Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2022

Η ελληνότροπη ορθόδοξη παράδοση και η ιδεοληψία της επανεκκίνησης

Γράφει ο Δρ Στέφανος Σπανομήτσιος

Σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά πρέπει να αναζητήσουμε τον ρόλο μας σε ένα διαρκές ιστορικό γίγνεσθαι, που φαίνεται να οδηγεί την ανθρωπότητα σε αχαρτογράφητα νερά. Στη πορεία της ιστορίας ο ελληνισμός έχει υπάρξει πρωτοπόρος και έχει διδάξει στον κόσμο την δημοκρατία και την ελευθερία. Στην αλλαγή του ιστορικού παραδείγματος βρέθηκε εξ αρχής να πρωτοστατεί, να συμμετέχει, να συνεργεί. Στην φιλοσοφία και στις τέχνες καθοδήγησε τον κόσμο, στην αποκάλυψη της αλήθειας η ελληνική γλώσσα υπήρξε το μέσο της διάδοσής της, η χριστιανική παράδοση ρίζωσε στα χώματα μας, η ανατολή του δυτικού

πολιτισμού βασίστηκε στον κλασικό ελληνικό πολιτισμό. Η αναγέννηση, η μεταρρύθμιση, ο διαφωτισμός υπήρξαν κινήσεις όπου διήκε η ελληνική διαλεκτική. Ωστόσο στις παρούσες εξελίξεις συναινούμε στην παγκόσμια διαφθορά και μορφώνουμε το παράλογο.

Η σχέση της χριστιανικής θεολογίας με τις αλλαγές υποβάθρου ήταν πάντοτε ορατή. Από την αποκάλυψη και μετά, το ερώτημα διηνεκές. Ποια είναι η θέση του Χριστού στη ζωή μας;  Αν με προσοχή προσπαθήσει να δεί κάποιος σήμερα τι συμβαίνει στην ιστορία θα δεί με κατάπληξη και λύπη, ότι ο Χριστός απουσιάζει. Πάντοτε απουσίαζε στα επιφαινόμενα. Η ιστορία λοιπόν γράφεται ερήμην Του; Όχι. Ο Χριστός είναι παρών στον κόσμο, γιατί τον  δημιούργησε και τον εποπτεύει1. Είναι παρών στην Εκκλησία του και σε κάθε έναν που ανήκει σ΄ αυτήν. Ωστόσο ο κόσμος  είναι ξένος προς Αυτόν2 και έχει τον δικό του άρχοντα3, ο οποίος «κέκριται» (Ιω. 16, 9-11) και «νυν εκβληθήσεται έξω» (Ιω. 19, 9-11). Η πορεία λοιπόν του ανθρώπου είναι μια πορεία αλλαγής μέσα σε ένα ξένο κόσμο, όπου προσπαθώντας  να χαράξει την ιστορία του, η ίδια η ιστορία τον αλλάζει. Ο Χριστός βρίσκεται κοντά του, όταν Τον καλεί, γιατί τον έκανε τόσο ελεύθερο, που  μπορεί όταν θέλει να Τον αρνείται.

Το κοσμοείδωλο, με την εξέλιξη της ιστορίας, έχει μεταβληθεί σημαντικά και συνεχίζει να μεταβάλλεται. Στη δύση ο μεσαιωνικός σκοταδισμός  καταδιώκεται από την αναγέννηση. Στη δυτική εκκλησία οι αυθαιρεσίες των παπών  και ο σχολαστικισμός  διαρρηγνύουν το εκκλησιαστικό σώμα και η μεταρρύθμιση προκαλεί την διαίρεσή του. Προηγούμενα και πάλι οι κακοδοξίες του πάπα έχουν προκαλέσει το σχίσμα μεταξύ ανατολικής και δυτικής εκκλησίας. Η Εκκλησία του Χριστού, όχι ως καθιδρυματικός θεσμός αλλά ως κοινωνία προσώπων διώκεται. Ο προς κάθε κατεύθυνση επιβαλλόμενος καταναγκασμός  της δυτικής εκκλησίας (παποκαισαρισμός) προκαλεί εσωτερικές αντιδράσεις, που μάχονται τις μεθοδεύσεις του σχολαστικού ρωμαιοκαθολικισμού και θέτουν την φιλοσοφία σε καινούργιες βάσεις. Οι επιστήμες – κλάδοι της φιλοσοφίας – αποκτούν μέθοδο και εισάγεται το πείραμα. Οι αλλαγές είναι σαρωτικές. Η θεολογία μεταπίπτει σε θεραπαινίδα της φιλοσοφίας και προσπαθεί να διασωθεί. Στο πέραμα του χρόνου το κοσμοείδωλο συνεχίζει να μεταβάλλεται. Η αυθεντία του σχολαστικισμού και τα ιδεολογικά βάθρα της απόλυτης μοναρχίας  καταρρέουν κάτω από τα πλήγματα του ορθού λόγου. Ο Διαφωτισμός καταλύει τις αυθεντίες και υπόσχεται ευρύτατες πολιτικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις.

Ενώ ο διαφωτισμός και η νεωτερικότητα εισάγουν την αμφισβήτηση κάθε  αυθεντίας4, η μετανεωτερικότητα εισάγει την  αμφισβήτηση της κατεστημένης πραγματικότητας, αυτής που η νεωτερικότητα δημιούργησε. Ενώ όμως ο διαφωτισμός, και κατά συνέπεια η νεωτερικότητα,  αρνήθηκε κάθε αυθεντία, εγκατέστησε ως μέγιστη αυθεντία τον ορθό λόγο. Διακρίνεται κυρίως  για την στροφή στην ανθρωπολογία και την τάση εγκατάλειψης της θεολογίας, την έμφαση στη ηθική και απαξίωση της μεταφυσικής, την κατάφαση της φύσης και του αισθητού κόσμου, ωστόσο, την εξαντλητική εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, την ελεύθερη έκφραση και την ακύρωση της εκκλησιαστικής εξουσίας και  αυθεντίας, την αναγόρευση του ορθού λόγου και της επιστήμης σε υπέρτερης αξίας αγαθό, την αμφισβήτηση των μεσαιωνικών πολιτικών εξουσιών και την προστασία των δημοκρατικών ελευθεριών5. Συνέπεια υπήρξε η εκκοσμίκευση (αποδέσμευση των δημοσίων δρώμενων από θρησκευτικές επιρροές και η εξωστρέφεια και η κοινωνικοποίηση του ανθρώπου με όλες τις συνακόλουθες αστοχίες),  και ο επηρεασμός της εξέλιξης της θεολογίας (αναπτύχθηκε η ιστορικοκριτική μέθοδος θεολογικής προσέγγισης, η διαλεκτική, η φιλελεύθερη και η υπαρξιστική θεολογία, η θεολογία της εκκοσμίκευσης και του θανάτου του Θεού, η νεωτερική θεολογία, η πολιτική θεολογία, η θεολογία της ελπίδας, κλπ)6.

Η μετανεωτερικότητα είναι μια επανάσταση στον αστικό πολιτισμό, επιτρέπει την προσέγγιση των πολιτικοκοινωνικών ζητημάτων με ένα ελεύθερο, πολλές φορές ανερμάτιστο τρόπο, προσπαθεί να εισάγει την παγκοσμιοποίηση, ενώ  διασκεδάζει την  προσήλωση στην χριστιανική παράδοση. Ο σημερινός, «ασπόνδυλος»7 άνθρωπος, ζεί  αποκλειστικά με αναφορά το ατομικό του σύμπαν, τα συμφέροντα  και τα δικαιώματα του, χωρίς υποχρεώσεις. Ο ναρκισσισμός του απαρνείται την υπαρξιακή έλλειψη του Άλλου, που εξέλιπε τελεσίδικα. Το μετανεωτερικό σύνθημα «τα πάντα είναι  δυνατά και επιτρεπτά» δηλώνει το αυτοκαταστροφικό αδιέξοδο, που έχει περιέλθει.

Στον αντίλογο, ή μετανεωτερική θρησκευτικότητα συνοψίζει την δυναμική, που έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια, να επαναφέρει τη σημασία στη ζωή του ανθρώπου της θρησκείας, που είχε διωχθεί από τη καταιγίδα,  που κατέκλυσε την εποχή της νεωτερικότητας. Η χριστιανική θεολογία αναζητά να αναδείξει  πάλι το χριστιανικό μήνυμα στην εμπερίστατη ζωή των πιστών διευκρινίζοντάς το με βάση την παράδοση. Οι δυτικές θεολογίες όμως βαδίζουν παράλληλα  με δυτικά φιλοσοφικά ρεύματα και πολλές φορές τα συμπεράσματά τους προβληματίζουν. Η σύγχρονη ανατολική ορθόδοξη θεολογία είναι λιγότερο παραγωγική, μάλλον συντηρητική και παραδοσιακή. Μερικές φορές  στη παραδοσιακή προσέγγισή της παρουσιάζεται  σκληρή, σχεδόν άτεγκτη.

Η ορθοδοξία ενέμεινε στον λατρευτικό χαρακτήρα του παρελθόντος παρά τους πειρασμούς του «διαφωτιστικού» πνεύματος. Στον ελληνικό χώρο η χριστιανική παράδοση είναι ο ορθόδοξος τρόπος που καθορίζει και περιχωρεί τις καθημερινές μας σχέσεις. Σε αυτό τον χώρο αναζητείται ο Χριστός, που αγωνιά. Η αγωνία Του αφορά  στη  διακινδύνευση της δικής μας  ζωής και σωτηρίας. Και εμείς αγωνιούμε, αλλά η δική μας αγωνία είναι αγωνία για  αστοχίες, για  ενοχές, για καθημερινές φροντίδες, για τον θάνατο, για τα έσχατα.  Η αγωνία του  Πασκάλ8  ήταν για τον Χριστό, του  Κίργκεγκωρ9 υπαρξιακή, των  αγίων μας αγωνία ύστατης συνειδητοποίησης του μηδενός, που ελπίζει στον Κύριο.  Είναι φυσικό λοιπόν να αγωνιούμε, αναζητώντας την αλήθεια. Αλλά (Ιω. 18, 38) «λέγει αυτώ ο Πιλάτος, τί εστιν η αλήθεια;». Η απάντηση είχε δοθεί στον Θωμά: «Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιω. 14, 6). Αναζητούμε επομένως την Αλήθεια που αγωνιά, άρα πρέπει να γρηγορούμε, που σημαίνει να αγωνιούμε.

Ωστόσο τίποτε δεν έχει τελειώσει. Στα χρόνια μας κάποιοι φαντάστηκαν, πως θα μπορούσαν να επιταχύνουν αυτό που έτσι κι’ αλλιώς επέρχεται νομοτελειακά. Μια αλλαγή υποβάθρου, όπου τώρα όμως η επιλογή των παραδοχών γίνεται εκ των προτέρων και προς το συμφέρον μιας προνομιακής ελίτ. Αυτή την βεβιασμένη και γενικευμένη μεταβολή υποβάθρου, την αδόκιμη αλλαγή παραδείγματος, τον τεχνητό μετασχηματισμό του κοινωνικού, πολιτικού, πολιτισμικού, θρησκευτικού, τεχνολογικού κοσμοειδώλου, δηλαδή μια ιδεοληψία, ονόμασαν επανεκκίνηση.

Η επανεκκίνηση  αποτελεί μια βίαιη αλλαγή παραδείγματος, που επιχειρείται από συγκεκριμένα κέντρα, που λειτουργούν χωρίς ήθος και με τον κρατικό αυταρχισμό συνεπίκουρο, συνειδητά ή ασυνείδητα. Αφορά στην αλλαγή των βασικών κανόνων μιας σειράς σχέσεων με καθαρά κοσμικά κριτήρια, που επιτρέπουν πλήρη αλλοίωση των χαρακτηριστικών της ζωής μας. Αυτό σημαίνει ότι όλο το  οικοδόμημα των οικονομικών, πολιτικών, πολιτιστικών, κοινωνικών, τεχνοκρατικών, δημοκρατικών και θρησκευτικών σχέσεων αρχίζει να τίθεται σε αμφισβήτηση  και  όλος ο περιβάλλοντας  χώρος να δονείται επικίνδυνα.

Φαίνεται, λοιπόν, ότι η αλλαγή υποβάθρου10 δεν συντελείται μόνο ελεύθερα μέσα από την ωρίμανση της κοινωνίας, δεν αποτελεί μια αυθόρμητη μεταβολή, αλλά επιχειρείται και προωθείται από άτομα που μεθοδεύουν και κατεργάζονται ύποπτες, στρεψόδικες, άθλιες και δυσοίωνες παρεμβάσεις, σε κοινωνίες, τις οποίες   καθιστούν δυστοπικές. Αυτή η αλλαγή παραδείγματος στον ελληνικό χώρο έχει ξεκινήσει, είναι επιβαλλόμενη και δεν αποτελεί φυσική εξέλιξη της Ιστορίας του, που προσβάλλεται βάναυσα. Είναι μεθοδευμένη και έχει κέντρα και ενεργούμενα, που αλλάζουν βίαια τις παλαιές παραδοσιακές παραδοχές. Είναι μια ορατή, εξωτερικά σχεδιασμένη, ανηλεής παρέμβαση, που ολοκληρώνεται από αδίστακτους αυτόχθονες εφιάλτες. Τέτοια οιονεί αυθόρμητη παρέμβαση – αλλαγή παραδοχής υποβάθρου,   υπήρξε παλιότερα η αλλαγή του τρομοκρατικού νόμου, σήμερα, παρέμβαση-αλλαγή παραδοχής, που προοιωνίζεται τραγωδίες, η πρόσφατη πανδημία (ήδη  οι συνέπειες στον ελληνικό χώρο είναι ορατές) και η επικείμενη αλλαγή παραδοχής υποβάθρου για την κλιματική αλλαγή. Τι σημαίνουν όλα αυτά? Επιχειρείται μια αναγκαστική μεταβολή των κοινωνικών παραδοχών, που είναι μεθόδευση αλλοπρόσαλλης νοητικής επεξεργασίας, δηλαδή ένα προϊόν  παραλόγου. Πάλι παίζεται ένα παιχνίδι, εν ού παικτοίς. Είναι προφανές τί θα προκύψει. Στις φυσικές επιστήμες η συμπεριφορά ενός κλειστού  συστήματος (που δεν αλληλεπιδρά),  περιγράφεται, από ένα αριθμό μαθηματικών εξισώσεων. Εάν το σύστημα έχει ένα αριθμό εισόδων που είναι γνωστές,  οι  έξοδοι θα πάρουν τιμές, που προσδιορίζονται  με βάση τις μαθηματικές εξισώσεις, που περιγράφουν το σύστημα. Σε πολλές περιπτώσεις ελέγχοντας με συγκεκριμένους τρόπους κάποιες μεταβλητές, πετυχαίνουμε να έχουμε τις επιθυμητές τιμές στην έξοδο.  Αν το σύστημα είναι ανοικτό (αλληλεπιδρά) και συγχρόνως η πολυπλοκότητά του είναι μεγάλη, πράγμα, που σημαίνει απεριόριστους βαθμούς ελευθερίας, οι τιμές εξόδου από το σύστημα μπορεί να είναι ανεξέλεγκτες. Στις σύγχρονες δημοκρατικές  κοινωνίες «οι τυφλοί τα τε ώτα, τον τε νουν τα τ’ όμματα», που νομίζουν, ότι περιορίζοντας τους βαθμούς ελευθερίας  μπορούν να τις οδηγήσουν σε ατραπούς, που έχουν σχεδιάσει, διαπράττουν ανοσιούργημα, έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Πρώτα γιατί η συμπεριφορά των κοινωνιών αυτών δεν περιγράφεται με μαθηματικές εξισώσεις και η μη γραμμική πολυπλοκότητά τους, ούσα μη ελεγχόμενη –  είναι βέβαιο θα οδηγήσει σε τοπική ή γενικευμένη υπερθέρμανση και καταστροφή του ανθρώπινου είδους, και δεύτερον γιατί ποτέ δεν μπορεί να εξομοιωθεί το μυστηριακό-πνευματικό και αχειροποίητο με το υλικό και  εν πολλοίς βέβηλο. Εάν η αντιπαράθεση σε φυσιολογικές  και αυθόρμητες συνθήκες αλλαγής υποβάθρου είναι και απαραίτητες και αναμενόμενες, η βίαιη μεταβολή των παραδοχών με στέρηση κοινωνικών ελευθεριών προοιωνίζεται αποκαλυπτική.

Στη πορεία αυτών των εισαγωγικών μεταβολών η ελληνική κοινωνία, η διαιρεμένη σε εμβολιασμένους και μη,  κατάντησε, με την ανοχή και εν πολλοίς με την μακιαβελικής11 νοοτροπίας μεθόδευση των κυβερνητών της,  δυστοπική. Η κριτική στάση και η αντίδραση από την πλευρά των  πολιτών είναι ανύπαρκτη.  Με λύπη έως θανάτου, με τεράστια, αλλά ανήμπορη οργή και αγανάκτηση παρακολουθούμε, αυτά που συμβαίνουν και την απάθεια να στρογγυλοκάθεται στη θαλπωρή των ενδιαιτημάτων μας και να καγχάζει. Η καταστροφική μανία των επιστρατευμένων και στρατολογημένων ιδιότροπων εφιαλτών, που έχουν απωλέσει κάθε αυτοέλεγχο με επιταγή αμφιλεγόμενων κυβερνητικών και με  ανοχή ή  αδυναμία μιας καταρρακωμένης λανθάνουσας δικαιοσύνης, χορεύει αδιάντροπα, με περισσή αυθάδεια και αναίδεια στον  ορυμαγδό των ερειπίων  της κοινωνικής και προσωπικής μας ζωής. Όλοι αυτοί συνεχίζουν να εκτοξεύουν απειλές και να αλυχτούν κατά πολιτών, που δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά να υπερασπίζονται αναφαίρετα ανθρώπινα δικαιώματα στην επιλογή, στην ελευθερία του αυτεξούσιου, στη διάκριση και στο σεβασμό. Στο τέλος με κίνδυνο μόνο της ζωής τους, αφού επέλεξαν  το κατά την άποψή τους μη χείρον. Ποια δήθεν «απανθρωπία δικαιώματος» μπορεί να δικαιολογήσει την καταδυνάστευση του ανθρωπίνου προσώπου και την επισυμβαίνουσα σύνολη κατάρρευση των αξιών, της δημοκρατίας, της ισηγορίας, της ισοπολιτείας, της ελευθερίας του λόγου και των επιλογών, του δικαιώματος στην εργασία,  της αλληλεγγύης, της αυτοπροστασίας.

Η εξαγγελθείσα επανεκκίνηση είναι αποτέλεσμα της αστοχίας του σύγχρονου ανθρώπου. Οι προηγούμενες  αυθόρμητες αλλαγές παραδείγματος και τα αντίστοιχα δυτικά κυρίως κοσμοείδωλα, που εξελίχθηκαν από εμβληματικές προσωπικότητες, που εξύφαναν την απώλεια του θείου νοήματος, υπαινίχθηκαν τον θάνατο του θεού, εισήγαγαν αδηφάγα χρηματοοικονομικά μοντέλα, προκάλεσαν καταστροφικούς πολέμους, διαίρεσαν τον κόσμο σε παραπετάσματα, επέτρεψαν την καταδυνάστευση και εξαθλίωση των λαών,  απομάκρυναν το εκκλησιαστικό πλήρωμα από το κέντρο, που, περιπλανώμενο στις παρυφές των οριζόντων του αληθούς, απώλεσε  την αυθεντικότητα του, είχαν ένα θετικό πρόσημο: Διατήρησαν κατ’ επίφαση την ελευθερία και τη δημοκρατία και την  ευημερία ενός  μέρους των ανθρώπων κυρίως στον δυτικό κόσμο.  Όλοι οι ελεύθερα σκεπτόμενοι άνθρωποι, η φιλοσοφία, η κοινωνιολογία και κατ’ εξοχήν η αντιδρώσα νεωτερική και μετανεωτερική δυτική θεολογία  έχουν βιώσει τις αλλαγές αυτές και έχουν  μιλήσει για τις απώλειες. Είναι σαφές ότι μπροστά στο ασύνετο εγχείρημα της επανεκκίνησης  ο σύγχρονος άνθρωπος βρίσκεται  σε πολλαπλά δεινή θέση και απειλείται να απωλέσει τα πάντα. Στην καθ’ ημάς Ανατολή, ενώ οι σάλπιγγες ηχούν,  τρομάζει η αφωνία της ορθόδοξης ελληνικής θεολογίας και ο εν πολλοίς συσχηματισμός του κλήρου, που άκριτα περιβλήθηκε  την λεοντή του άρχοντος του κόσμου αυτού. Οι ποιμένες, απολωλότα πρόβατα και αυτοί στον καταιγισμό των εξελίξεων, αποκρύφτηκαν υπό τον φόβο της κοσμικής καταιγίδας και ελάχιστοι υψώνουν  κέρας  ομολογίας. Επικρατεί μια απερίγραπτη σύγχυση, ένας άνευ προηγουμένου διχασμός, που οι  κυβερνώντες και οι συνοδοιπόροι τους άκριτα εισήγαγαν στον ελληνικό χώρο,  και υπάρχει θλίψη, που ακόμη και πιστοί εγκαταλείπουν την κιβωτό της Εκκλησίας, σαν τρομαγμένα στρουθία, υποβλέποντες εμβολιασμένους και μη, ξεχνώντας την ουσία του κέντρου, την χριστιανική αγάπη, «ήτις μακροθυμεί, χρηστεύεται, η αγάπη ου ζηλοί, η αγάπη ου περπερεύεται, ου φυσιούται, ουκ ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής… πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει, η αγάπη  ουδέποτε εκπίπτει» (Κορ. 13, 4-8).  

Η Εκκλησία δεν νοείται να συσχηματίζεται με τον ξένο προς αυτήν κόσμο, «και μη συσχηματίζεσθαι τω αιώνι τούτω, αλλά μεταμορφούσθαι τη ανακαινώσει του νοός υμών» (Ρωμ. 12, 2). Οι κανόνες με τους οποίους λειτουργεί είναι οι χριστιανικοί. Ό τι, όμως, συμβαίνει σήμερα στον ελληνορθόδοξο χώρο δεν έχει καμία σχέση με τη χριστιανική διδασκαλία της αγάπης. Το χριστιανικό κοσμοείδωλο της άσκησης και της ευχαριστίας αφίσταται από το κοσμικό των  εγχρήματων συναλλαγών και της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από τον άνθρωπο. Η Εκκλησία είναι το σώμα του Κυρίου «και πάντα υπέταξεν υπό τους πόδας αυτού, και αυτόν έδωκε κεφαλήν υπέρ πάντα τη εκκλησία, ήτις εστί το σώμα αυτού, το πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου» (Εφ. 1, 22-23). Δεν μπορεί να παραδίδεται στους άρχοντες του κόσμου τούτου. «Απεκρίθη Ιησούς. Ουκ είχες εξουσίαν ουδεμίαν κατ΄ εμού ει μή ήν δεδομένον άνωθεν. Δια τούτο ο παραδούς με σοι μείζονα αμαρτία έχει» (Ιω. 19, 11). Οι  ιεράρχες «εις τόπον και τύπον Χριστού» κατέχουν εξουσία «δεδομένην άνωθεν» και δεν πρέπει να πολιτεύονται άτοπα, παραδίνοντας τα «άγια  τοις κυσίν» (Ματθ. 7, 6).

«Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ, η αποκτένουσα τους προφήτας και λιθοβολούσα τους απεσταλμένους προς αυτήν! ποσάκις ηθέλησα  επισυναγαγείν τα τέκνα σου, όν τρόπον επισυνάγει όρνις τα νοσσία εαυτής υπό τας πτέρυγας, και ουκ ηθελήσατε. Ιδού αφίεται υμίν ο οίκος υμών έρημος» (Ματθ. 23, 37-38, Λουκ. 13, 34-35).

 
 

Σημειώσεις

1.Ερμά, Ποιμήν, παραβολή θ’, 14. ΒΕΠ 3, 95, «Πάσα η κτίσις δια του Υιού του θεού βαστάζεται».

2.Πριν από την προφητεία Ιεζεκιήλ το βράδυ της Μεγ. Παρασκευής (όρθρος Μεγ. Σαββάτου) ψέλνεται το ακόλουθο τροπάριο  σε Ήχο πλ. α΄ «Δος μοι τούτον τον ξένον, τον εκ βρέφους ως ξένον ξενωθέντα εν κόσμω, δος μοι τούτον τον ξένον, όν ομόφυλοι μισούντες, θανατούσιν ως ξένον, δος μοι τούτον τον ξένον, όν ξενίζομαι βλέπων του θανάτου το ξένον, δος μοι τούτον τον ξένον, όστις είδε ξενίζειν τους πτωχούς τε και ξένους, δος μοι τούτον τον ξένον ον Εβραίοι τω φθόνω απεξένωσαν κόσμω, δος μοι τούτον τον ξένον, ίνα κρύψω εν τάφω, ος ως ξένος ουκ έχει την κεφαλήν που κλίνη». Επίσης, «εγώ δέδωκα αυτοίς τον λόγον σου, και ο κόσμος εμίσησεν αυτούς, ότι ουκ εισίν εκ του κόσμου, καθώς εγώ ουκ ειμί εκ του κόσμου» (Ιω. 17, 14).

3. «Πάλιν παραλαμβάνει αυτόν ο διάβολος εις όρος υψηλόν λίαν, και δείκνυσιν αυτώ πάσας τας βασιλείας του κόσμου και την δόξαν αυτών και λέγει αυτώ. Ταύτα πάντα σοι δώσω, εάν πεσών προσκυνήσης με» (Ματθ. 4, 8-9),  «νύν κρίσις εστί του κόσμου, νύν ο άρχων του κόσμου τούτου εκβληθήσεται έξω» (Ιω.12, 31) , «ουκέτι πολλά λαλήσω μεθ’ υμών, έρχεται γαρ ο του κόσμου άρχων, και εν εμοί ουκ έχει ουδέν» (Ιω.14, 30), «και ελθών εκείνος (ο παράκλητος) ελέγξει τον κόσμον περί αμαρτίας, περι δικαιοσύνης και περί κρίσεως.…  περί δε κρίσεως , ότι ο άρχων του κόσμου τούτου κέκριται» ( Ιω. 16, 9-11).

4. Ι. Καντ, «Απόκριση στο ερώτημα: Τί είναι Διαφωτισμός», μτφρ. Ε. Π. Παπανούτσου, Δωδώνη, 1971, σελ. 42.

5. Βλ. Π. Καλαιτζίδης , Ορθοδοξία και νεωτερικότητα, Ινδικτος, Αθήναι, 2007, σελ.23-38.

6. Τις δυτικές θεολογίες που αναπτύχθηκαν ως απάντηση στις επιταγές της νεωτερικότητας και μετανεωτερικότητας  περιγράφει στο βιβλίο του ο  R. Gibelini, Η θεολογία του 20ου αιώνα, μτφρ. Π. Υφαντή, Εκδ. Αρτος Ζωής, Αθήνα 2002.

7. R. Sennett, The modular man, New York, 1997.

8. B. Pascal, Το μυστήριο του Ιησού. «Ο Ιησούς θ’ αγωνιά ίσαμε το τέλος του κόσμου: δεν πρέπει να κοιμηθούμε όλο αυτό το διάστημα». Βλ. Λέων Σεστώβ, Η Νύχτα της Γεθσημανής, Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα, 1970, σελ. 40. «Μα η αγωνία του Χριστού δεν τέλειωσε ακόμη. Συνεχίζεται, θα διαρκέση ίσαμε το τέλος του κόσμου. ‘’Δεν πρέπει να κοιμηθή κανείς’’, μας λέει ο Πασκάλ. Κανείς δεν πρέπει να κοιμηθή. Κανείς δεν πρέπει να ζητήση τη σταθερότητα και την σιγουριά».

9. Η  αγωνία στον άνθρωπο έχει  υπαρξιακό χαρακτήρα, επομένως υπάρχει στον κάθε ένα από μας, αλλά και στον Χριστό, που κατέχει δύο φύσεις. Η αγωνία του Χριστού, ωστόσο είναι διαφορετική από εκείνη του ανθρώπου. Πως γνωρίζουμε ότι ο Χριστός αγωνιά και γιατί? Ο ίδιος λίγο πριν οδηγηθεί στο πάθος  λέει: «περίλυπος εστί η ψυχή μου έως θανάτου» (Ματθ. 26, 38), που δείχνει την ένταση της αγωνίας του, όχι βέβαια γι’ αυτό καθ’ εαυτό το ενδεχόμενο του θανάτου – ως άνθρωπος είχε και τον φόβο αλλά και την αγωνία για ό τι επρόκειτο να συμβεί – αλλά κυρίως για την αστοχία και αμαρτία, που ο ιστορικός άνθρωπος με την συγκεκριμένη πράξη του ενέγραφε στην πορεία του στον κόσμο. Αλλά και στην παρουσία Του εδώ, αγωνιά για τις αστοχίες μας και μάλιστα για εκείνες του προσωπικού ανθρώπου και επομένως για την σωτηρία μας. Η αγωνία κατά τον  Κίργκεγκωρ εισήλθε στον άνθρωπο μετά από ένα αμάρτημα. Το προπατορικό αμάρτημα. Ωστόσο η αγωνία μετά την αλλοίωση εξ αιτίας της πτώσης έχει καταλάβει και την φύση, που «συστενάζει και συνωδίνειι», (Ρωμ. 8, 22,  «πάσα η κτίσις συστενάζει και συνωδίνει έως του νύν»), χωρίς η αγωνία αυτή να σημαίνει και σφραγίδα απώλειας.   Βλ. Σ. Κίρκεγκωρ, Η έννοια της αγωνίας,  Μετάφραση Γιάννη Τζαβάρα, Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα, 1971, σελ. 197. «Ολόκληρη η πλάση, όπως και η ανθρωπότητα βρίσκεται μέσα σε αγωνία και ποθεί να λυτρωθεί απ’ αυτήν. Και όμως η αγωνία δεν είναι σφραγίδα απώλειας, που έχει σφραγίσει ολόκληρο τον κόσμο. Αντίθετα η αγωνιώδης κατάσταση φανερώνει πως ο άνθρωπος είναι προορισμένος για κάτι ανώτερο… Μέσα στην αγωνία … ο άνθρωπος φρικιά για τη θέση του μέσα στην ύπαρξη, έτσι καθώς τριγυρίζεται εξωτερικά και εσωτερικά από δυνάμεις της φύσης, αλλά μαθαίνει ταυτόχρονα μέσω του πόνου  της αγωνίας μια ανώτερη συνάφεια, που προσπαθεί να εκδηλωθεί μέσα του κατά τη στιγμή της αγωνίας. Έτσι ρίχνεται μέσα στη ψυχή μια αχτίδα φωτός απ’ τα ανώτερα βασίλεια».

10. Τον  τρόπο  αλλαγής του υποβάθρου  των θεωριών που ισχύουν στις  φυσικές επιστήμες περιέγραψε και ερμήνευσε ο T. S. Kuhn ήδη από το 1962 με το έργο του η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων, (στην Ελλάδα κυκλοφόρησε το 1981, από τις εκδόσεις Σύγχρονα Θέματα: Τ. Κουν, Η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων, Γ. Γεωργακόπουλος, Β. Κάλφας, Εκδ. Σύγχρονα Θέματα, Θεσσαλονίκη 1981). Διαμορφώθηκε έτσι το πλαίσιο της σύγχρονης έρευνας στην ιστορία και φιλοσοφία όχι μόνο των φυσικών αλλά των κοινωνικών και των ανθρωπιστικών επιστημών. Η αλλαγή παραδείγματος όσον αφορά στο κοσμοείδωλο (das Weltbild oder die Weltanschauung) φαίνεται, ότι ακολουθεί τον ίδιο δρόμο με αυτόν των επιστημονικών θεωριών, όταν βέβαια δεν επιχειρούνται ιερόσυλες μεταβολές των κοινωνικών  παραδοχών. Ο Κουν ως φυσικός επιστήμονας δεν απάντησε στο ζήτημα αυτό. Ωστόσο η ιστορία της φιλοσοφίας και της θεολογίας επιτρέπει να συμπεράνει κανείς , ότι η στροφή του δυτικού φιλοσοφικού, θεολογικού υποβάθρου και εκείνου των φυσικών επιστημών κάθε φορά υπήρξε επαναστατική, αλλά εκπληκτικά  παράλληλη. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει εξ αρχής πλήρη επικράτηση του νέου παραδείγματος, αλλά σε κάθε περίπτωση οι αντιδράσεις είναι εκείνες, που διαμορφώνουν την δυναμική της αποδοχής του. Βλ. Hans, Kung, Existiert Gott? Antwort auf die Gottesfrage  der Neuzeit, Piper Verlag, Munchen, 1978. Σελ..138-143.

11. Σαράντος Καργάκος, Γενική Ιστορία, Εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 1976, σελ. 457.  «Μακιαβελισμός (όρος που πρώτοι χρησιμοποίησαν οι Γάλλοι), είναι θεωρία, κατά την οποία η έννοια του κράτους ταυτίζεται με το πρόσωπο του ηγεμόνα. Για τη επιτυχία ενός σκοπού ο ηγεμόνας δεν πρέπει να διστάζει εμπρός σε κανένα μέσο (ο σκοπός αγιάζει τα μέσα). Η πολιτική δεν ταυτίζεται με την άκαμπτη ηθικολογία και επομένως ο ηγεμόνας δεν πρέπει να δεσμεύεται από ηθικές προκαταλήψεις, προκειμένου να φθάσει έγκαιρα στο σκοπό του».

 

πηγή:  enromiosini.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε το σχόλιό σας