Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2021

Άγιος Ἐφραὶμ Κατουνακιώτης - Λόγοι Διδαχῆς

 Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης - Λόγοι Διδαχής

Ἀνάγνωση

Αὐτὸ ποὺ λένε, ἀνοίγονται τὰ μάτια τῆς ψυχῆς, πατέρες, ξέρουν τί λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, ἤξεραν τί λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες. Γι᾿ αὐτὸ νὰ διαβάζουμε καὶ τὰ πατερικὰ βιβλία καὶ τὴ Θεία Γραφή. Μὰ δὲν ἀδειάζεις; Ἔστω μισὴ ὥρα κάθε μέρα νὰ διαβάζεις. Αὐτὴ ἡ κάθαρση, αὐτὸς ὁ φωτισμός, τὸν ὁποῖον θὰ πάρεις διαβάζοντας τὴ Θεία Γραφή, θὰ σοῦ κρατήσει ὅλη τὴν ἡμέρα καὶ τὴ νύχτα.


Ἁγιότης - Ἀρετὴ - Ἀγώνας

Ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἐπαινεῖ τὸν πλησίον του καὶ κατακρίνει τὸν ἑαυτό του, φθάνει σὲ μέτρα ἁγιότητος. Ἂν ζητᾶς ἐσὺ ἀπὸ τὸν ἄλλονε, ἐπειδὴ σὲ λύπησε, νὰ σοῦ βάλει μετάνοια, δὲν εἶσαι καλά, δὲν εἶσαι ἐντάξει, δὲν βαδίζεις στὸ δρόμο τῆς καλογερικῆς.

Φθάσαμε, πατέρες, σ᾿ ἕνα τέτοιο σημεῖο, ποὺ μπορῶ νὰ πῶ ὅτι, ὅταν ἤμασταν κοσμικοί, ἤμασταν καλύτεροι. Τώρα δὲν σηκώνουμε λόγο, δὲν σηκώνουμε λόγο.

Τὰ πατερικὰ βιβλία λένε ὅτι ὁ ἀββὰς Νισθερὼ ἀπέκτησε φήμη ἁγίου ἀνδρός. Καὶ πῆγε ἄλλος καὶ τοῦ λέει: «Τί ἀρετὴ ἔκανες, πάτερ, κι ἔφθασες σ᾿ αὐτὰ τὰ μέτρα;» Λέει: «Ἀφότου μπῆκα στὸ μοναστήρι, εἶπα, ἐγὼ καὶ τὸ γαϊδούρι ἕνα εἴμαστε. Ὅσο μιλάει τὸ γαϊδούρι, ὅταν τὸ δέρνεις, τόσο θὰ μιλήσω κι ἐγώ». Αὐτὸ ἦταν τὸ θεμέλιο, ὅτι καὶ νὰ τὸν δείρουνε, «εὐλόγησον». Τώρα ἐμεῖς φθάσαμε στὸ σημεῖο, δὲν σηκώνουμε λόγο.

Ὁ ἄνθρωπος, ἐφόσον ζεῖ, πρέπει πάντοτε νὰ ἀγωνίζεται. Καὶ ὁ πρῶτος ἀγώνας εἶναι νὰ νικήσει τὸν ἑαυτό του. Ὁ πρῶτος καὶ ὁ κυριότερος ἐχθρὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ὁ διάβολος, ὄχι. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος εἰς τὸν ἑαυτό του ἐπίβουλος. Καὶ τοῦτο διότι δὲν ἀκούει τὸν ἄλλον, ἀκούει τί τὸν λέει ὁ λογισμός του. Ἐνῶ ἔχουμε τόσους ἁγίους Πατέρες νὰ τοὺς μιμηθοῦμε διαβάζοντας τὰ συγγράματά τους, ἐντούτοις ὅμως τὸ ἐγὼ μᾶς κυριεύει πολλὲς φορές. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος νικήσει τὸν ἑαυτό του, εἶναι ὁ μεγαλύτερος μεγαλομάρτυρας καὶ τροπαιοφόρος καὶ νικηφόρος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ!

*

Γι᾿ αὐτὸ πολλὲς φορές, νὰ σᾶς πῶ, πατέρες, ἐφοβήθηκα τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ. Εἶναι σύμφωνος ὁ Θεὸς μὲ μένανε ἢ μήπως ἀλλάζει ὁ Θεός; «Ἐμνήσθην τῶν κριμάτων Σου καὶ παρεκλήθην» (Ψαλμ. 118,12* 52). Ἔτσι εἶναι.

Ὁ Σταυρὸς δὲν λείπει. Γιατί; Γιατὶ ἐφ᾿ ὅσον κι ὁ ἀρχηγός μας ἀνέβηκε στὸ Σταυρό, κι ἐμεῖς θ᾿ ἀνεβοῦμε, νὰ ποῦμε. Ἀλλὰ ἀπ᾿ τὴ μία πλευρὰ εἶναι γλυκὺς καὶ ἐλαφρός, ἀπ᾿ τὴν ἄλλη μεριὰ εἶναι πικρὸς καὶ βαρύς. Κατὰ τὴν προαίρεσή μας. Ἂν πάρεις μὲ ἀγάπη τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, εἶναι πολὺ ἐλαφρός, εἶναι σφουγγάρι, φελλός. Ἂν τὸ πάρεις, δηλαδή, ἀπ᾿ τὴν ἄλλη πλευρά, τότες εἶναι βαρὺς καὶ ἀσήκωτος.

Γι᾿ αὐτό, καὶ μένα ἡ πείρα αὐτὸ μὲ δίδαξε. Τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ νὰ γίνει. Ἦταν ἀπ᾿ τὸ Θεὸ ἔτσι. Καὶ εἰρηνεύεις, νὰ ποῦμε. Ἂν πεῖς μὰ γιατί ἐτοῦτο, ἐκεῖνο, δὲν εἰρηνεύεις, δὲν εἰρηνεύεις. Δὲν ἦταν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ νὰ φύγω τὴν Κυριακή, ἦταν τὴ Δευτέρα· δὲν ἤθελε ὁ Θεὸς τὴν Τρίτη, ἤθελε νὰ φύγω τὴν Τετάρτη· ἔ, ὁ Θεὸς ἔτσι τά ῾φερε. Ἂν τὰ πάρεις ἀπ᾿ τὴν ἄλλη πλευρὰ μὲ τὴν κρίση τὴ δική σου, θὰ σφάλεις καὶ μισθὸν δὲν ἔχεις. Μισθὸν δὲν ἔχεις!

Μέσα σου νὰ βράζει ἡ χαρά, νὰ μὴ φαίνεται· μέσα σου νὰ βράζει ἡ λύπη, ἡ κόλαση, ἀλλὰ μὴν τὸ ἐξωτερικεύεις. Αὐτὸς εἶναι ὁ καλόγηρος.

Εἰδάλλως, ἐσὺ κι ἐγὼ ἐδῶ, καὶ νὰ προσευχώμεθα· νὰ μὴν ἀκούει ὁ ἕνας τὸν ἄλλονε. Αὐτὸ εἶναι κατὰ Θεόν. Ἅμα τὸ ἐξωτερικεύεις, εἴτε ὑπερηφάνεια θὰ σὲ πιάσει, ἢ... θὰ τὸ χάσεις.

Γι᾿ αὐτὸ λέω ὅτι, ὅπου κι ἂν εὑρεθεῖ ὁ ἄνθρωπος, νὰ μὴν ἀπελπίζεται. Νὰ μὴν τὰ χάνει, νὰ μὴν τὰ σαστίζει. Γιὰ τὸν ἄλφα καὶ τὸν βῆτα λόγο, ὁ Θεὸς γνωρίζει, σὲ δοκιμάζει. Σὲ δοκιμάζει: Μπορεῖς νὰ κρατήσεις αὐτὴν τὴ θλίψη; Μπορῶ. Θὰ σοῦ δώσω χάρισμα. Δὲν μπορεῖς; Κι αὐτὸ ποὺ σοῦ ῾δωσα, θὰ τὸ ἀφαιρέσω. Ἐγὼ δὲν θέλω δειλοὺς ἀνθρώπους. Ὄχι ὅπως ἔστειλε ὁ Μωϋσῆς τοὺς κατασκόπους, λέει: «Ἐωράκαμεν υἱοὺς γιγάντων καὶ ἦμεν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ ἀκρίδες» (Ἀριθμ. 13,34). Ἔτσι; Ναί, ἀλλὰ ποιὸς τὸ λέει αὐτό; Ποιὸς τὸ λέει; «Δειλὸς ἀποσταλεὶς εἰς ὑπακοήν, λέγει· λέων κατὰ τὴν ὁδὸν καὶ φονεῖς κατὰ τὰς πλατείας» (Παροιμ. 26,13). Δειλὸς ἄνθρωπος δὲν ἀξίζει τίποτες. Ἐνῶ τολμηρὸς πάντα βγαίνει νικητής. Βλέπεις;

Ἡ δικαιολογία δὲν εἶναι γραμμένη στὴ Γραφή. Οἱ ἅγιοι ὄχι μόνο δὲν δικαιολογοῦνται, ἀλλὰ ὑποφέρουν ἑκουσίως γιὰ τοὺς ἄλλους.

Πάτερ, ὄχι ἔτσι. Ἐσὺ νὰ διορθώσεις τὸν ἑαυτό σου, ὄχι νὰ περιμένεις τοὺς ἄλλους. Ἐσὺ νὰ σταθεῖς ἀπὸ κάτω, νὰ σὲ πατᾶν ὅλοι. Τότες εἶσαι ἐν τάξει. Εἰδάλλως...

Ἐσὺ νὰ ἁρματωθεῖς στὴν ὑπομονή. Ὁ δρόμος ὁ τοῦ Σταυροῦ αὐτὸς εἶναι.

Ὁ ἄνθρωπος, ὅσο καὶ σοφὸς νὰ εἶναι, νὰ συμβουλεύεται καὶ λιγάκι. Δὲν εἴμαστε ἐμεῖς θεοδίδακτοι. Οὔτε ὁ Θεὸς καὶ σύ· μπορεῖς νὰ πάρεις πληροφορίαν ἀπὸ τὸ Θεό; Δὲν εἴμαστε σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάσταση. Ά, νὰ ρωτήσουμε καὶ κάναν ἄλλονε. Νὰ ρωτήσουμε, νὰ συμβουλευτοῦμε. Ἔ, δὲν ἔχεις κανέναν ἄνθρωπο καλύτερό σου;

Θὰ κάνεις ὑπομονὴ στὰ δικά σου τὰ πάθη, θὰ κάνεις καὶ στὰ δικά μου. Ἔτσι θὰ γίνεις ἅγιος.


Αὐτοέλεγχος - Ζῆλος

Μὴν ἀφήνεις τὸν ἑαυτό σου ἀνεπίσκοπο κάθε ὥρα. Κάθε ὥρα νὰ ἐποπτεύεις, νὰ ἐξετάζεις, νὰ ἐλέγχεις τὸν ἑαυτό σου. Εἶσαι ἐν τάξει αὐτὴν τὴν ὥρα;

Ἐσὺ ὡς μοναχὸς ἐὰν εἶσαι βιαστής, ἐὰν εἶσαι ἀγωνιστής, θὰ κάνεις ἔλεγχο στὸν ἑαυτό σου, ὅλη τὴν ἡμέρα πῶς πέρασα;

Ἕνας ἀσθενής, δὲν τὸ παρακολουθάει μόνο ὁ γιατρός· καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἀσθενὴς παρακολουθάει τὸν ἑαυτό του, ἂν μ᾿ ἐκεῖνα τὰ φάρμακα ποὺ τοῦ ῾δωσε ὁ γιατρός, πηγαίνει στὸ καλύτερο. Ὄχι ὁ Γέροντας ἕναν-ἕναν θὰ παρακολουθήσει, κι ἐσὺ ὁ ἴδιος θὰ παρακολουθήσεις τὸν ἑαυτό σου.

Ἐρώτησα πολλὲς φορὲς καὶ τὸν γερο-Ἰωσὴφ πὼς ἔφτασε σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάσταση. Λέει: «Νὰ σοῦ πῶ. Ἐβάθυνα τόσο πολὺ στὸ «γνῶθι σαὐτόν». Τί εἶσαι σύ; Τίποτες, οὔτε ἕνα σκουλήκι δὲν εἶσαι. Τίποτε. Ἦρθε ἡ χάρις, σὲ σήκωσε, ἔγινες ἄγγελος· ἔφυγε ἡ χάρις, ἐγύρισες ἐν αὐτῷ». Ναί, ἀλλὰ δὲν μοῦ λές, πῶς μποροῦμε νὰ προσελκύσουμε τὴ χάρη;

Ἀπὸ σᾶς ἐξαρτᾶται νὰ εἶναι ὁμαλός, ἡσύχιος ὁ νοῦς, ἀπὸ σᾶς ἐξαρτᾶται. Δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν πειρασμό, ἂν σᾶς ἐπιτεθεῖ ἢ ἀπὸ τὴ συμπεριφορὰ τοῦ συνασκητοῦ σας, τοῦ συγκοινοβιάτου σας. Ἐσὺ ὁ ἴδιος θὰ γίνεις αἴτιος τῆς σωτηρίας σου, ἐσὺ ὁ ἴδιος θὰ γίνεις αἴτιος τῆς ὄχι σωτηρίας σου, ἀπὸ ἐσένα ἐξαρτᾶται. Ὅταν ἐσὺ θέλεις τὴ σωτηρία σου καὶ βιάζεις τὸν ἑαυτό σου, ὅλα κατ᾿ εὐχὴν ἔρχονται.

Εἶναι παρατηρημένο ὅτι, στὶς πρῶτες ἡμέρες ποὺ ἐρχόμεθα στὸ κοινόβιο, ἔχουμε ζῆλο σὰν τὸν Ἄθωνα. Αὐτὸς ὁ ζῆλος προσέξετε νὰ μὴ σᾶς ἐξασθενήσει, νὰ μὴ σβήσει· διότι τότε εἶναι ὄχι καλά. Μπορεῖς αὐτὸ τὸν ζῆλο νὰ τὸν αὐξήσεις, νὰ τὸν μεγαλώσεις; Ἄξιος ἐπαίνου εἶσαι. Πρόσεξε ὅμως μήπως αὐτὸς ὁ ζῆλος, ἐννοῶ ζῆλο εἰς τὴν ὑπακοή, εἰς τὴν εὐχή, εἰς τὴν αὐτομεμψία, ἄγρυπνος στὴν ἀκολουθία, μὴ σὲ πάρει ὁ ὕπνος, στὸ δωμάτιό σου· νὰ ἐπιβλέπεις τὸν ἑαυτό σου, ὅλα αὐτὰ θεωροῦνται ζῆλος. Ἂν ὁ ζῆλος ψυχρανθεῖ, τότε δὲν βαδίζεις καλά. Γι᾿ αὐτὸ διόρθωσε τὸν ἑαυτό σου, νὰ μὴν ψυχρανθεῖ αὐτὸς ὁ ζῆλος, αὐτὴ ἡ θερμότης.

Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος ὁ ἀδερφός, ὁ ὁποῖος διατηρεῖ τὸν ζῆλο ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Διότι δὲν ξέρεις πόσα χρόνια θὰ ζήσεις στὸ μοναστήρι. Μπορεῖ νὰ ζήσεις πέντε χρόνια, μπορεῖ νὰ ζήσεις δέκα, μπορεῖ νὰ ζήσεις καὶ πενήντα, δὲν γνωρίζεις πόσα χρόνια. Ἔ, αὐτὸς εἶναι ἄξιος ἐπαίνου, ὁ ὁποῖος διατηρεῖ τὸν ζῆλο του ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς τοῦ ἀκμαῖο.

Τὴν σήμερον ἡμέρα δύσκολα, δύσκολα εἶναι.

Ἐρχόμουνα μία φορὰ μὲ τὸν γερο-Παντελεήμονα τῶν Παχωμαίων, τὸν ἀρχιγραμματέα. Καὶ μοῦ λέει ὅτι, εἶχε πάει μία φορὰ στὸ Γρηγοριάτικο τὸ κονάκι, ἀλλὰ δὲν θυμᾶμαι ποιὸς ἦταν ἀντιπρόσωπος. Ἀφοῦ μιλήσανε, «τώρα θὰ πάω στὴν Κοινότητα», λέει.

- Πᾶμε μαζί, Γέροντα.

- Ὄχι, λέει, Παντελεήμων, ὄχι.

- Γιατί;

- Νὰ πάω ἀπ᾿ τὸ κονάκι μέχρι τὴν Κοινότητα, λέω τοὺς χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας.

Εἶδες πῶς βιάζονται οἱ πατέρες!


Γέροντας

Εἶπε ὁ Γέροντας, εἶπε ὁ Θεός. Τὸ στόμα τοῦ Γέροντος εἶναι τὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ.

Σοῦ εἶπε ὁ Γέροντας; «Μὴ φοβᾶσαι»; Μὴ φοβᾶσαι!

Ἂν κάνεις διάκριση σ᾿ ὅ,τι σοῦ λέει ὁ Γέροντας, δὲν εἶσαι ὑποτακτικός, εἶσαι ἐλεγκτὴς τοῦ Γέροντος.

Ὅση εὐλάβεια ἔχετε, ὅση αὐταπάρνηση ἔχετε, ὅση πίστη ἔχετε εἰς τὸν Γέροντά σας, τόσο καὶ περισσότερο λαμβάνετε.

Εἰς τὸν κόσμο ἀποθνήσκοντας ἕνας πατέρας ἔχει μία περιουσία, ἂς ὑποθέσουμε τώρα, ἑκατὸ δραχμές. Ἀφήνει τέσσερα παιδιά. Στὰ τέσσερα παιδιὰ θὰ διανείμει εἴκοσι πέντε, εἴκοσι πέντε, καὶ εἴκοσι πέντε. Ὅλοι θὰ πάρουν ἀπὸ εἴκοσι πέντε δραχμές. Ἡ κληρονομία τοῦ πατρός των.

Στὸ πνευματικὸ δὲν ἰσχύει αὐτό, ὄχι. Ἕνας ἔχει πίστη, εὐλάβεια αὐταπάρνηση, σεβασμὸ στὸν Γέροντά του εἴκοσι βαθμούς, εἴκοσι βαθμοὺς θὰ πάρει πνευματικὴ δύναμη. Ὁ ἄλλος ἔχει δύο, δύο θὰ πάρει· ἄλλος ἔχει ὀγδόντα, ὀγδόντα θὰ πάρει.

Αὐτὸ τὸ λέει καὶ τὸ Εὐαγγέλιο. Ὁ Χριστὸς εἶπε: «Ὁ δεχόμενος ὑμᾶς ἐμὲ δέχεται, καὶ ὁ δεχόμενος εἰς ὄνομα μαθητοῦ, μισθὸν μαθητοὺ λήψεται, ὁ δεχόμενος εἰς ὄνομα προφήτου, μισθὸν προφήτου θὰ πάρει» (Ματθ. 10,41). Αὐτὸ εἶναι τὸ πνευματικό. Ὅση εὐλάβεια ἔχεις εἰς τὸν Γέροντα...

Αὐτὴ τὴ μετάνοια τὴν ὁποία βάζεις εἰς τὸν Γέροντα, «εὐλόγησον, Γέροντα», ξέρετε πόση δύναμη ἔχει; Δὲν μπορεῖτε νὰ τὴν φαντασθεῖτε ἐσεῖς. Αὐτὸς ποὺ τὴν πέρασε, αὐτὸς γνωρίζει.

Δὲν ἔχεις εὐλογία νὰ πᾶς ἕνα βῆμα ἂν δὲν πάρεις εὐλογία ἀπ᾿ τὸν Γέροντα. Ὅταν πάρεις εὐλογία ἀπ᾿ τὸν Γέροντα, μὴ φοβᾶσαι τίποτα. Βάλε μετάνοια, φίλησε τὸ χέρι τοῦ Γέροντά σου καὶ πήγαινε καὶ γίνε ἀστροναύτης πάνω στὴ σελήνη· μὴ φοβᾶσαι, διότι σὲ σκεπάζει ἡ εὐχή, ἡ ὑπακοὴ σὲ σκεπάζει.

*

Ξέρετε τί θὰ πεῖ Γέροντας; Μόνο ὁ διάβολος ξέρει τί θὰ πεῖ Γέροντας.

Ὁ κατὰ σάρκα ἀδερφὸς ἀλλὰ καὶ ὑποτακτικὸς τοῦ γερο-Ἰωσήφ, ὁ πάτερ Ἀθανάσιος, εἶχε τὴν Κοίμηση στὴ Νέα Σκήτη. Ἐκεῖ τὸ Γεροντάκι ποὺ ζοῦσε πρίν, ἐγὼ τὸ πρόλαβα, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ἱστορικὸ ποὺ θὰ σᾶς πῶ τώρα δὲν τὸ πρόλαβα, ἀλλὰ τὸ ἄκουσα· τὸ Γεροντάκι τὸ πρόλαβα. Εἶχε ἕναν ὑποτακτικό. Ὁ ὑποτακτικός, ἔ, κρίσις Θεοῦ, ἦρθε στὸ τέλος νὰ πεθάνει. Τὴν προηγούμενη ἡμέρα, τὴν παραμονὴ προτοῦ νὰ πεθάνει, πῆγαν οἱ δαίμονες καὶ τοῦ λένε: «Εἶσαι δικός μας, τώρα θὰ σὲ πάρουμε στὴν κόλαση γιατὶ ἔτσι κι ἔτσι...», τὰ συνηθισμένα τῶν διαβόλων. Τὸ παιδὶ ταράχθηκε. Μπῆκε μέσα ὁ Γέροντας:

- Παιδί μου, γιατί εἶσαι ταραγμένος; λέει.

- Γέροντα, Γέροντα, θὰ κολασθῶ, ἦρθαν οἱ δαίμονες νὰ μὲ πάρουν, μοῦ εἶπαν ὅτι αὔριο στὶς τρεῖς ἡ ὥρα θά ῾ρθουμε νὰ σὲ πάρουμε.

- Ἄχ, παιδάκι μου, λέει, ἐσὺ εἶσαι ὑποτακτικός, ὅταν ἔρθουν οἱ δαίμονες νὰ τοὺς πεῖς: «Ἐγὼ ἔχω Γέροντα».

- Νά ῾ναι εὐλογημένο.

Τελείωσε, τὸν εἰρήνευσε τὸν ὑποτακτικό! τὴν ἄλλη μέρα πᾶν οἱ δαίμονες κατὰ τὴ συνήθειά τους, βγάλε τὴ γλώσσα, τράβα ἀπὸ ῾δῶ... «Τί ἐρχόσαστε σὲ μένα», λέει, «ἐγὼ εἶμαι ὑποτακτικός, ἔχω Γέροντα». Μὲ τὸ «ἔχω Γέροντα» ἄφαντοι ὅλοι οἱ δαίμονες! Αὐτὸς εἶναι ὁ Γέροντας.

*

Κάποιος ἀπὸ ἕνα μοναστήρι ἦρθε στὸ σπίτι καὶ λέει «Μὰ ὁ Γέροντας ἀλάθητος εἶναι; δὲν φταίει;» «Ἄ, ἄκουσε, παιδί μου», τοῦ λέω, «ἂν βάλεις τέτοιο θεμέλιο ὅτι ὁ Γέροντας φταίει, ποτὲ δὲν θὰ ὀρθοποδήσεις. Ἦρθες νὰ κάνεις ὑπακοὴ ἢ ἦρθες νὰ κρίνεις τὸ Γέροντα, πότε λέει ἀλήθεια, πότε λέει ψευτιά;»

Μά, πῶς ἀναπαύεται ἡ ψυχὴ τοῦ Γέροντα ὅταν κάνει ὑπακοὴ ὁ ὑποτακτικός! Μὰ πῶς ἀναπαύεται! Πῶς, δηλαδή, ἀπὸ μέσα ἀπ᾿ τὴν τὴν ψυχὴ βγαίνει ἡ ἀνάπαυσις, ἡ εὐχὴ «ὁ Θεός, παιδί μου, νὰ σ᾿ εὐλογήσει», καὶ σὲ πιάνει ἡ εὐχὴ αὐτή.

*

Τώρα τελευταία κάθε δεκαπέντε μέρες, κάθε εἴκοσι βλέπω τὸν Γέροντα Ἰωσήφ. (στὸν ὕπνο, στὸ ὄνειρο). Τώρα τελευταία τοῦ λέω: «Γέροντα, ἐκεῖ ποῦ εἶσαι προσεύχεσαι γιὰ μᾶς;» «Πῶς, λέει, προσεύχομαι καὶ γιὰ σᾶς». Ἔχει τώρα δεκαπέντε μέρες, τὸν εἶδα πάλι, πῆγα καὶ τὸν φίλησα. Λέει: «Ὁ Γέροντάς σου ἐγὼ εἶμαι». Βλέπετε; Ὄχι μόνο ἐδῶ ποὺ ζεῖ, ἀλλὰ καὶ στὸν οὐρανὸ ποὺ βρίσκεται ὑπάρχει αὐτὴ ἡ πνευματικὴ ἕνωσις, ὑπάρχει.

Ὑπάρχουν τρόποι πολλοὶ γιὰ νὰ ἑνωθεῖς ἔτι περισσότερο μὲ τὸν Γέροντα. Πέφτεις νὰ κοιμηθεῖς -ὅπως κάνω, ἔτσι παραδίδω καὶ σὲ σᾶς-, «ἡ εὐχὴ τοῦ πατρός μου Ἰωσὴφ» καὶ κοιμᾶμαι.

Ξυπνάω. «Ἡ εὐχὴ τοῦ πατρός μου Ἰωσήφ», ἀρχίζω τὴν προσευχή. Πάω ταξίδι, ἀπὸ τὰ Κατουνάκια θὰ πάω στὴ Δάφνη, «ἡ εὐχὴ τοῦ πατρός μου Ἰωσήφ». Μαγειρεύω, «ἡ εὐχὴ τοῦ πατρός μου Ἰωσήφ». Πάω στὸ Βατοπαίδι, ἔχω τὴν εἰκόνα τοῦ Γέροντα στὸ δωματιό μου, τὴν ἀσπάζομαι καὶ λέω «ἡ εὐχὴ τοῦ πατρός μου Ἰωσήφ». Ἔτσι ἔρχεται κι ἕνας τεχνητὸς τρόπος γιὰ νὰ εἶσαι περισσότερο ἡνωμένος μὲ τὸν Γέροντα. Ὅπως ὑπάρχει ἡ νοερὰ προσευχὴ ποὺ λίγο, λίγο καθαρίζεται τὸ ἐσωτερικὸν τοῦ ἀνθρώπου καὶ γίνεται κατόπιν καὶ αὐτὸς φωτεινὸς μὲ τὴ νοερὰ προσευχή, ὑπάρχει καὶ αὐτὸς ὁ τρόπος ποὺ ἑνώνεσαι μὲ τὸν Γέροντα περισσότερο.

Διαβάζοντας τὴ Θεία Γραφή, ὅσο πνευματικὴ δύναμη ἔχεις, τόσο καταλαμβάνεις, περισσότερο δὲν καταλαμβάνεις. Ἔτσι εἴχαμε μὲ τὸν Γέροντα. Μᾶς ἔλεγε, ἀλλὰ μᾶς ἔλεγε κατὰ τὸ βαθμό του· ἐμεῖς κατὰ τὸ βαθμὸ μᾶς καταλαμβάναμε.

Πολλὰ μὲ δίδαξε καὶ ἡ ὑπακοή, πολλὰ διδάχτηκα καὶ ὡς Γέροντας. Ἔτσι εἶναι. Νὰ θυσιάσω τὸν ἑαυτό μου, μόνο νὰ σὲ δῶ ἐσένα, τὸ παιδί μου, νὰ πᾶς στὸν Παράδεισο· αὐτὸς εἶναι ὁ δικός μου ὁ παράδεισος, νὰ εἶσαι ῾σὺ στὸν παράδεισο κι ἐγὼ ἂς καῶ, ἂς καῶ. Ἔτσι εἶναι. Δὲν μετριέται ἡ πατρικὴ ἀγάπη. Καὶ ὡς Γέροντας καὶ ὡς ὑποτακτικός, πῆρα μία πείρα. Σαράντα χρόνια ὑποτακτικὸς καὶ δέκα-δεκαπέντε χρόνια ὡς Γέροντας. Εἶδα καὶ τὴ μία ἀγάπη καὶ τὴν ἄλλη ἀγάπη. Ἡ πατρικὴ ἀγάπη, πάτερ μου, εἶναι πολὺ ψηλά, πολὺ ψηλά!

Ὅσο ἰσχύει ἡ εὐχὴ τοῦ Γέροντά σου, δὲν ἰσχύει ὅλη ἡ οἰκουμένη. Πῆρες τὴν εὐχὴ τοῦ Γέροντά σου; Μὴ φοβᾶσαι πουθενά.

Κι᾿ ἐγὼ στὸ σπίτι μας πολλὰ δέντρα φύτεψα, ἀλλὰ σὲ ὅσα ὁ Γέροντάς μου ἦταν σύμφωνος, ἔπιασαν, εἰς ἄλλα, τὰ ὁποῖα δὲν ἦταν σύμφωνος ὁ Γέροντας, δὲν ἔπιασαν. Ἐφύτευσα κλήματα, ὁ Γέροντας δὲν ἤτανε σύμφωνος, οὔτε ἕνα δὲν ἔπιασε. Ἐφύτευσα δέντρα μηλιὲς καὶ ἄλλα· δὲν ἦταν σύμφωνος ὁ Γέροντας· ἔπιασαν μέν, ἀλλὰ δὲν εὐδοκίμησαν. Τὰ πῆρε ὁ γερο-Κλήμης ἀπάνω καὶ γίνηκαν μεγάλα δέντρα καὶ τρώει πολλὲς ὀκάδες, πολλὰ κιλὰ τρώει μῆλα ἀπ᾿ τὰ δικά μου. Δὲν ἤτανε σύμφωνος ὁ Γέροντας, ὅταν τὰ φύτεψα ἐγώ. Ἐφύτεψα καὶ μία καϊσιά. Ἑφτὰ χρόνια ἔβγαλε δύο λουλούδια, ἑφτὰ χρόνια! Τὰ εἶχα φέρει ἀπὸ τὰ θερμοκήπια, ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη. Ἐφύτευσα καὶ μία μουριά, ἤτανε σύμφωνος ὁ Γέροντας, καὶ τρῶμε τώρα ἕνα μήνα καὶ περισσότερο ὅλο μοῦρα. Ἐφύτευσα καὶ ἕναν λωτό, ἦταν καὶ ὁ Γέροντας σύμφωνος, καὶ δὲν ξέρω τριακόσια, τετρακόσια λῶτα κάνει κάθε χρόνο· ἐπειδὴ ὁ Γέροντας ἤτανε σύμφωνος. Εἰς ὅλα τ᾿ ἄλλα τὰ πράματα, τὰ ὁποῖα ὁ Γέροντας δὲν ἤτανε σύμφωνος, εἴτε θὰ τά ῾βγαζα καὶ θὰ τὰ φύτευα ἀλλοῦ ἢ δὲν θὰ πρόκοφταν, δὲν θὰ ἔπιαναν, δηλαδὴ δὲν θὰ εἶχαν τέλος καλό, ἐπειδὴ ὁ Γέροντάς μου δὲν ἤτανε σύμφωνος.

Ὅποιος βασίσθηκε στὶς δυνάμεις του ἐπλανήθη. Θὰ πᾶς σὲ ἄνθρωπο πνευματικό, ὁ ὁποῖος θὰ σὲ διδάξει τὶς μηχανὲς τοῦ διαβόλου, θὰ σὲ διδάξει τὸ δρόμο πῶς θ᾿ ἀνέβεις στὸν οὐρανό. Πάντως μονάχος σου ἂν πᾶς...

Ὅταν βλέπω μπροστά μου ὅτι ὁ ἄλλος θὰ κάνει ἀντιλογία, ὀπισθοχωρῶ ἐγώ, γιὰ νὰ μὴν προβεῖ ὁ ἄλλος ὅτι, «Γέροντα, μὰ ἔτσι...». Ὀπισθοχωρῶ ἐγώ. Ὀπισθοχωρῶ. Γιὰ νὰ μὴν ἔρθει ὁ ὑποτακτικός μου σὲ θέση νὰ πεῖ, «Γέροντα, δὲν θὰ μπορέσω νὰ τὸ κάνω». Ὅταν τὸ βλέπω αὐτό, ὀπισθοχωρῶ, γιὰ νὰ μὴ γίνω ἐγὼ αἰτία νὰ κάνει αὐτὸς παρακοή. Εἶναι καὶ κάποια διάκριση ἐκεῖ μέσα, νὰ ποῦμε. Ἔτσι εἶναι.

Πάντως, ἕνα εἶναι: Ἡ καλογερικὴ στηρίζεται στὴν ὑπακοή. Δοκίμασα καὶ τὴν ὑπακοή, δοκίμασα καὶ τὴν παρακοή. Καὶ τὰ δύο τὰ δοκίμασα. Καὶ εἶδα ὅτι ὅταν κάνει κανένας ὑπακοή, εἶναι εἰρηνικός, δὲν τὸν ἐλέγχει ὁ λογισμὸς πουθενά!

Ἀνέπαυσες τὸν Γεροντά σου; Ἀνέπαυσες τὸν Θεό σου.

Ἄλλος πάλι ἐπίστευσε τὸν λογισμό του, κακὰ ἀποτελέσματα εἶχε. Λέει ὁ Γέροντας μετὰ τὴ λειτουργία:

- Πατέρες, καθῆστε νὰ πιοῦμε ἕνα νερό.

- Ναί.

Γέροντα, αὐτὸ ποὺ κάνεις δὲν εἶναι καλό. Οἱ πατέρες νὰ φύγουν σιωπῶντες, νὰ πᾶνε στὰ κελιά τους, στὰ σπίτια τους.

- Παιδί μου, ἐσὺ εἶσαι ὑποτακτικός. Τώρα ἀρχίζεις καὶ συμβουλεύεις τὸν Γέροντα; Δὲν κάνεις καλά. Νὰ πεῖς, νά ῾ναι εὐλογημένο, Γέροντα.

- Μὰ ἔτσι κι ἔτσι κι ἔτσι...

Τὸν κατόρθωσε ὁ πειρασμός, τὸν ἔβγαλε ἀπ᾿ τὴ σκέπη τοῦ Γέροντά του. Πῆγε στὰ Καρούλια. Ἐλαττωματικὰ πνευματικὰ ἔκανε. Πῆγε σ᾿ ἄλλο μέρος. Στὸ τέλος πῆγε μοναχός του. Πέρασε κάποιος ἀπὸ τὴν Πάτρα καὶ μοῦ λέει:

- Πάτερ-Ἐφραίμ, ὁ τάδε εἶναι ἱερεύς;

- Ὄχι, τοῦ λέω.

- Ὅταν τοῦ χτύπησα τὴν πόρτα, ἄνοιξε καὶ μὲ ἐσταύρωσε, ἔτσι. Λέω: «Εἶστε ἱερεύς;» «Μόλις τελείωσα τὴ Λειτουργία», λέει.

Βλέπετε; Ἐπίστευσε τὸν λογισμό του, ἔφυγε ἀπὸ τὸν Γέροντά του, ἔφυγε ἀπὸ τοὺς γειτόνους, αὐτοχειροτονήθηκε ἱερεὺς κι ἔτσι τελείωσε.

Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος νὰ μὴν πιστεύει τὸ λογισμό του. Ἔχεις τὸ λογισμό σου; Νὰ τὸν πεῖς στὸν Γέροντά σου. Κι ὅτι ὁ Θεὸς φωτίσει τὸν Γέροντα, αὐτὸ ν᾿ ἀκούσεις. Μὴν πιστεύεις τὸν λογισμό σου. Διότι ὁ διάβολος δὲν βιάζεται· λίγο, λίγο, λίγο καὶ σὲ πάει ἐκεῖ ποὺ θέλει αὐτός. «Κρεῖσσον τὸ παραβάλλειν ἢ τὸ ἡσυχάζειν».

*

Πέντε χρόνια μὲ πολεμοῦσε ὁ διάβολος νὰ φύγω ἀπὸ τὸν Γέροντά μου, τὸν παπα-Νικηφόρο. Οὔτε ἕνα βῆμα δὲν ἔκανα. Ἑωσότου ὁ πόλεμος ἔφυγε μοναχός του.

Τὸ νὰ φύγει κανένας ἀπ᾿ τὸν κόσμο εὔκολο εἶναι· τὸ νὰ βρεῖ ἄνθρωπον ὁδηγό, εἶναι πολὺ δύσκολο! Εἶναι δύσκολο!

Ἂν ἐσὺ μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό σου ἔχεις μέριμνα, ὁ Γέροντας ποὺ εἶναι τόσες ψυχὲς ἀπάνω σ᾿ αὐτὸν καὶ κρεμνιῶνται; Ἐσὺ θὰ πᾶς νὰ πεῖς τὸ λογισμό σου, ὁ ἄλλος θὰ πάει νὰ πεῖ τὸν λογισμό του, ὁ ἄλλος τὸ λογισμό του. Καὶ τότες ὁ Γέροντας τί γίνεται; Ὅλους τους βαστάζει ὁ Γέροντας; Ἔ, βέβαια, τώρα δὲν βαστάζει ὁ Γέροντας καθολικά, ὁ Χριστὸς τοὺς βαστάζει ὅλους. Ἐν τούτοις ὅμως ὁ Γέροντας τοὺς οἰκονομάει ὅλους.

Ἡ πηγὴ τῆς εἰρήνης, ἡ πηγὴ τῆς χάριτος ἡ πηγὴ τῆς σωτηρίας, ἡ πηγὴ τοῦ Παραδείσου εἶναι ὁ Γέροντας.

Ὁ Γέροντας παρακολουθεῖ τὸ λογισμὸ τοῦ ὑποτακτικοῦ του:

- Ἔλα ῾δῶ, παιδί μου.

- Ναί, εὐλόγησον.

- Πῶς μὲ βλέπεις;

- Γέροντα, ἄγγελο σὲ βλέπω.

-Καλά. Θὰ ῾ρθεῖ καιρὸς ποὺ θὰ μὲ δεῖς ἄνθρωπο.

Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό:

- Πῶς μὲ βλέπεις, παιδί μου;

- Ἄνθρωπο.

- Αὔριο θὰ μὲ δεῖς ὡς διάβολο.

Ἔ, αὔριο:

- Πῶς μὲ βλέπεις;

- Διάβολο.

Ἔτσι εἶναι. Γιατί λίγο, λίγο, λίγο ὁ διάβολος -τό ῾χω πάθει, πατέρες, ἀπὸ πείρα τὸ λέω- ὁ διάβολος προσπαθεῖ νὰ σὲ ξεκολλήσει ἀπὸ τὸν Γέροντα, νὰ σὲ ξεκολλήσει!

Δύο φορὲς πῆγα στὸ σπίτι τοῦ Γέροντος, ἵνα κάνω εὐχέλαιο. ἐκεῖ ἦτο καὶ ἕνα νεαρὸ πρόσωπο, ποὺ μὲ ἐσκανδάλιζε. Καὶ τὶς δύο φορές, εἶπα εἰς τὸν Γέροντά μου, π. Νικηφόρο, νὰ κάνει κομποσχοίνι. Τὴν πρώτη φορά, μόλις ἔφθασα εἰς τὸ σπίτι, ξέχασα τὸ λογισμό, ἔκανα εὐχέλαιο, καὶ ὅταν ἔφευγα, τότε τὸν ξαναθυμήθηκα. Τὴ δεύτερη φορὰ ὁ λογισμὸς μὲ τυραννοῦσε, καὶ ὅταν ἄρχισα τὸ εὐχέλαιο. Ὅταν τὸ ἔχρισα τὸ παιδί, τελείως εἶχε φύγει ἀπὸ τὴ σκέψη μου ὁ λογισμός. Μόλις ἐτελείωσα τὸ εὐχέλαιο, καὶ ἔφευγα, ἐπανῆλθε ὁ λογισμός.

Εἶδες τί δύναμη ἔχει ἡ εὐχή, τὸ κομποσχοίνι, ποὺ κάνει ὁ Γέροντας, οἱοσδήποτε κι ἂν εἶναι;

*

Δὲν πρέπει νὰ ἀνέχεσαι νὰ κατηγορεῖ κανεὶς τὸν Γέροντά σου! Αὐτὸ εἶναι τὸ σωστὸ καὶ πρέπον νὰ γίνεται. Νὰ ἀντιδρᾶς, ὅταν ἀκοῦς νὰ λέγουν κάτι κατὰ τοῦ Γέροντός σου.

*

Ἔφθασα στὸ τέρμα. Δὲν ἄντεχα ἄλλο. Ζητοῦσα βοήθεια. Τότε εἶδα τὸ γερο-Ἰωσὴφ στὸν ὕπνο μου. «Μέσ᾿ τὴν καρδιά μου, παιδί μου, σὲ ἔχω»· καὶ ξέρεις πόσο παρηγορήθηκα στὸν σταυρὸ ποὺ κρατοῦσα αὐτὴν τὴν ὥρα!! Πολὺ παρηγορήθηκα· ἔστω καὶ στὸν ὕπνο μου ποὺ εἶδα τὸν Γέροντα.

 

διαβάστε εδώ τη συνέχεια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε το σχόλιό σας