Ψαλμός 83ος
«Ὡς ἀγαπητὰ τὰ σκηνώματά σου, Κύριε τῶν δυνάμεων». Πόσο ἀγαπητές εἶναι οἱ αὐλές σου, Κύριε τῶν Δυνάμεων...
Ποιά εἶναι τά σκηνώματα τοῦ Θεοῦ;
Βέβαια κατ’ ἀρχάς εἶναι ὁ Ναός· ὅμως εἶναι καί οἱ χῶροι γύρω ἀπό τόν Ναό.
Ἐδῶ θά κάνουμε μία παρένθεση, γιά νά καταλάβετε καλύτερα μερικά πράγματα πάνω σ’ αὐτό τό θέμα.
Ὁ Θεός ἐπέμεινε νά κτισθεῖ μόνο ἕνας Ναός στά Ἱεροσόλυμα, καί νά μήν ὑπάρχει δεύτερος ἤ τρίτος... ἤ πολλοί. Τεχνικοί λόγοι θά ἐπέβαλλαν νά γίνεται μία ἀποκέντρωση, νά ὑπάρχουν δηλαδή πολλοί ναοί στό Ἰσραήλ, στίς πόλεις τοῦ βορείου καί τοῦ νοτίου βασιλείου, ἀλλά καί στή διασπορά, ὅπου ἦσαν Ἑβραῖοι. Δέν ὑπάρχουν ὅμως ναοί, ἀλλά μόνο συναγωγές. Ὅμως ἡ συναγωγή δέν ἔχει τίποτα πού νά θυμίζει Ναό.
Ποιά εἶναι ἡ διαφορά τῆς συναγωγῆς ἀπό τόν Ναό; Ἡ συναγωγή εἶναι μιά αἴθουσα ὅπου ἐκεῖ γίνεται ἀνάγνωση τοῦ Νόμου, προσευχή –εἴτε πεζή προσευχή εἴτε ὑμνωδία– καί κήρυγμα. Ἡ συναγωγή δέν ἔχει τίποτα ἄλλο· ἀπολύτως τίποτα ἄλλο. Ἀντίθετα, ὁ Ναός δέν ἔχει κήρυγμα, ἀλλά ἔχει Λατρεία, ἔχει τίς θυσίες.
Ὁ Θεός λοιπόν δέν θέλησε νά ὑπάρχουν ἄλλοι ναοί, ἀλλά μόνον ἕνας, κι αὐτός μόνο στά Ἱεροσόλυμα. Ἕνας λόγος θά ἦταν ὁ κίνδυνος γιά τήν ἀνάπτυξη τῆς εἰδωλολατρίας. Αὐτό βέβαια, προσέξτε, ἔχει ὁπωσδήποτε κάποια δόση ἀλήθειας· ἀλλά θά μποροῦσε ἡ εἰδωλολατρία νά ἀναπτυχθεῖ καί στίς συναγωγές. Ἡ συναγωγή ἦταν ἕνα οἴκημα, θά λέγαμε, ὅπως εἶναι σήμερα οἱ ἐκκλησίες τῶν χωριῶν. Νά, ὅπως αὐτός ἐδῶ ὁ ναός, πού μπορεῖ νά θεωρηθεῖ σάν μία αἴθουσα, ὅπως βλέπετε, μακρόστενη· δέν ἔχει τίποτα τό ἰδιαίτερο, τό ξεχωριστό. Ἔτσι ἀκριβῶς ἦταν καί οἱ συναγωγές. Ὁ Ναός ὅμως δέν ἦταν ἔτσι. Εἶχε καταπέτασμα μπροστά, εἶχε τά ἅγια τῶν ἁγίων, εἶχε... ἦταν δηλαδή κάτι διαφορετικό, κάτι πολύ διαφορετικό. Εἶχε ἀπ’ ἔξω τό θυσιαστήριο... εἶχε ἄλλη διευθέτηση.
Ἡ ἐξήγηση γιά τήν ὕπαρξη ἑνός μόνο ναοῦ λοιπόν ἦταν ὁ κίνδυνος γιά τήν ἀνάπτυξη τῆς εἰδωλολατρίας. Ἀλλά ὑπάρχει κι ἕνας βαθύτερος λόγος, κι αὐτός εἶναι τό θέμα τῆς ἑνότητος. Αὐτό θά τό δεῖτε στό βιβλίο Ἀριθμοί, πού περιγράφεται ἡ ὀργάνωση τοῦ λαοῦ. Στό κέντρο εἶναι ἡ κιβωτός, καί γύρω εἶναι ὁ λαός χωρισμένος σέ τέσσερα τεταρτημόρια, ὅπου τό κάθε τεταρτημόριο ἔχει ἀπό τέσσερις φυλές. Εἶναι καταπληκτικό. Δηλαδή στό κέντρο εἶναι ἡ σκηνή τοῦ μαρτυρίου, ἀνατολικά εἶναι οἱ τέσσερις φυλές, δυτικά ἄλλες τέσσερις, βόρεια τέσσερις, καί νότια ἄλλες τέσσερις· καί ὅλες μαζί κυκλώνουν τό θυσιαστήριο. Αὐτή ἡ περικύκλωση τῆς σκηνῆς ἔχει τώρα τή συνέχειά της στόν Ναό, πού περιέχει τίς πλάκες τοῦ Νόμου. Εἶναι γιά τήν ἑνότητα τοῦ Ἰσραήλ.
Ὑπάρχει ἀκόμη κι ἄλλος λόγος. Ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅλα αὐτά ἀποτελοῦν ἀντίτυπα τῶν ἀληθινῶν. Αὐτό θά τό δεῖτε θαυμάσια καί ἀνάγλυφα, διαβάζοντας τό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως.
Εἶναι ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ, τά τέσσερα ζῶα –ἄγγελοι– τά ὁποῖα ἀποδίδουμε στούς Εὐαγγελιστές, καί οἱ εἴκοσι τέσσερις πρεσβύτεροι. Ὅλοι μαζί ἔχουν ἕνα κέντρο∙ τόν θρόνο τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Κι ἐπειδή ἡ Παλαιά Διαθήκη θά λέγαμε ὅτι εἶναι μοντέλο πρωτοτύπων ἤ πρωτοτύπου, γι’ αὐτό ὁ Θεός ἔδωσε ὁδηγίες στόν Μωυσῆ –τό σχολιάζει αὐτό ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή του: «Πρόσεξε: θά κάνεις ἀκριβῶς ἐκεῖνα πού σοῦ λέω». Λέει, ἄς ποῦμε: «Θά βάλεις τέτοιο ὕφασμα∙ ὄχι ἀλλιώτικο. Θά βάλεις τέτοιο χρῶμα ὑφάσματος. Θά βάλεις φράντζες , κρόσσια , πού σημαίνουν αὐτό κι αὐτό...» καί τά λοιπά. Δίνει καί διαστάσεις γιά τήν κιβωτό· τόσο μῆκος, τόσο πλάτος, τόσο ὕψος· ἀπό τέτοιο ξύλο, μέ τέτοια ἐπένδυση χρυσοῦ, καί λοιπά καί λοιπά, γιατί εἶναι ἀντίτυπα πρωτοτύπων.
Ἡ Λατρεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι μία εἰκόνα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, πού βέβαια δέν τήν ἔχουμε δεῖ, δέν τή γνωρίζουμε, ἀλλά ὅ,τι γίνεται πάνω στή γῆ, γίνεται μέ ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτόν τόν λόγο· γιά τήν ἑνότητα τοῦ λαοῦ μέσα στόν Ναό. Κι ἔτσι βλέπετε νά φεύγει ὁ ἱεραπόδημος ἀπό τά πέρατα τῆς οἰκουμένης καί νά ἔρχεται νά προσκυνήσει στόν Ναό. Βέβαια μποροῦσε νά πάει στόν τόπο του σέ συναγωγή∙ ἀλλά, προκειμένου νά γίνει Λατρεία, ἔπρεπε νά ἔρθει στόν Ναό, καί ἡ θυσία ἔπρεπε νά γίνει ἐκεῖ.
Κατά συνέπεια ἀντιλαμβάνεσθε τί σήμαινε γιά ἕναν Ἑβραῖο, ὅταν κάπου - κάπου στή ζωή του, ἤ ἔστω καί τρεῖς φορές τόν χρόνο, πού ἔπρεπε νά ἀνεβεῖ στά Ἱεροσόλυμα, πῶς θά ἔπρεπε νά βλέπει τόν Ναό καί πῶς νά τόν ποθεῖ! Ὑπῆρχε ἕνας πόθος στόν γνήσιο Ἑβραῖο, τόν εὐσεβῆ Ἑβραῖο, ἕνας πόθος πού ἔφθανε σέ βαθμό παραληρήματος, σέ τέτοιον ἐνθουσιασμό! Ὑπῆρχαν δέ καί εἰδικοί Ψαλμοί... Λέγεται ὅτι οἱ Ψαλμοί αὐτοί εἶναι οἱ λεγόμενοι Ἀναβαθμοί, οἱ Ψαλμοί τῶν Ἀναβαθμῶν –125ος, 126ος, 127ος– καί λέγονται ἔτσι γιατί ἐπαναλαμβάνεται ἡ λέξη τοῦ τελευταίου στίχου στήν ἀρχή τοῦ ἑπόμενου στίχου. Καταλάβατε; Εἶναι σάν νά ἀνεβαίνεις σκαλοπάτια. Προχωρᾶς, κατεβαίνεις ἕνα σκαλοπάτι, τό ξανανεβαίνεις πάλι· προχωρᾶς, κατεβαίνεις ἕνα σκαλοπάτι, τό ξανανεβαίνεις πάλι... Αὐτό εἶναι τό ποιητικό σχῆμα. Καί ἐπειδή εἶναι ἕνα ἀνεβοκατέβασμα, μία ἀναβάθμιση, οἱ Ψαλμοί αὐτοί λέγονται Ἀναβαθμοί. Ἀκόμα αὐτοί οἱ Ψαλμοί λέγονταν ἀπό τούς προσκυνητές ὅταν ἔρχονταν νά προσκυνήσουν στά Ἱεροσόλυμα∙ τούς ἔψελναν στόν δρόμο.
Ὅλα αὐτά δείχνουν τόν ἐνθουσιασμό τῶν Ἑβραίων, ὅταν πλησίαζαν στόν Ναό. «Νά δοῦμε τόν Ναό !» Ἐκεῖ λέει «ὀφθήσεται ὁ Θεός», ἐκεῖ θά φανεῖ ὁ Θεός! Ταύτιζαν τόν Θεό μέ τόν Ναό. Στά ἐγκαίνια πού ἔκανε ὁ Σολομών, στήν προσευχή του πρός τόν Θεό, λέει: «Κύριε, νά ἔρχεται ἐδῶ ὁ λαός σου, οἱ ἄνθρωποί σου, νά σοῦ ἀναθέτουν τά αἰτήματά τους, νά τά ἀκοῦς καί νά τούς θεραπεύεις , νά τούς τά δίνεις». Ὁ ναός λοιπόν εἶναι ὁ τόπος πού ἀκούει ὁ Θεός, εἶναι ὁ τόπος τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ.
Προσέξτε: πάλι ἡ Παλαιά Διαθήκη τό λέει, καί τό χρησιμοποιεῖ ὁ πρωτομάρτυρας Στέφανος, ὅτι ὁ Θεός δέν κατοικεῖ σέ χειροποίητους ναούς. Ὁ Θεός εἶναι πανταχοῦ παρών. Καί αὐτό τό εἶπε ὁ πρωτομάρτυρας Στέφανος στούς Ἑβραίους, γιατί εἶχαν κολλήσει, νομίζοντας ὅτι ὁ Θεός εἶναι μέσα στόν Ναό καί Τόν περιτριγυρίζουν τά ντουβάρια τοῦ ναοῦ! Βλέπετε ὅτι οἱ ἄνθρωποι πολλές φορές ξεχνοῦν τό νόημα τό ἀληθινό, καί πέφτουν σέ μιά τυπολατρία, πέφτουν σέ πολλά ἄσχημα πράγματα, δηλαδή παρεκτρέπονται. Ὁ Ναός θεωρεῖτο τό ὑποπόδιον τῶν ποδῶν τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό λέει νά προσκυνήσετε στό ὑποπόδιο τῶν ποδῶν τοῦ Θεοῦ, δηλαδή στόν Ναό.
Πάντως θέλω νά καταλάβετε ὅτι καί αὐτός ὁ Ψαλμός, ἀλλά ἰδιαίτερα αὐτός ὁ 1ος στίχος, δείχνει τόν ἐνθουσιασμό ἐκείνου πού συνθέτει τόν Ψαλμό, τοῦ ἱεραποδήμου. «Πόσο ἀγαπητά εἶναι τά σκηνώματά σου, Κύριε τῶν δυνάμεων... Πόσο...!»
Τό «πόσο» θά μᾶς τό πεῖ τώρα ὁ 2ος στίχος.
«Ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ Κυρίου». Δηλαδή: ποθεῖ βαθειά καί λαχταράει ἡ ψυχή μου νά βρίσκεται στίς αὐλές τοῦ Κυρίου. Αὐτό τό «ἐπιποθεῖ» δείχνει ὅτι ὄχι ἁπλά ποθεῖ, ἀλλά ποθεῖ ὑπερβολικά. Καί «ἐκλείπει» θά πεῖ λιώνει ἡ ψυχή του, δηλαδή ἔχει λαχτάρα, ἔχει πόθο, λιώνει ἡ ψυχή του νά βρίσκεται στίς αὐλές τοῦ Κυρίου.
«Ἡ καρδία μου καὶ ἡ σάρξ μου ἠγαλλιάσαντο ἐπὶ Θεὸν ζῶντα», καί ἡ καρδιά μου καί ἡ ὕπαρξή μου ὁλόκληρη σκίρτησε ἀπό ἀγαλλίαση γιά τόν ζωντανό, τόν ἀληθινό Θεό. Ἡ καρδιά εἶναι ἡ ψυχή, ἡ σάρκα εἶναι τό σῶμα∙ καί σημαίνει ὅτι αἰσθάνεται ἱερό ρῖγος καί ἐνθουσιασμό, ὅταν βρίσκεται στόν Ναό. Καί ὁ μέν ἐνθουσιασμός ἀναφέρεται στήν ψυχή, τό δέ ρῖγος ἀναφέρεται στό σῶμα· «ἐπιποθεῖ», μετέχει δηλαδή, ὁ ὅλος ἄνθρωπος! Καί σᾶς ἔχω πεῖ καί ἄλλοτε ὅτι ποτέ ὁ Ἑβραῖος δέν ξεχωρίζει τήν ψυχή ἀπό τό σῶμα. Ποτέ.
Νά, τό παράδειγμα τό προηγούμενο πού σᾶς εἶπα, ὅτι ὁ Κορέ καί αὐτοί πού ἦσαν μαζί του πῆγαν ζωντανοί στόν Ἅδη. Καί ὅπως ἄνοιξε ἡ γῆ καί κατάπιε καί τά σώματά τους –βέβαια γιά τιμωρία καί τά λοιπά– δίνεται ἡ ἐντύπωση ὅτι πῆγαν μέ τά σώματα στόν Ἅδη. Βέβαια αὐτό δέν ἔγινε. Φυσικά στούς Ἑβραίους βρίσκουμε καί τήν ἀντίληψη ὅτι ὁ Ἅδης εἶναι στά ἔγκατα τῆς γῆς. Αὐτή ἡ θέση συναντᾶται καί στήν Καινή Διαθήκη, στήν ὑμνογραφία μας. Λέμε γιά τόν Χριστό: «Κατῆλθες ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς, καὶ συνέτριψας μοχλοὺς αἰωνίους...» καί τά λοιπά. Εἶναι εἰκόνα. Δέν μποροῦμε νά φανταστοῦμε φυσικά ὅτι στό κέντρο τῆς γῆς πηγαίνουν οἱ ψυχές!
Προσέξτε: καί οἱ ἀρχαῖοι λαοί πίστευαν ὅτι κάπου στή γῆ, στά τάρταρα τῆς γῆς, στά βάθη τῆς γῆς πηγαίνουν οἱ ψυχές. Δέν πηγαίνουν οἱ ψυχές ὅμως στά βάθη τῆς γῆς· ἡ γῆ δέν κατοικεῖται, οὔτε ψυχές ὑπάρχουν ἐκεῖ πέρα· πηγαίνουν στόν Ἅδη. Τό ποῦ εἶναι ὁ Ἅδης, ὁ Θεός μόνο τό γνωρίζει· μᾶς εἶναι τελείως ἄγνωστο. Ἐντελῶς ἄγνωστο. Γιά τόν Ἑβραῖο εἶναι ὁ οὐρανός, ἡ γῆ καί τά ὑποχθόνια, αὐτά τά τρία σκαλοπάτια. Ὁ οὐρανός εἶναι ὁ τόπος τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀγγέλων, ἡ γῆ εἶναι ὁ τόπος κατοικίας τῶν ἀνθρώπων –«τὴν δὲ γῆν ἔδωκε εἰς τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων»– καί τά ὑποχθόνια εἶναι ὁ τόπος τῶν ψυχῶν καί τῶν δαιμόνων. Αὐτή ἡ κλιμάκωση ὑπάρχει, καί εἶναι ἑρμηνεία κατά τό φαινόμενον.
Ἑρμηνεία κατά τό φαινόμενον θά πεῖ: Βγαίνει ὁ ἥλιος μιά καλαμιά, ἀνέτειλε ὁ ἥλιος μιά καλαμιά. Πόσο εἶναι μιά καλαμιά; Τέσσερα μέτρα; Ἕνα καλάμι πόσο εἶναι; Τρία-τέσσερα μέτρα. Λέμε λοιπόν: Βγῆκε ὁ ἥλιος μιά καλαμιά, ἕνα μπόϊ. Πέστε μου, πραγματικά ὁ ἥλιος βγῆκε ἕνα μπόϊ; δηλαδή τρία-τέσσερα μέτρα βγῆκε; Ἄν εἶναι δυνατόν! Αὐτό εἶναι διατύπωση τοῦ φαινομένου, κατά τό φαινόμενον, δηλαδή ὅπως ἐμεῖς τό βλέπουμε. Ἔτσι κι ἐδῶ, εἶναι διατύπωση τοῦ πράγματος κατά τό φαινόμενον. Ἐκεῖ εἶναι ὁ Θεός, ἐδῶ στή γῆ εἴμαστε ἐμεῖς, ἀπό κάτω εἶναι οἱ πεθαμένοι, πού τούς θάψαμε στή γῆ. Προσέξτε λοιπόν∙ δέν εἶναι οἱ ψυχές τῶν πεθαμένων μέσα στή γῆ. Πιστεύω νά τό καταλάβατε· μήν τό πάρει κανείς στραβά. Δέν εἶναι οἱ ψυχές τους στή γῆ!
Ἔτσι λοιπόν ὁ ὅλος ἄνθρωπος, καί ἡ σάρκα μου καί ἡ ψυχή μου, εἶναι γεμᾶτα ἀπό ἐνθουσιασμό, ἀπό ρῖγος ἱερό, γιατί βρίσκομαι στόν Ναό Σου· ἤ εἶμαι μακριά, καί τόν ποθῶ.
«Καὶ γὰρ στρουθίον εὗρεν ἑαυτῷ οἰκίαν καὶ τρυγὼν νοσσιὰν ἑαυτῇ, οὗ θήσει τὰ νοσσία ἑαυτῆς, τὰ θυσιαστήριά σου, Κύριε τῶν δυνάμεων, ὁ Βασιλεύς μου καὶ ὁ Θεός μου». Δηλαδή: Γιατί κι αὐτά τά πουλιά βρῆκαν στόν ναό σου κατοικία καί τά τρυγόνια χτίζουν φωλιά γιά τούς νεοσσούς τους. Τό θυσιαστήριό Σου ποθῶ κι ἐγώ, Κύριε τῶν δυνάμεων, Βασιλιά μου καί Θεέ μου.
Αὐτός ὁ στίχος εἶναι ἀπαράμιλλος! Ἀπαράμιλλος καί ἀπό ποιητικῆς πλευρᾶς καί ἀπό πλευρᾶς περιεχομένου. Ἀκοῦστε:
Ἐδῶ, λέει, μέσα στόν χῶρο τοῦ Ναοῦ, στίς αὐλές, πῆγαν τά σπουργίτια, πῆγαν τά πουλιά. Ἐδῶ τό στρουθίον καί ἡ τρυγών –ἐμεῖς, γιά τό κλίμα τό δικό μας, θά λέγαμε τά χελιδόνια καί τά σπουργίτια– πῆγαν καί ἔκτισαν τίς φωλιές τους. Τά πουλιά αὐτά δέν κτίζουν τίς φωλιές στά σπίτια; Αὐτό δείχνει ὅτι καί αὐτή ἡ κτίση βρίσκει καταφύγιο σ’ αὐτόν τόν Ναό Του. Αὐτό εἶναι θαυμάσιο!
Θέλετε νά τό πλατύνουμε; Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, μάλιστα στήν Καινή πιά Διαθήκη, καλύπτει καί τήν ἄλογη ἀλλά καί τήν ἄψυχη φύση. Καί αὐτή ἡ ἄλογη καί ἄψυχη φύση θά ἐλευθερωθεῖ, ὅπως λέει στήν Πρός Ρωμαίους ἐπιστολή του ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Αὐτή ἡ κτίση «συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν, ἀποκαραδοκοῦσα τὴν ἀπολύτρωσιν τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ». Ὅλη ἡ κτίση στενάζει καί πονάει μέχρι τώρα, ἐπιθυμώντας σφοδρότατα τήν ἀπολύτρωση τῶν παιδιῶν τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ὅταν ὁ Ψαλμωδός τοποθετεῖ τά πουλιά στόν Ναό, πού πᾶνε ἐκεῖ νά βροῦν καταφύγιο, τά βλέπει μ’ ἕναν τρόπο πού τ’ ἀγκαλιάζει κι αὐτά μαζί, μέσα στήν ἀγάπη καί τήν προστασία τοῦ Θεοῦ.
(συνεχίζεται)
Απόσπασμα από το βιβλίο ‘’ΕΠΙΛΟΓΗ ΨΑΛΜΩΝ’’ Τόμος ά.
Της Ιεράς Μόνης Κομνηνείου, Κοιμήσεως θεοτόκου και Αγίου Δημητρίου.
Το βιβλίο περιέχει απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του μακαριστού Γέροντα Π. Αθανασίου Μυτιληναίου.
Η ανάρτηση γίνεται με την ευλογία της Ιεράς Μονής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας