Ὁ Ἅγιος Φιλούμενος εἶναι ἀνακηρυγμένος Ἅγιος της Ἐκκλησίας μας. Ἤδη ἀπό χρόνια πρίν τήν ἁγιοκατάταξή του, ὁ λαός, εἰδικά της Κύπρου, τόν τιμοῦσε ὡς Ἅγιο κάνοντας τοῦ ἁγιογραφίες καί ἀκολουθίες.
Ὁ κατά κόσμον Σοφοκλῆς Χασάπης γεννήθηκε τό 1913 στό χωριό Ὁροῦντα τῆς ἐπαρχίας τῆς Μόρφου στήν Κύπρο. Γονεῖς τοῦ ἦταν ὁ Γεώργιος καί ἡ Μαγδαληνή Χασάπη, ἄνθρωποι εὐσεβεῖς καί φιλόθεοι.
Ἦταν οἰκογένεια ἀρκετά εὔπορη καθώς, εἶχαν δικό τους πανδοχεῖο καί φοῦρνο. Ἡ ἀγάπη τοῦ Ἁγίου γιά τό Χριστό γεννήθηκε ὅταν ἦταν ἀκόμα πολύ μικρός.
Ἡ μητέρα τοῦ καθώς καί ἡ εὐσεβής γιαγιά τοῦ Λωξάντρα, μετέδωσαν σέ αὐτόν καί στό δίδυμο ἀδελφό τοῦ Ἀλέξανδρο τά διδάγματα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς.
Ἡ ἀνάγνωση τῶν βίων τῶν ἁγίων θέρμαινε ἀκόμα περισσότερο τήν πίστη τῶν δυό νεαρῶν. Ἰδιαίτερα ὁ βίος τοῦ ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Καλυβίτου μίλησε στίς καρδιές τους καί τούς δημιούργησε τήν ἐπιθυμία νά ἀφιερωθοῦν στό Θεό.
Σέ ἡλικία δεκατεσσάρων χρονῶν, τά δυό ἀδέλφια ἀναχώρησαν κρυφά ἀπό τόν κόσμο καί πῆγαν στήν Ἱερά Μονή Σταυροβουνίου. Ὁ πατέρας τους, ὅταν ἔμαθε γιά τήν ἀναχώρησή τους στό μοναστήρι, τούς ἐπισκέφθηκε καί τούς ἔδωσε τήν εὐχή του νά συνεχίσουν τό δρόμο πού διάλεξαν. Οἱ δυό ἔφηβοι εἶχαν βρεῖ στή μοναχική ζωή τήν ψυχική τους ἀνάπαυση.
Τό 1934 ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἰορδάνου Τιμόθεος, ἐπισκέφθηκε τή μονή καί πρότεινε στόν ἡγούμενο πατέρα Βαρνάβα νά πάρει τά δίδυμα ἀδέλφια μαζί του στούς Ἁγίους Τόπους, ὅπου θά φοιτοῦσαν στό ἐκεῖ γυμνάσιο. Ὅπερ καί ἐγένετο.
Οἱ δυό νέοι ἀκολούθησαν τόν Ἐπίσκοπο στά Ἱεροσόλυμα. Τό 1937 ἔλαβαν τό Μοναχικό Σχῆμα. Ὁ μέν Σοφοκλῆς πῆρε τό μοναχικό ὄνομα Φιλούμενος, ὁ δέ Ἀλέξανδρος ὀνομάστηκε Ἐλπίδιος
Μόλις ἀποφοίτησαν ἀπό τό γυμνάσιο, οἱ δρόμοι τούς χώρισαν. Ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἐλπίδιος ὑπηρέτησε σέ διάφορα μέρη ὡς ἱερέας (Ἀθήνα, Λονδίνο, Ὀδησσός, Κύπρος) καί κοιμήθηκε τό 1983 στό Ἅγιον Ὅρος, ἐνῶ ὁ ἀδελφός του Φιλούμενος παρέμεινε στά Ἱεροσόλυμα μέχρι τό τέλος τῆς ἐδῶ ζωῆς του.
Τό 1948 ὁ Ἅγιος προχειρίσθηκε σέ ἀρχιμανδρίτη. Ὅλη ἡ ζωή τοῦ ἦταν ἕνας διαρκῆς ἀγώνας γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Ἀπό τή μεγάλη του ταπείνωση, πολλές φορές προσποιούταν τό σαλό, γιά νά κρύψει τίς μεγάλες ἀρετές πού ὁ Θεός τοῦ εἶχε χαρίσει.
Δέν ἤθελε οἱ ἄλλοι νά τόν ὑπολογίζουν ὡς ἅγιο, παρά τό ὅτι ἡ ἁγιότητα τῆς ζωῆς του δέν κρυβόταν εὔκολα. Δέν ἄφησε ποτέ τήν ἁπλότητα καί τήν ταπεινότητα. Εἶχε πάρει πολύ ζεστά τόν πνευματικό ἀγώνα. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι γιά ὀκτώ χρόνια, δέν ἔφαγε καθιστός.
Ἔτρωγε ὄρθιος καί μέσα σέ κατσαρόλα γιά ἄσκηση καί ἀποφυγή ὁποιασδήποτε «εὐχαρίστησης» πού θά τόν ἔφερνε μακριά ἀπό τή μεγαλύτερη εὐχαρίστηση, τήν ἐπικοινωνία μέ τό Θεό.
Τό 1979 στίς 8 Μαΐου, ὁρίστηκε νά διακονεῖ στό φρέαρ τοῦ Ἰακώβ. Οἱ Ἑβραῖοι ἀπό τήν πρώτη στιγμή ἔδειξαν στόν ταπεινό ἐκεῖνο ἱερέα τίς δολοφονικές προθέσεις τους.
Σχεδόν καθημερινά ἀπαιτοῦσαν νά βγοῦν ὁ σταυρός καί οἱ εἰκόνες, θεωρώντας τόν τόπο ὡς ἰουδαϊκό καί ὄχι χριστιανικό προσκύνημα. Μάταια ὁ πατήρ Φιλούμενος προσπαθοῦσε νά τούς ἐξηγήσει μέ τόν πράο τρόπο του, ὅτι τό προσκύνημα αὐτό ἀνῆκε στούς χριστιανούς γιά πολλούς αἰῶνες.
Μάλιστα ἕνας Ἑβραῖος πήγαινε συνέχεια καί προσευχόταν στό ναό. Ὁ Ἅγιος, θέλοντας νά μήν προκαλέσει, σταματοῦσε τίς ἀκολουθίες καί συνέχιζε, ὅταν ὁ Ἑβραῖος ἔφευγε.
Παρά τήν ἀκακία αὐτοῦ τοῦ γέροντα, οἱ Σιωνιστές δέν ὑποχωροῦσαν, ἀλλά τόν ἔβριζαν καί τόν ἀπειλοῦσαν.
Παρότι φαινόταν ὅτι οἱ φανατικοί ἐχθροί του Χριστοῦ θά προέβαιναν σέ ἐγκληματικές πράξεις ἐναντίον του, ὁ πατήρ Φιλούμενος δέν σκέφθηκε νά ἀποχωρήσει καί νά τούς χαρίσει τό ἱερό προσκύνημα. Ἔμεινε πιστός στό διακόνημά του ,παρότι γνώριζε ὅτι αὐτό θά τοῦ στοίχιζε τήν ἴδια του τή ζωή.
Στίς 29 Νοεμβρίου, ἡμέρα μνήμης τοῦ Ἁγίου Φιλουμένου τοῦ ἀρχαίου, προστάτη τοῦ νέου ἱερομάρτυρα, μία ὁμάδα φανατικῶν Ἑβραίων ἐπιτέθηκε μέ τσεκούρι στόν ἱερέα τοῦ Ὑψίστου καί τόν κατακρεούργησε. Οἱ βασανιστές του, ἔκοψαν τά τρία δάχτυλά του μέ τά ὁποία ἔκανε τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, σέ μία προσπάθεια νά τόν κάνουν νά ἀρνηθεῖ τή Χριστιανική Πίστη.
Ἡ ἐκκλησία καί τά ἱερά σκεύη εἶχαν ὅλα καταστραφεῖ. Φεύγοντας, οἱ Σιωνιστές πέταξαν χειροβομβίδα γιά νά καταστρέψουν ὁλοκληρωτικά τό ὀρθόδοξο προσκύνημα. Τή στιγμή τῆς δολοφονίας ὁ ἀδελφός τοῦ Ἀγίου, πατήρ Ἐλπίδιος, ἄκουσε τή φωνή τοῦ μάρτυρα να τοῦ λέει: «Ἀδελφέ μου, με σκοτώνουν πρός δόξαν Θεοῦ. Σε παρακαλῶ μήν ἀγανακτήσεις».
Ἡ κηδεία τοῦ Ἁγίου Φιλουμένου, ἔγινε στό ναό τῆς Ἁγίας Θέκλας στίς 4 Δεκεμβρίου τοῦ 1979 καί τό σῶμα τοῦ τάφηκε στό κοιμητήριο τῆς ἁγιοταφικῆς ἀδελφότητας. Τέσσερα χρόνια ἀργότερα, ἔγινε ἡ ἐκταφή του. Τό σκήνωμά του παρέμενε ἄφθαρτο καί εὐωδίαζε.
Κατάλαβαν ὅλοι ὅτι ὁ Θεός μέ αὐτόν τόν τρόπο ἐπιβεβαίωνε τήν ἁγιότητά του. Ξαναέκλεισαν τόν τάφο καί τόν ἄνοιξαν τά Χριστούγεννα τοῦ 1984 διαπιστώνοντας ὅτι τό σκήνωμα ἐξακολουθοῦσε νά εὐωδιάζει. Ἔπειτα τοποθέτησαν τό σῶμα του σέ γυάλινη λειψανοθήκη, ὅπου τίθεται μέχρι σήμερα.
Στίς 30 Αὐγούστου 2008 ἀνακηρύχθηκε Ἅγιος καί τό σκήνωμά του μεταφέρθηκε στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου του, τό φρέαρ τοῦ Ἰακώβ. Ἡ μνήμη τοῦ τιμᾶται στίς 29 Νοεμβρίου. Ὁ Θεός τόν ἀξίωσε νά ἑορτάζει τήν ἴδια μέρα μέ τόν προστάτη του.
Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος ἅ΄. Τῆς ἐρήμου πολίτην.
Τῆς Ὀρούντης τόν γόνον, νήσου Κύπρου τοῦ βλάστημα καί ἱερομάρτυρα νέον Ἰακώβ θείου Φρέατος, Φιλούμενον τιμήσωμεν, πιστοί, ὡς πρόμαχον τῆς πίστεως ἠμῶν, καί ἀήττητον ὁπλίτην Χριστοῦ τῆς ἀληθείας, πόθω κράζοντες? δόξα τῷ σέ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σέ ἀφθαρτίσαντι, δόξα τῷ σέ ἠμίν χειραγωγόν πρός πόλον δείξαντι!
Κοντάκιον.
Ἦχος πλ. δ΄. Τή Ὑπερμάχω.
Τόν ἀνατείλαντα ὡς ἄστρον νεαυγέστατον τή Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀρτίως μέλψωμεν, μαρτυρίου ταίς ἀκτίσι καί θαυμασίων ταίς βολαίς νεοφανέντα ἱερόαθλον, οὗ ἠφθάρτισε τό σκήνωμα ὁ Ὕψιστος, πόθω κράζοντες χαίροις, μάκαρ Φιλούμενε.
Απόσπασμα από το βιβλίο
Χαραλάμπους Χ.
Άνδραλη
Νεομάρτυρες της
Ορθοδοξίας στον 20ό και 21ο αιώνα
Μέρος Δεύτερο
Κεφάλαιο Έβδομο
Άγιος Φιλούμενος
Ἐπιμέλεια κειμένου Αναβάσεις
Διαβάστε περισσότερα πατώντας Νεομάρτυρες της Ορθοδοξίας στον 20ό και 21ο αιώνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας