Δευτέρα 1 Ιουνίου 2015

Ἀγριότητες κι ἐγκλήματα τῶν ἀρειανῶν. Ὁ πληγωμένος Ἀετός. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος




 Τό ἔτος 379 ἔδωσε πολλές παρηγορίες στούς Ὀρθοδόξους. Οἱ ἐξόριστοι ἐπίσκοποι γύρισαν στίς ἐπαρχίες τους. Ἡ σύνοδος, τοῦ φθινοπώρου, στήν Ἀντιόχεια ὅρισε τά ὀρθά γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης, ὁ ἰσχυρός Δάμασος, μέ τήν ἐπιμονή τοῦ Μεγάλου Βασιλείου κατάλαβε τό σφάλμα του καί δέ χρησιμοποιοῦσε πλέον διατυπώσεις, πού ταύτιζαν τή φύση καί τήν ὑπόσταση στό Θεό. Στήν Ἀλεξάνδρεια, στό μεγάλο αὐτό κέντρο μέ τή μεγάλη παράδοση ἀγώνων γιά τήν ἀλήθεια, ὁ Πέτρος γύρισε ἀπό τήν ἐξορία.

Γύρισε ἀπό τήν ἐξορία κι ἕνας καρδιακός φίλος τοῦ Γρηγορίου, ὁ Εὐσέβιος, πού τόν εἶχαν ἐξαποστείλει στό Δούναβη. Ἤτανε γενναῖος ὀρθόδοξος, μέ γνώση καί ἀγωνιστικότητα στή Συρία, στήν πόλη Σαμόσατα. Δέν πρόλαβε ὅμως νά ζήσει πολύ καί νά δράσει ἐλεύθερα. Μιά γυναίκα, μέ πίστη ἀρειανική, στή Δολίχη τῆς Συρίας, τόν σκότωσε. Τόν περίμενε νά περάσει ἔξω ἀπό τό σπίτι της. Κρατοῦσε μεγάλο τοῦβλο. Μόλις ἔφτασε ὁ Εὐσέβιος, μάζεψε ὅση δύναμη καί μίσος εἶχε καί τό πέταξε στό κεφάλι του. Ὁ ἱερός ἄνδρας χτυπήθηκε θανάσιμα. Ξεψύχησε σχεδόν ἀμέσως. Κι ἔτσι ἕνας ὁμολογητής τῆς πίστης ἔγινε καί μάρτυρας. Μεγάλωσε τή δόξα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά γέμισε μέ λύπη τούς φίλους καί ὅλους τούς ὀρθοδόξους. Ὁ Γρηγόριος ἔκλαψε ἰδιαίτερα, γιατί συνδέονταν μέ παλαιά φιλία καί εἴχανε πολλούς κοινούς ἀγῶνες γιά τήν Ὀρθοδοξία.
Καί τά πράγματα τοῦ κράτους δέν πήγαιναν ἄσχημα. Ὁ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος πολέμαγε ἄξια καί οἱ Γότθοι μέ τίς ἧττες τους συνετίζονταν. Ὑποχρεώνονταν νά συνυπάρχουν στό ἀνατολικό ρωμαϊκό κράτος ἤ φεύγανε πέρ’ ἀπό τά βόρεια σύνορά του. Ἔπειτα καί οἱ φιλορθόδοξες διαθέσεις τοῦ Θεοδοσίου γίνοταν ὅλο καί πιό σαφεῖς. Κυκλοφορούσανε στήν κοινωνία καί ἀναθαρροῦσαν οἱ ὀρθόδοξοι.
Στήν Κωνσταντινούπολη ὅμως τά πράγματα δέν ἤσαν τόσο εὐχάριστα. Οἱ ἀρειανοί, προαισθάνονταν τόν κίνδυνο καί βάζανε τά δυνατά τους νά κρατήσουνε τά κεκτημένα. Εἴχανε ὅλους τούς ναούς τῆς Πόλης, τό μέγα μέρος τοῦ λαοῦ, φίλους πολλούς τοπικούς ἄρχοντες, κάνανε ὅ,τι θέλανε.....
Γέμιζε καί ὁ ναός τῆς Ἀναστασίας, μά ἦταν ἕνας καί μικρός. Θέλοντας καί μή, ὅσοι καταλάβαιναν, ἀναγνωρίζανε τό μεγαλεῖο τοῦ Γρηγορίου. Μά τόν ἀκούγανε λίγοι συγκριτικά. Τον κράταγαν παράμερα, τόν στόλιζαν μ’ ἕνα σωρό κατηγορίες, γιά νά τόν περιφρονεῖ ὁ ἁπλός κόσμος.... Καί γενικά τά κατάφεραν.
Στίς ἀγορές καί τίς πλατεῖες, στά προαύλια τῶν ναῶν καί στίς στοές, ἔδιναν κι ἔπαιρναν οἱ κουβέντες γιά τό Γρηγόριο.
-Ἕνας χωριάτης, θά διδάξει ἐμᾶς τούς πρωτευουσιάνους; Αὐτός οὔτε νά μιλήσει δέν μπορεῖ καλά-καλά. Δέν κοιτάει τά στραβά του μοῦτρα, μόνο θέλει νά μᾶς βεῖ καί μπροστά!  Μαζεύει ὁ πεινασμένος τόν κόσμο, μιλάει τάχα μέ σοφία καί νομίζει ὅτι θά πείσει ὅλους! Ἰδέτε τόν καλά καί πεῖτε, εἶν’ αὐτός γιά ἡγέτης πνευματικός; Αὐτός, τρομάρα του, δέν ἔχει οὔτ’ ἕνα ράσο τῆς προκοπῆς, δέν ἔχει... Κουρέλι φοράει πάνω του, δέν τόν βλέπετε.... Καί θέλει νά γίνει ἐπικεφαλής τῆς Ἐκκλησίας μας!
Τέτοια καί ἄλλα χειρότερα λέγανε γιά τό Γρηγόριο, πού σιγά-σιγά φτάνανε στ’ αὐτιά καί τοῦ ἴδιου ἤ τά μάντευε ἀπό τά μισόλογα τῶν ἀνθρώπων.
Καί τό πιό πικρό ἤτανε ὅτι καί κάποιοι ὀρθόδοξοι αἰσθάνονταν λίγο ἄσχημα μέ τή φτωχική ἐμφάνισή του. Νόμιζαν ὅτι γιά νά ἐπιβληθεῖ ὡς ἀρχηγός, ὡς κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει νά ἔχει καί παρουσιαστικό ἐντυπωσιακό. Νά περπατάει περήφανα, νά κάνει περίπατο στίς στοές μέ συνοδεία, νά φοράει πολυτελῆ ροῦχα. Ἔπειτα, νά ἔχει κοινωνικές σχέσεις μέ ὑψηλά πρόσωπα, νά καλοτρώει καί νά κουβεντιάζει διασκεδαστικά στά δεῖπνα....
Ἤτανε καί κείνη του ἡ προφορά, ἡ καππαδοκική, πού τάχα ἐνοχλοῦσε. Αὐτοί, πρωτευουσιάνοι, εἴχανε πιό λεπτή προφορά. Ἔλεγαν, βέβαια, μέ τή λεπτή τους προφορά ἕνα σωρό ἀνοησίες καί κακοδοξίες, ἐνῶ ἐκεῖνος μέ τή βαριά του προφορά ἔλεγε σοφά... τέτοια ὅμως δέν εἴχανε σημασία, δέν μπορούσανε νά τά κρίνουνε οἱ ρηχοί ἄνθρωποι.
Εἶχε, λοιπόν, πού εἶχε τά βάσανά του ὁ Γρηγόριος φτάνανε κι αὐτές οἱ κακοήθειες στ’ αὐτιά του καί πληγωνότανε πολύ. Ἔφταιγε πού γεννήθηκε πολύ συναισθηματικός, εὐαίσθητος... Ἔφταιγε τήν ἐποχή ἐκείνη καί τό φθινόπωρο, πού τοῦ ’φερνε μελαγχολία... κάτι σά σφίξιμο. Ἐμφανίστηκε ἀπειλητικό καί τό ἆσθμα.
Τέτοιες ὧρες δέν ἤθελε νά βγαίνει καθόλου ἔξω. Κλεινότανε στό μικρό σπιτάκι. Κι ἀκόμα πιό μέσα, στόν ἑαυτό του. Ἐκεῖ ἔκλαιγε, ἐκεῖ ἀπολογιότανε, ἐκεῖ καμμιά φορά γύριζε στό Χριστό καί ρώταγε:
-Θά περάσω κι ἄλλα Χριστέ μου, θά μ’ ἀφήσεις κι ἄλλο στό ξένο τόπο;
Ἡ προσευχή καί τά δάκρυα τόν γαληνεύανε. Τό ἆσθμα ὑποχωροῦσε. Μποροῦσε κι ἀνάπνεε λίγο ἐλεύθερα. Τό ἀπόγευμα, ἕνα γλυκύτο φθινοπωρινό ἀπόγευμα, βγῆκε ἀπό τό κελλί του. Ἡ προσευχή τόν εἶχε ἠρεμήσει. Προχώρησε πρός τήν Ἀναστασία του. Στάθηκε ἀντίκρυ της.
Τοῦ ’ρχότανε νά τήν ἀγκαλιάσει, νά τήν φιλήσει σ’ ὅλες τίς πέτρες. Στράφηκε μετά κατά τή θάλασσα. Ἀπέναντί του ἡ πανύψηλη στήλη μέ τό ἄγαλμα τοῦ Κωνσταντίνου. Πιό κάτω ἡ Ἁγία – Σοφία. Τόν κυρίεψε τό παράπονο:
-Τί μέ συκοφαντοῦν καί μέ καταδιώκουν; Μήπως ἐγώ ἐζήτησα τέτοιες τιμές, νά ’μαι δίπλα στό Φόρο, τήν ἀγορά, τοῦ Κωνσταντίνου, νά κατοικῶ κοντά στά παλάτια τῶν ἔνδοξων αὐτοκρατόρων; Ζήτησα ’γώ νά μπῶ στή σύγκλητο καί στίς λαμπρές αἴθουσες; Ἤ μήπως τό ’θελα νά ’ρθῶ ἐδῶ πού εἶμαι; Ἄλλοι μέ πίεσαν, βίαια μέ φέρανε... αὐτοί καί τό ἅγιο Πνεῦμα.
Ποταμός ἔγινε μέσα του ἡ διαμαρτυρία καί τόν φούσκωνε. Κι ἔτσι πού στεκότανε γύρισε ἀντίθετα. Στράφηκε κατά τή Θράκη. Ψηλά φαινότανε κιόλας τό ἐναέριο τμῆμα τοῦ περίφημου ὑδραγωγείου, πού ἔχτισε ὁ Οὐάλης. Πολύ μακριά, δέ φαινότανε, ὁ φημισμένος ναός τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Ὅλες οἱ ἐπισημότητες ἐκεῖ. Μεγάλες γιορτές, στέψεις αὐτοκρατόρων... Ὅλοι καί ὅλα περνοῦσαν ἀπό κεῖ. Νά προσκυνήσουνε τό ἱερό λείψανο τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέα, νά δοῦνε τόν τάφο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καί ἄλλων αὐτοκρατόρων. Ὁ νοῦς τοῦ Γρηγορίου πάντα στό δικό του παράπονο. Σκέφτεται τό φημισμένο αὐτό ναό καί τοῦ ’ρχεται νά φωνάξει:
-Ἦρθα, κακότροποι ἀρειανοί, ἦρθα, ναί, ἀπό τή μακρινή καί μικρή μου πατρίδα, ὅμως τίποτα δέ σᾶς ἐζήλεψα. Δικά σας τά πλούτη καί ἡ δόξα. Δικοί σας οἱ μεγάλοι ναοί. Ποτέ δέν ἔβαλα χέρι σέ ὅ,τι κατέχετε. Ὁ πολύς λαός εἶναι τώρα μαζί σας. Ἄλλο ἄν αὔριο ἔρθει μαζί μου, ὅταν μάθει νά προσυκνάει ὀρθά τήν ἁγία Τριάδα. Σέ μένα τώρα ὁ μικρός ναός, ἀλλά ’κεῖ μέσα δοξάζεται ἡ Τριάδα κι αὐτό μέ παρηγορεῖ. Γύρω μου μαζεύεται μικρό ποίμνιο, μά τό ’χω καλά φυλαγμένο ἀπό γκρεμούς, ἀπό κακοδοξίες. Δέ μέ φοβίζει τό μικρό ποίμνιο.
Ὅσο περνᾶνε οἱ στιγμές, θυμᾶται τούς κατατρεγμούς πού τοῦ κάνουν οἱ ἀρειανοί στήν Πόλη καί μέσα του διαμαρτύρεται:
-Πέστε μου ἄν κάποιον κακομεταχειρίστηκα. Πέστε μου ποιόν ἔβρισα. Ἤμουν καλός κι εὐγενής μαζί σας. Θυμηθεῖτε ὅμως τά δικά σας! Δέν ἔμεινε κακό πού νά μήν τό κάνατε. Ὅλα τά ἐκγλήματα... Καί δέν ἐννοῶ μόνο αὐτά πού τώρα κάνετε σέ μένα. Ξεχάσατε τούς φόνους, τίς ἐξορίες, τίς σφαγές τῶν ὀρθοδόξων; Οὔτε νά τά σκεφτῶ δέν ἀντέχω, μά σᾶς τά θυμίζω γιά νά συνετιστεῖτε, μήπως, ἐπιτέλους, κλείσετε τό στόμα σας. Ἐσεῖς, δέν ἀφήσατε ἄταφους τούς ὀρθοδόξους νεκρούς; Σεβάσμιους ἐπισκόπους δέν τούς βασανίσατε μέ σιδερένια νύχια; Δέ βάλατε ὀρθοδόξους ἱερεῖς στό ἀμπάρι καραβιοῦ καί δέν τό ἀφήσατε ἀκυβέρνητο στ’ ἄγρια κύματα, ἀφοῦ πρῶτα τοῦ βάλατε φωτιά, γιά νά μή γλυτώσει κανείς ἀπό τούς ἄτυχους ἐπιβάτες; Ἐσεῖς δέ σκοτώσατε μέ τοῦβλο τόν ὁμολογητή ἅγιο Εὐσέβιο, τό γέροντα ἐπίσκοπο Σαμοσάτων; Τί ἄλλο θέλετε νά σᾶς θυμίσω... Ἄν συνεχίσω, εἶναι τόσα πού δέ θά τελειώσω... Μόνο σᾶς παρακαλῶ νά μοῦ πεῖτε, ἄν ἔβλαψα κάποιον στό παραμικρό. Κι ὅσο γιά τά μεγαλεῖα πού ’χετε, σᾶς τά χαρίζω. Ἀλλά σᾶς λέω πώς ὅλα τοῦτα περνᾶνε, ὅλα φεύγουνε. Μένει μόνο ἡ καθαρότητα τῆς ψυχῆς καί τοῦ νοῦ. Τῆς ψυχῆς ἀπό τίς ἁμαρτίες, τοῦ νοῦ ἀπό τίς κακοδοξίες. Τίποτα δέν εἶναι πιό ἀγαπητό στό Θεό ἀπό τήν καθαρή καρδιά κι ἀπό τό ὀρθόδοξο φρόνιμα!
Σιγά –σιγά ἔφτασε τό σκοτάδι καί σκέπασε τά μεγαλεῖα τῆς Πόλης. Οὔτε κτίρια, οὔτε παλάτια. Παντοῦ σκοτάδι. Ὁ Γρηγόριος προχώρησε, μῆκε στήν Ἀναστασία, στάθηκε λίγο, γονάτισε, προσευχήθηκε, σηκώθηκε.
Στό κελλί του πάλι. Ἐκεῖ ἀσυναίσθητα, πῆρε τό φτερό, τό βούτηξε στό μελάνι. Ἄρχισε νά γράφει αὐτά πού εἶχε νά πεῖ στούς ἀρειανούς, ἀλλά καί στόν ἑαυτό του. Εἶναι ὁ Λόγος του ΛΓ΄, τάχα ἀφιερωμένος σέ κάποιον φιλόσοφο Ἥρωνα, πράγματι ὅμως στό Μάξιμο, γιά τόν ὁποῖο μιλήσαμε καί δυστυχῶς θά ξαναμιλήσουμε.


Ὁ πληγωμένος Ἀετός (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)
(ἀφηγηματικὴ Βιογραφία)
(σελ.183-188)
  Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου Καθηγητή Πανεπιστημίου
Ἔκδοση Δ΄
Ἀποστολική διακονία
θα βρείτε τα προηγούμενα εδώ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε το σχόλιό σας