Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2015

Η θεωρία της εξελίξεως από πλευράς θεολογικής

Εισήγηση π. Λαυρεντίου Γρατσία σε ημερίδα με θέμα: "Δημιουργία ή Εξέλιξη;"


Κυκλοφορεῖ συχνὰ ἡ φήμη ὅτι οἱ σχέσεις Ἐκκλησίας καὶ ἐπιστήμης δὲν εἶνε φιλικές. Αὐτὸ δὲν ἀληθεύει. Ἡ Ἐκκλησία δὲν διαφωνεῖ μὲ τὴν ἐπιστήμη, ὅταν ἡ ἐπιστήμη κάνῃ τὴ δουλειά της σωστὰ καὶ μένῃ μέσα στὰ ὅρια τῆς δικαιοδοσίας της. Στὴν ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ δὲν σημειώθηκαν κρούσματα στὶς μεταξύ τους σχέσεις.

Στὸν χῶρο τῆς ἐπιστήμης γνωρίζουμε ὅτι διατυπώνονται πολλὲς θεωρίες ὡς τρόποι καὶ μέσα προωθήσεως τῆς γνώσεως. Καὶ κάθε θεωρία παύει νὰ εἶνε θεωρία, γίνεται ἐπιβεβαιωμένη γνῶσι καὶ ἐντάσσεται πιὰ στὶς κατακτήσεις τῆς ἐπιστήμης ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ μὲ τὶς γνωστὲς καὶ ἀποδεκτὲς ἐπιστημονικὲς μεθόδους (παρατήρησι, πείραμα) ἐπαληθεύει τὶς εἰκασίες της καὶ προσκομίζει τεκμήρια τῆς ὀρθότητός τους.

Αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ τὴ θεωρία τῆς ἐξελίξεως, τὴν ὁποία πολλοί, δίχως ἐπαρκῆ τεκμήρια, δέχονται ἀσυζητητί, χωρὶς ἀμφιβολία. Ὡστόστο ἡ ἁπλῆ λογικὴ ἀπορεῖ· Ἂν ἡ ἐξέλιξι ἦταν ἕνας γενικὰ ἰσχύων νόμος, δὲν θὰ ἔπρεπε τὰ τεκμήριά της, τὰ κρίσιμα ἀπολιθώματα δηλαδή, νὰ εἶνε ἄφθονα; γιατί λοιπὸν εἶνε τόσο σπάνια; Κινεῖ δὲ τὴν ὑποψία τοῦτο· γιὰ τὴ θεωρία αὐτὴ ὑπάρχει διεθνῶς ἰσχυρὸς ἐπιστημονικὸς ἀντίλογος καθόλου εὐκαταφρόνητος. Γιατί ἆραγε κατὰ κανόνα ὁ ἀντίλογος αὐτὸς ἀπαξιώνεται καὶ ἀποσιωπᾶται;

Ἂν μποροῦσαν ὅλοι νὰ δοῦν, ὄχι σὲ ἔντεχνα σκίτσα πάνω στὸ χαρτὶ ἀλλὰ σὲ αἴθουσες ἑνὸς μουσείου, ἀλλεπάλληλες σειρὲς ἐκθεμάτων, αὐθεντικὰ ἀπολιθώματα ζωντανῶν ὀργανισμῶν, ποὺ ν᾽ ἀρχίζουν ἀπὸ τοὺς ἀτελέστερους καὶ νὰ καταλήγουν στοὺς τελειότερους, τότε ἡ θεωρία θὰ εἶχε τεκμήρια, θὰ γινόταν γνῶσις ἐξακριβωμένη καὶ θὰ ἔπαυαν στὶς τάξεις τῶν ἐπιστημόνων οἱ διαφωνίες ποὺ τώρα ἀκούγονται. Τότε καὶ ἡ Ἐκκλησία, ποὺ ἀγαπᾷ τὴν ἀλήθεια καὶ δὲν κλείνει τὰ μάτια μπροστὰ σ᾽ αὐτήν, δὲν θὰ εἶχε κανένα λόγο νὰ ἐπιφυλάσσεται ἀπέναντι στὴν ὑπόθεσι τῆς ἐξελίξεως. Δὲν ὑπάρχουν ὅμως ὄχι πολλὲς σειρὲς τέτοιων ἀπολιθωμάτων ἀλλ᾽ οὔτε μία.
 
 
Ἀρχαία γραμματεία

Ἐξετάζοντας τὸ θέμα «Ἡ θεωρία τῆς ἐξελίξεως ἀπὸ πλευρᾶς θεολογικῆς», δὲν θὰ ἦταν ἄσκοπο νὰ βλέπαμε, ἔστω καὶ ἀκροθιγῶς - ἀντιπροσωπευτικά, μήπως ὑπάρχει μνεία ἐξελίξεως ἐκτὸς ἁγίας Γραφῆς, στὰ γραπτὰ μνημεῖα ποὺ σώθηκαν μέσα στὰ τρεῖς χιλιάδες χρόνια ἱστορικοῦ βίου τοῦ κόσμου. Μιὰ σύντομη λοιπὸν ματιὰ στὴν ἀρχαία ἐξωχριστιανικὴ γραμματεία, σὲ κείμενα σχετικὰ μὲ τὸ ζήτημα αὐτό.


Ὁ Ἀριστοτέλης εἶνε ὁ πρῶτος ποὺ διατύπωσε τὴν ἄποψι ὅτι κάθε θεωρία πρέπει νὰ συμφωνῇ μὲ τὰ γεγονότα· καὶ ἂν κάποιες παρατηρήσεις δὲν συμφωνοῦν μὲ τὴ θεωρία, πρέπει νὰ ἀλλάζουμε τὴ θεωρία καὶ ὄχι τὰ γεγονότα. Ἡ θέσι αὐτὴ ἀποτελεῖ τὸν θεμέλιο λίθο κάθε ἐπιστήμης. Ἡ συνεισφορὰ τοῦ Ἀριστοτέλη στὴν ἑδραίωσι τῆς ἐπιστημονικῆς σκέψεως ὑπῆρξε τεράστια. Αὐτὸς εἶπε ὅτι «ἡ φύσις μηδὲν μήτε ἀτελὲς ποιεῖ μήτε μάτην». Ὁ Ἀριστοτέλης (350 χρόνια πρὸ Χριστοῦ) ἔχει 4 ἔργα ποὺ ἀποτελοῦν μία μεγάλη ζῳολογία· σ᾽ αὐτὰ ὅμως δὲν ἀναφέρει τίποτε γιὰ ἐξέλιξι. 

Ὁ Ξενοφάνης ὁ Κολοφώνιος (570-490 π.Χ., δύο αἰῶνες ἀρχαιότερος ἀπ᾽ τὸν Ἀριστοτέλη) μιλάει κάπου γιὰ μία σαρδέλα (ἀφύη) ποὺ βρέθηκε ἀπολιθωμένη στὴν καρδιὰ μιᾶς πέτρας ἀπὸ τὴν Πάρο, καθὼς καὶ γιὰ ὁλόκληρες πλᾶκες (=γεωλογικὰ στρώματα) μὲ ἀπολιθώματα πάντων τῶν θαλασσίων στὰ ὀρεινὰ τῆς νήσου Μελίτης (=Μάλτας)· οὔτε αὐτὸς λέει κάτι γιὰ ἐξέλιξι (βλ. Κ. Σιαμάκη, Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ Γῆ, ἐκδ. Δόναξ, Θεσσαλονίκη 2011, σσ. 319, 328, 332-3).

Ὅπως φαίνεται, τὰ εἴδη τῶν ζωντανῶν ὀργανισμῶν στοὺς ἀρχαίους, ἐδῶ καὶ τρεῖς χιλιετίες, εἶνε ὅπως τὰ βλέπουμε κ᾽ ἐμεῖς σήμερα.
 
 
Ἂς ἔλθουμε τώρα στὴν ἁγία Γραφή.

Ἡ θεωρία τῆς ἐξελίξεως μιλάει γιὰ τὶς μακρὲς γεωλογικὲς περιόδους, ἑκατομμυρίων ἐτῶν, τὶς ὁποῖες προβάλλει γιὰ νὰ κάνῃ ἔτσι πιὸ πιθανὴ τὴν πρότασί της. Κατὰ τὴν ἁγία Γραφὴ ἡ μὲν προ-ανθρώπινη ἡλικία τοῦ σύμπαντος καὶ τῆς Γῆς δὲν ἀποκλείεται νὰ εἶνε τόσο μεγάλη, ἡ μετὰ τὴν ἐμφάνισι ὅμως τοῦ ἀνθρώπου ζωή, ὅπως συνάγεται ἀπὸ τὶς γενεαλογίες καὶ τοὺς καταλόγους ὀνομάτων, δὲν φτάνει τὰ 10.000 χρόνια· κατὰ τὰ ἐπίσημα Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τὸ τρέχον ἔτος (2014) εἶνε τὸ 7.522 «ἀπὸ κτίσεως κόσμου», ἀπὸ τῆς δημιουργίας δηλαδὴ τῆς ἀνθρωπότητος. Αὐτὴ εἶνε ἡ ἡλικία τοῦ ἀνθρώπου.


Ἔπειτα ὁ «ἀγώνας τῆς ζωῆς». Τὰ εἴδη τῶν ζῴων, κατὰ τὴ θεωρία τῆς ἐξελίξεως, διαμάχονται μεταξύ τους καὶ τὸ ἕνα καταλύει τὸ ἄλλο. Κατὰ τὴν ἁγία Γραφή, μέχρι τῆς πτώσεως τῶν πρωτοπλάστων, δὲν ὑπάρχει ἀγώνας περὶ ζωῆς· συμβιώνουν ὅλα παράλληλα μὲ κυρίαρχο ἄρχον τα τὸν ἄνθρωπο. Μετὰ τὴν πτῶσι καὶ ἀνταρσία τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τοῦ Θεοῦ διαταράσσεται βέβαια καὶ ἡ φύσι ἀλλ᾽ ὄχι μέχρι ἐξοντώσεως τῶν εἰδῶν.

Ἡ θεωρία τῆς ἐξελίξεως προϋποθέτει ἀλλεπάλληλες γεννήσεις καὶ ἀλλεπάλληλους θανάτους τῶν προγόνων τοῦ Ἀδάμ. Ἡ ἁγία Γραφὴ λέει, ὅτι θάνατος γιὰ τὸν ἄνθρωπο δὲν ὑπῆρχε πρὸ τῆς πτώσεως· ὁ θάνατος ἔκανε τὴν ἐμφάνισί του μετὰ τὴν ἁμαρτία τῶν πρωτοπλάστων.

Ἡ ἁγία Γραφὴ διδάσκει ὅτι μαζὶ μὲ τὸν πρωτόπλαστο ἄνδρα, τὸν Ἀδάμ, δημιουργήθηκε καὶ ἡ πρωτόπλαστη γυναίκα, ἡ Εὔα. Ἡ θεωρία τῆς ἐξελίξεως ἐξηγεῖ τὴν δημιουργία τοῦ θήλεος;

Κατὰ τὴ θεωρία τῆς ἐξελίξεως τὸ ἀνθρώπινο γένος δὲν ἦταν πάντα στὸ παρελθὸν οὔτε θὰ εἶνε πάντα στὸ μέλλον αὐτὸ ποὺ εἶνε σήμερα. Κατὰ τὴν ἁγία Γραφὴ ἡ φύσις τοῦ ἀνθρώπου εἶνε ἡ ἴδια καὶ ἀμετάβλητη ἀπὸ τῆς ἐμφανίσεώς του πάνω στὴ γῆ μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος, γι᾽ αὐτὸ ἡ μὲν ἁμαρτία τοῦ Ἀδὰμ ἐπέδρασε καταλυτικὰ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἡ δὲ λύτρωσις ποὺ ἔφερε ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ Χριστός, καλύπτει ὅλο τὸν κόσμο.

Αὐτὴ τὴ μία ἀνθρώπινη φύσι ἦλθε ὁ Χριστὸς καὶ τὴν προσέλαβε μὲ τὴν ἐνανθρώπησί του, τὴν ἕνωσε μὲ τὴ θεία του φύσι, τὴν ἀνύψωσε δὲ κατὰ τὴν ἀνάληψί του στοὺς οὐρανοὺς καὶ τὴν ἔκανε συγκάθεδρο στὸ θρόνο τῆς ἁγίας Τριάδος, στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός. Εἶνε ἡ φύσις ποὺ ἔχει προορισμὸ νὰ θεωθῇ καὶ νὰ ἑνωθῇ μὲ τὸ Θεὸ αἰωνίως.

Ἕνας σημαντικὸς ἑρμηνευτὴς τῆς Βίβλου, ὁ ἀρχιμ. Ἰωὴλ Γιαννακόπουλος, λέει τὰ ἑξῆς. Ἀπ᾽ ὅσα ἀναφέρει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη συνάγεται, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε σὲ κατάστασι τελειότητος καὶ προικίσθηκε μὲ δῶρα ποὺ τὸν ἀνυψώνουν σὲ ὑπερφυσικὴ μεγαλοπρέπεια. Ὁ Θεὸς τὸν προώρισε γιὰ τὴν ἀθανασία, ὄχι γιὰ τὸ θάνατο. Συνέβη ὅμως τὸ τραγικὸ γεγονὸς τῆς πτώσεως καὶ ἔτσι ἀκολούθησε ὁ θάνατος, ὁ ὁποῖος «εἰσῆλθε φθόνῳ διαβόλου»(Σ. Σολ. 2,24). Ἡ Καινὴ Διαθήκη λέει ῥητῶς, ὅτι ὅλο τὸ ἔργο τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ ἦταν ἡ ἀποκατάστασι τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἀρχαία εὔκλεια, ὅπως ἦταν δηλαδὴ πρὸ τῆς πτώσεως. Ἑπομένως ὁ ἄνθρωπος βγῆκε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Δημιουργοῦ τέλειος καὶ ὄχι ἐν ἀγροίκῳ καταστάσει, ἀπὸ τὰ ζῷα, καὶ διὰ τῆς ἐξελίξεως δῆθεν ἔφθασε στὴν τελειότητα· ἀποτελεῖ τὴν κορωνίδα τῆς δημιουργίας του, τὸ ὡραιότερο καλλιτέχνημά του. Ὁ ψαλμῳδὸς ἀναφωνεῖ· «Ἠλάττωσας αὐτὸν βραχύ τι παρ᾽ ἀγγέλους, δόξῃ καὶ τιμῇ ἐστεφάνωσας αὐτόν» (Ψαλμ. 8,6). Ἡ θεωρία τῆς ἐξελίξεως ἀντιθέτως παραδέχεται, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν βγῆκε τέλειος ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Δημιουργοῦ ἀλλὰ ἐμφανίσθηκε ἀτελής· νουκλεοτίδιο, κύτταρο, ζῷο, καὶ μὲ τὴν ἐξέλιξι ἔγινε ἄνθρωπος (βλ. ὑπόμνημα π. Ἰωὴλ Γιαννακοπούλου στὴν Γένεσι, παράρτημα, πρόβλημα 8ο, σσ. 418-419).
 
 Ἡ Γένεσις

Ἡ ἁγία Γραφὴ πουθενὰ δὲν μαρτυρεῖ ἐξέλιξι, ἀντιθέτως τὴν ἀποκλείει. Ἐκθέτοντας τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου στὴ Γένεσι, ἐπαναλαμβάνει κατὰ κόρον τὴ φράσι «κατὰ γένος ἐπὶ τῆς γῆς». Ὁ ἀρχιμ. Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος λέει ἐπ᾽ αὐτοῦ τὰ ἑξῆς.
Ἐδῶ ὁ Μωυσῆς, περιγράφει τὴ δημιουργία τῶν χερσαίων ζῴων καὶ μέσα σὲ τρεῖς γραμμὲς ἀναφέρει πέντε φορὲς τὴν ἔκφρασι «κατὰ γένος». Γιατί αὐτό; Σὰν νὰ ἐγνώριζε τί θὰ γινόταν κάποτε, τί θεωρίες θὰ ἐπικρατοῦσαν, καὶ τὸ ἱερὸ κείμενο προλαμβάνει καὶ δίνει τὴν ἀπάντησι στοὺς σημερινοὺς λέγοντάς τους· Αὐτὰ ποὺ ἰσχυρίζεσθε μὲ τὴ θεωρία τῆς ἐξελίξεως δὲν εἶνε σωστά. Αὐτὸ τὸ «κατὰ γένος» εἶνε ἡ ἀπάντησι· ὅτι δηλαδὴ δὲν ἔχουμε ἐξέλιξι, διότι ὁ Θεὸς δημιουργεῖ τὰ γένηΑὐτὴ εἶνε ἡ ἀπάντησις. Δὲν πῆρε δηλαδὴ ὁ Θεὸς κάποιο ψάρι καὶ τοῦ ἔβαλε φτερὰ καὶ τὸ ἔκανε πουλὶ νὰ πετάξῃ. Ὄχι. Τὰ ψάρια μένουν ἐκεῖ ποὺ εἶνε, ψάρια, καὶ ὁ Θεὸς κάνει καινούργια δημιουργικὴ πρᾶξιἐντελῶς καινούργια, ὥστε νὰ μὴν ἔχῃ καμμία σχέσι τὸ πουλὶ μὲ τὸ ψάρι. Δὲν περνοῦσε δηλαδὴ ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸ ἕνα γένος στὸ ἄλλο, ἔστω καὶ ἂν ἦταν δικαίωμά του, ἔστω καὶ ἂν εἶχε τὴ δύναμι νὰ τὸ κάνῃ.

Εἶνε ἀλήθεια ὅτι ὁ Δαρβῖνος, διατυπώνοντας τὴ θεωρία του, δὲν εἶπε πὼς δὲν πιστεύει στὸ Θεό. Ὅταν ὅμως ἀκούστηκε ἡ θεωρία του, τὸν 19ο αἰῶνα, μεσουρανοῦσε ὁ ὑλισμός, τὸ φιλοσοφικὸ ἐκεῖνο σύστημα ποὺ ἀπορρίπτει τὴν ἔννοια τοῦ Θεοῦ καὶ συνεπῶς τὴ δημιουργία, δέχεται ὅτι ἡ ὕλη εἶνε αἰώνια, αὐθύπαρκτη καὶ αὐτοδημιουργοῦσα, ὅτι δηλαδὴ ἡ ἴδια ἡ φύσι δημιουργεῖ τὸν ἑαυτό της. Τότε λοιπὸν ὁ ὑλισμὸς «γαντζώθηκε» ἀπὸ τὴ θεωρία τοῦ Δαρβίνου, καὶ προχώρησε παραπέρα λέγοντας· Ἂν ὁ ἄνθρωπος κατάγεται ἀπὸ τὸν πίθηκο καὶ ὁ πίθηκος ἀπὸ ἄλλο πιὸ κάτω ζῷο καὶ αὐτὸ ἀπὸ ἄλλο πιὸ κάτω καὶ οὕτω καθ᾽ ἑξῆς, φθάνουμε σὲ ἕνα μονοκύτταρο ὀργανισμό· καὶ ἂν ὁ μονοκύτταρος ὀργανισμὸς ἔγινε μόνος του ἀπὸ τὴ νεκρὴ ὕλη μὲ αὐτόματη γένεσι, τότε δὲν ὑπάρχει Θεός.

Ἄλλοι, ἀληθινοὶ ἐπιστήμονες, συνέλεξαν στοιχεῖα καὶ κατάρτισαν συλλογὲς ὅπως ὁ Λινναῖος (18ος αἰ.), ἔκαναν παρατηρήσεις καὶ πειράματα ὅπως ὁ Μέντελ (19ος αἰ.). Στὴ θεωρία τῆς ἐξελίξεως αὐτὰ λείπουν. Προκειμένου νὰ ὑποστηριχθῇ ἡ ἀπιστία, προκειμένου νὰ χτυπηθῇ τὸ Εὐαγγέλιο - ἡ ἁγία Γραφή, νὰ χτυπηθῇ ὁ Θεός, χρησιμοποιήθηκαν δυστυχῶς πλαστογραφίες καὶ ἐπιστρατεύθηκαν ἀπάτες. Ἡ πικρὴ ἀλήθεια εἶνε, ὅτι ἄνθρωποι θεωρούμενοι ἐπιστήμονες δὲν ἔδειξαν τιμιότητα, ἔβαλαν τὴν ἐπιστήμη ὑπηρέτρια στὶς ποικίλες σκοπιμότητες, γιὰ νὰ σερβίρουν τὸ ψεῦδος.
 
 
Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας

Πέρυσι (2013) ἐκδόθηκε μεταφρασμένο στὰ ἑλληνικὰ ἕνα μικρὸ βιβλίο μὲ τίτλο «Ἡ θεωρία τῆς βιολογικῆς ἐξέλιξης καὶ ἡ Ὀρθοδοξία», ποὺ ἔγραψαν δύο ῾Ρουμᾶνοι εἰδικοὶ ἐπιστήμονες, ἡ Ὀάνα Ἰφτίμε (μικροβιακὴ γενετίστρια - βιοτεχνολόγος) καὶ ὁ Ἀλεξάντρου Ἰφτίμε (ἀνθρωπολόγος - ἐρευνητὴς βιολόγος).



Προλογίζοντας τὴν ἔκδοσι αὐτὴ ὁ καθηγητὴς τῆς θεολογίας Δημήτριος Τσελεγγίδης λέει ὅτι ἡ θεωρία τῆς ἐξελίξεως, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἐπιστημονικὸ ἀντίλογο ποὺ ἀντιμετωπίζει, δὲν εἶνε δεκτὴ καὶ ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη θεολογικὴ σκέψι ὅπως αὐτὴ ἐκφράζεται ἀπὸ τοὺς ἁγίους πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Σύμφωνα μὲ τὴν ἁγιοπατερικὴ θεώρησι, ἡ μετάλλαξι τῶν ἐμβίων ὄντων ἀπὸ τὸ ἕνα εἶδος στὸ ἄλλο ἀπορρίπτεται. Ἡ οὐσία δηλαδὴ τῶν ὄντων παραμένει ἀμετάβλητη, ὅπως καὶ ἡ θέλησι τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐκφράζεται στὴν κτίσι μὲ τοὺς «λόγους τῶν ὄντων», τὴν αἰτία δηλαδὴ καὶ τὸν σκοπὸ τῶν ὄντων. Μετὰ τὴν μνημονευόμενη στὴν
ἁγία Γραφὴ «κατάπαυσι» τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴ δημιουργία ὅλης τῆς κτίσεως(βλ. Γέν. 2,2. Ἑβρ. 4,4), ὁ Δημιουργὸς «οὐκέτι παραγωγὴν οὐδεμίαν ἐπεδείξατο» κατὰ τὸν Μ. Φώτιο πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, δὲν παρήγαγε δηλαδὴ τίποτε πλέον, ἀφοῦ «ὅσα ἐχρῆν παρή γαγε» κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, ὅσα δηλαδὴ ἦταν ἀπαραίτητα γιὰ τὴ λειτουργία τοῦ κόσμου τὰ εἶχε παραγάγει πλέον (ὁμιλ. εἰς τὴν Γένεσιν Ι΄· P.G. 53,…. Β.Ε.Π. 91, 121). Στὸ ἑξῆς «οὐδεὶς χρόνος διεφθαρμένα ἢ ἐξίτηλα ποιεῖ τῶν ζῴων τὰ ἰδιώματα» σύμφωνα μὲ τὴ χαρακτηριστικὴ ἔκφρασι τοῦ Μ. Βασιλείου, ὅσος δηλαδὴ χρόνος κι ἂν περάσῃ δὲν θὰ καταστραφοῦν καὶ δὲν θὰ σβήσουν οἱ ἰδιότητες τῶν ζῴων, ἀλλὰ «ἡ φύσις… τὰς τῶν γενεῶν ἀκολουθίας δι᾽ ὁμοιότητος ἀποσῴζουσα μέχρι τῆς συντελείας τοῦ παντὸς παραπέμπει», ἡ φύσις δηλαδὴ διατηρώντας τὶς διαδοχικὲς γενεὲς ὅμοιες μεταξύ τους τὶς ὁδηγεῖ μέχρι τὸ τέλος τοῦ σύμπαντος (εἰς τὴν Ἑξαήμερον ὁμιλ. θ΄ περὶ χερσαίων· P.G. 29,189c. Β.Ε.Π. 51,264,30-36).

Ἀντίθετα, ἂν γίνῃ δεκτὴ ἡ θεωρία τῆς ἐξελίξεως, αὐτὸ συνεπάγεται ὅτι καὶ ὁ ἄνθρωπος προέκυψε ἀπὸ τὴν ἐξέλιξι ἄλλων ἐμβίων ὄντων, δὲν δημιουργήθηκε δηλαδὴ ἐξ ἀρχῆς «κατ᾽ εἰκόνα καὶ καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ» ὅπως λέει ἡ ἁγία Γραφή(Γέν. 1,26). Καὶ τότε γεννῶνται εὔλογα ἐρωτήματα· Πότε τὸ ἀνθρώπινο ὂν ἔλαβε τὴν καθαυτὸ ταυτότητά του, ὡς «κατ᾽ εἰ κόνα καὶ καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ» δημιούργημα; Καὶ πῶς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ –σύμφωνα μὲ τὴ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας– προσέλαβε τὴν πληρότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἀφοῦ αὐτὴ ἡ φύσι, κατὰ τὴ θεωρία τῆς ἐξελίξεως, δὲν εἶνε ἀκριβῶς ἡ ἴδια γιὰ ὡρισμένους προγόνους, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ἀπώτερους ἀπογόνους τοῦ ἀνθρωπίνου γένους; Ἂν ὅμως ἡ ἀνθρώπινη φύσι δὲν παραμένῃ ἀπὸ τῆς δημιουργίας της ἀκριβῶς ἡ ἴδια σὲ ὅλες τὶς ἐποχές, κενώνεται στὴν πρᾶξι ὁ σκοπὸς τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, ποὺ εἶνε ἡ θεραπεία καὶ ἡ θέωσι τοῦ ὅλου ἀνθρώπου. Γιατὶ ἀποτελεῖ θεμελιῶδες ἀξίωμα, ὅτι «τὸ ἀπρόσληπτον, καὶ ἀθεράπευτον· ὃ δὲ ἥνωται τῷ Θεῷ τοῦτο καὶ σῴζεται»· ὅ,τι δὲν προσέλαβε ὁ Θεὸς Λόγος καὶ δὲν τὸ ἕνωσε μαζί του (= τὴν ἀνθρώπινη φύσι), μένει καὶ ἀθεράπευτο· ἐνῷ αὐτὸ ποὺ ἔχει ἑνωθῆ μὲ τὸ Θεό, αὐτὸ σῴζεται (Πρὸς Κληδόνιον πρεσβ. ἐπιστ. πρώτη· P.G. 37,181C-184A. Β.Ε.Π. 60,264).

Οἱ ἀνωτέρω δύο ῾Ρουμᾶνοι συγγραφεῖς παρατηροῦν, ὅτι ἡ θεωρία τῆς ἐξελίξεως μεταμορφώθηκε σὲ ἰδεολογία καὶ τελικὰ ἡ φιλοσοφία παρουσιάστηκε ὡς ἐπιστήμη. Ἕνας τέτοιος μετασχηματισμός, ποὺ εἶνε παράξενος καὶ τελείως ἀταίριαστος γιὰ τὴν ἀληθινὴ ἐπιστήμη, ἔγινε πραγματικότητα σὲ μία κοινωνία ὅπου ἡ ἀναμέτρησι τοῦ ὑλισμοῦ καὶ τοῦ ἰδεαλισμοῦ ἦταν ὅλο καὶ πιὸ ἔντονη, μὲ ἕναν αἱρετικὸ χριστιανισμὸ ποὺ πρὸ πολλοῦ ἔχασε τὴ δύναμι τοῦ ἁγίου Πνεύματος νὰ ἑλκύῃ τοὺς ἀνθρώπους στὸ Θεό.

Τὸ νὰ ὑποστηρίζῃ κανεὶς τὴν ἐξέλιξι σημαίνει πὼς ἀρνεῖται τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος.
Ἡ ἁγία Γραφὴ στὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως διδάσκει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ ἐξ ἀρχῆς ὅπως εἶνε, δηλαδὴ ὡς ἄνθρωπος, μὲ μία εἰδικὴ πρᾶξι, ξεχωριστὴ ἀπὸ ἐκείνη τῆς δημιουργίας τῶν ἄλλων ἐμβίων ὄντων. Ὁ ἄνθρωπος δὲν «βγῆκε» ἀπὸ τὰ νερὰ οὔτε «φύτρωσε» ἀπὸ τὴ γῆ μὲ μία ἐντολή, ἀλλὰ πλάσθηκε ἄμεσα ἀπὸ τὸν Δημιουργό.

Ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει· «“Καὶ κατέπαυσε”, φησίν, “ὁ Θεὸς ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ ἀπὸ πάν των τῶν ἔργων αὐτοῦ, ὧν ἐποίησεν” (Γέν. 2,2). Ἔστη, φησί, τοῦ δημιουργεῖν, καὶ παράγειν ἀπὸ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι. Πάντα γὰρ ὅσα ἐχρῆν παρήγαγε, καὶ τὸν μέλλοντα τούτων ἀπολαύειν ἐδημιούργησε (=Σταμάτησε, λέει, νὰ δημιουργῇ καὶ νὰ φέρῃ ὄντα ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξι. Γιατὶ παρήγαγε (πλέον) ὅλα ὅσα ἦταν ἀπαραίτητα καὶ δημιούργησε αὐτὸν ποὺ ἐπρόκειτο νὰ τὰ ἀπολαύσῃ (= τὸν ἄνθρωπο)»(ἔ.ἀ.). Ὁ Θεὸς ἔκτισε ἕνα κόσμο ποὺ εἶχε, ἤδη, μέσα του ὅλα τὰ ἀναγκαῖα γιὰ νὰ λειτουργήσῃ πολὺ καλά, δημιούργησε δηλαδὴ κάτι συμπαγές, ὡλοκληρωμένο, ποὺ δὲν χρειαζόταν πλέον μετατροπές. Ἂν λοιπὸν ἡ δημιουργία, ἡ ἐμφάνισι δημιουργημάτων, ἡ μετάβασι ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξι, σταμάτησε τὴν ἕκτη ἡμέρα, πῶς εἶνε δυνατὸν νὰ ἐμφανίζωνται κατόπιν νέα εἴδη;

Ὁ Μέγας Βασίλειος ἐπὶ τοῦ χωρίου τῆς Γενέσεως «Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς ὅτι καλόν»(1,8) λέει· Τὸ «καλόν», τὸ «ὡραῖο», κατὰ τὴ σημασία ποὺ δίνει ἐδῶ ἡ Γραφή, σημαίνει ὅ,τι εἶνε τέλεια δημιουργημένο καὶ ἐξυπηρετεῖ καλὰ τὸν σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο δημιουργήθηκε (ἔ.ἀ. ὁμιλ. γ΄· P.G. 29,76c. Β.Ε.Π. 51,214,21-24). Ἐφ᾽ ὅσον λοιπὸν τὰ δημιουργήματα ἦταν εἰς θέσιν νὰ ἐκπληρώσουν καλὰ τὸ καθένα τὸ δικό του σκοπὸ καὶ ἐπαινέθηκαν ἀπὸ τὸ Θεὸ ὡς τέλεια ὄντα, ὡς ἀπολύτως σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιο τῆς δημιουργίας, ποῦ χωράει ἀκόμη ἡ ἰδέα τῆς μεταβολῆς; ποιά ἀναγκαιότητα θὰ ἐπέβαλλε τὴ μεταβολὴ καὶ ποιός θὰ ἦταν ὁ τελικὸς σκοπὸς ἐκείνης τῆς μεταβολῆς; Ἀφοῦ ἡ δημιουργία ἦταν τέλεια, μία μεταβολὴ θὰ μποροῦσε νὰ ὁδηγήσῃ μόνο πρὸς ἀτέλεια καὶ φθορά.

Στὸ χωρίο «Βλαστησάτω ἡ γῆ βοτάνην χόρτου, σπεῖρον σπέρμα κατὰ γένος»(Γέν. 1,11) ὁ Μ. Βασίλειος παρατηρεῖ ὅτι ἔτσι, αὐτὸ ποὺ φύτρωσε ἀπὸ τὴ γῆ κατὰ τὴν πρώτη δημιουργία, αὐτὸ διατηρεῖται μέχρι τώρα, ἐπειδὴ μὲ τὴν συνεχῆ διαδοχὴ τὸ εἶδος διατηρεῖται (ἔ.ἀ. ὁμιλ. ε΄· P.G. 29,97b. Β.Ε.Π. 51,223,35-37. Ε.Π.Ε. τ. 4, σ. 174-175). Μπορεῖ ἀπὸ κάποιες διασταυρώσεις νὰ παράγωνται τὰ λεγόμενα ὑβρίδια, ἀλλ᾽ αὐτὰ εἶνε στεῖρα καὶ σὲ λίγο ἐπανέρχον ται σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ ἀρχικῶς διασταυρωθέντα εἴδη· μὲ ἄλλα λόγια, οἱ φύσεις δὲν συγχέονται.

Στὸ χωρίο «Ἐξαγαγέτω ἡ γῆ ψυχὴν ζῶσαν κατὰ γένος, τετράποδα καὶ ἑρπετὰ καὶ θηρία τῆς γῆς κατὰ γένος» (Γέν. 1,24) ὁ Μ. Βασίλειος παρατηρεῖ· Σκέψου - ἀναλογίσου ὅτι ὁ λόγος - ἡ προσταγὴ τοῦ Θεοῦ τρέχει διὰ μέσου τῆς κτίσεως, κι ὅτι ἄρχισε τότε καὶ ἐνεργεῖ μέχρι τώρα καὶ θὰ φτάσῃ ἕως τὸ τέλος, μέχρις ὅτου συμπληρωθῇ ὁ κόσμος. Ὅπως μιὰ σφαῖρα ἂν βρεθῇ στὸν κατήφορο δὲν σταματάει προτοῦ φτάσῃ σὲ μέρος ἐπίπεδο, ἔτσι καὶ φύσις τῶν ὄντων· ἀφοῦ ἔλαβε τὴν ἀρχικὴ κίνησι ἀπὸ ἕνα πρόσταγμα, διαπερνᾷ ὁμαλὰ τὴν κτίσι μὲ τὴν διαδοχὴ γεννήσεων καὶ θανάτων, διατηρώντας ὅμοιες τὶς ἀλλεπάλληλες γενεὲς τῶν εἰδῶν, ἕως ὅτου φτάσῃ στὸ τέλος της. Ἔτσι τὸν ἵππο διαδέχεται ἵππος καὶ τὸ λιοντάρι λιοντάρι καὶ τὸν ἀετὸ ἀετός, καὶ τὸ κάθε ζῷο διατηρεῖ τὸ εἶδος του μέχρι τῆς συντελείας τοῦ σύμπαντος (ἔ.ἀ. ὁμιλ. θ΄· P.G. 29,189b-c. Β.Ε.Π. 51,264,25-36. Ε.Π.Ε. τ. 4, σσ. 342-345).

Ὁ Μέγας Φώτος λέει ποιές εἶνε οἱ ἐργασίες τοῦ Δημιουργοῦ. Πρώτη εἶνε ἡ ἀρχικὴ παραγωγὴ καὶ δημιουργία τῶν ὄντων. Μ᾽ αὐτὴ τὴν ἔννοια ἐλέχθη ὅτι «Καὶ τὴν ἑβδόμη ἡμέρα ὁ Θεὸς ἀναπαύθηκε ἀπὸ ὅλα τὰ ἔργα του»(Γέν. 2,2). Ἀφοῦ δηλαδὴ ὁ Δημιουργὸς ὡλοκλήρωσε καὶ πραγματοποίησε τὶς φύσεις ὅλων τῶν ὄντων μέσα σὲ ἑπτὰ ἡμέρες, στὸ ἑξῆς δὲν παρήγαγε τίποτε πλέον. Δεύτερη ἐργασία εἶνε τὸ ὅτι ἀπὸ τότε κρατάει στὴν ὕπαρξι καὶ συντηρεῖ αὐτὰ ποὺ μία φορὰ δημιούργησε καὶ δὲν ἀφήνει νὰ ἐξαφανιστῇ ὁλόκληρο εἶδος καὶ νὰ καταλήξῃ στὸ μηδέν. Αὐτὴ ἡ ἐνέργεια καὶ ἡ συντήρησι λέγεται πρόνοια καὶ κηδεμονία τοῦ Θεοῦ. Καὶ τρίτη ἐργασία του εἶνε ὅτι κάθε φύσι, ἐνεργώντας τὴ δική της λειτουργία, δὲν ἐκδηλώνει τίποτε διαφορετικὸ καὶ ξένο ἀπὸ αὐτήν, ἀλλὰ καθεμιά, διαπλάθοντας καὶ μορφοποιώντας τὸ γέννημά της ὥστε νὰ εἶνε οἰκεῖο καὶ ὅμοιο μ᾽ αὐτήν, παρουσιάζει ἀνόθευτη τὴ διαδοχή (P.G. …,…).

Συμπεράσματα ἀπὸ τὸν Μ. Φώτιο·
α΄) ἡ δημιουργία ὡλοκληρώθηκε τὴν ἕκτη ἡμέρα,
β΄) οἱ λόγοι (= ἡ αἰτία καὶ ὁ σκοπός) τῶν ὄντων μένουν ἀμετάβλητοι,
γ΄) τὰ εἴδη κατὰ τὴν πάροδο τῶν ἐτῶν διαιωνίζονται ἀμετάβλητα ὡς εἴδη διὰ μέσου τῆς κληρονομικότητος (μὲ ἀπογόνους) τοῦ ἴδιου τύπου (τῆς ἴδιας φύσεως).

Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος κατάγεται ἀπὸ κάτι ἄλλο, ἀπὸ πότε (καὶ μέχρι πότε) θεωρεῖται ἄνθρωπος, δηλαδὴ ὡς ἑνότητα σάρκας καὶ ψυχῆς ποὺ ἐνέχει τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ; Μὲ ἄλλα λόγια, πότε, σὲ ποιά ἱστορικὴ στιγμὴ ταυτίζεται ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν ἑαυτό του; Πότε «ἀρχίζει» νὰ εἶνε φορέας τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ εἶνε καλεσμένος νὰ ὁμοιωθῇ μαζί του;

Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος ἐξελισσόταν, δὲν θὰ ὑπῆρχε πλέον μία τέλεια καὶ πάντοτε ἴδια ἀνθρώπινη φύσι, σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ σὲ ὅλες τὶς ἐποχές, φύσι τὴν ὁποία θὰ προσελάμβανε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία μας.
 
 
Μία πλάνη· θεϊστικὴ ἢ δημιουργικὴ ἐξέλιξις ἢ ἐξελικτικὴ δημιουργία


Ὁ π. Σεραφεὶμ Ρόουζ, πρώην προτεστάντης Ἀμερικανὸς ποὺ ἀσπάσθηκε τὴν Ὀρθοδοξία, λέει· «Ἔβλεπα πάντοτε τὴν ἐξέλιξι, σὲ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις της, ὡς σημαντικὸ μέρος τῶν “συγχρόνων ἀμερικανικῶν” διανοητικῶν δημιουργημάτων ποὺ ἄφησα πίσω [μου] ὅταν ἔγινα ὀρθόδοξος… [Ἡ ἐξέλιξι] συνδέεται τόσο πολὺ μὲ τὸν τεκτονικὸ - οἰκουμενισμὸ καὶ ὁλόκληρη τὴν ψευδοθρησκευτικὴ σύγχρονη ὀπτική». Ἐδῶ ὁ π. Σεραφεὶμ δείχνει τὸν χιλιαστικὸ στόχο ποὺ μοιράζονται ἡ θεωρία τῆς ἐξελίξεως καὶ ὁ οἰκουμενισμός· μία δηλαδὴ ἐρχόμενη «νέα τάξη», στὴν ὁποία ὅλα τὰ προηγούμενα πρότυπα θὰ ἀλλάξουν ἐξ ὁλοκλήρου. 
«Στὸ φῶς τῆς ἐξέλιξης καθετὶ πρέπει νὰ ἀλλάξει – ὄχι μόνο ἡ “στατικὴ παγκόσμια θεώρηση” τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν ἁγίων πατέρων, ἀλλὰ ὁλόκληρη ἡ ὀπτικὴ κάποιου γιὰ τὴ ζωή, τὸ Θεό, τὴν Ἐκκλησία. …Ἡ ἐξέλιξη εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ ἐπικίνδυνες ἔννοιες ποὺ ἀντιμετωπίζουν οἱ ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ σήμερα. Ἴσως εἶναι πολὺ βασικὴ (σὲ ἐπίπεδο διανόησης) γιὰ τὴν ἐπίθεση στὴν ἐκκλησία, γι᾽ αὐτὴ τὴν ἴδια [τὴ] φιλοσοφία γιὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ ἀντιχρίστου»(ἱερομ. Δαμασκηνοῦ, π. Σεραφεὶμ Ρόουζ, ἡ ζωὴ καὶ τὰ ἔργα του, ἐκδ. Μυριόβιβλος, Ἀθήνα 2006, τ. Β΄, σ. 268-271).



Ὁ π. Σεραφεὶμ κατάλαβε ὅτι ἡ μάχη ποὺ ἔδινε δὲν ἀφωροῦσε τόσο τὴν ἀθεϊστικὴ φυσικὴ ἐξέλιξι ἀλλὰ τὶς περισσότερο «ἐκλεπτισμένες» μορφὲς θεϊστικῆς ἢ πνευματικῆς ἐξελίξεως. Ἡ «θεϊστικὴ» ἐξέλιξι, λέει, «εἶναι ἐφεύρεση τῶν ἀτόμων πού, ὄντας φοβισμένα ὅτι ἡ φυσικὴ ἐξέλιξη εἶναι πράγματι “ἐπιστημονική”, προσαρτοῦν τὸ “Θεὸ” σὲ διάφορα σημεῖα τῆς ἐξελικτικῆς διαδικασίας, ὥστε νὰ μὴν παραμείνει ἔξω, προκειμένου νὰ προσαρμοστεῖ “ἡ θεολογία” στὶς “πιὸ πρόσφατες ἐπιστημονικὲς ἀνακαλύψεις”. …Αὐτὸ δὲν εἶναι ἱκανοποιητικὸ οὔτε γιὰ τὴ θεολογία οὔτε γιὰ τὴν ἐπιστήμη, ἀλλὰ ἁπλῶς ἀναμιγνύει τὶς δυὸ σφαῖρες». Ὅμως «ὁλόκληρος ὁ σκοπὸς καὶ ἡ πρόθεση τῆς θεωρίας τῆς φυσικῆς ἐξέλιξης εἶναι νὰ βρεθεῖ μιὰ ἐξήγηση γιὰ τὸν κόσμο χωρὶς Θεό. Δηλαδή, ἡ φυσικὴ ἐξέλιξη εἶναι ἀπὸ τὴ φύση της ἀθεϊστική, καὶ εἶναι γελοῖο ὅταν “θεολόγοι” ἀκολουθοῦν μὲ ὑποταγὴ τὴν πιὸ πρόσφατη“ἐπιστημονικὴ” θεωρία ὥστε νὰ μὴ γίνουν ὀπισθοδρομικοί»(ἱερομ. Δαμασκηνοῦ ἔ.ἀ. σ. 271-272). Ἐδῶ ἐννοεῖ τοὺς Τεϊλὰρντ ντὲ Σαρντέν, Θεοδόσιο Νομπζάνσκι κ.ἄ..



Ἰδιαιτέρως τὸν ἀπασχόλησε ὁ Ἕλληνας ὀρθόδοξος συγγραφέας καὶ γιατρὸς Ἀλέξανδρος Καλόμοιρος. «Εἶχε ἐκτιμήσει τὴν ἀγγλικὴ μετάφραση τῆς δυναμικῆς κριτικῆς τοῦ Καλόμοιρου γιὰ τὸν Οἰκουμενισμὸ μὲ τίτλο Ἀπέναντι στὴν ψεύτικη ἕνωση (σημείωσι δική μου· τὸ ἔργο, σπουδαῖο πράγματι καὶ μὲ πρόλογο τοῦ Φώτη Κόντογλου, στὰ ἑλληνικὰ εἶνε γνωστὸ μὲ τὸν τί τλο Κατὰ ἑνωτικῶν, ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1964, σσ. 114) καὶ δὲν μποροῦσε νὰ φανταστεῖ πὼς ὁ ἴδιος συντάκτης μποροῦσε νὰ εἶναι ὑπὲρ τῆς ἐξέλιξης». Τοῦ ἔγραψε λοιπόν, καὶ ὁ Καλόμοιρος ἀπήντησε μὲ μία μεγάλη ἐπιστολή, στὴν ὁποία ὁ π. Σεραφεὶμ εἶδε ἔκπληκτος ὅτι ὁ δόκτωρ ὑποστήριζε ἀπροκάλυπτα τὴν ἐξελικτικὴ διδασκαλία, συμπληρωμένη μὲ τὸ «ἐξελιγμένο ζῷο Ἀδάμ» καὶ λέγοντας ὅτι «αὐτὸς ποὺ ἀρνεῖται τὴν ἐξέλιξη ἀρνεῖται τὴν Ἁγία Γραφή». «Πατερικά», ἔγραψε ὁ π. Σεραφείμ, ἡ ἐπιστολὴ τοῦ δρος Καλομοίρου «ἦταν πολὺ ἀδύνατη… Δὲν εἶχε ἐντρυφήσει στὴν ἐξέταση τῶν προϋποθέσεων τοῦ “γεγονότος” τῆς ἐξέλιξης. Ἄρα, θὰ πρέπει νὰ τὸν προκαλέσουμε νὰ ἀρχίσει νὰ σκέφτεται καὶ νὰ μὴν ἀποδίδει στοὺς Ἅγιους Πατέρες τὶς προκαταλήψεις ποὺ βασίζονται στὴ σύγχρονη δυτικὴ “σοφία”… Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι θεολόγος, ἀλλὰ διαβάζει τὰ λάθη στοὺς πατέρες… Εἶναι πολὺ ἀνακριβὴς στὴν ἔννοια τῆς λέξης “ἐξέλιξη”». Συντάσσοντας τὴν ἀπάντησί του στὸν Ἀλέξανδρο Καλόμοιρο ὁ π. Σεραφεὶμ προσευχήθηκε θερμά, μελέτησε καὶ πόνεσε γιὰ νὰ μπῇ στὴ σκέψι τῶν ἁγίων πατέρων, ὥστε νὰ δῇ πῶς ἐκεῖνοι κατανοοῦσαν τὴ δημιουργία. Αἰσθάνθηκε ἰδιαιτέρως κοντὰ στὸν ἅγιο Βασίλειο τὸν Μέγα ποὺ εἶχε ἑρμηνεύσει τὴν Ἑξαήμερο(ἱερομ. Δαμασκηνοῦ ἔ.ἀ. σ. 273-275).

«Ἐπιθυμῶ νὰ καταστήσω πολὺ σαφὲς σὲ σᾶς τὸ ἑξῆς», ἔγραφε. «Δὲν ἀρνοῦμαι τὸ γεγονὸς τῆς ἀλλαγῆς καὶ τῆς ἀνάπτυξης στὴ φύση. Ὅτι ἕνας ὥριμος ἄνθρωπος δημιουργεῖται ἀπὸ ἕνα ἔμβρυο· ὅτι ἕνα μεγάλο δέντρο προέρχεται ἀπὸ ἕνα μικρὸ βελανίδι· ὅτι ἀναπτύσσονται νέες ποικιλίες ὀργανισμῶν, εἴτε πρόκειται γιὰ “φυλὲς” τοῦ ἀνθρώπου εἴτε γιὰ διαφορετικὰ εἴδη γατῶν καὶ σκυλιῶν καὶ ὀπωροφόρων δέντρων. Ἀλλά, ὅλα αὐτὰ δὲν εἶναι ἐξέλιξη: εἶναι μόνον ποικιλία μέσα σὲ ἕνα ὁρισμένο εἶδος ἢ εἴδη· δὲν ἀποδεικνύει οὔτε ἀκόμη προτείνει (ἐκτὸς ἂν ἤδη τὸ πιστεύετε αὐτὸ γιὰ μὴ-ἐπιστημονικοὺς λόγους) ὅτι μιὰ μορφὴ ἢ ἕνα εἶδος ἀναπτύσσεται σὲ ἄλλο καὶ ὅτι ὅλα τὰ παρόντα πλάσματα εἶναι προϊὸν μιᾶς τέτοιας ἀνάπτυξης ἀπὸ ἕναν ἢ μερικοὺς πρωτόγονους ὀργανισμούς… Κανένας “ὑποστηρικτὴς τῆς ἐξέλιξης” ἢ “μὴ ὑποστηρικτὴς” δὲν θὰ ἀρνηθεῖ ὅτι οἱ “ἰδιότητες” τῶν πλασμάτων μποροῦν νὰ ἀλλάξουν. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ἀποτελεῖ ἀπόδειξη τῆς ἐξέλιξης…». Ὁ π. Σεραφεὶμ παρέθετε στὴ συνέχεια ἐκτεταμένα κείμενα ἀπὸ τὴν Ἑξαήμερον τοῦ ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, γιὰ νὰ δείξει ὅτι αὐτὸς ὁ σημαντικὸς ἅγιος πατήρ, στὴ διδασκαλία του γιὰ τὴν ποικιλία, ἦταν σαφῶς ἐνάντιος σὲ ὁποιοδήποτε εἶδος μεταμορφωτικῶν (ἐξελικτικῶν) ἰδεῶν… Ἀπὸ τὰ γραπτὰ πολλῶν πατέρων ὁ π. Σεραφεὶμ κατέδειξε ὅτι ἀληθινὰ κατανοοῦσαν τὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως «ἁπλᾶ» – ἤ, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, «ὅπως γράφτηκε»… Ἔδειξε ὅτι ὅλοι οἱ πατέρες δίδαξαν ὅτι ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ὁ Ἀδάμ, καὶ κατ᾽ ἀκολουθίαν τὰ πρῶτα πλάσματα «ἐμφανίστηκαν μὲ ἕναν τρόπο διαφορετικὸ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀπογόνους τους: ἐμφανίστηκαν ὄχι ἀπὸ φυσικὴ παραγωγὴ ἀλλὰ ἀπὸ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ… Ὁ δρ Καλόμοιρος… εἶχε ὑποθέσει ὅτι «ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι φυσικὰ ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ…, φυσικὰ εἶναι ἕνα ζῶο, ἕνα ἐξελιγμένο κτῆνος» …ἐν τούτοις μιὰ τέτοια ἄποψη ἐρχόταν σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ διδασκαλία τῶν ἁγίων πατέρων, οἱ ὁποῖοι δίδαξαν ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἦταν δημιουργημένος κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ σύμφωνα μὲ τὴν ἴδια τὴν φύση του. …Ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες διδάσκουν ὅτι ὁ Ἀδὰμ ὑποτάχθηκε στὸ θάνατο μόνο κατὰ τὸν χρόνο τῆς πτώσης του. Ἐκεῖνος ὁ θάνατος ἦταν ἡ ποινὴ γιὰ τὴν ἁμαρτία [τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας]. Ὁ Χριστός, ὁ δεύτερος Ἀδάμ, ποὺ ἀνέλαβε τὴν ποινὴ [αὐτὴ τὴν αὐτοτιμωρία τοῦ Ἀδὰμ] καὶ ποὺ πέθανε γιὰ μᾶς, ἐξαγόρασε τὴν ἀνθρωπότητα ἀπὸ ὅλες τὶς συνέπειες τῆς πτώσης. Αὐτὴ ἡ διδασκαλία –ἰδιαιτέρως ἡ διδασκαλία ὅτι ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο ἡ ἁμαρτία εἰσῆλθε στὸν κόσμο καὶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ὁ θάνατος (Ρωμ. 5:12)– γίνεται ἐξαιρετικὰ δυσδιάκριτη, ἂν δὲν χάνεται ἐξ ὁλοκλήρου, ὅταν βλέπει κάποιος τὸν ἄνθρωπο ὡς ὂν ἐξελιγμένο ἀπὸ κατώτερα πλάσματα κατὰ τὴ διάρκεια ἑκατομμυρίων ἐτῶν (ἱερομ. Δαμασκηνοῦ ἔ.ἀ. σ. 276-280· βλ. καὶ Ἰφτίμε σσ. 17, 21κ.ἑ.).

Τὶς ἀπόψεις αὐτὲς πρεσβεύει στὶς μέρες μας ἡ λεγομένη Exel-dim (ἐξελικτικὴ δημιουργία) καὶ ἐπεκτείνοντας περαιτέρω τὴν διδασκαλία της ὑποστηρίζει ὅτι· – ὁ Ἀδάμ γεννήθηκε ἀπὸ γυναῖκα-ἐξελισσόμενο πίθηκο, κι ὅτι ὁ Θεὸς χρησιμοποίησε τὸν πίθηκο καὶ τὸν μετέτρεψε σὲ ἄνθρωπο, τὸν ἀνθρωπο-πίθηκο Ἀδάμ. – Ἡ Ἐξέλιξι δὲν σταμάτησε ποτέ, καὶ σήμερα ἐξελισσόμαστε χωρὶς νὰ ἔχουμε ὁλοκληρωθῆ ὡς ἄνθρωποι, καὶ θὰ συνεχίσουμε νὰ ἐξελισσώμαστε συνεχῶς· εἴμαστε δηλαδὴ πιθηκάνθρωποι σὲ πορεία ἐξελίξεως. – Ὁ Χριστὸς σταυρώθηκε καὶ γι᾽ αὐτοὺς τοὺς προγόνους τοῦ Ἀδάμ, κατέβηκε στὸν ᾅδη καὶ τοὺς ἀνέστησε, τοὺς ἁγίασε, καὶ τώρα αὐτοὶ εἶνε στὸν οὐρανό, ἀναστημένοι καὶ ἁγιασμένοι. – Ὁ Ἀδὰμ ἔλαβε τὸ ἅγιο Πνεῦμα μέσα στὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας του, ὅπως ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος. – Ἑπομένως ὁ Χριστὸς ἔλαβε σάρκα πιθηκανθρώπου, ἐφ᾽ ὅσον ἡ ἐξέλιξι τοῦ πιθήκου δὲν ἔχει σταματήσει ποτέ, καὶ ἐμεῖς δὲν εἴμαστε ἄνθρωποι ἀφοῦ συνεχώς ἐξελισσόμαστε. 



Αὐτὰ καὶ ἄλλα συναφῆ διδάσκουν οἱ ὀπαδοὶ τῆς Exeldim καὶ προσπαθοῦν νὰ τὰ ἐντάξουν στὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, λέγοντας ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη πίστι εἶνε καθ᾽ ὅλα συμβατὴ μὲ τὴν αἵρεσί τους. Δὲν εἶνε ὅμως οἱ πλανεμένες αὐτὲς ἀπόψεις σύμφωνες μὲ τὴν Ὀρθόδοξη πίστι καὶ χρειάζεται προσοχὴ γιὰ νὰ μὴ παρασυρθῇ κανείς.
 
 Ἐπίλογος

Ἐπανερχόμενοι στὴν ἀρχικὴ μορφὴ τῆς θεωρίας προσθέτουμε, ὅτι ὁ π. Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος συνιστᾷ νὰ προσέχουμε ἀπὸ τὰ σερβιριζόμενα ψεύδη, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ γνωρίσουμε τὴν πραγματικότητα.


Ἡ θεωρία τῆς ἐξελίξεως ἰσχυρίζεται ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεὸς δημιουργὸς τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ἂν δὲν ὑπάρχῃ Θεός, τότε δὲν ἔχουμε νὰ δώσουμε λογαριασμὸ γιὰ τὶς πράξεις μας σὲ κανέναν, εἶνε περιττὸ νὰ πιστεύω ὅτι ὑπάρχει κόλασι καὶ παράδεισος. Ἐκεῖνο ποὺ ἐνοχλεῖ τὸν ἄνθρωπο εἶνε αὐτὴ ἡ μεταφυσικὴ θέσι, ὅτι ὑπάρχει κρίσις, ὑπάρχει κόλασι καὶ παράδεισος. Ἂν ὑπάρχῃ κόλασι, πρέπει νὰ πείσω τὸν ἑαυτό μου ὅτι δὲν ὑπάρχει· καὶ γιὰ νὰ πῶ ὅτι δὲν ὑπάρχει κόλασι, θὰ πῶ ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός. Ἀλλὰ πότε θὰ τὸ πῶ αὐτό; Ὅταν δὲν θέλω νὰ ἀλλάξω τὴ ζωή μου. Γιατὶ υπάρχουν δύο θέσεις· ἢ θὰ ἀλλάξω τὴ ζωή μου ἀπέναντι στὸ Θεὸ καὶ θὰ συμμορφωθῶ μὲ τὸ θέλημά του, ἢ θὰ πῶ «Δὲν ὑπάρχει Θεὸς» καὶ θὰ μείνω στὸ δικό μου θέλημα. Καὶ τὸ ἄλλο ἀκόμη, ὅτι ἀπὸ πλευρᾶς κοινωνικῆς ζωῆς δὲν θὰ ἔχω εὐθῦνες. Εἶνε ἀδιανόητο νὰ μὲ πᾶνε στὸ δικαστήριο γιατὶ ἔσπασα μιὰ βιτρίνα ζαχαροπλαστείου καὶ ῥήμαξα τὰ γλυκά [διέρρηξα μιὰ τράπεζα καὶ σήκωσα τὸ ταμεῖο]. Τί ἔκανα; Τίποτα· αὐτὸ ποὺ κάνει καὶ μία γάτα, ποὺ πηδάει στὸν πάγκο τοῦ ψαρᾶ κι ἁρπάζει ἕνα ψάρι· πείνασε, τῆς μύρισε, καὶ τὸ ἅρπαξε. Ἡ γάτα ἔχει εὐθύνη γιατὶ ἔφαγε τὸ ψάρι; Ὄχι, γιατὶ εἶνε ζῷο. Ἀφοῦ λοιπὸν κ᾽ ἐγὼ εἶμαι ζῷο –μὲ γειά μου μὲ χαρά μου!–, κατάγομαι ἀπὸ τὸν πίθηκο, τί λόγο ἔχω νὰ δώσω ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἐνώπιον δικαστηρίων καὶ ἀνθρώπων καὶ κοινωνίας κ.λπ.;

Στὴν ἐποχή μας μεσουρανεῖ ὁ πρακτικὸς ὑλισμός – ὁ θεωρητικὸς ὑλισμὸς μεσουράνησε στὸν 19ο αἰῶνα καὶ τώρα ἀπὸ θεωρητικῆς καὶ ἐπιστημονικῆς πλευρᾶς εἶνε χρεωκοπημένος. Στὸν αἰῶνα μας λοιπὸν ζοῦμε τοὺς καρποὺς τοῦ ὑλισμοῦ, τὴν ὑλιστικὴ ζωή, τὸν ὑλιστικὸ τρόπο τοῦ σκέπτεσθαι. Κ᾽ ἐπειδὴ ὑπάρχουν συστήματα, εἴτε κοινωνικὰ εἴτε φιλοσοφικά, ποὺ ἔχουν ὑλιστικὴ βάσι καὶ ἀρνοῦνται τὸ Θεό, αὐτὰ ἀναμφισβήτητα ἔχουν ἀνάγκη νὰ στηριχθοῦν, θεωρητικὰ δῆθεν, καὶ «πιάνονται» ἀπὸ τὴ θεωρία τῆς ἐξελίξεως. Γι᾽ αὐτὸ τὰ τελευταῖα χρόνια στὴν Ἑλλάδα ξαναβγῆκαν ἀπὸ τὸ χρονοντούλαπο αὐτὲς οἱ μουχλιασμένες πραγματικὰ θεωρίες, φρεσκαρίστηκαν, ξανατυπώθηκαν σὲ καινούργια βιβλία μὲ χαρτὶ ἰλλουστρασιὸν καὶ σκίτσα, και τὶς σερβιρίζουν σὰν τὴν τελευταία λέξι τῆς ἐπιστήμης· γιατὶ ἔχουν ἀνάγκη νὰ στηριχθοῦν. Αὐτὴ εἶνε ἡ θεωρία τῆς ἐξελίξεως, τίποτε ἄλλο.

Ἡ θεωρία τῆς ἐξελίξεως, ὅπως προσφέρεται, μᾶλλον μπερδεύει τὰ πράγματα παρὰ τὰ ἐξηγεῖ. Σὲ ἄρθρο, ποὺ δημοσιεύθηκε, ἀναφέρεται ὅτι ἡ θεωρία τῆς ἐξελίξεως δημιούργησε περισσότερα προβλήματα παρὰ ἔλυσε. Καὶ σὲ ἄλλη μελέτη λέγεται ὅτι, καθὼς ἡ θεωρία αὐτὴ ἔχει διαποτίσει ὅλες τὶς βιολογικὲς ἐπιστῆμες (βοτανική, ζῳολογία, βιολογία, ἰατρική), ἔχει ἐπιφέρει πολλὴ προκατάληψι καὶ μεγάλη καθυστέρησι στὴν πρόοδο τῶν ἐπιστημῶν αὐτῶν. Αὐτὴ τὴ στιγμὴ ἐξακολουθεῖ νὰ εἶνε μιὰ θεωρία, δὲν εἶνε ἐπιστημονικὴ ἀλήθεια. Τὸ πρόβλημα τῆς καταγωγῆς τῶν εἰδῶν γιὰ τὴν ἐπιστήμη παραμένει ἄλυτο. Ἡ ἁγία Γραφὴ τὸ λύνει ἔτσι· τὸ κάθε γένος ἔτυχε ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ μιᾶς ἰδιαιτέρας δημιουργικῆς πράξεωςΓι᾽ αὐτὸ ὁ ἱερὸς συγγραφέας, ὁ Μωυσῆς, δὲν διστάζει νὰ γράφῃ συνεχῶς καὶ νὰ ἐπαναλαμβάνῃ, ὅτι ὁ Θεὸς δημιούργησε ἐκεῖνο κ᾽ ἐκεῖνο κ᾽ ἐκεῖνο «κατὰ γένος», «κατὰ γένος», «κατὰ γένος».

Ἡ θεωρία τῆς ἐξελίξεως ἐκφράζει τὸν οὐμανιστικὸ διαφωτισμὸ τῆς λεγομένης Ἀναγεννήσεως. Διατυπώθηκε στὴν Εὐρώπη, γιὰ νὰ πλήξῃ τὴν πίστι στὸ Θεὸ καὶ νὰ ἐξάρῃ τὸν ἄνθρωπο. Κι αὐτό, διότι ἡ Εὐρώπη δὲν γνώρισε τὸν ἀληθινὸ Χριστιανισμὸ ἀλλὰ τὰ κακέκτυπά του, τὸν παπισμὸ καὶ τὸν προτεσταντισμό, ποὺ τὴν ἔκαναν νὰ μισήσῃ τὴν Χριστιανικὴ πίστι, ἡ ὁποία σῴζεται στὴν Ἐκκλησία καὶ προσφέρεται ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία.


ἀρχιμ. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Μ. ΓΡΑΤΣΙΑΣ
25 Ὀκτωβρίου 2014

προηγούμενο μέρος



ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ ποὺ χρησιμοποιήθηκαν
  • Migne = Migne Patrologiae graecae cursus completus (ἡ γνωστὴ Ἑλληνικὴ Πατρολογία).
  • Β.Ε.Π.Ε.Σ. = Βιβλιοθήκη Ἑλλήνων Πατέρων καὶ Ἐκκλησιαστικῶν Συγγραφέων (ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος).
  • Ὀάνα Ἰφτίμε (καθηγητρίας στὸ Τμῆμα Μικροβιακῆς Γενετικῆς καὶ Βιοτεχνολογίας στὸ Πανεπιστήμιο Βουκουρεστίου) – Ἀλεξάνδρου Ἰφτίμε (ἀνθρωπολόγου, ἐρευνητοῦ βιολόγου στὸ Ἐθνικὸ Μουσεῖο Φυσικῆς Ἱστορίας «Grigore Antipa» τοῦ Βουκουρεστίου), Ἡ θεωρία τῆς ἐξέλιξης καὶ ἡ Ὀρθοδοξία, πρόλογος καθηγητοῦ Δημητρίου Τσελεγγίδη, μετάφρασις π. Ἠλία Φρατσέα, ἐκδόσεις «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 2013, σσ. 79.
  • ἀρχιμ. Ἰωὴλ Γιαννακοπούλου, Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς Ο΄, τόμ. πρῶτος Ἡ Γένεσις, Παράρτημα προβλημάτων 8 Ἁγ. Γραφὴ καὶ Δαρβίνειος ἐξέλιξις, Ἀθῆναι 1960, σσ. 418-421.
  • ἱερομονάχου Δαμασκηνοῦ, π. Σεραφεὶμ Ρόουζ – Ἡ ζωὴ καὶ τὰ ἔργα του – 64. Γένεσις, Δημιουργία καὶ ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, τόμ. Β΄, ἐκδ. «Μυριόβιβλος», Ἀθήνα 2006, σσ. 264-294.
  • ἀρχιμ. Ἀθανασίου Μυτιληναίου, Ἡ δημιουργία τῶν χερσαίων ζῴων - Ἡ θεωρία τῆς ἐξελίξεως, ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία ἐπὶ τῆς Γενέσεως (1983).
  • Παναγιώτου Τρεμπέλα, Ἀπολογητικαὶ μελέται τόμ. Β΄ - Αἱ ἀρχαὶ τῆς Δημιουργίας, ἐκδ. «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 1969, σσ. 160-357
  • Κωνσταντίνου Σιαμάκη δρος, Τρεῖς βάτραχοι, ἄρθρο στὴν περιοδικὴ ἔκδοσι Μελέτες, τ. 4, ἐκδ. Δόναξ, Θεσσαλονίκη 2008, σσ. 325-328.
  • –––τοῦ ἰδίου–––––––– , Ἀπὸ πότε ὑπάρχει ψυχή; ἄρθρο στὴν περιοδικὴ ἔκδοσι Μελέτες, τ. 7, ἐκδ. Δόναξ, Θεσσαλονίκη 2010, σσ. 156-162.
  • –––τοῦ ἰδίου–––––––– , Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ Γῆ; ἐκδ. Δόναξ, Θεσσαλονίκη 2011.
  • Κωνσταντίνου Βουγᾶ μοριακοῦ βιολόγου, Ὁ Δαρβῖνος ἀκυρώνει τὸν Δαρβῖνο!, ἄρθρο στὸ περιοδικὸ «Ἐνοριακὴ Εὐλογία» τ. 139/2014, σσ. 136-137. 


  • πηγή: http://ellasnafs.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε το σχόλιό σας