«Χαῖρε, δι᾿ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει» (Α1α΄)
ΑΞΙΟΝ-ΕΣΤΙ-ιστ..Υπάρχουν, ἀγαπητοί μου, ἐχθροὶ τῆς πίστεώς μας, ἄνθρωποι ποὺ τὴν κατηγοροῦν, νομίζοντας οἱ ἄφρονες ὅτι ἔτσι θὰ μπορέσουν νὰ σκιάσουν τὸν ἥλιο – Χριστό. Μία δὲ ἀπὸ τὶς κατηγορίες ποὺ ἐκτοξεύουν εἶνε, ὅτι ἡ θρησκεία μας εἶνε κατὰ τῆς χαρᾶς, ὅτι μὲ τὶς ἀπαγορεύσεις τῶν
ἐντολῶν της κάνει τὸν ἄνθρωπο λυπημένο, σκυθρωπό. Αὐτὸ ὅμως δὲν ἀληθεύει. Ἂν ὑπάρχῃ στὸν κόσμο μιὰ θρησκεία ποὺ εἶνε ἥλιος χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως πνευματικῆς, αὐτὴ εἶνε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἀπόδειξις; Ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος· καὶ μόνο αὐτὸς φτάνει.Ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος εἶνε μία ἀνθοδέσμη, φτειαγμένη ἀπὸ τὰ ὡραιότερα ἄνθη τῆς ἐκκλησιαστικῆς ποιήσεως. Εἶνε μία ἐπανάληψις τοῦ πρώτου ἐκείνου χαιρετισμοῦ ποὺ ἀκούστηκε στὴ Ναζαρέτ, ὅταν «Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη εἰπεῖν τῇ Θεοτόκῳ τὸ χαῖρε». Τὸ «Χαῖρε» ἐκεῖνο (Λουκ. 1,28) ἀκούγεται ἐδῶ ὄχι 1 ἀλλὰ 144 φορές. Τὸ δὲ ἄξιο παρατηρήσεως εἶνε ὅτι ἡ ἀρχὴ τοῦ Ἀκαθίστου ὕμνου (Α1α΄) εἶνε ἀκριβῶς ἔκφρασι χαρᾶς, ἐμβατήριο χαρᾶς. «Χαῖρε, δι᾿ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει», λέει. Χαῖρε, Παναγία, διότι διὰ σοῦ, τῆς μητέρας τοῦ Χριστοῦ, ἔλαμψε στὸν κόσμο ὁ ἥλιος τῆς χαρᾶς.
Περὶ χαρᾶς λοιπὸν θὰ ποῦμε λίγα λόγια, ἀνασκευάζοντας τὴν κατηγορία ὅτι ἡ θρησκεία μας δημιουργεῖ σκυθρωπότητα, μελαγχολία.
Ἡ χαρά, ἀγαπητοί μου, εἶνε στοιχεῖο ἀπαραίτητο στὸν ἄνθρωπο γιὰ τὴν εὐτυχία του. Ὅ,τι εἶνε τὸ ὀξυγόνο στὸν ἀτμοσφαιρικὸ ἀέρα, εἶνε καὶ ἡ χαρὰ γιὰ τὴ ζωή. Ὅπως ὅταν ἐλαττωθῇ τὸ ὀξυγόνο ὁ κόσμος ἀσφυκτιᾷ, ἔτσι καὶ ὅταν λείψῃ ἡ χαρὰ οἱ ψυχὲς πνίγονται. Ὅλοι ζητοῦν τὴ χαρά· κι αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει ψωμὶ νὰ φάῃ, ἀλλὰ κι αὐτὸς ποὺ εἶνε στὰ ἀνάκτορα καὶ στὰ μεγαλεῖα τοῦ κόσμου. Ὁ καθένας, σὲ ὁποιοδήποτε σημεῖο τοῦ πλανήτου κι ἂν βρίσκεται καὶ ὑπὸ ὁποιεσδήποτε συνθῆκες κι ἂν ζῇ, ἀπ᾽ τὸ μικρὸ παιδὶ ὣς τὸν ἀσπρομάλλη γέροντα, ὅλοι τὴ χαρὰ ζητοῦν.
Ἀλλὰ ποῦ εἶνε ἡ χαρά; Ἐδῶ εἶνε τὸ πρόβλημα, τὸ φιλοσοφικό, τὸ ψυχολογικό, τὸ κοινωνικό. Καὶ ἐδῶ ὑπάρχει ἡ μεγάλη διαφορά· ποιό εἶνε ἐκεῖνο ποὺ θὰ μᾶς δώσῃ τὴ χαρά; Ἰδού λοιπὸν ἕνα μικρὸ δειγματολόγιο χαρᾶς, κ᾽ ἐσεῖς διαλέξτε. Ὑπάρχει χαρὰ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἱκανοποίησι κατωτέρων ὁρμῶν τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως· αὐτὴ εἶνε χαρὰ κτηνώδης. Ὑπάρχει χαρὰ ἀπὸ τὴ θεμιτὴ ἱκανοποίησι τῶν πέντε αἰσθήσεων. Ὑπάρχει χαρὰ ἀπὸ τὴν ἱκανοποίησι τῶν διανοητικῶν ἐφέσεων τοῦ ἀνθρώπου, χαρὰ τῆς διανοήσεως – ἀνωτέρα χαρά. Ὑπάρχει χαρὰ ἀπὸ τὴν ἱκανοποίησι τοῦ συναισθηματικοῦ κόσμου. Καὶ ὑπάρχει χαρὰ ἀνωτέρα πλέον, ζενὶθ χαρᾶς, μακαρία χαρά, τὴν ὁποία λίγοι ἀπολαμβάνουν στὸν κόσμο αὐτόν, κι αὐτὴ εἶνε ἡ ἀγγελικὴ χαρά. Τὸ ναδὶρ εἶνε ἡ χαρὰ τῶν δαιμόνων, τὸ ζενὶθ ἡ χαρὰ τῶν ἀγγέλων – ἡ θεϊκὴ χαρά. Ἂς τὰ δοῦμε αὐτὰ σύντομα.
⃝ Ἡ χαρὰ τοῦ κτήνους. Ὁ χοῖρος, τὸ ἀκάθαρτο τετράποδο, χαίρεται ὅταν πέσῃ στὸ βοῦρκο καὶ κυλιέται στὴ λάσπη, τὸ γεράκι χαίρεται ὅταν ἁρπάζῃ τὸ περιστέρι, ὁ λύκος ὅταν πηδᾷ τὴ μάντρα καὶ κόβῃ τὸ ἀρνί, ἡ τίγρις στὴ ζούγκλα ὅταν κατασπαράζῃ τὴν ἀντιλόπη. Αὐτὴ εἶνε ἡ χαρὰ τοῦ κτήνους. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἀνήθικος ἄνθρωπος, ποὺ δὲ βλέπει ἄλλο σκοπὸ στὴ ζωή, θεωρεῖ χαρὰ νὰ κυλιέται στὸ βόρβορο τῶν αἰσχρῶν παθῶν. Ὁ φιλάργυρος καὶ πλεονέκτης θεωρεῖ χαρὰ νὰ μαζεύῃ κόκκο πρὸς κόκκο τὸ χρῆμα. Ὁ μοχθηρὸς καὶ σαδιστὴς νιώθει χαρὰ ἂν ἐξοντώσῃ μὲ κάθε μέσο τὸν ἀδύνατο ἀντίπαλό του. Ὅπως ὁ σατανᾶς χαίρεται στὸ κακό, ἔτσι ψυχὲς σκοτεινὲς καὶ μοχθηρὲς ἡδονίζονται νὰ καταστρέφουν ἀνθρώπους.
⃝ Ἂς ἀνεβοῦμε ὅμως σὲ ὑψηλότερη σφαῖρα. Ὑπάρχει καὶ χαρὰ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν διανόησι. Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε μόνο στομάχι καὶ κοιλιά, εἶνε καὶ διάνοια. Χαίρεται π.χ. ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος ποὺ κάθεται κλεισμένος στὸ σπίτι καὶ ἐνῷ πέρασαν τὰ μεσάνυχτα αὐτὸς βασανίζεται νὰ λύσῃ ἕνα πρόβλημα ἀλγέβρας, καὶ μετὰ ὅταν τὸ λύσῃ πηδάει ἀπ᾽ τὴ χαρά του σὰν ἄλλος Ἀρχιμήδης ποὺ φώναζε «Εὕρηκα εὕρηκα!». Εἶνε ἡ χαρὰ ἑνὸς φυσικομαθηματικοῦ, ἑνὸς φιλοσόφου, ἑνὸς ἐφευρέτου. Πηδοῦσε στὸ κατάστρωμα τοῦ πλοίου ὁ Κολόμβος ἀπ᾽ τὴ χαρά του ὅταν ὕστερα ἀπὸ περιπετειῶδες ταξίδι ἀνεκάλυψε τὴ νέα γῆ. Χαρὰ μεγάλη δοκίμασαν καὶ οἱ ἀστροναῦτες ὅταν γιὰ πρώτη φορὰ ἔφτασαν στὴ σελήνη. Χαρὰ διανοητική – ποιός τὴν ἀρνεῖται;
⃝ Ἀλλ᾽ ὑπάρχει καὶ χαρὰ ἀκόμη ἀνώτερη. Αὐτὴ προέρχεται ἀπὸ τὸν συναισθηματικὸ κόσμο, ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου· καὶ ἡ καρδιὰ εἶνε ἀνώτερη ἀπὸ τὴ διάνοια. Χαίρεται ἡ γυναίκα ὅταν ἔχῃ στοργικὸ σύζυγο, ὁ ἄντρας ὅταν ἔχῃ πιστὴ γυναῖκα, χαίρονται οἱ γονεῖς ὅταν ἔχουν παιδιὰ μὲ καλὴ διαγωγή. Χαίρεται ὁ πατριώτης γιὰ τὴν πρόοδο τοῦ ἔθνους του… Εἶνε χαρὰ συναισθήματος, χαρὰ τῆς καρδιᾶς.
⃝ Ἀλλὰ δὲ σᾶς εἶπα τίποτα. Παραπάνω ἀπ᾿ ὅλες αὐτὲς τὶς χαρές, τὶς μικρὲς χαρὲς ποὺ δοκιμάζει ὁ ἄνθρωπος στὸν κόσμο αὐτὸν μὲ τὸ σταγονόμετρο, ὑπάρχει ἡ πλήρης χαρὰ πού, ἂν δὲν τὴν δοκιμάσῃ κανείς, ματαίως πέρασε τὴ ζωή του. Ποιά εἶνε ἡ χαρὰ αὐτή; Θὰ ἤθελα νὰ ἔχω γλῶσσα ἀγγέλων καὶ δύναμι Χρυσοστόμου γιὰ νὰ σᾶς τὴν παρουσιάσω.
Στὸν πρὸ Χριστοῦ κόσμο, ἀγαπητοί μου, μολονότι οἱ ἄνθρωποι ἔχτιζαν Παρθενῶνες καὶ κατασκεύαζαν ὑπέροχα ἀγάλματα ἢ πραγματοποιοῦσαν ἐπιστημονικὰ ἅλματα, δὲν ὑπῆρχε χαρά. Αὐτὸ δὲν εἶνε δική μου εἰκασία· τὸ εἶπε διάσημος ἀρχαιολόγος, ποὺ ἐξέτασε ἐπισταμένως τὰ ἀγάλματα τῆς ἀρχαιότητος, καὶ παρατήρησε ὅτι στὴν ἔκφρασί τους ἀποτυπώνεται λύπη, σκυθρωπότης. Τὰ ἀγάλματα θεῶν, θεαινῶν καὶ ἡρώων εἶνε μελάγχολα. Διότι ἔλειπε τότε ἡ χαρά, ἡ πηγαία καὶ βαθειά. Ὁ ἄνθρωπος, ὅσο καὶ ἂν εὐτυχῇ ―κι ἂν γίνῃ πλούσιος ὅπως ὁ Μίδας, ἰσχυρὸς καὶ ἔνδοξος ὅπως ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος, σοφὸς ὅπως ὁ Σολομῶν―, πάντως στὰ βάθη του μένει κενό, τὸ ὁποῖο δημιουργεῖ ἀκριβῶς τὸ ἀνικανοποίητο τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς ποὺ δὲν βρίσκει τὴ χαρὰ στὰ ἐγκόσμια. Ὁ ἄνθρωπος, ὅπως εἶπε κάπου ὁ Σαίξπηρ, διατελεῖ κάτω ἀπὸ δαμόκλειο σπάθη. Ὅπως ἐκεῖνος ποὺ καθόταν σὲ πλούσιο τραπέζι ἀλλὰ δὲν μποροῦσε νὰ γευθῇ τίποτε διότι ἀπὸ πάνω του κρεμόταν ἀπὸ μιὰ τρίχα ἀλόγου ἕνα ξίφος καὶ ἔτρεμε, ἔτσι ἡ ἀνθρωπότης σήμερα, παρ᾽ ὅλη τὴν πρόοδό της, νιώθει ἄγχος ἀπὸ τὴν ἀπειλὴ ἑνὸς πυρηνικοῦ ὀλέθρου· τρέμει μήπως ἐκραγῇ πόλεμος, ὁ τρίτος καὶ τελευταῖος παγκόσμιος πόλεμος, ὁ Ἁρμαγεδὼν τῆς Ἀποκαλύψεως (16,16).
Ποιός μπορεῖ νὰ ἀπαλλάξῃ ἀπὸ τὸ ἄγχος, νὰ πληρώσῃ τὸ κενό, νὰ ἱκανοποιήσῃ τὸν βαθὺ πόθο γιὰ εὐτυχία, νὰ δώσῃ ἐλπίδα καὶ χαρά; Πηγὴ χαρᾶς, ὄχι μὲ τὸ σταγονόμετρο ἀλλ᾽ ἀνεξαντλήτου καὶ ἀκενώτου χαρᾶς, εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός· καὶ ἡ Παναγία, ποὺ τὸν γέννησε, εἶνε «χαρᾶς αἰτία» (καν. Ἀκαθ., ᾠδ. στ΄). Ὁ Χριστὸς μὲ τὴ γέννησί του ἔφερε στὴ γῆ τὴ χαρὰ ποὺ ἔλειπε ἀπὸ τὸν ἀρχαῖο κόσμο. Τὴ νύχτα ἐκείνη ὁ ἄγγελος ἀνήγγειλε στοὺς βοσκούς· «Ἰδοὺ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην, …ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ» (Λουκ. 2,10-11).
Ποιός ἔχει τὴ χαρὰ αὐτή; Ὅποιος πιστεύει. Ὅποιος πιστεύει σὰν τοὺς βοσκοὺς τῆς Βηθλεὲμ καὶ τῆς Πίνδου, σὰν τὴν ἁπλοϊκὴ γυναῖκα ποὺ ἔρχεται στὴν ἐκκλησία μὲ δάκρυ, σὰν τ᾽ ἀθῷα παιδιὰ καὶ τοὺς ψαρᾶδες τῆς Γαλιλαίας. Αὐτὴ εἶνε, ὅπως λέει κάπου ὁ Ντοστογιέφσκυ, ἡ χαρὰ τῶν ταπεινῶν, τῶν ἀνθρώπων ποὺ δὲν κοιτάζουν μόνο νὰ κάνουν τὴ διάνοιά τους ἐγκυκλοπαιδικὸ λεξικὸ ἀλλὰ ἔχουν μέσα τους αἰσθήματα μεγάλα καὶ ὑψηλά, τὰ ὁποῖα κορυφώνονται στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη χαρίζει τὴ χαρά. Χαίρεται ὅποιος ἀγαπᾷ καὶ πιστεύει στὸ Χριστό. «Ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταί», λέει τὸ Εὐαγγέλιο, «ἰδόντες τὸν Κύριον» μετὰ τὴν ἀνάστασί του (Ἰω. 20,20). Χαρὰ λοιπόν.
⃝ Χαίρεται ὁ Χριστιανὸς ποὺ βοηθάει τὸ φτωχό. «Μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν» (Πράξ. 20,35). Ἡ χαρὰ τῆς ἐλεημοσύνης εἶνε ἀσυγκρίτως μεγαλύτερη ἀπὸ τὴ χαρὰ τοῦ πλεονέκτου.
⃝ Χαίρεται ὁ πιστὸς ὅταν κάθεται τὴ νύχτα καὶ μελετᾷ τὴν ἁγία Γραφή· βρίσκει θησαυρό.
⃝ Χαίρεται ἐκεῖνος ποὺ ἐξομολογεῖται καὶ ἀνακουφίζει τὴν ψυχή του· χαίρεται ὅταν ἐκκλησιάζεται μὲ κατάνυξι, ἀγάλλεται στὴ θεία λειτουργία· χαίρεται πρὸ παντὸς ὅταν κοινωνῇ τὰ θεῖα μυστήρια. Τὴ χαρὰ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ δώσῃ κανείς ἄλλος τὴ χαρίζει ὁ Χριστός.
Φαίνονται αὐτὰ θεωρητικά; Ὅποιος ἀμφιβάλλει ἂς δοκιμάσῃ. Ἂς δοκιμάσουμε ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἄντρες καὶ γυναῖκες, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί· ἂς πλησιάσουμε στὴν πηγὴ τῆς χαρᾶς. Καὶ τότε θὰ πεισθοῦμε, καὶ θὰ ἑνώσουμε κ᾽ ἐμεῖς τὴ φωνή μας μὲ τὸν ποιητὴ τοῦ Ἀκαθίστου ὕμνου καὶ θὰ ποῦμε· «Χαῖρε, δι᾿ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει· χαῖρε, δι᾿ ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει».
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή: (ἱ. ναὸς Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης Παρασκευὴ 25-2-1977 βράδυ)
πηγή: tideon.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας