1. Στην ιστορική Βλάστη Κοζάνης πρωτοβλάστησε ο τρυφερός και ευαίσθητος βλαστός της Χάριτος, ο Στέργιος Βίττης (1/4/1927–4/11/2009), του Νικολάου και της Βασιλικής. Η εξυπνάδα, η ευφυΐα και η μελέτη του, από πολύ νωρίς μαγνήτιζαν στην ζωή του κάθε αριστεία και πρόοδο. Άριστος παντού και συγχρόνως σεμνός, ταπεινός και μετρημένος, απλός και προσηνής. Παρά την αγριότητα της ταραγμένης μεταπολεμικής εποχής, επιλέγει αποφασιστικά την Θεολογία σαν την επιστήμη της καρδιάς του. Ο φίλος του και συνοικότροφος στην «Ζωή», ο μακαριστός Μητροπολίτης Χαλκίδος κυρός Νικόλαος Σελέντης (1931–1975), τον χαρακτήρισε πολύ σωστά: «Ραγιᾶ τοῦ μεγάλου ἰδανικοῦ του καὶ δούλο τοῦ Ἰησοῦ». Μετά την ιστορική διάσπαση της «Ζωής», αποκαρδιωμένος εγκαταλείπει την Ελλάδα με την ενδόμυχη σκέψη για ανώτερες μεταπτυχιακές σπουδές. Ενώ προετοιμαζόταν γι’ αυτές, γνώρισε την φιλανθρωπική κίνηση «Emmaus» του Αββά Pierre
(1912–2007). Επρόκειτο για τους «ρακοσυλλέκτες της αγάπης», για τους οποίους τα ραδιόφωνα και ο τύπος της εποχής έκαναν πολύ λόγο για την «επανάσταση της καλωσύνης» τους, σαν ένα ριζοσπαστικό κοινωνικό ρεύμα εθελοντών που προήγαγαν την έμπρακτη αλληλεγγύη. Ο Γέροντας λοιπόν, εντάχθηκε σε αυτό το κίνημα με τα υψηλά ιδανικά της αλληλοβοήθειας και διέθεσε απίστευτο χρόνο και όλες τις σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις στην υπηρεσία των φτωχών, των αστέγων και των εξαθλιωμένων μεταναστών της γαλλικής πρωτεύουσας, των αστέγων. Έγινε ρακοσυλλέκτης, κοινωνικός λειτουργός, αχθοφόρος της αγάπης, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, βάζοντας στο περιθώριο την προσωπική του επιθυμία και στόχευση για μεταπτυχιακές σπουδές. Στην συνέχεια, στα πλαίσια αυτής της κίνησης «Emmaus», πήγε στην Γερμανία και στην Σουηδία, διακονώντας σε διάφορες πόλεις των δύο χωρών, ευρισκόμενος στον τομέα βοήθειας των εμπερίστατων συνανθρώπων του. Στην Ουψάλα της Σουηδίας γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο και ετοίμασε την διατριβή του. Κάποιος όμως «αδελφός» στον οποίο έδωσε καλόπιστα την διατριβή του «για να της ρίξει μια ματιά», αφού άλλαξε (ή μάλλον, απάλειψε) το όνομα του κοπιάσαντος συγγραφέως –του Γέροντος Ευσεβίου– την υπέκλεψε, την οικειοποιήθηκε και την χρησιμοποίησε για την δική του ανάδειξη! Ο καλός Στέργιος πόνεσε, αλλά δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ για την αδικία αυτή. Ο ίδιος μάλιστα, απέφυγε να κάνει οποιαδήποτε νύξη για το θλιβερό αυτό γεγονός και δεν ανέφερε τίποτε γι’ αυτή την εξόφθαλμη μοχθηρία του «φίλου» του, επιφυλάσσοντας γι’ αυτόν μία πρωτοφανή συγχωρητικότητα. Αυτή πάντως η «ληστεμένη» και «ληστρική» διατριβή είχε τον τίτλο· «Ἀνθρωπολογία τοῦ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου».
–ΜΙΑ ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΠΑΡΕΚΒΑΣΗ–
Ανεξήγητος και απερίγραπτος, ο άνθρωπος του Ευαγγελίου! Σπάνιοι εκείνοι που μπορούν να κατανοήσουν, να μιμηθούν και να πραγματώσουν την εσωτερικά μεγάλη υπερβατικότητά του, την γεμάτη μακροθυμία, συγχωρητικότητα και προσευχή. Ο Γέροντας σιώπησε σε αυτήν την αλγεινή περίπτωση και «άφησε να χαθεί» μια ολόκληρη διατριβή, ο δικός του πνευματικός κόπος, η δική του επιστημονική εργασία. Άφησε να χαθεί η «χοϊκότητα» μιας διατριβής για να κερδηθεί ο Αιώνιος Χριστός και η Χάρη Του μέσα του. «Έχασε» κατά το ανθρώπινον αλλά κέρδισε πνευματικά και αιώνια. Παρά τις όποιες λογικές αντιρρήσεις μας και τις εγκεφαλικές μας ενστάσεις, τελικά, αυτή είναι η οδός των «χριστοποιημένων αδαμιτών» (Παύλος Ευδοκίμωφ), των ένθεων ανθρώπων, των άφθαρτων βροτών! Ετεροχρονισμένα, κάπου αλλού, μέσα στις σελίδες του βαθυστόχαστου και εξαίσιου βιβλίου του «Εἰς ὕψος νοητόν...», βρίσκουμε έκπληκτοι κάποιες υπέροχες φιλοκαλικές αράδες της απαράμιλλης γραφίδας του, σκέψεις με έντονο αυτοβιωματικό χαρακτήρα, οι οποίες μας παρέχουν μία σαφή εξήγηση για το πνευματικό μεγαλείο που έκρυβε η ευαίσθητη καρδιά του. Η θαυμαστή εξήγηση για την δική του αντιμετώπιση, για την δική του στάση έναντι στον «εχθρό» -ο οποίος «εχθρός», ωστόσο, δεν παύει ποτέ να είναι ο παντοτινά αδελφός μας- ενέχει μεγάλη πνευματική ωριμότητα και «ὕψος νοητόν» θείας αγάπης. Μία πρωτοφανή υπεροχή που αναδύεται κατευθείαν από την ανεξικακία και την υπομονή του Ευαγγελίου. Βλέπουμε λοιπόν τον Γέροντα Ευσέβιο να ερμηνεύει μεν τον Λόγο του αγίου Νείλου «περὶ προσευχῆς», αλλά ταυτόχρονα, εκτός του πλαισίου της εξαίσιας πραγματείας του, να αυτοερμηνεύεται και να αυτοαποκαλύπτεται και ο ίδιος. Η ορθόδοξη πνευματικότητα, είναι ζωή· το μεγαλείο αυτής της ζωής, είναι η «ἐν Χριστῷ» αγάπη· παμμέγιστη έκφραση αυτής της αγάπης, είναι εκείνη η άπεφθη αγάπη που εκφράζεται με την συγχώρεση σε κάθε εχθρό, με την μακροθυμία σε κάθε μίσος. Πώς αλλιώς να ανοίξουν οι Πύλες του Παραδείσου; Πώς αλλιώς να έρθει μέσα μας η Βασιλεία του ειρηνάρχου Κυρίου; Πώς αλλιώς να επέλθει ο όμβρος του αγιασμού στην ψυχή; Μία-μία οι λέξεις του αγαθού πατρός, μοιάζουν με πινελιές και χρωστήρες που απλώνουν με παραδείσια πανδαισία χρωμάτων όλον τον καλοκάγαθο κόσμο της μακρόθυμης καρδιάς του μπροστά στην έκπληκτη κρίση μας:
«Ὁ κόσμος θεωρεῖ τὴν ἄμυνα δικαιολογημένη καὶ δικαίωμά του. Ὁ ἀληθινὰ προσευχόμενος παραιτεῖται ἀπὸ τὸ δικαίωμα αὐτό. Ρίχνει στὴ λησμοσύνη ὁποιαδήποτε ἀδικία κι’ ἂν τοῦ ἔγινε. Ἡ ἄμυνα ἐναντίον αὐτῶν ποὺ μᾶς ἀδικοῦν καὶ ποὺ δὲν εἶναι ξένοι ἀλλὰ ἀδέλφια ἐν Χριστῷ, σημαίνει στάση ἐχθρικὴ ἐναντίον τους καὶ διάθεση χρόνου καὶ δυνάμεων γιὰ νὰ γίνει ἀποτελεσματική. Σημαίνει συναισθήματα ἔντονα, σκέψη συστηματικὴ καὶ σχέδια στρατηγικὰ γιὰ τὸ πῶς θὰ ἀμυνθοῦμε καὶ πῶς θὰ ἐξουδετερώσουμε καὶ θὰ ἐκμηδενίσουμε αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἀδίκησαν. Ὅλες αὐτὲς οἱ ἐνέργειες καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ ἀρνητικὰ συναισθήματα μέσα μας συντελοῦν στὸ νὰ χάνουμε τὴν εἰρήνη μας καὶ νὰ ἀναστατωνόμαστε. Καὶ βέβαια δὲ χάνει τὴν ὡραία γι’ αὐτὸν εὐκαιρία ἐτούτη ὁ πονηρὸς γιὰ νὰ μᾶς ἀνακατέψει ἀκόμα πιὸ πολύ, ὥστε νὰ χάσουμε ἀκόμα περισσότερο τὴν ἐσωτερική μας ἰσορροπία. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι νὰ μὴν μποροῦμε πιὰ νὰ προσευχηθοῦμε. Ἔτσι, γιὰ πράγματα ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὸν κόσμο αὐτό, χάνουμε πράγματα αἰώνιας ἀξίας. Ἐξαιτίας πραγμάτων σχετικῶν καὶ φθαρτῶν χάνουμε τὸν Ἀπόλυτο Θεό».
[«“Εἰς ὕψος νοητόν…” (“Λόγος περὶ Προσευχῆς” τοῦ ἁγίου Νείλου τοῦ Ἀσκητοῦ)», κεφ. 4ο, ΙΙΙ, §α΄, σελ. 159, εκδόσεις Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 19923.]
Για το ανάστημα των αγίων δύνανται να ομιλούν μόνο άγια αναστήματα.
Πάλι έρχεται στ’ αυτιά μας η ειλικρινής και ζεστή φωνή της καρδιάς του
αγαπημένου φίλου του, του μαρτυρικού Επισκόπου Χαλκίδος κυρού Νικολάου
Σελέντη, να εκφράζεται γι’ αυτόν πηγαία και αυθόρμητα, ως εξής: «Αχ,
αυτός ο Στέργιος!... Κύριε, φύλαξε τον Στέργιό μας!... Ο Στέργιος· η
μεγάλη αυτή ψυχή που γεννήθηκε για να αγιάσει!...» (Μητροπολίτου
Χαλκίδος †Νικολάου: «Ξεσπάσματα της καρδιάς μου» –Προσωπικό ημερολόγιο
και επιλεγμένα κείμενα– σελ. 38 και 45, επιμέλεια Στ. Λαγουρού, εκδόσεις
«Τήνος», Αθήνα 20002).
2. Ο τότε αρχιεπίσκοπος Θυατείρων Αθηναγόρας Κοκκινάκης
(1912–1979) «ανακάλυψε» τον Στέργιο Βίττη, τον μετέπειτα Γέροντα
Ευσέβιο. Ασκώντας μεγάλη πίεση σε αυτόν, τον έπεισε τελικά να δεχθεί την
χειροτονία του ένα Σάββατο (Ιούνιος του 1965) σε Διάκονο και την
επόμενη Κυριακή σε Πρεσβύτερο, δίνοντάς του το όνομα «Εὐσέβιος», με
αποστολή να διακονήσει τις πνευματικές και βιοτικές ανάγκες των
διασκορπισμένων στην Σκανδιναβική χερσόνησο και την Δανία Ελλήνων
Ορθοδόξων. Ως ιερέας, δεν θέλησε και δεν εισέπραξε ποτέ μισθό, ούτε το
ελάχιστο ποσό ως «φιλότιμο» (τυχερά) εκ μέρους των πιστών για τις
υπηρεσίες που τους πρόσφερε.
Ο πατήρ Ευσέβιος, ενώ εργαζόταν καθημερινά το οχτάωρό του, τα
Σαββατοκύριακα ταξίδευε με το τραίνο από πόλη σε πόλη, συναντούσε
μετανάστες παλιούς και νέους στους σιδηροδρομικούς σταθμούς, συγκέντρωνε
σε σπίτια ή κατάλληλες αίθουσες τους ορθόδοξους Έλληνες, τελούσε
Ακολουθίες, Βαπτίσεις, Τρισάγια, Θείες Λειτουργίες. Ταυτόχρονα,
εξομολογούσε, μετέφραζε, συμβούλευε, έκανε τον διερμηνέα και, γενικά,
συμπαραστεκόταν στις πολυποίκιλες ανάγκες των Ελλήνων μεταναστών.
Διαπιστώνοντας μάλιστα πόσο οξύ ήταν το πρόβλημα της γλώσσας, στους μεν
ενήλικες μάθαινε σουηδικά, στα δε παιδιά τους ελληνικά, ώστε να μην
αφελληνιστούν στο ξένο περιβάλλον.
3. Ενώ ο πατήρ Ευσέβιος είχε κυριολεκτικά γίνει «τοῖς πᾶσι τὰ
πάντα» (Α΄ Κορ. θ΄ 22–23), και πολύ φυσιολογικά θα περίμενε «δόξα» και
«τιμή» και «ειρήνη» για όσα καλά και ωφέλιμα έκανε και πρόσφερε, πολύ
σύντομα, γεύθηκε «θλίψη καὶ στεναχωρία» (Ρωμ. β΄ 9–10). Αφ’ ενός γιατί
«ἡ διχόνοια ἡ δολερὴ» –κατά τον Εθνικό μας ποιητή τον Διονύσιο Σολωμό–
που είχε εντείνει τις πολιτικές αντιπαραθέσεις μεταξύ των εκεί Ελλήνων
μεταναστών, αφ’ ετέρου διότι η άρνηση του πατρός Ευσεβίου να επιστρέψει
πίσω στην Ελλάδα για να του ανατεθούν ανώτερα και υπευθυνότερα
καθήκοντα, δυσαρέστησε τους τότε κρατικούς και εκκλησιαστικούς
κρατούντες, με άμεσο αποτέλεσμα να περιπέσει ο ίδιος σε δυσμένεια. Η
οποία δυσμένεια, εκδηλώθηκε με κατευθυνόμενες σε βάρος του ενέργειες.
Όπως αναφέρεται και στο περιοδικό «Όσιος Γρηγόριος», στο αφιέρωμα που δημοσιεύθηκε εκεί για την ζωή του, κάποιοι κακότροποι, άθεοι και ασεβείς Έλληνες άρχισαν να τον πολεμούν. Δεν δίστασαν να τον βρίζουν χυδαιότατα την ώρα μάλιστα που αυτός διάβαζε το ιερό Ευαγγέλιο της Αναστάσεως κάποιο Πάσχα! Ατάραχος ο πατήρ, συνέχισε μέχρι τέλους την ανάγνωση. Βέβαια, κάποιοι από αυτούς, μετά από καιρό, μετάνιωσαν και ζήτησαν να τους συγχωρήσει· αλλά...
4. Για την παραπάνω πολεμική που δεχόταν, έγραφε ο ίδιος σε επιστολή του:
«Δεν ντρέπομαι που είμαι φτωχός και έγινα καλόγερος. Το θέλησα. Το θέλω. Το ξέρω πως η ζωή είναι σκληρή. Κάτι, γεύθηκα και εγώ απ’ αυτήν! Οι όροι της, αδυσώπητοι.
Έτσι, έφυγαν ώρες και ώρες, για να βρεθούν δωμάτια, να βρεθούν θέσεις σε εργοστάσια για τους νεοερχόμενους μετανάστες, να γραφούν αιτήσεις σε αρχές, να γίνουν μαθήματα δωρεάν για τη γλώσσα…, και να σε θεωρούν, στο τέλος, και “αλήτη” αφού δεν παίρνεις μισθό και δουλεύεις για να ζήσεις…
Και, τί, δεν έλεγαν! Της χούντας οι οπαδοί, έλεγαν πως είμαι σκότιο όργανο που δεν συμπνευματιζόμουν μαζί τους. Και, κάποιοι, ίσως να ήξεραν πως πρόκειται περί ενός ρομαντικού ηλιθίου, που δεν ήθελε να τους εκμεταλλευθεί, να τους πάρει τα λεφτά για τις όποιες εξυπηρετήσεις, που ήθελε να είναι το ίδιο φτωχός με αυτούς, για να τον νοιώθουν κοντά τους σαν αδελφό, σαν ίσο τους…
Ας είναι! Δεν παραπονούμαι!
Αν πάρει κανείς το Ευαγγέλιο στα σοβαρά,
του λέει το Ευαγγέλιο “τι” τον περιμένει!...».
5. Γράφουμε συνοπτικά αυτά που θυμόμαστε γι’ αυτόν μέσα σε ένα
πολύ γενικό διάγραμμα της πορείας του· αλλά μέσα μας αναρωτιόμαστε εάν
όντως τελικά είναι δυνατόν να «γραφτούν» και να εκτεθούν στην εντέλειά
τους τα όποια βιώματα δίπλα σ’ έναν τέτοιον σπάνιο και πανέμορφο άνθρωπο
του Θεού!...: Η μεθόριος γη του Σιδηροκάστρου, από το 1981 και μετά,
υποδέχεται έκπληκτη τα ποιμαντικά του βήματα. Σε πρώτη φάση, καθίσταται
Λειτουργός και Πνευματικός στην γυναικεία Μονή των Αγίων Κηρύκου και
Ιουλίττης και εκπλήσσει με τον υπέροχο λειτουργικό του τρόπο, με τον
φιλόκαλο και ειρηνικό του λόγο, τον οποίον βέβαια σαρκώνει απόλυτα στην
βιοτή και πολιτεία του. Από το 1984, ιδρύει το Ησυχαστήριο του Ιερού
Χρυσοστόμου, Αγίου Στεφάνου και Ισαποστόλου Όλγας στο μικρό και ήσυχο
χωριό Φαιά Πέτρα, 13 χλμ. έξω από το Σιδηρόκαστρο. Ο φλογερός εραστής
της χριστοφίλητης ησυχίας, δεν διστάζει να σκαρφαλώσει σε άλλες
απρόσιτες βουνοκορφές.
6. Τα αλληλοδιάδοχα μαστιγώματα και οι παιδεμοί που του επιφύλαξε
πολλάκις ο άφιλος κόσμος, οι πολυποίκιλοι τραυματισμοί και τα
ανομολόγητα μαρτύρια από τα απρόσωπα και ανελεύθερα πολιτικά ή
εκκλησιαστικά συστήματα, δεν μπόρεσαν με τίποτα να τον κρατήσουν. Και
φυσικά, δεν μπόρεσαν να ισοσταθμιστούν με τις πνευματικές αδολεσχίες και
ανταμοιβές που του δώριζε αφείδωλα η πεφιλημένη ησυχία του. Κανείς και
τίποτα πια δεν μπορεί να τον κρατήσει στην προσγείωση των πεπατημένων
και ειθισμένων, στο «λίγο» και στο «επαρκές» του συμβατικού. Η αβάθεια, η
ρηχότητα και η προχειρότητα στέκονται πάντα απέναντι στο φρόνημα και
την ζήση του. Είναι ένας υπέροχος μυστικός άνθρωπος, άνθρωπος που
συσσώρευσε μέσα του πολύ πόνο και μαρτύριο· γι’ αυτό και τώρα «φεύγει»
διαρκώς με διάκριση και αρχοντιά. Στην αγία ψυχή του, κουρνιάζουν μονάχα
άγια αιτήματα και μετάρσιες εφέσεις. Προχωρεί ανενδοίαστα προς την
βαθύτερη έρημο για να θεμελιώσει εκεί, με τον κόπο των οσιακών χεριών
του, το απλό και απέριττο Κελλί του Αγίου Σάββα· άβατο ιερό προσευχής σε
δυσεπίβατο τόπο άκρας ησυχίας. Δίνεται ολοκληρωτικά στην προσευχή, την
άσκηση και την συγγραφή. Ο άγγελος αυτός του Θεού, είναι πραγματικά
χαλκέντερος. Δεν τον πτοούν οι αρρώστιες, τα κρύα, οι αποστάσεις, οι
δυσκολίες, οι δυσχέρειες. Ρίχνει ολοσχερώς τον εαυτό του στο ακύμαντο
πέλαγος του θείου ελέους· στην παράδοξη και ευλογημένη βία που γυρεύει η
Βασιλεία των Ουρανών για να αρπαχθεί· στο μυστικό και για πολλούς
ακατανόητο αυτομίσος της ασίγαστης αγάπης του Χριστού. Γεύεται τους
καρπούς της φοβερής και ακαταπόνητης άσκησης. Κάθε λίγο, εφευρίσκει νέα
σκάμματα πρακτικής φυγοπονίας που του εμπνέουν έσωθεν οι θείοι πόθοι
του. Αν είχαν φωνή οι πέτρες και το ορεσίβιο χώμα της Σιντικής, οι
κακοτράχαλες ανηφόρες της Φαιάς πέτρας και τα ήσυχα μονοπάτια του
Κρυονερίου, και τί δεν θά ’λεγαν θαρρώ για τις ατελείωτες και
κοπιαστικές πεζοπορίες του, τις οποίες συνόδευε με αέναη προσευχή για τα
διάφορα αιτήματα των παιδιών του αλλά και για τα θέματα ολόκληρου του
πάσχοντος κόσμου!
7. Εδραιώνεται στις συνειδήσεις των πιστών με την ανύστακτη
ποιμαντική του μέριμνα και την ακατάβλητη ιερατική διακονία του. Το
πατερικό του ήθος, τον συντροφεύει, τον κοσμεί και τον χαρακτηρίζει
μοναδικά. Η εκπληκτική χριστιανοπρέπειά του, σπάνια, βιωματική και
πρωτόφαντη· δεν γνωρίζει ημίμετρα παρασαλεύσεων και εκπτώσεων, ψέμα,
υποκρισία, διαστρέβλωση, κολακεία, υπονόμευση, εξουσία και κενοδοξία.
Ήταν και στεκόταν μακριά από όλα αυτά, ο αείμνηστος. Σε όλη την διάρκεια
της θυσιαστικής και δοτικής του ζωής, στάθηκε ο κυνηγός και ο εραστής
της εν Χριστώ τελειότητας· ο «αναζητητής του Απολύτου» (εύστοχος
χαρακτηρισμός που πολύ δίκαια απέδωσε σ’ αυτόν ο φίλος και αδελφός του,
Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος). Αχρήματος, αφιλοχρήματος, απένταρος,
φτωχός, ενδεής, ταπεινός, αφανής, σεμνός, ησύχιος, αληθινός, υπηρετεί
εγκάρδια τις ανάγκες των πολλών με κάθε τρόπο και με κάθε δύναμη. Τον
θυμόμαστε καλά να μοιράζει όσα μπουκάλια με τα ελαιόλαδα που βρίσκονταν
ως προσφορές στο μικρό ιερό του ναού της καλύβης του για την θρέψη μιας
πολύτεκνης οικογένειας. «Η λατρεία προς τον Θεό, πρέπει να συνοδεύεται
με την αγάπη προς τον συνάνθρωπο...», μονολογούσε σοβαρά καθώς μετέφερε
τις σακκούλες με τα «ιερόλαδα». «Ο παπάς, πρέπει να είναι ο πιο φτωχός
απ’ όλους!», θυμάμαι μου είχε πει μια άλλη φορά στην «Εστία» του
Σιδηροκάστρου, μετά από μια ομιλία του, Κυριακή απόγευμα. Σ’ αυτόν τον
αγαθό Γέροντα, δεν προσάγεις αντιστάσεις με επιχειρήματα, δεν φέρνεις
δευτερογνωμίες, αντιφωνίες, λόγο στον λόγο· δέχεσαι τον «σκληρό» του
λόγο, γιατί το γνωρίζει και το πληροφορείται πολύ καλά η καρδιά σου ότι ο
λόγος του Ευσεβίου δεν είναι ποτέ «λόγος χειλέων»· αλλά είναι λόγος
ζωής που βγαίνει καθαρός κατευθείαν από το κελάρι των ευγενών βιωμάτων
του. Ο λόγος του, είναι και αυτός «πράξη», πράξη εκφερόμενη. Πριν
μιλήσει σαν άνθρωπος, έπραξε ήδη ως άγιος. Ο ίδιος πτώχευσε και
στερήθηκε για να μπορέσει να αγαπήσει ανεμπόδιστα και αυθεντικά. Οπότε,
σε πείθει και σε σαγηνεύει με την δύναμη του έμπρακτου βίου του. Γιατί η
πράξη είναι το λίκνο της αγιότητας. Ευγενής ο ίδιος, μελιστάλακτος,
ευφυής, νουνεχής, εμβριθής, βαθυστόχαστος, εύστοχος, καίριος,
θεοφώτιστος, σοφός και διακριτικός, γνωρίζει καλά τον επάρατο εγκόσμιο
πόνο που απλώνει τα πλοκάμια του πάνω στις ψυχές των συνανθρώπων του. Με
θαυμαστή αυταπάρνηση γίνεται αυτός που θα κοπιάσει και θα σταυρωθεί·
γίνεται το «ευλογημένο μηδέν», ο «θεοφόρος ανύπαρκτος»· αυτός που, σιγά
και ταπεινά, θα γίνει τα πάντα στους πάντες, για να σώσει, να
ευεργετήσει, να παρηγορήσει, να ενισχύσει, να κραταιώσει, να συνοδεύσει
ψυχές στο άπειρο του θεϊκού ελέους, να φτερουγίσει ξανά τις πληγωμένες
καρδιές προς το ουράνιο σέλας της θείας αγάπης. Δρούσε με φίλη την
αφάνεια, την αδοξία (ή μάλλον, την μισοδοξία!), την ανωνυμία, την
ανιδιοτέλεια, την συγχωρητικότητα, την ακακία, την θεοειδή αγαθότητα.
Όντας μέσα στο ανέσπερο φως των εντολών του Χριστού, αγαπούσε την
ευλογημένη σκιά της αφάνειας. Ο συνάνθρωπος ήταν η ταυτότητα της αγάπης
του. Αλλά και ευωχία του ήταν η ησυχία του. Ζούσε καλύτερα όταν τον
ξεχνούσαν, όταν δεν τον αναγνώριζαν, όταν δεν γινόταν καμμία αναφορά στο
όνομά του, το έργο του και την συμβολή του. Γνώριζε το μυστικό να
γεμίζει κάθε λησμοσύνη, κάθε αγένεια, κάθε αχαριστία, κάθε ατιμία και
αδοξία, με διάπυρη προσευχή της καρδιάς. Με αυτό το θαυμαστό οσιακό
ήθος, προσέλκυε διαρκώς την Χάρη του Θεού επάνω του, έχοντάς Την σαν
δικό του προσκέφαλο και συνέκδημο καθ’ όλο το ταπεινό διάβα του προς τα
ανείπωτα μαρτύρια που του κόμιζε ο αλύτρωτος κόσμος στην πλειονότητά
του.
8. Για την Χάρη προσέτρεχε πάντα μέσα στα όρη και τα άλση· αλλά
και η Χάρη ήταν Αυτή που τον πρόδιδε κάθε φορά και τον αναδείκνυε πάντα.
Κρυβόταν σθεναρά από τους προβολείς του κόσμου και τον έβρισκαν οι
διψασμένες συνειδήσεις των πιστών, η Ίδια η Εκκλησία για την Οποία ζούσε
και ανέπνεε. Μία διαρκής χαριτωμένη πάλη με τον Θεό ήταν εσωτερικά όλη
του η ζωή και ο αγώνας του. Ζει τις ευλογημένες υπαρξιακές αντιφάσεις
που δομούν σταδιακά την πνευματική ισορροπία και δηλώνουν την από Θεού
ένωση των διεστώτων. Να φανεί ή να μη φανεί; Να μιλήσει ή να σιωπήσει;
Να ζήσει ή να κοιμηθεί και να απέλθει; Αλλά αυτός ο ευαγγελικός
άνθρωπος, από τα νειάτα του ακόμη, ήταν ταγμένος για την θεία ζωή· όσο
και να ήθελε, δεν μπορούσε να «πεθάνει»!
Σε γραπτά κείμενα και σε επιστολές του, υπέγραφε μόνιμα και σταθερά ως «Κεχριαῖος Μοναχός»· αλλά μόνο τον εαυτό του μπορούσε να πείσει γι’ αυτό. Αυτός, όμως, δεν ήταν καθόλου «κεγχριαῖος» (=μικρός και ασήμαντος, ευτελής και ουτιδανός, σαν το κεχρί). Το μαρτυρούνε άλλωστε, τόσο αμετάπειστα, οι καρδιές που τον γνώρισαν και τον έζησαν, που τον αγάπησαν και τον ακολούθησαν (όσο μπορούσε κανείς να ακολουθήσει έναν τέτοιον «επίγειο άγγελο και ουράνιο άνθρωπο»!): ήταν ένας μεγάλος και περίτρανος άνθρωπος της θείας Χάριτος, του μυστικού αγιασμού και της ακράτητης αγάπης. Μεγάλος για τα πικρά και χοϊκά δεδομένα του κόσμου· μέγας αγλαόμορφος υψιπέτης στο μεγάλο στερέωμα των αγίων του Θεού. Παράδοξος πολίτης μιας «άλλης» βασιλείας· έψαχνε και διψούσε, από εδώ στην γη που βρισκότανε, να βρει την «ἄνω καθέδρα» του Θεού. Και δρασκέλιζε γι’ αυτό ανεπαίσθητα την μυστική κλίμακα των αρετών, αφήνοντας πίσω του κάθε ανθρώπινη αδυναμία, μιζέρια, πτωτικότητα και ποταπότητα...
9. Ένας ψυχίατρος, ο Στέργιος Κ., γράφει ότι κάποια σοβαρά
γεγονότα τον είχαν οδηγήσει σε κατάθλιψη και ένιωθε μέσα του την πίστη
του να κλονίζεται. Αποφάσισε να επισκεφθεί για εξομολόγηση στο ιερό ναό
Αγίου Νεκταρίου Σιδηροκάστρου τον πατέρα Ευσέβιο. Λόγω των πολλών που
εξομολογούνταν, είχε φθάσει η ώρα 11 πριν τα μεσάνυχτα, όταν ήρθε η
σειρά του ψυχιάτρου. Με δισταγμό χτύπησε την πόρτα του μικρού
εξομολογητηρίου και είπε στον Γέροντα Ευσέβιο ότι θα ήθελε απλώς να του
ορίσει κάποιο ραντεβού γιατί είχε πληροφορηθεί ότι εξομολογούσε από το
πρωί. Είχε ήδη αρχίσει να χιονίζει έξω και ο οδηγός που τον μετέφερε στο
ασκητήριό του, στον Άγιο Σάββα, ανησυχούσε μήπως κλείσει ο δύσκολος,
έτσι κι αλλιώς, δρόμος. Ο πατήρ Ευσέβιος, όμως, επέμενε να περάσει μέσα
και να καθίσει.
Ακολούθησε τότε ο εξής διάλογος:
–Ελάτε, καθίστε! Άλλωστε, είμαστε και συνονόματοι…
–Δεν με λένε Ευσέβιο, τόλμησε ο ψυχίατρος να ψελλίσει.
–Στέργιο, δεν σε λένε; Κι’ εμένα το όνομά μου ήταν Στέργιος, πριν ενδυθώ το ταπεινό αυτό ράσο. Άλλωστε, κάνουμε και την ίδια δουλειά!...
–Δεν καταλαβαίνω, Γέροντα, τι εννοείτε; Ρώτησε δήθεν αδιάφορα ο ψυχίατρος, προσπαθώντας να κρύψει την ταραχή του, ενώ παρέμενε ακόμη όρθιος.
–Κι εσείς θεραπευτής ψυχών είστε, παιδί μου. Καθίστε. Άλλωστε, είμαστε και πατριώτες!
–Τι εννοείτε, Γέροντα, «είμαστε πατριώτες»;
–Από την Πτολεμαΐδα δεν είστε; Περπατήσαμε στους ίδιους δρόμους! Θυμάστε την οδό Διοικητηρίου;
Ο ψυχίατρος, είχε ήδη καθίσει. Ήταν κεραυνοβολημένος στην κυριολεξία! Άρχισε να τον ρωτάει ο Γέροντας Ευσέβιος για όλα όσα θα ήθελε να συζητήσει μαζί του. Διάβαζε τις σκέψεις του, τα ερωτηματικά του, τις αγωνίες του…
Και με παραδείγματα από την θύραθεν σοφία αρχικά, και στο τέλος από την ζωή των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας και από τα κείμενα της Αγίας Γραφής, του έδινε τις απαντήσεις. Είχαν περάσει δύο ώρες και πλέον. Του πρότεινε, αν ήθελε, να προσευχηθούνε μαζί. Γονάτισε. Είπε τις ευχές.
Κι όπως λέει ο ίδιος:
«Μια γλυκειά γαλήνη γέμισε την ψυχή μου.
Μου έφυγε όλο το φορτίο της ψυχής μου!...».
10. Η βοηθός και συμπαραστάτης του στα χρόνια της διαμονής και
δράσης του στην Σουηδία, πιστό και αφοσιωμένο τέκνο του από τότε, η
κ.Χριστίνα Δανιηλίδου, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Εκτός από την οχτάωρη
εργασία του, ζητούσε κατά καιρούς έξτρα εργασία. Έστελνε χρήματα στη
μητέρα του και σε πολλούς πάσχοντες συνανθρώπους που γνώριζε ο ίδιος.
Του έστελνα από την υπηρεσία μου διάφορα σουηδικά κείμενα και τα
μετέφραζε στην Ελληνική γλώσσα για να πληροφορούνται οι Έλληνες που
διαρκώς κατέφθαναν στη Σουηδία. Επί είκοσι ολόκληρα χρόνια αναλώθηκε και
για τον Ελληνισμό της Σκανδιναβίας. Υπήρξε ο στοργικός πατέρας, ο
αδελφός, ο φίλος όλων μας. Στήριξε τους Έλληνες, ιδιαίτερα στη Σουηδία,
όσο κανείς άλλος. Και όταν ακόμη αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Σουηδία,
έμεινε κοντά μας. Μας άφησε ως ιερή παρακαταθήκη το ζωντανό παράδειγμά
του…».
11. Ένα άλλο πνευματικό τέκνο του Γέροντος Ευσεβίου, χωρίς να γίνει αντιληπτό από αυτόν, τον είδε να προσεύχεται στο Κελλί του. Με θαυμασμό διηγιόταν κατόπιν ότι, «τα υπερυψωμένα χέρια του Γέροντα έμοιαζαν με δύο λαμπάδες φωτός που εκτείνονταν προς τα πάνω».
12. Από το 2006, σε ηλικία 79 ετών, εμφανίστηκαν τα πρώτα σημάδια κλονισμού της υγείας του πατρός Ευσεβίου, στα οποία, καθώς ήταν αφοσιωμένος στο ποιμαντικό, συγγραφικό και ασκητικό του έργο, δεν έδωσε έγκαιρα την απαιτούμενη προσοχή. Η κακοήθης νόσος που τον κατέτρωγε εσωτερικά, προχωρούσε σταδιακά, με αποτέλεσμα όταν αποφασίστηκε να εισαχθεί στο Γενικό Νοσοκομείο Σερρών και αργότερα στο Νοσοκομείο Παπανικολάου Θεσσαλονίκης, να είναι σχετικώς αργά. Για ένα ολόκληρο χρόνο είχε συμπτώματα λοιμώξεων, πυρετού και ρίγους. Νοσηλευόταν στο Νοσοκομείο Παπαγεωργίου, αλλά έμενε για αρκετές ημέρες κατόπιν στο σπίτι του ήδη κοιμηθέντος αδελφού του Ρωμύλου στην Θεσσαλονίκη.
Όσοι τον επισκέπτονταν στην περίοδο της νοσηλείας του στα Νοσοκομεία ή
στο σπίτι, θαύμαζαν την απίστευτη καρτερία του. Αντιμετώπιζε τους
φοβερούς πόνους με ιώβεια υπομονή. Στο πρόσωπό του ήταν ευδιάκριτη η
γαλήνη της ψυχής, γεγονός που, παρά τον πόνο των δικών του, τους
παρηγορούσε εντυπωσιάζοντας το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό. Προτού
επιδεινωθεί πολύ η κατάσταση της αρρώστιας του, μιλούσε για μετάνοια,
για το έλεος του Θεού, για την αμαρτωλότητά του. Μια εβδομάδα πριν την
εκδημία του οι πόνοι έγιναν αφόρητοι. Δεν έβγαλε τον παραμικρό γογγυσμό.
Οι δικοί του το καταλάβαιναν από κάποιες συσπάσεις του προσώπου του.
Σιωπηλά προσευχόταν. Ώσπου στις 4 Νοεμβρίου του 2009, στις 10:40 μ.μ.,
«πριν από το τέλος, άνοιξε τα μάτια του, κοίταξε γύρω του με βλέμμα
γλυκύτατο, τα έκλεισε μόνος του, πήρε ακόμα δυο αναπνοές, και πέρασε
ειρηνικά στην αιωνιότητα», όπως μας βεβαιώνουν οι δύο μοναχές Μελάνη και
Ξένη, που βρίσκονταν κοντά του εκείνη την ύστατη ώρα, στο σπίτι του
αδελφού του. Ήταν ήδη 82 ετών και 7 μηνών.
13. Παρόλο που ο Γέροντας Ευσέβιος είχε εκφράσει την επιθυμία του
να μην γνωστοποιηθεί η εκδημία του, προτού γίνει ο ενταφιασμός του, η
είδηση της κοίμησής του διαδόθηκε ταχύτατα. Το αποτέλεσμα ήταν να
συρρεύσουν εκατοντάδες χριστιανοί, κληρικοί, μοναχοί και πνευματικά του
τέκνα, στον ιερό ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου, Μετόχι της Ιεράς Μονής
Γρηγορίου Αγίου Όρους, στην Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης, όπου εψάλη η
εξόδιος ακολουθία από τρεις Μητροπολίτες και αρκετούς ιερείς και
διακόνους.
«Θα χρειαζόταν πολλές σελίδες για να περιγράψουμε την πνευματική εργασία και τη συγγραφική δραστηριότητα του πατρός Ευσεβίου, εδώ και στο εξωτερικό. Ο πατήρ Ευσέβιος έχει αφήσει τα ίχνη του ανεξίτηλα, με αρθρογραφία, με εκδηλώσεις και υπηρεσίες σε διάφορους τομείς, που δεν καταγράφονται πουθενά επισήμως. Ούτε οι χιλιάδες ώρες που έδωκε σε φιλανθρωπικά έργα και τα ξενύχτια στην αλληλογραφία, για να στηρίξει και να παρηγορήσει τους αμέτρητους φίλους που προσέρχονταν στην αγιωσύνη του», επισημαίνει πολύ σωστά ο Καθηγητής Π.Πάσχος.
Είναι σίγουρο ότι μετά την εκδημία του Οσίου και Θεοφόρου αυτού Πατρός (Τετάρτη 4/11/2009), θα γίνονται γνωστά ολοένα και περισσότερα σημεία της Χάριτος η οποία ενοικούσε πλούσια στην καρδιά και την ασκητική ζωή του.
Την μεγάλη ευχή και την θαυμαστή του πρεσβεία, να έχουμε όλοι,
σύμμαχο και βοηθό στην πορεία μας και τον καθημερινό μας αγώνα. Αμήν.
※
–ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ–
(1) Οι ενότητες 1-4, 9, και 11-13, προέρχονται
από το πόνημα του Ευάγγελου Π. Λέκκου:
«Γέρων Ευσέβιος· ο κεγχριαίος μοναχός (1927–2009)»,
σειρά: «Σύγχρονοι Γέροντες 15»,
σελ. 16–19, 48–53, 55-57,
Εκδόσεις «Σαΐτης» (χ.χ.)·
(2) Η ενότητα 10, αποτελεί πολύτιμο σχόλιο
της πολύ αγαπητής κ.Χριστίνας Δανιηλίδου,
σε δική μας ανάρτηση της 4ης/11/2013
με θέμα πάλι την κοίμηση του Γέροντος·
Επίσης, χάρη στην προ διετίας δική της υπόδειξη εντοπίσ αμε
το πολύ σημαντικό σημείο των σκέψεων του Γέροντος
από το βιβλίο «Εἰς ὕψος νοητόν», στην σελ. 159·
(3) Οι ενότητες 5-8, ημέτερος πενιχρός λόγος,
που υπαγόρευαν οι αναμνήσεις μας από τον Γέροντα·
(4) Στην τετραπλή φωτογραφία 2,
βλέπετε το Ησυχαστήριο του Αγίου Νικολάου
στο Ραίτβικ της Σουηδίας,
ιδρυτής και κτήτορας του οποίου τυγχάνει ο Γέροντας.
Όλες οι φωτογραφίες από το επίσημο ενημερωτικό ιστότοπο
της Αδελφότητας του Αγίου Νικολάου
(agiosnikolaosrattvikwordpress.com)·
(5) Οι φωτογραφίες 7, 9, 11, 15 και 17,
είναι του Αθανάσιου Αθανασιάδη
και αποτελούν αιφνίδιο «δάνειο»
από την Fb Σελίδα του Γέροντα:
«Πατήρ Ευσέβιος Βίττης»
(«Father Eusebios Vittis»)·
(6) Η τετραπλή φωτογραφία 16,
προέρχεται από το «Panoramio»
και είναι του Σταύρου Αργυρούδη·
(7) Οι φωτογραφίες 10, 13 και 18,
από την δική μας επίσκεψη στο Κρυονέρι Φαιάς Πέτρας
όπου και το ταπεινό Κελλί του Αγίου Σάββα,
καθώς και ο «ὅλβιος τάφος» του Γέροντα (Αύγουστος του 2010).
Το θαυμάσιο μικρό ξύλινο τέμπλο που βλέπετε
από τον μικρό ναΐσκο στο εσωτερικό του Κελλίου,
όλο φτιαγμένο από τα χέρια του π.Ευσεβίου.
Ήταν επιδέξιος μαραγκός· ἀφθαστος σε ξυλουργικές εργασίες!
Στο διάζωμα κάτω από τις εικόνες,
εκτός από τις προσφιλείς του παραστάσεις από την αγία έρημο,
τοποθέτησε μόνιμα υπομνηστικές επιγραφές
από περιεκτικά εδάφια του Αποστόλου Παύλου.
Εν προκειμένω, διαβάζουμε:
«Ζηλοῦτε τὰ χαρίσματα τὰ κρείττονα:
Πίστιν, Ἐλπίδα, Ἀγάπην»
(πρβλ. Α΄ Κορ. ιβ΄ 31).
Κόπος, εμφιλόσοφος βίος και θεία λατρεία, μαζί!
(8) Μία ιδιαίτερη μνεία και σημείωση:
Η πρώτη επάνω υπότιτλη φωτογραφία που βλέπετε,
θαρρώ πως είναι η πιο διαδεδομένη
και η πιο αντιπροσωπευτική του Πατρός.
Ο Γέροντας εκεί, είναι 63 χρονών
και 3 μηνών: ακμαίος και δυνατός!
Η φωτογραφία, είναι του αγαπητού φίλου
Νίκου Κραγιόπουλου (Χημικού)
και ελήφθη την Κυριακή 1η Ιουλίου του 1990
(μετά την Θεία Λειτουργία).
Από την παραμονή, υπήρξε ένα μεταξύ μας «σχέδιο»
φωτογραφικής απαθανάτισης του Γέροντος,
και, συνάμα, πολύς ο φόβος από την πλευρά μου
μέχρι να πετύχουμε τον «στόχο» μας,
που δεν ήταν άλλος από την λαθραία φωτογράφισή του.
Ο Γέροντας, κρατάει το σημειωματάριο
στο οποίο θα έγραφε το επόμενο ραντεβού μου.
Μέχρι να γίνει αυτό, το «κλικ» της μηχανής
(το μαύρο λουρί της οποίας φαίνεται πλάγια δεξιά),
αποθανάτισε την στιγμή και την ιερή μορφή.
Έκτοτε, αυτή η συγκεκριμένη φωτογραφία,
αγαπήθηκε, ζητήθηκε, ταξίδεψε και πήγε παντού,
μέσα και έξω από την Ελλάδα.
※
Η ΤΑΠΕΙΝΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ
«Σὲ παρακαλῶ· δέξου μιὰ ταπεινὴ προσφορά, Κύριε. Μιὰ προσφορὰ ἑνὸς ἀναξίου ποιμένος ψυχῶν, ποὺ παρ’ ὅλη τὴν ἀθλιότητά του, ἀγαπάει τὰ πρόβατά Σου, δηλαδὴ τοὺς ἀδελφούς του, γιατὶ κι’ αὐτὸς πρόβατό Σου εἶναι καὶ τὰ νοιώθει ἑνωμένα μαζί του, σὲ μιὰ ἑνότητα “ἐν ἑνὶ πνεύματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ” καὶ ἱκετεύει γι’ αὐτά. Καὶ ἡ προσφορά μου θὰ εἶναι:
Γιὰ ὅσα πρόβατά Σου δὲν Σὲ γνωρίζουν καὶ γι’ αὐτὸ δὲν ἐπικοινωνοῦν μαζί Σου, θὰ ἐπικοινωνῶ ἐγώ.
Γιὰ ὅσα πρόβατά Σου κλαῖνε γιὰ τὶς ὅποιες παραβάσεις τους καὶ ἐκτροπές τους, μικρὲς ἢ μεγάλες, τὶς ἐν γνώσει ἢ ἐν ἀγνοίᾳ τους, θὰ κλαίω ἐγώ.
Γιὰ ὅσα πρόβατά Σου κοιμοῦνται τὸν μακάριον ὕπνον τῆς ἀμελείας καὶ ἀδιαφορίας, θὰ ξαγρυπνῶ ἐγώ.
Γιὰ ὅσα πρόβατά Σου Σὲ βλασφημοῦν καὶ Σὲ περιφρονοῦν, γιατὶ ποτέ τους δὲν Σὲ γνώρισαν πραγματικά, θὰ Σὲ ὑμνῶ καὶ θὰ Σὲ δοξολογῶ ἐγώ.
Γιὰ ὅσα πρόβατά Σου εἶναι δέσμια ὁποιουδήποτε πάθους, γονατιστὸς θὰ Σὲ ἱκετεύω νὰ τὰ ἐλευθερώσῃς ἀπὸ τὰ φοβερὰ δεσμά τους.
Γιὰ ὅσα πρόβατά Σου πέφτουν σὲ χέρια λύκων, μὲ ἀγωνία καὶ ἀπελπισμένα Σοῦ κράζω: Κύριε, Κύριε, Κύριε, σῶσέ τα! Γλίτωσέ τα!
Γιὰ ὅσα πρόβατά Σου βρίσκονται σὲ ἀπελπιστικὴ κατάσταση, σὲ μόνωση, σὲ ἀδυναμία νὰ σκεφτοῦν καὶ μὴ μπορώντας νὰ βροῦν τὴ σωτήρια διέξοδο ἀπὸ τὸ λαβύρινθο στὸν ὁποῖο βρίσκονται, θὰ Σοῦ δέομαι ἐγώ.
Μὲ ὅσα πρόβατά Σου ἀγωνίζονται εἰλικρινὰ καὶ δακρύζουν καὶ πονοῦν καὶ πασχίζουν καὶ ματώνουν καὶ ἀδιάκοπα προσπαθοῦν νὰ “τελέσωσι τὸν δρόμον” τους μὲ χαρά, γιὰ νὰ φέρουν σὲ αἴσιο πέρας τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τους, θὰ συναγωνίζομαι κι’ ἐγὼ “ἐν ταῖς προσευχαῖς”, ὥστε νὰ ἀξιωθοῦν νὰ λάβουν τὸ στεφάνι τῆς νίκης, τὸ ὁποῖον “ἀποδώσεις Σὺ ὁ δίκαιος Κριτὴς ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ”».
Εὐσέβιος, κεγχριαῖος μοναχὸς
Πηγή: Το Ειλητάριον
πηγή: tideon.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας