Τρίτη 2 Απριλίου 2024

Περί "Ελληνοχριστιανικού πολιτισμού" και Ορθοδοξίας

π. Θεόκλητος Διονυσιάτης

 

«Που σοφός; που γραμματεύς; που συζη­τητής του αιώνος τούτου;

ουχί εμώρανεν ο Θεός την σοφίαν του κόσμου τούτου;»

Απόστολος Παύλος

     Πέντε άρθρα του καλού φίλου και ευσεβούς  τέκνου της Εκ­κλησίας κ. Κωστή Μπαστιά, δημοσιευθέντα τελευταίως εις την «Βραδυνήν» των Αθηνών, παρέσχον αφορμήν να γραφή το

παρόν σημείωμα. Τα άρθρα ταύτα αφορούν εις την Παιδείαν του Έθνους και ασχολούνται με τα πορίσματα της δεκαμελούς Επιτρο­πής του Υπουργείου Παιδείας.

Ημείς δεν θα ενδιατρίψωμεν εις τα επί μέρους θέματα της Παι­δείας. Αυτά ενδιαφέρουν τους ειδικούς. Τα θέματα εξειδικεύσεως εί­ναι άλλο πράγμα και άλλο είναι το κυρίως θέμα της Παιδείας και ο σκοπός της. Ο σκοπός μας ενδιαφέρει.

Ό,τι ιδιαιτέρως προκαλεί την προσοχήν ημών, είναι το ιδεώ­δες, το ιδεολογικόν σχήμα, όπερ η εν λόγω Επιτροπή εξέλεξε δια ν’ αποτελέση τον θεμελιώδη παράγοντα, το σημείον προσανατολισμού δια την επεξεργασίαν των θεμάτων της Παιδείας. Εις αυτό ασχολείται και ο κ. Μπαστιάς, διότι θεωρεί ουσιώδες να προσδιορισθή εκ των προτέρων το ιδανικόν, προς το οποίον θα κατευθυνθή η Παιδεία του Έθνους, και εκ του οποίου θ’ απορρεύσουν τα ειδικά ζητήματα.

Το ιδεολογικόν, λοιπόν, σχήμα της δεκαμελούς Επιτροπής, εντός του οποίου συνοψίζεται η Εθνική Παιδεία, υπήρξεν ο «Ελληνο­χριστιανικός Πολιτισμός». Αυτό αναπτύσσει ο κ. Μπαστιάς, αμφισβητών το δυνατόν της συνυπάρξεως πίστεως και γνώσεως, Ελληνι­σμού και Χριστιανισμού, λόγου ανθρωπίνου και Αποκαλύψεως. Αυτό αμφισβητούμεν και ημείς και εξηγούμεν, διατί κατέκλυσε την Ελλάδα η αθεΐα, αλλά και απορούμεν, πως με τοιαύτα εκπαιδευτικά θεμέλια δεν έγινεν όλη η Ελλάς κομμουνιστική άχρι τούδε. Όχι, βεβαίως, διότι διδάσκεται η κλασσική παιδεία, αλλά διότι διδάσκεται ατόνως ο Χριστιανισμός, όστις απορροφάται σχεδόν από τα κλασσικά κείμενα, από την Κίρκην αυτήν των Ουμανιστών διδασκάλων.

Ο νεόπλαστος όρος «Ελληνοχριστιανικός πολιτισμός», υπό τον οποίον άλλοι άλλα υπονοούν και άλλοι διάφορα επιζητούν, τείνει επ’ έσχατων των χρόνων, καθ’ ους ετέχθη, να καταστή «σημείον αντι­λεγόμενον» παρά τοις φιλοσοφούσι, τοις δεολογούσι, τοις λογογραφούσι και παρά πάσι εκείνοις, όσοι ασχολούνται με λόγους και όρους, και «-ισμούς» και με «λύσεις αινιγμάτων».

Δια να είμεθα ειλικρινείς, εξ όσων ανεγνώσαμεν, τόσον υπό των υπεραμυνομένων της λεκτικής ταύτης συνδέσεως, γραπτών, όσον και υπό των εναντιοφρονούντων, δεν ηδυνήθημεν να διακρίνωμεν ενιαίαν κατεύθυνσιν εν τοις πολυστρόφοις διαλογισμοίς αυτών, ώστε να δυνάμεθα να μορφώσωμεν σαφή ιδέαν της θέσεως και αντιθέσεως του ζη­τήματος του πνευματικού. Τούτο, ίσως, οφείλεται εις την ατέρμονα— όσοι είναι και οι ασχολούμενοι με το θέμα — ποικιλίαν αντιλήψεων, εξ ων ενδέχεται έκαστος την ευόδωσιν του όρου, ως συνδέσεως μορ­φής και ουσίας, η ουσίας προς ουσίαν, άλλοι επί ίσοις, άλλοι ανομοιοβάθμως, έτερος, ως του πρώτου συνδετικού ως επιστημονικού χαρα­κτήρας μόνον, έτερος ως παιδαγωγικού απλώς και άλλοι άλλως. Και όλοι έχουν δίκαιον. Η έκτροπή από της απλής αληθείας οδηγεί εις πολυμέρειαν, εις πραγματικόν λαβύρινθον. Και όταν βλέπωμεν λαβυρίνθους, πρέπει να υποπτευώμεθα, ότι ο διάβολος ανετάραξε με την ουράν του τα διαφανέστατα ύδατα της εν Χριστώ αληθείας, της απλουστάτης ως η προ της πτώσεως ψυχή.

Ευρισκόμεθα μήπως προ φαινομένου εκφραστικού της νοσταλ­γίας ενός νεο-Ουμανισμού; Μιας νέας τάσεως προς επανατοποθέτησιν των Ελληνοχριστιανικών ιδεωδών, τύπου «Αναγεννήσεως», η οποία εν τη ουσία της δεν ήτο, ειμή νέκρωσις της πίστεως, αναζήτησις του διεφθαρμένου ανθρωπίνου λόγου, ο πρόδρομος της βασιλείας του Ορθολογισμού, κατίσχυσις του σαρκικού ανθρώπου έναντι του πνευ­ματικού, ακμή του «πεπτωκότος» ανθρώπου, που, κατά τον ποιητήν, «είν’ η ακμή μας παρακμή»; Πρόκειται περί αναβιώσεως ένος κρυπτοΝεοΠελαγιανισμού, ενός φυσιοκρατικού ανθρωπισμού του 15ου αιώνος της πνευματικής καταπτώσεως, εκπροσωπουμένης από την «Ανα­γέννησιν», τον Πλήθωνα, τον Ψελλό, τον Κυδώνη;

★ ★ ★

Αυτή η σύνδεσις του εν είδει ιδεώδους σχήματος του «Ελληνο­χριστιανικού πολιτισμού», εις την αντίληψιν  των φορέων του νεολο­γισμού τούτου, φέρεται περίπου, ότι ο ελληνικός  πολιτισμός παρουσιά­ζει στοιχεία βιώσιμα υπό του Χριστιανισμού. Ότι ημπορεί  άριστα να εναρμονισθή το πνεύμα των κλασσικών Ελλήνων με την εν Χριστώ Αποκάλυψιν. Ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας ηγάπων την κλασσικήν παιδείαν, έγραψαν υπέρ αυτής και επηρεάσθησαν βαθύτατα! Φυσικά προς απόδειξιν των ισχυρισμών προσάγονται και επιχειρήματα, φαινομενικώς πειστικά.

Είναι τοιαύτη η αρχαιοπληξία των θιασωτών του «Ελληνοχρι­στιανικού πολιτισμού», ώστε πανταχού των Πατερικών κειμένων να ανακαλύπτουν το πνεύμα του Πλάτωνος, του Αριστοτέλους, του Λυσίου, του Ομήρου. Αλησμόνητος θα μείνη εις τον γράφοντα η σκηνή, καθ’ ην, πολυΐδμων καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, εκ των αρχαιοπλήκτων, επεχείρει να αποδείξη, εν στενώ κύκλω, την άμεσον σχέσιν μεταξύ του «Φαίδρου» του Πλάτωνος και της Α’ Ομιλίας, εκ των Πεντήκοντα, του αγίου Μακαρίου του Αιγυπτίου. Ήτο τό­σον βέβαιος, ότι το άρμα εν τω «Φαίδρω»— δι’ ου αναπτύσσεται  η τριχοτομιστική θεωρία του Πλάτωνος— είχεν αντιγραφή υπό του αγίου Μακαρίου, ώστε προέβη εις ετοιμασίαν σοβαρωτάτης (!) εργασίας επ’ αυτού. Όταν όμως τω παρετηρήθη, ότι το άρμα του Μεγάλου Μα­καρίου διαφέρει βασικώς του άρματος του «Φαίδρου», και ότι είναι ειλημμένον από τον Προφήτην Ιεζεκιήλ, ο κ. καθηγητής περιέπεσεν εις αμηχανίαν…

★ ★ ★

Μεταξύ των άλλων μορφικώς συγγενευόντων Πατερικών λό­γων με κλασσικά κείμενα, προσάγουν και την προς νέους επιστολήν του Μ. Βασιλείου «Όπως αν εξ Ελληνικών ωφελοίντο λόγων», την οποίαν αποτιμούν ως το συντριπτικώτερον στοιχείον της ορθότητος του ισχυρισμού των. Αλλ’ η σημασία της εν λόγω επιστολής είναι τόσον διαφανής, ώστε να εκπληττώμεθα, διότι την επικαλούνται ως επιχείρημα. Ο κ. Μπαστιάς ορθώτατα παρατηρεί, ότι «και μόνος ο τίτλος αυτής, ενθυμίζει τας φιάλας των φαρμακείων που περιέχουν δηλητή­ρια, και που αι επιγραφαί των συνιστούν ιδιάζουσαν προσοχήν». Πα­λαιός δε σχολιαστής της επιστολής ταύτης της επιμάχου, ούτε καν διενοήθη, ό,τι οι φιλοκλασσικοί μελετηταί.

Παραδέχεται — επειδή  εγνώριζε  βαθέως τον Μ. Βασίλειον — ότι δι’ αυτής ηθέλησε να επιδείξη την αρχαιομάθειάν του, πείθων δια τούτου, ότι οι Χριστιανοί, παρ’ ότι είναι κάτοχοι της Ελληνικής γραμματείας, εν τούτοις δεν την υπολογίζουν. Αυτή, βέβαια, είναι μία άποψις.

Εν πάση περιπτώσει, ή δια τον ένα σκοπόν την έγραψεν ή δια τον άλλον, πάντως πόρρω απέχει από του να εκφράζη την ψυχολογίαν του Ουρανοφάντορος και τα φρονήματά του. Εάν δεν έχη ούτω το πράγμα, πως έγραφε προς τον Σεβαστείας Ευστάθιον: «εγώ πολυν χρόνον προσαναλώσας τη ματαιότητι, και πάσαν σχεδόν την εμαυτού νεότητα εναφανίσας τη ματαιοπονία, ην είχον προσδιατρίβων τη αναλήψει των μαθη­μάτων της παρά Θεού μωρανθείσης σοφίας· επειδή ποτέ ώσπερ εξ ύπνου βαθέος διαναστάς, απέβλεψα μεν προς το θαυμαστον φως της αληθείας του Ευαγγελίου, κατείδον δε το άχρηστον της σοφίας των αρχόντων του αιώνος τούτου των καταργουμένων, πολλά την ελεεινήν μου ζωήν αποκλαύσας, ηυχόμην δοθήναι μοι χειραγωγόν προς την εισ­αγωγήν των δογμάτων της ευσεβείας…»;

Εκτός του σαφεστάτου τούτου κειμένου, ως και εξ άλλων λόγων του με καταφανή αντίθεσιν προς το αμφιβαλλόμενον πνεύμα της περί­φημου επιστολής, έχομεν την ομολογίαν της Εκκλησίας, ότι ο Μ. Βα­σίλειος ήτο Θεοφόρος, σκεπτόμενος εν Πνεύματι Αγίω και διατελών υπό την ενέργειαν των ακτίστων ελλάμψεων. Ποίαν θέσιν δύνανται να έχουν αι πυγολαμπίδες της κλασσικής φιλοσοφίας εις το Θαβώριον φως, από το οποίον εφωτίζετο ο Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας; Ποίαν σχέσιν δύναται να έχη το πνεύμα της Αγίας Σοφίας, όπερ είναι θρίαμβος του ακτίστου φωτός, με το πνεύμα της Ακροπόλεως, όπερ εκφράζει την λατρείαν του ρυθμού; Το εν προέρχεται εκ Θεού, το άλλο από τον «πεπτωκότα» άνθρωπον. Πως ημπορεί  να εναρμονισθή εις μίαν ψυχήν εκείνο, το οποίον είπεν ο Μ. Βασίλειος· «Ό μεν γαρ σαρκικός άνθρωπος, αγύμναστον έχων τον νουν προς θεωρίαν, μάλλον δε ώσπερ εν βορβόρω τω φρονήματι της σαρκός κατορωρυγμένον φέρων, αδυνα­τεί προς το πνευματικόν φως της αληθείας αναβλέψαι…», με εκείνο, όπερ είπεν ο Θεολόγος Γρηγόριος δια τον Μ. Βασίλειον «Τις δε μάλλον εφωτίσθη φως γνώσεως, και διέκυψεν εις τα βάθη του Πνεύ­ματος, και μετά Θεόν τα περί Θεού διεσκέψατο; και το μεν ερευνάν και τα βάθη του Θεού, τω Πνεύματι μεμαρτύρηται, ως ουκ άγνοούντι, άλλ’ ως έντρυφώντι τη δεωρία’ πάντα δε εκείνω διηρεύνηται τα του Πνεύματος» (Επιτάφ.).

* ★ *

Ο Χριστιανισμός διαφέρει από το Ελληνικόν πνεύμα, όχι μόνον κατά το ότι τούτο είναι εστερημένον από τα δύο κυριώτερα στοιχεία του Χριστιανισμού, της ταπεινώσεως και αγάπης, — εντελώς άγνωστα εις την κλασσικήν αρχαιότητα— αλλά και διότι, ο μεν Χριστιανισμός θεωρεί το «σχήμα» του παρόντος κόσμου ως παρερχόμενον, «παράγον», επειδή δεν έχει «μένουσαν πόλιν», αλλ’ επιζητεί την «μέλλουσαν». Ο δε Ελληνισμός σκοπεί την δημιουργίαν μονίμων σχημάτων εν τω κόσμω, μη έχων τι επέκεινα τούτου. Ο εις επείγεται προς τα άνω, ο έτερος επιθυμεί δε’ όλων των μέσων την απόλαυσιν των κάτω.

Είναι γνωστόν, βεβαίως, ότι η Εκκλησία εκδέχεται  την κλασ­σικήν φιλοσοφίαν, ως προπαρασκευαστικήν των ψυχών εις την υποδο­χήν του λόγου της πίστεως, ως «παιδαγωγόν εις Χριστόν», στηριζομένη εις τον λόγον του Ιουστίνου, φιλοσόφου και μάρτυρος, όστις είπεν, ότι «οι Έλληνες ελάλησαν δια του σπερματικού λόγου». Μέχρι του σημείου αυτού σταματά και ο ρόλος του Ελληνικού πνεύματος, δια τον απλούστατον λόγον, ότι η φιλοσοφία με τον «σπερματικόν λόγον» είναι καρπός του «πεπτωκότος» ανθρώπου. Που δύναται να οδηγήση το «γνώθι σαυτόν»; Εις την θεωρίαν του διεφθαρμένου εκ της Παραβάσεως ανθρώπου, εις την θέσιν της αχρειωθείσης «εικόνος». Άνευ της εν Χριστώ αναγεννήσεως είναι αδύνατος η θεώρια του Θεού, η γνώσις της αληθείας. Ο Χριστιανισμός όμως επορίσθη των μέσων δια να φθάση εις το «αρχαίον απλούν», εις το «κατ’ εικόνα Θεού και ομοίωσιν». Ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός, εκπροσωπούμενος υπό των Ανα­τολικών Πατέρων, οίτινες έφθασαν εις το «κατ’ εικόνα Θεού και ομοίωσιν», όσον ενδέχεται τη ανθρώπινη φύσει, αποτελεί συνισταμένην εν Αγίω Πνεύματι αληθειών, υπερκειμένων της νοήσεως των φιλο­σόφων εκείνων, οι οποίοι έζησαν εις μίαν εποχήν, καθ’ ην «ούπω ην Πνεύμα Άγιον». Εάν, λοιπόν, θα ηθέλαμεν να συζεύξωμεν τα δύο ταύτα πνεύματα, του Χριστιανισμού, όστις είναι αποκάλυψις, και του Ελληνισμού, όστις είναι χοϊκός, μεν’ όλων των επί πτερύγων της φαντασίας πτήσεών του, δεν θα ευρισκόμενα προ αντιφάσεων, προ παραδόξου, προ συγκρούσεων; Και δεν θα εβλέπομεν τον Χριστιανι­σμόν αχρειούμενον, νοθευόμενον από την αφύσικον και άλογον αυτήν μίξιν του φωτός μετά της σκιάς, της αληθείας μετά του ψεύδους, του ακαλλούς μετά του ωραίου, «πιστού μετά απίστου, ναού Θεού μετά ειδώ­λων, Χριστού μετά Βελίαλ»; «Επειδή και Ιουδαίοι σημείον αιτούσι και Έλληνες σοφίαν ζητούσιν, ημείς δε κηρύσσομεν Χριστόν εσταυρωμένον, Ιουδαίοις μεν σκάνδαλον, Έλλησι δε μωρίαν…».

* * *

Τα ασύστατα ταύτα να παρηρχόμενα μετ’ αδιαφορίας, εάν δεν διετυπούντο υπό χριστιανών και δη θεολόγων, εις τον νουν των οποίων λανθάνει μυστικός τις Ουμανισμός, παρ’ ότι θεωρητικώς αντιτίθενται εις αυτόν. Η αντινομία αυτή οφείλεται εις την έλλειψιν μυστικού κατά Χριστόν βιώματος, διό και συνδυάζονται εγκόσμια ευδαιμονιστικά σχήματα μετά στοιχείων ευσεβείας, εν μια και τη αυτή ψυχή, στοι­χείων αζώων, στείρων, ξηρών.

Η πίστις, καθόν χρόνον την οικειούμεθα, τελείται δι’ υπερλογικής λειτουργίας. Μετά την οικείωσιν αυτής είναι δυνατή η γνώσις δια της Γραφής και του άνωθεν φωτισμού, των αφορώντων εις τους λόγους των προσόντων του Θεού. Είναι δυνατή η συνύπαρξις πίστεως και λόγου, εφ’ όσον ο λόγος υπηρετεί την πίστιν, την υπέρ λόγον. Ο λόγος όμως είναι αδύνατον να γνωρίση το αντικείμενον της πίστεως δια λογικών σχημάτων και μεθοδειών. Αποτελεί αντίφασιν η σύνδεσις λόγου και πίστεως. Η πίστις δια τα υπέρ λόγον, και ο λόγος δια τα εντεύθεν της πίστεως. Δεν αρνούμεθα εις τον λόγον το δικαίωμά του επί της ιστορίας και της επιστήμης. Αλλά δεν αρκούμεθα εις ταύτα. Έχομεν ανάγκην συζεύξεως και της πίστεως, ως μοναδικού μέσου «γνώσεως», δια τον πέραν της παρούσης ζωής κόσμον. Ό,τι αφορά εις εκείνον τον κόσμον, μόνον η πίστις και η αγάπη, και ο θαυμασμός το αποκαλύ­πτουν.

Όταν ζώμεν εν πίστει, δεν περιοριζόμεθα  εις αυτήν, διότι ζώμεν και εις τον αισθητόν τούτον κόσμον και διότι έχομεν όργανα γνώσεως τούτου του κόσμου. Δεν τα απορρίπτομεν. Δεν ματαιούμεν την χρήσιν των, «επεί άρα οφείλομεν εκ του κόσμου εξελθείν». Κάμνομεν όμως κάτι άλλο. Περιορίζομεν την ενέργειαν  του νου εις τα οικεία όρια, ούτω δε κάμνομεν καταμερισμόν αρμοδιοτήτων. Δίδομεν εις τον λόγον το προβάδισμα δια το επιστητόν, εις δε την καρδίαν την αποκλειστικό­τητα εις την περιοχήν των θείων πραγμάτων. Πραγματοποιούμεν ούτω ασύγχυτον ένωσιν. Και προχωρούμεν επέκεινα του σχήματος τούτου, εις υψηλοτέρας συνδέσεις. Τα εγκόσμια πράγματα, δια τον χριστιανόν, ευρίσκονται εις δευτέραν μοίραν. Δεν μας έλκουν. Τα μανθάνομεν, διότι ζώμεν εν αυτοίς. Ό,τι αποτελεί  τον διαπρύσιον έρωτά μας είναι τα πέραν πάσης νοήσεως, τα κείμενα εν τω χώρω της πίστεως και της αγάπης του Θεού. Ζώμεν εις την γην, «χρώμεθα τω κόσμω, αλλ’ ου καταχρώμεθα», κατά την τελειοτάτην διατύπωσιν του Μεγάλου Παύ­λου.

* * *

Αν ο παρών κόσμος έχη όρια, είναι προφανές ότι η όρεξις του «ειδέναι» έχει τέρμα. Αντιθέτως, ο άυλος κόσμος είναι άπειρος, διο και ο πόθος της γνώσεως και απολαύσεώς του είναι ατέρμων. Η πρώ­τη γνώσις είναι πεπερασμένη, η δευτέρα άπειρος. Η πρώτη κατακτάται δια της σκέψεως, η οποία σταματά, η δευτέρα κινείναι δια του έρωτος, όστις διαρκώς αγρυπνεί. Η σκέψις υπόκειται εις κάματον, αλλ’ η αγάπη αντιθέτως, καθ’ όσον απολαμβάνει κατά τοσούτον και ενδυναμούται και ανανεούται.

Ο τύπος, λοιπόν, του χριστιανού, τον οποίον δεν αγνοούν τα επί­σημα έγγραφα του Υπουργείου Παιδείας, είναι αυτός, όστις δεν ίσταται εις το παρόν εν αγαλλιάσει, αλλά οργά ψυχοπνευματικώς προς την ετέραν «πόλιν». Δεν καταλείπει μορφάς ζωής προς απόλαυσιν, ως ο Ελληνισμός, αλλ’ αφήνει ίχνη της ανησύχου διαβάσεως του εις τους ερχομένους· «…επί μακρότερον πρόϊμεν ταις ελπίσι και προς ετέρου βίου παρασκευήν άπαντα πράττομεν…», λέγει ο Μ. Βασίλειος.

Κατά ποιον, επομένως, τρόπον θα συμμετείχε προς το περιεχόμενον του Χριστιανισμού ο Ελληνισμός; Το είπομεν ανωτέρω . Εις ό,τι αφορά εις την γνώσιν της παρούσης ζωής, εις τον επιστημονικόν τομέα, χωρίς όμως την ερμηνείαν των φαινομένων υπό της κλασσι­κής φιλοσοφίας. Η ερμηνεία αφίεται εις τον Χριστιανισμόν. Ας καλλιεργηθή ο νους των νέων δια των εγκυκλίων μαθημάτων, ας μεταδίδωνται ειδικαί γνώσεις δι’ επιστημονικήν εξειδίκευσιν, ας δι­δαχθούν ως ιστορία όλαι αι φιλοσοφίαι του κόσμου, και η κλασσική. Αλλά ως μοναδική αλήθεια εν τω κόσμω να κηρύττεται ο Χριστια­νισμός, η Ορθοδοξία, οι Πατέρες. Όλα να συμπυκνούνται «εν Χριστώ τω Θεώ», όπως όλα εις τον κομμουνιστικόν κόσμον ανακεφαλαιούνται εις την άρνησιν.

Λέγεται ότι τα Γερμανικά Πανεπιστήμια κάμνουν σοφούς, τα Αγγλικά μορφώνουν «τζέντλεμεν», αλλά τα Αμερικανικά δημιουργούν ανθρώπους. Ανθρώπους χρειαζόμεθα, και ύστερα επιστήμονας. Και ανθρώπους αναπλάσσει μόνον ο Χριστιανισμός, η εξ Αποκαλύψεως αλήθεια.

* * *

Αντιτιθέμεθα εις την προς εαυτήν αντιφάσκουσαν σύνθεσιν του «Ελληνοχριστιανικού Πολιτισμού», επειδή  φοβούμεθα, όχι τόσον το παρωχημένον σχήμα του Ελληνισμού, όσον τον αβαθή, τον άχρουν και άοσμον και άγευστον Χριστιανισμόν. Αυτού του Χριστιανισμού, του «επιστημονικού» είναι άνθος η σύνθεσις αυτή. Αυτός ο Χριστια­νισμός είναι χωρίς Χριστόν, αλλά με την διδασκαλίαν Του μόνον, και, ως εικός, νοθευμένην και αυτήν, και ούτω είναι λογικώτατον να δημιουργή σημεία επαφής ου μόνον με την κλασσικήν φιλοσοφίαν, αλλά και με παν σύστημα αρκεί να εξυπηρετή κοινωνικούς σκοπούς. Και με τον Μασονισμόν. Αρκεί να αναγνώση τις την απόφασιν της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών του 1933, δια τον εν Ελλάδι  Μασονισμόν, δια να δικαιώση τους ισχυρισμούς μας.

Μη παραπονούμεθα επειδή τα σχολειά μας παράγουν άθεους, ελευθερογνώμονας, ικανούς δι’ όλας τας απιθάνους συνθέσεις. Εάν επιμένωμεν εις το αίτημα, όπως διδάσκεται ο Χριστιανισμός με όλον το βάθος του εις όλην την έκτασίν του και εφ’ όλων των συνεπειών του επί της ανθρώπινης φύσεως, είναι διότι δεν βλέπομεν ουδαμού σωτηρίαν ατομικήν, κοινωνικήν και Εθνικήν, ειμή μόνον δια της αναπλάσεως του Χριστιανισμού εν τη Εκκλησία.

Εάν έχωμεν κάποιο καύχημα ως φυλή σήμερον, δεν είναι από τον κλασσικόν κόσμον, αλλ’ από την Ορθοδοξίαν. Χωρίς την συνεπή οικείωσιν της Ορθοδοξίας, δεν αντιλαμβανόμεθα από που θα αντλήσωμεν πνευματικάς δυνάμεις ως Έθνος. Από τα μάρμαρα, τους τίτλους και τας εξηραμμένας δάφνας; Δεν βλέπομεν ότι μας έπνιξεν η αμαρτία, δι’ ον λόγον κατηντήσαμεν το σκυβαλον του κόσμου; Και αντί να ζητώμεν βοήθειαν από τον Θεόν, ημείς «ετεροζυγούμεν απίστοις» και αιρετικοίς και πλάθομεν παράδοξα και οθνεία τερατολογήματα προς κάλυψιν της πνευματικής μας γυμνότητας. Δια τούτο, προς συνετισμόν όλων μας, μας εδόθη σκόλοψ, δια να μας κολαφίζη να συνέλθωμεν εκ της ηλιθίας νάρκης. Ο σκόλοψ εκείνος, όστις μας μετέβαλεν εις ταλαίπωρον πιόνι εις το ζατρίκιον της παγκοσμίου ανυποληψίας. «Ο νοών νοείτω».

 

 

 

ΑΘΩΝΙΚΑ ΑΝΘΗ – ΑΡΘΡΑ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ

Επί τη χιλιετηρίδι του Αγίου Όρους

ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ “ΑΣΤΗΡ – ΑΛ. & Ε. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ – ΑΘΗΝΑΙ 1962

ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ

 πηγή: entaksis.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε το σχόλιό σας