(πρωτοπρ. Βασιλείου Κοκολάκη, ἐφημερίου Ἱ.Ν. Ὑψώσεως Τιμίου Σταυροῦ Χολαργοῦ)
Κατόπιν παρακλήσεως συγγραφῆς κειμένου γιά τόν ἀγαπημένο μας πατέρα Σαράντη… τόν ¨παπούλη¨ μας…ἐπειδή δέν εἶμαι ἱκανός νά γράψω κάτι, ¨ἔκλεψα¨ κάποια θεόπνευστα λόγια τοῦ συνονόματός μου ἁγίου. Κι΄ αὐτό ἐπειδή τά λόγια τῶν κοινῶν θνητῶν δέν ἐπαρκοῦν γιά νά ἐκφράσουν τό τί θά πεῖ παπα Σαράντης. Τά λόγια τῶν ἁγίων ὅμως ἁρμόζουν στούς ἁγίους.
Ἑπομένως δέν θά ἦταν ὑπερβολή νά ποῦμε πώς τά ὅσα παρήγορα ἀπηύθυνε τό 368μ.Χ. ὁ Μέγας Βασίλειος στούς Νεοκαισαρεῖς γιά τήν κοίμηση τοῦ ἀγαπημένου τους ἐπισκόπου Μουσωνίου ἀπευθύνονται καί στόν ἄρτι
κοιμηθέντα παπούλη μας, τόν πατέρα – ὄντως «πατέρα» – Σαράντη, μέ μικρές παραλλαγές…
(Ἀπόσπασμα ἀπό τούς λόγους τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, Πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Νεοκαισαρείας, σελ. 147-155 καί Περί τελειότητος βίου Χριστιανῶν, σελ. 461-473, ΕΠΕ τ. 3, ἐκδ. Γρηγόριος Παλαμάς Θεσ/κη 1973)
«Τά μέν θαυμαστά χαρίσματα τοῦ ἁγιασμένου αὐτοῦ προσώπου γιά τά ὁποῖα μάλιστα πιστεύουμε πώς εἶναι ἀναπάντεχη ἡ ζημιά πού μᾶς βρῆκε, δέν χωροῦν σέ ἕνα μόνο κείμενο· ἀλλά καί εἶναι ἄκαιρο νά μιλᾶμε τώρα γιά ἕνα πλῆθος ἀγαθοεργιῶν τή στιγμή πού ἡ ψυχή μας εἶναι ἀκόμη συντετριμμένη ἀπό τή βαριά λύπη. Διότι ποιό ἀπό τά ἔργα ἐκείνου μπορεῖ νά λησμονηθεῖ ἤ νά ἀποσιωπηθεῖ ἀπό μᾶς; Βεβαίως τό νά τά πῶ ὅλα μαζί διά μιᾶς εἶναι ἀδύνατον, τό νά πῶ πάλι μόνο μερικά, φοβᾶμαι μήπως προδώσει τήν ἀλήθεια.
Ἀπεδήμησε ἄνδρας πού ὁλοφάνερα ὑπερέβαλλε ὅλους τούς συγχρόνους του ἱερεῖς ὅσον ἀφορᾶ σέ ὅλα μαζί τά ἀνθρώπινα χαρακτηριστικά· στήριγμα τῆς πατρίδας, στόλισμα των ἐκκλησιῶν, στύλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας, στερέωμα τῆς εἰς Χριστόν πίστεως, ἀσφάλεια τῶν οἰκείων, δυσπολέμητος ἀπό τούς ἀντιπάλους, φύλακας τῶν πατρικῶν θεσμῶν, ἐχθρός τοῦ νεωτερισμοῦ καί τῶν λειτουργικῶν καινοτομιῶν.
Ἔδειχνε διά τοῦ ἐν Χριστῷ προσώπου του τήν παλαιά μορφή τῆς Ἐκκλησίας, διαμορφώνοντας σάν σέ μία ἱεροπρεπῆ εἰκόνα τῆς ἀρχαίας καταστάσεως τό εἶδος τῆς ὑπό τήν διαποίμανσή του Ἐκκλησίας, ὥστε ἐκεῖνοι πού ζοῦσαν μαζί του, νά νομίζουν ὅτι ζοῦσαν μέ τούς ἄνδρες πού ἔλαμψαν σάν φωστῆρες πρό διακοσίων καί ἄνω ἐτῶν. Ἔτσι ὁ ἄνδρας αὐτός δέν ἐξέφραζε τίποτα δικό του οὔτε κάποιο ἐφεύρημα νεωτέρου νοῦ, ἀλλά μέ τήν εὐλογία τοῦ Μωϋσῆ γνώριζε νά ἀνασύρει ἀπό τούς ἀδύτους ἀγαθούς θησαυρούς τῆς καρδιᾶς του καί νά παρουσιάζει ζωντανά τά παλαιά θεόπνευστα λόγια τῶν παλαιῶν ἁγίων, ἀλλά καί τά παλαιά ἑρμηνευμένα ἀπό τούς νεωτέρους ἁγίους . Ἔτσι κατά τίς συνελεύσεις τῶν ὁμοτίμων του, δέν τόν προτιμοῦσαν νά μιλάει λόγῳ τῆς σεβαστῆς ἡλικίας ἑνός μεγαλυτέρου, ἀλλά κέρδιζε τό πρωτεῖο ἀπό τούς ὑπολοίπους λόγῳ τῆς ὤριμης σοφίας του. Καί αὐτό συνέβαινε ἀπό τή νεανική του κιόλας ἡλικία».
Καί συνεχίζει ὁ Μέγας Βασίλειος ἀπευθυνόμενος στούς Νεοκαισαρεῖς…σά νά ἀπευθύνεται καί σέ μᾶς …
«…Περάσατε ἀτάραχη ζωή μέ τήν καθοδήγηση ἐκείνου (τοῦ ἐπισκόπου), σέ τόση μεγάλη τρικυμία καί θύελλα γεγονότων…».
Τήν καθοδήγηση τοῦ ἁγιασμένου προσώπου τοῦ παπούλη θά λέγαμε ἐμεῖς… γιά τόν π. Σαράντη στά δύσκολα γεγονότα τῆς ἐποχῆς μας – πού ἀντιμετώπισε τόσο δυναμικά ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, πέρα ἀπό τήν προσωπική του ἐκ νεότητος χηρεία, – ὅπως τήν ὑποταγή στήν ἠλεκτρονική διακυβέρνηση μέ κυριότερη ἔκφραση τόν ΑΜΚΑ, τή λειτουργική ἀνανέωση, τήν καταστρατήγηση τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, μέ ἀποκορύφωμα τήν κατάργηση τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας, τήν οἰκονομική κρίση μέ τά capital control, τό μάθημα τῶν Νέων Θρησκευτικῶν, τίς ἠλεκτρονικές ταυτότητες, τήν Κάρτα τοῦ Πολίτη, τίς μεταμοσχεύσεις, τίς ἐναλλακτικές θεραπεῖες, τήν ἀχρήματη κοινωνία, τή Yoga, τό Μακεδονικό, τό Οὐκρανικό, τόν Οἰκουμενισμό, τήν ἀλλοίωση – ἀλλαγή τοῦ Συντάγματος, τήν Σεξουαλική Διαπαιδαγώγηση, τό κλείσιμο τῶν ἐκκλησιῶν ἐξαιτίας τοῦ κορωνοϊοῦ …
«…Πράγματι χάρη σ’αὐτόν, δέν σᾶς ἄγγιξε ἡ ζάλη τῶν αἱρετικῶν καί ἀντιχρίστων ἀνέμων πού προκαλεῖ καταποντισμούς καί ναυάγια στίς εὐμετάβλητες ψυχές…
…Τό σῶμα του τό αἰσθανόταν τόσο, ὅσο τό νά ἀποτελεῖ πρότυπο ὑπομονῆς στούς πόνους γιά μᾶς…Ὁ χρόνος αὐξάνει τή συμπάθεια πρός τόν πάσχοντα καί μᾶς βοηθᾶ νά φιλτράρουμε καλύτερα σκέψεις καί πράξεις ἀντί νά φθάνουμε στά ὅριά μας ἀπό τήν διάρκεια τῶν δοκιμασιῶν. Ἔτσι ὅσο μακρύτερο χρόνο ἔχετε δοκιμάσει τήν εὐεργεσία, τόσο περισσότερο αἰσθάνεσθε τήν ἀπώλεια. Ἄλλωστε καί ἡ σκιά τοῦ δικαίου σώματος ἀξίζει κάθε τιμῆς γιά τούς εὐλαβεῖς.
Οὔτε ἐγώ λέω ὅτι πρέπει νά καταφρονήσουμε τό ἁγιασμένο πρόσωπό του, ἀλλά συμβουλεύω νά ὑποφέρετε τή λύπη ἀνθρωπίνως. Ἐπειδή ὅσα εἶναι δυνατόν νά πεῖτε κλαίγοντας γιά τήν ἀπώλεια οὔτε ἐμένα μοῦ διαφεύγουν…
Σιωπᾶ μέν ἐκείνη ἡ γλῶσσα πού σάν ποταμός πλημμύριζε τίς ἀκοές, τό δέ βάθος τῆς καρδιᾶς του πού ἦταν ἀκατάληπτο ἀπ‘ ὅλους μας πέταξε καί ἔφυγε σάν τό ἀμυδρότερο ὄνειρο.
Ποιός ἦταν καθαρότερος ἐκείνου γιά νά προβλέψει τό μέλλον;
Ποιός μέ τό σταθερό καί στέρεο ἦθος τῆς ψυχῆς, ἦταν τόσο ἱκανός, ὥστε νά συλλαμβάνει τά πράγματα συντομότερα ἀπό ἀστραπή;
Ὦ ἄνθρωποι ὅλου τοῦ κόσμου, ἄν καί σᾶς βρῆκαν πολλά ἕως τώρα πάθη, ἀπό κανένα δέν ζημιωθήκατε τόσο πολύ στά καίρια καί σημαντικότερα θέματα τοῦ βίου.
Τώρα μαράθηκε ὁ κάλλιστος στολισμός σας, ἡ δέ Ἐκκλησία ἐσιώπησε καί οἱ πανηγύρεις εἶναι σκυθρωπές καί τά συνέδρια ἐπιποθοῦν τόν κορυφαῖο τους. Οἱ δέ μυστικοί λόγοι ἀναμένουν τόν ἑρμηνευτή, τά παιδιά τόν πατέρα, οἱ μεγάλοι τόν συνομίληκο, οἱ ἄρχοντες τόν ἀρχηγό τους, ὁ δῆμος τόν προστάτη, οἱ φτωχοί τόν τροφέα. Ὅλοι τόν ἐπονομάζουν μέ τά οἰκειότερα σέ αὐτούς ὀνόματα καί ὁ καθένας σηκώνει γιά δικό του πάθος κάποιον θρῆνο τοῦ ἐπισκόπου, …τοῦ παπούλη θά λέγαμε ἐμεῖς,… πού ταιριάζει μ’αὐτόν.
Ἀλλά ποῦ μέ ὁδηγεῖ ὁ λόγος ἀπό τήν ἡδονή τῶν δακρύων; Δέν θά συνέλθουμε; Δέν θά αὐτοκυριαρχηθοῦμε; Δέν θά ἀποβλέψουμε στόν κοινό Δεσπότη, ὁ ὁποῖος τόν καθένα ἀπό τούς ἁγίους, ἀφοῦ τόν ἄφησε νά ὑπηρετήσει στή γενιά του, πάλι τόν ἀνεκάλεσε κοντά Του στόν κατάλληλο χρόνο; Τώρα εἶναι καιρός νά θυμηθεῖτε τά λόγια ἐκείνου ὁ ὁποῖος στίς συνάξεις σας δέν σταματοῦσε νά σᾶς προτρέπει ¨παρατηρεῖτε τά σκυλιά, παρατηρεῖτε τούς κακούς ἐργάτες¨. Πολλά εἶναι τά σκυλιά, τί λέω σκυλιά ; Λύκοι, ἄγριοι μάλιστα, πού κρύβουν τήν δολιότητα μέ ἔνδυμα προβάτου, καί διασποῦν τό ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ σέ ὅλο τόν κόσμο. Πρέπει νά προφυλαχθεῖτε ἀπό αὐτούς μέ τήν ἐπίβλεψη ἑνός ταπεινοῦ καί συνάμα ἔξυπνου ἐν ἐγρηγόρσει καί μετανοίᾳ ποιμένα. Εἶναι δέ δική σας εὐθύνη νά τόν ἀναζητήσετε μέ καθαρή ψυχή μακριά ἀπό κάθε φιλονικία καί ἐπιθυμία πρωτοκαθεδρίας, καθ΄ ὅτι ὁ Κύριος θά τόν ἀναδείξει. Διότι ὁ Κύριος χάρισε αὐτό τό τόσο θαυμαστό κάλλος στήν Ἐκκλησία σας, ἀπό τόν μέγα προστάτη τῆς Ἐκκλησίας Γρηγόριο, τόν ἐπίσκοπο Νεοκαισαρείας (240μ. Χ.) μέχρι τοῦ μακαρίου τούτου, προσθέτοντας καί συναρμόζοντας πάντα ἄλλον κατόπιν ἄλλου σάν κάποια συναρμολόγηση πολυτελῶν λίθων. Ἑπομένως νά μήν ἀπελπισθεῖτε καί γιά τούς διαδόχους τους. Διότι ὁ Κύριος γνωρίζει ποιός εἶναι δικός του καί μπορεῖ νά παρουσιάσει αὐτούς πού ἴσως ἐμεῖς δέν περιμένουμε. Ἐνῶ ἤθελα νά σταματήσω τόν λόγο ἐδῶ καί ὥρα δέν μοῦ τό ἐπιτρέπει ἡ ὀδύνη τῆς καρδιᾶς.
Ἀλλά σᾶς θερμοπαρακαλῶ στό ὄνομα τῶν ἁγίων Πατέρων, στό ὄνομα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, στό ὄνομα τοῦ μακαρίου τούτου, νά μείνετε ὄρθιοι. Πρέπει ὁ καθένας ( ἐξ ὅσων τόν εἶχαν πνευματικό πατέρα) νά προσέξει ποιόν θά ἐπιλέξει γιά ἑπόμενο… Ἀπό τόν ποιμένα πού θά ἐπιλέξουμε θά ἑνωθοῦμε περισσότερο μέ τόν σύνδεσμο τῆς ἀγάπης ἤ θά ὁδηγηθοῦμε σέ πλήρη διάσταση. Μακάρι νά μή συμβεῖ αὐτό, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ δέν θά συμβεῖ».
Ἀλλά καί ὅσα συνιστᾶ ὁ Μέγας Βασίλειος ὡς χαρακτηριστικά τοῦ τελείου Χριστιανοῦ δέν ὑπῆρχε ἕνα πού νά μήν τό εἶχε ὁ παπούλης τῆς χριστοσιωπῆς καί τῆς χριστοαγάπης πρός ὅλους σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις.
Ἐνδεικτικά, ἀπό καί μέ γνώμονα τήν 22α συμβουλευτική ἐπιστολή τοῦ Μεγάλου Βασιλείου περί τελειότητας τοῦ βίου τῶν μοναχῶν, σημειώνουμε γιά τόν περί οὗ ὁ λόγος:
«…Φρονοῦσε τά ἄξια τῆς ἐπουρανίου κλήσεως, ἀκολουθοῦσε τόν ἄξιο βίο τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ. Δέν ἦταν ἐπιπόλαιος, δέν παρασυρόταν ἀπό ὁ,τιδήποτε πού ἀπομακρύνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τή μνήμη τοῦ Θεοῦ, τοῦ θελήματός Του καί τῶν ἀποφάσεών Του. Εἶχε γίνει ἀνώτερος ἀπό τήν νομική δικαίωση, δέν ὁρκιζόταν, δέν ψευδόταν. Δέν ἀπέδιδε κακό ἀντί κακοῦ, δέν ὀργιζόταν. Μακροθυμοῦσε πρός αὐτούς πού τόν στενοχωροῦσαν, ἤλεγχε διακριτικά καί μόνο ὅταν ἔπρεπε τόν ἀδικοῦντα, ὄχι μέ ἐκδικητικότητα, ἀλλά μέ κίνητρο τήν διόρθωση τοῦ ἀδελφοῦ, κατά τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου. Δέν ἔλεγε κάτι ἐναντίον, ἀπόντος ἀδελφοῦ μέ σκοπό νά τόν διαβάλλει, πράγμα πού θά ἦταν συκοφαντία, ἀκόμη καί ἄν ἦταν ἀληθινά τά λεγόμενα. Δέν καυτηρίαζε ποτέ πρόσωπα, ἀλλά γεγονότα, δέν ἀποστρεφόταν αὐτούς πού τόν διέβαλλαν, δέν ἔλεγε εὐτράπελα, δέν γελοῦσε ἀπερίσκεπτα καί ἀχαλίνωτα, δέν ματαιολογοῦσε λέγοντας ἀνώφελα πράματα γιά τούς ἀκροατές, ἀλλά καί πού δέν συντελοῦσαν στήν ἀπαραίτητη καί ἐπιτρεπτή οἰκειότητα μέ τόν Θεό. Οἰκοδομοῦσε τόν λόγο μετά διακρίσεως πρός οἰκοδομή τῆς πίστεως γιά νά μή λυπᾶται τό Ἅγιο Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Σκεπτόταν καί ἐνεργοῦσε σέ ὅλα σά νά ἔχει παραδοθεῖ ὑπό τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ἀπό τόν ἑαυτό του, στήν διακονία τῶν ὁμοψύχων ἀδελφῶν. Δέν γόγγυζε οὔτε ἀπό στενοχώρια λόγῳ ἐλείψεως τῶν ἀναγκαίων οὔτε ἀπό κόπωση γιά τήν ἐργασία. Εἶχε πάντα τήν βεβαιότητα ὅτι ὁ Θεός εἶναι παρών. Καί ἔτσι ποτέ δέν θύμωνε. Ἡ χροιά τῆς φωνῆς του ἦταν σύμμετρη πρός τήν ἀντίστοιχη χρεία. Δέν ἀποκρινόταν μέ θρασύτητα καί καταφρόνηση, ἀλλά ἔδειχνε σέ ὅλα καί πρός ὅλους ἐπιείκεια καί ἐκτίμηση. Δέν ἔνευε μέ δόλο ἤ μέ ἄλλο σχῆμα τῶν ὀφθαλμῶν ἤ μέ κίνηση ἄλλου μέλους, ἔτσι ὥστε νά λυποῦσε τόν ἀδελφό του ἤ νά ἔδειχνε περιφρόνηση καί εἰρωνεία. Δέν ζητοῦσε τιμές καί πρωτεῖα. Προτιμοῦσε νά ἐξυπηρετήσει ἤ νά προβάλλει σέ κάθε περίσταση ὅλους τούς ἄλλους ἐκτός τοῦ ἑαυτοῦ του. Δέν φιλονικοῦσε, ἀπέφευγε τίς ἔριδες. Δέν φθονοῦσε τήν εὐτυχία τοῦ ἄλλου οὔτε χαιρεκακοῦσε μέ τά ἐλαττώματα τοῦ ἄλλου. Λυπόταν καί συντριβόταν μέ ἀγάπη Χριστοῦ γιά τά ἐλαττώματα τοῦ ἄλλου, εὐφραινόταν καί ἀγαλλίαζε μέ τά κατορθώματα τοῦ ἄλλου. Ἐνδιαφερόταν προσωπικά γιά τούς ἁμαρτάνοντες καί ἐφησύχαζε γι΄αὐτούς. Ἤλεγχε μέ εὐσπλαγχνία, μἐ φόβο Θεοῦ καί μέ σκοπό νά ἐπιστρέψει ὁ ἁμαρτάνων. Σέ παράλογες κατηγορίες συζητοῦσε τό θέμα ἰδιαιτέρως μέ τόν κατήγορο μέ σκοπό νά λυθεῖ κάθε παρεξήγηση. Δέν μνησικακοῦσε κατά τοῦ ἁμαρτήσαντος καί μετανοοῦντος, ἀλλά τόν συγχωροῦσε ἐκ καρδίας. Ἦταν προσηλωμένος στόν φόβο τοῦ Θεοῦ.
Ἀλήθεια, τί ἀπ’ ὅλα αὐτά δέν ἔχει ὁ παπα Σαράντης;
Ἐν κατακλεῖδι, πιστεύουμε ἀκράδαντα ὅτι ταιριάζουν καί γιά τόν πατέρα Σαράντη, τόν γνωστό σέ ὅλους μας «παπούλη», τά νικητήρια λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τά ὁποῖα τά λέμε βεβαίως ἐμεῖς πρός αὐτόν καί ὄχι ἐκεῖνος γιά τόν ἑαυτό του.
«Τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἠγώνισμαι, τὸν δρόμον τετέλεκα, τὴν πίστιν τετήρηκα· λοιπὸν ἀπόκειταί μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος, ὃν ἀποδώσει μοι ὁ Κύριος ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, ὁ δίκαιος κριτής, οὐ μόνον δὲ ἐμοί, ἀλλὰ καὶ πᾶσι τοῖς ἠγαπηκόσι τὴν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ». (Β΄ Τιμ. δ΄, 5-8)
πηγή: tasthyras.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας