έμενε και μία ώρα μόνος του. Έτρωγε με τους μοναχούς στην τράπεζα το συνηθισμένο φαγητό, χωρίς να του ετοιμάσουν τίποτε ιδιαίτερο.
Τα πρώτα χρόνια δεν είχε ούτε εγκόλπιο ούτε μπαστούνι Δεσποτικό. Είχε μόνο ένα απλό ξύλινο, αλλά χωρίς ασημένια λαβή. Μανδύα πήρε δανεικό για την ενθρόνισή του. Ποτέ του άλλη φορά δεν φόρεσε μανδύα στην Μητρόπολή του. Κάποτε ήταν καλεσμένος στο Άγιον Όρος, στην πανήγυρη της Φιλοθέου. Του φόρεσαν τον μανδύα και τον ανέβασαν στον θρόνο. Πήγαιναν οι Πατέρες να πάρουν ευχή και ο Δεσπότης εστέκετο αλύγιστος με το κεφάλι ψηλά, ούτε τους κοίταζε. Τον είδε ο παπα-Στέφανος και διερωτήθηκε: «Τόσο πολύ καμαρώνει ο Δεσπότης που του φόρεσαν μανδύα; Αποκλείεται, κάτι συμβαίνει». Τον ρώτησε αν είναι καλά και απάντησε:
- Στέφανέ μου, πνίγομαι, πνίγομαι. Αυτό το σαμάρι που με φόρεσαν δεν μπορώ να το σηκώσω, είναι βαρύ.
- Σεβασμιώτατε, μήπως το πατάτε;
- Δεν ξέρω. Πράγματι το πατούσε και όταν τακτοποιήθηκε, πήρε την συνηθισμένη του ταπεινή στάση με το κεφάλι σκυφτό.
«Ιματισμός και χρυσίον» δεν επεθύμησε ποτέ του. Φορούσε φανέλλες που είχε από στρατιώτης, και παντελόνια έγχρωμα τριμμένα. Τα πουκάμισά του ξεφτισμένα. Τρυπούσαν τα ρούχα του, τα μπάλωναν και τα φορούσε. Του έδιναν καινούργια ρούχα, ράσα, υφάσματα, αλλά τα χάριζε σε άλλους και αυτός έμενε με τα παλαιά πάντα.
Είχε και μία τσαντούλα από ιεροκήρυκας. Ήταν ξύλινη, κόπηκε το χερούλι της και χάλασε η κλειδαριά της. Την έκλεινε με μία παραμάνα και την κουβαλούσε στην μασχάλη του. Του αγόραζαν καινούργιες, τις έπαιρνε, τους ευχαριστούσε και τις έδινε σε φτωχούς. Έτσι έμενε ο ίδιος απλός, ταπεινός, φτωχός Επίσκοπος, μη αλλοιούμενος από τις τιμές και ανώτερος χρημάτων και κτημάτων.
Όταν λειτουργούσε στα χωριά φορούσε μία στολή παπαδική, την μοναδική που είχε όλα τα χρόνια της Ιερωσύνης του. Του έκαναν στην Ορμύλια ωραία παπαδική στολή, αλλά δεν τη φόρεσε ποτέ.
Είχε μία μίτρα, την πιο φθηνή που υπήρχε και την φορούσε μόνο Χριστούγεννα, Πάσχα και τον Δεκαπενταύγουστο. Τα άμφιά του ήταν κυρίως «ευλογίες» από κοιμηθέντες ιεράρχες. Η αρχιερατική του στολή δεν ήταν ενιαία, αλλά άλλου χρώματος το κάθε μέρος της στολής. «Τι να τα κάνω τα πολυτελή άμφια; Να μαλώνουν ποιος θα τα πάρει όταν πεθάνω;», είπε σε γνωστό του. Παρ’ όλα αυτά όμως η ιεροπρέπειά του, η ευλάβειά του, η ταπεινοφροσύνη του και η καθαρότητά του τον έκαναν να λάμπη από θεία Χάρη και ας φορούσε παλαιά και ταπεινά άμφια. Στην θεία Λειτουργία το πρόσωπό του είχε μία ιδιάζουσα φωτεινότητα.
Δεν άφηνε να του ψάλλουν την φήμη του στην Λειτουργία. Προλάβαινε, έβγαινε στην Ωραία Πύλη και έλεγε: «Τον Απόστολο, τον Απόστολο». Ήταν Επίσκοπος χωρίς «φήμη», αλλά φημισμένος για την αρετή του, χωρίς αυτοκίνητο και χωρίς τα διακριτικά του αξιώματός του αλλά διακεκριμένος για την αρετή του.
Το αυτοκίνητο της Μητροπόλεως εξ αρχής το κλείδωσε και δεν το χρησιμοποίησε ποτέ. Στην Αθήνα πήγαινε με το λεωφορείο της γραμμής και κυκλοφορούσε με τον ηλεκτρικό ή με το τρόλλεϋ για να πάη στην Σύνοδο. Δικαίως τον ωνόμασαν ο Δεσπότης των τρόλλεϋ και του ΚΤΕΛ. Τα τελευταία έτη τον εξυπηρετούσε ο αφοσιωμένος του κ. Βάιος.
Όταν ταξίδευε, πάντα σε κάθε Εκκλησία ή προσκυνητάρι που συναντούσε στον δρόμο, σε ακτίνα όση έπιανε το μάτι του, έκανε σταυρούς ατέλειωτους. Ταξιδεύοντας κάποτε για την Αθήνα με το λεωφορείο του ΚΤΕΛ αποκλείστηκε στα Καμένα Βούρλα από τα χιόνια. Όλη τη νύχτα την πέρασε άγρυπνος και προσευχόμενος στο κάθισμά του.
Στις ποιμαντικές του επισκέψεις στα χωριά της Μητροπόλεώς του όπως αναφέρθηκε, πήγαινε με τα πόδια ή με τζιπ του Στρατού ή με ώτο-στοπ.
Έμειναν παροιμιώδεις οι περιπτώσεις των μετακινήσεών του. Κάποτε μεταβαίνοντας από ένα χωριό σε άλλο, τον συνάντησε κάποιος με αυτοκίνητο αγροτικό. Δεν ήξερε ο οδηγός τον Δεσπότη, τον πέρασε για έναν συνηθισμένο ιερέα και ήθελε να τον εξυπηρετήση, αλλά είχε μαζί του και την γυναίκα του. Προσφέρθηκε να καθήση η γυναίκα του πίσω στην καρότσα, αλλά ο Δεσπότης ελαφρός και ευκίνητος, όπως ήταν, πρόλαβε και ανέβηκε αυτός πίσω. Όταν έφθασαν στο χωριό, είδε ο οδηγός να είναι συγκεντρωμένο όλο το χωριό, είδε ο οδηγός να είναι συγκεντρωμένο όλο το χωριό στην πλατεία και κατάλαβε ποιόν κουβαλούσε. Στενοχωρήθηκε πολύ και ζητούσε συγγνώμη.
Άλλη φορά πήγαινε με τα πόδια από την Σιάτιστα στην Γαλαντινή. Τον συνάντησε το σκουπιδιάρικο του Δήμου. Ο οδηγός τον γνώρισε και τον ρώτησε αν θέλη να τον πάη στον προορισμό του και μετά να γυρίση να αδειάση τα σκουπίδια. Ο ταπεινός Επίσκοπος δέχθηκε και ανέβηκε ευχαριστώντας τον οδηγό.
Περίμενε κάποτε στην στάση ενός χωρίου της Επαρχίας Βοΐου να περάση κάποιο αυτοκίνητο να τον πάρη, τελικά πέρασε ένας με τρακτέρ. Ανέβηκε ο Δεσπότης κρατώντας και ένα μικρό δοχείο μέλι. Τον ρώτησε ο οδηγός, χωρίς να καταλάβη ποιός είναι, πόσο αγόρασε το μέλι και ο Σεβασμιώτατος του είπε την τιμή, που μάλλον φάνηκε ακριβή στον οδηγό, και απάντησε: «Παπά μ’, θα σε πέρασαν για κανένα Δεσπότη και στο κοπάνησαν τόσο». Που να ήξερε ποιον μετέφερε και σε ποιον μιλούσε;
Ήταν αξιοθαύμαστος ο συνδυασμός της απλότητος με την ευφυΐα, της μορφώσεως με την άγνοια των τεχνολογικών εξελίξεων στον Σεβασμιώτατο.
Κάποια χρονιά που έκανε την Αποκαθήλωση στο χωριό Δρυόβουνο στην ύπαιθρο πάνω σε ένα λόφο, όταν πήγε να μιλήση, του πρότεινε ένας Ιερέας να του βάλη μία «ψείρα» (ένα μικροφωνάκι), για να ακούγεται. Ο Δεσπότης παραξενεύτηκε και είπε στον ιερέα: «Δεν είσαι στα καλά σου». Μετά το κήρυγμα λέει στον παπα-Στέφανο: «Αυτός ο παπάς είναι τρελλός. Πήγα να μιλήσω και ήρθε να μου βάλη μία ψείρα». Όταν του εξήγησαν, παραδέχθηκε ότι δεν ξέρει από τέτοια πράγματα. Ήταν απλός, άκακος και απονήρευτος, χωρίς φθόνο και ζήλο για τα χαρίσματα των άλλων.
Έλεγε συχνά: «Χωρίς τον π. Στέφανο δεν θα μπορούσα να κάνω τίποτε». Τον αγαπούσε ειλικρινά και μία φορά του είπε: «Αν φύγεις απ’ την Μητρόπολη, θα φύγω και εγώ ή θα πεθάνω». Έστελνε στον παπα-Στέφανο τα πνευματικά του τέκνα, όταν αυτός δεν μπορούσε να τους εξομολογή. Στο τέλος τους είπε: «Αν πεθάνω, να πάτε στον π. Στέφανο».
Επίσκοποι και κληρικοί σχολίαζαν τον Σεβασμιώτατο και τον εύρισκαν να σφάλλη, γιατί δήθεν δεν κρατούσε ψηλά το Επισκοπικό του αξίωμα, επειδή δεν είχε αυτοκίνητο, υπαλλήλους και πήγαινε μόνος του το φαγητό στο φούρνο. Την ταπείνωση και την ακτημοσύνη την έβλεπαν σαν αίτιο ντροπής, και όχι σαν αρετή και παράδειγμα προς μίμηση.
Για άλλους ήταν σκάνδαλο και για άλλους μωρία. Όμως ο πιστός λαός που έχει το γνήσιο κριτήριο αγιότητος, τον Μητροπολίτη Αντώνιο τον θεωρούσε άγιο. Όσο αυτός εφέρετο ταπεινά, τόσο στην συνείδηση του λαού υψώνετο. Όλοι τον ευλαβούντο και του φιλούσαν το χέρι. Άθεοι και πολιτικοί. Οι Αστυνομικοί σταματούσαν το αυτοκίνητο που τον μετέφερε όχι για να κάνουν έλεγχο, αλλά για να του φιλήσουν το χέρι. Όταν περνούσε από κεντρικά σημεία της Σιάτιστας ή από τις πλατείες των χωριών όλοι με σεβασμό τον χαιρετούσαν. Οι νέοι εσηκώνοντο από τα καθίσματά τους.
Στο γραφείο του είχε πάνω στα καθίσματα ανοιχτά διάφορα βιβλία και Αγγλικά και Γαλλικά. Διάβαζε πολύ και έγραφε βιβλία και άρθρα. Οι μελέτες του εποικοδομητικού και θεολογικού περιεχομένου ξεπερνούν τις 55. Ενώ είχε κάνει ανώτερες σπουδές στο εξωτερικό και γνώριζε ξένες γλώσσες, κανείς ποτέ δεν τον άκουσε να τις μιλά, ούτε ανέφερε ποτέ για τις σπουδές του και τις γνώσεις του. Δεν είχε ραδιόφωνο και τηλεόραση και είχε τέλεια άγνοια από τις τεχνολογικές εξελίξεις.
Επεσκέπτετο εναρέτους Γέροντες με άλλους Ιερείς και δεν εφαίνετο ότι ήταν Επίσκοπος, γιατί ήταν εξωτερικά όμοιος με τους άλλους. Πήγε να δη τον άρρωστο γέροντα Παΐσιο στη Σουρωτή και μετά την επίσκεψη είπε: «Πήγα και αντί να τον παρηγορήσω παρηγορήθηκα εγώ απ’ αυτόν». Στο Άγιον Όρος όποιον Γέροντα εύρισκε, του έβαζε μετάνοια και έπαιρνε την ευχή του. Σαν απλός ιερέας όπως κυκλοφορούσε, εκινείτο αθόρυβα και χωρούσε παντού, και στα πιο απλά και φτωχά σπιτάκια. Όταν πήγαινε στην Αγία Άννα, ποτέ του δεν συγκατατέθηκε να ανεβή σε ζώο, όπως τον παρακαλούσαν οι Πατέρες. Παρά την ηλικία του προτιμούσε να κουράζεται, ανεβαίνοντας την απότομη ανηφόρα.
Τον ειδοποίησαν κάποτε ότι θα τον επισκεφθή ένα ανδρόγυνο με τα παιδιά τους. Τους περίμενε έξω από την πόρτα στις σκάλες και τους δέχθηκε με εγκαρδιότητα, σαν να ήταν πολύ γνωστοί του. Τους κέρασε ο ίδιος και έπειτα τους ωδήγησε στο Εκκλησάκι. Έκανε Παράκληση γι’ αυτούς και τρισάγιο για τους κεκοιμημένους συγγενείς τους. Η απλότητά του τούς συγκλόνισε και τα λόγια του έμειναν χαραγμένα για πάντα στην καρδιά τους.
Πηγή: «Ασκητές μέσα στον κόσμο», Τόμος Β΄ (σελ.319-326)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας