Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2024

Ισλάμ και φασισμός: Ιστορική συμπόρευση και ιδεολογική αλληλεπίδραση

Γιώργος Ρακκάς

Δρ. Πολιτικών Επιστημών

 


    Ο όρος ισλαμοφασισμός έχει κερ­δίσει έδαφος τα τελευταία χρό­νια στον δημόσιο λόγο, και αυτό αποτελεί αντανάκλαση των πολλαπλασιαζόμενων ολοκληρωτικών εκδηλώσεων που επιδεικνύουν καθεστώτα και κινήμα­τα που αναφέρονται στον ισλαμικό φονταμενταλισμό: Από την Τουρκία του Ερντογάν και το Ιράν, τους Ταλιμπάν του Αφγανιστάν, την εμπειρία διακυβέρνησης της Αιγύπτου από τους Αδελφούς Μου­σουλμάνους, στους τζιχαντιστές και την

Αλ Κάιντα, ή την ολοένα και μονολιθικότερη έκφραση που τείνει να πάρει το ισλάμ στις μητροπόλεις της Ευρώπης.

Για τον δυτικό ακαδημαϊκό κόσμο, ο οποίος κυριαρχείται τα τελευταία χρό­νια από κάθε δυνατή παραλλαγή της «ι­δεολογίας της αφύπνισης» (woke), ο όρος ισλαμοφασισμός απορρίπτεται μετά βδε­λυγμίας. Καταγγέλλεται ως έκφραση ισλαμοφοβίας και τέχνασμα συγκάλυψης/ επιβίωσης του ευρωκεντρισμού και της «λευκής υπεροχής». Σύμφωνα με αυ­τήν την αντίληψη, η ταύτιση του ισλάμ με τον άκρως δαιμονοποιημένο φασισμό συντελείται για να προετοιμάσει την υποτίμηση και εν τέλει την αποπομπή του «μουσουλμάνου Άλλου», καθώς στην ταυτότητά του αποδίδεται μια εγγενής ροπή προς τον αυταρχισμό και τη μονολιθικότητα.

Εντούτοις, από ιστορικής σκοπιάς, η συσχέτιση του ισλαμικού φονταμενταλισμού με το καθεαυτό φασιστικό φαι­νόμενο –και πρωτίστως τον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό– κάθε άλλο παρά βε­βιασμένη και ασύστατη είναι. Και αυτό διότι υπάρχει μια μακρά διαδρομή συμπόρευσης των δύο ρευμάτων, αρχής γενομένης από τις αρχές της δεκαετίας του 1930.

Η ανάδειξη ορισμένων πτυχών αυτής της συνάντησης, και του ευρύτερου ιστο­ρικού υπόβαθρου πάνω στο οποίο συ­ντελείται, μας βοηθάει να καταλάβουμε ορισμένα πράγματα και σε σχέση με τα δύο ρεύματα.

Ως προς τον Εθνικοσοσιαλισμό και τους Ναζί, αναδεικνύονται οι ευρασια­τικοί -θα λέγαμε σήμερα- προσανατολι­σμοί του. Σε σχέση με τον ισλαμισμό, οι εκλεκτικές του συγγένειες με την πιο τυ­πική περίπτωση ευρωπαϊκού ολοκληρωτισμού του 20ού αιώνα, μας διευκολύνουν ώστε να ερμηνεύσουμε πληρέστερα και τον πολιτικό χαρακτήρα που προσλαμ­βάνουν σήμερα τα ρεύματα αυτά. Και αυτό διότι οι πρωταγωνιστές της συμπόρευσης ισλαμισμού και ναζισμού είναι ό­λοι τους προσωπικότητες και οργανώσεις με βαρύνοντα –και ιδρυτικό– ρόλο και λόγο στην πορεία του πολιτικού ισλάμ μέχρι τις μέρες μας: Ο Μουφτής της Ιε­ρουσαλήμ, Αμίν Αλ Χουσεΐνι, ο ιδρυτής των Αδελφών Μουσουλμάνων Χασάν Αλ Μπάνα και η οργάνωσή του, ενώ μια από τις πιο εμβληματικές φιγούρες του ριζο­σπαστικού ισλαμικού στοχασμού, ο Σαγίτ Κούτμπ, επηρεάζονται καθοριστικά από την ώσμωση ναζισμού και ισλαμι­σμού προπολεμικά, και στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.

Η δημοφιλία των ναζί στη Μέση Α­νατολή, μάλιστα, ξεπερνάει τα όρια του ισλαμικού κινήματος, και αφήνει το απο­τύπωμά της στην εξέλιξη και των υπολοί­πων πολιτικών ρευμάτων που διαπερνούν μεταπολεμικά τον αραβικό κόσμο. Ιδίως τον αραβικό εθνικισμό, ο οποίος επηρε­άζεται στα πρώτα του βήματα από τον Εθνικοσοσιαλισμό και δανείζεται από αυτόν σχήματα ηγεσίας, ιδεολογίας, μια αντίληψη εθνικής αποκλειστικότητας, καθώς και μια μονολιθική προσέγγιση της πολιτικής που δεν επιδέχεται την αρ­χή του δημοκρατικού πλουραλισμού.

Ενδιαφέρουσα και αυτή η πτυχή της μεσανατολικής πολιτικής ιστορίας, κα­θώς, μετά τον πόλεμο, επιφανείς, βετερά­νοι Ναζί καταφεύγουν στην Αίγυπτο και τη Συρία, για να υποστηρίξουν τον αγώ­να των καθεστώτων του Νάσερ και του Μπάαθ εναντίον του Ισραήλ. Διατυπώνο­ντας, όπως θα δούμε, μια ετερόδοξη συνέ­χεια της εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας, όπου τη σκυτάλη του Ράιχ για τον αγώ­να εναντίον της «εβραϊκής διεθνούς» την παίρνουν τα κινήματα του Τρίτου Κό­σμου. Τα οποία, μάλιστα, σύμφωνα με την ιδεολογία αυτήν, καλούνται να συγχωνεύσουν στο εσωτερικό τους δεξιές και αριστερές επιρροές μεταβολίζοντάς τις σε έναν αγώνα εναντίον της δυτικής δημοκρατίας, του κράτους δικαίου, και των Εβραίων, σε κάτι που θα μπορούσε να αποτελέσει μια πρόδρομη διατύπω­ση εκείνου που, μετέπειτα, ο Αλεξάντερ Ντούγκιν θα αποκαλέσει Τέταρτη Πολιτι­κή Θεωρία.

Η συμπόρευση ναζισμού και ισλαμι­σμού -οι επιδράσεις που άσκησε ο πρώ­τος και στον αραβικό εθνικισμό– δεν αναλύονται στο παρόν ενόψει μιας ευρύ­τερης ιστορικής αναθεώρησης. Το ζήτη­μα εδώ δεν είναι να καταστρώσουμε μια εναλλακτική προσέγγιση του ισλαμικού φονταμενταλισμού ή του ναζισμού, που επιδιώκει να υποκαταστήσει τις ήδη καθι­ερωμένες. Η ανάλυση της συμπόρευσης των δύο ρευμάτων πραγματοποιείται συ­μπληρωματικά ως προς αυτές. Επαναφέ­ρει στο φως μια διάστασή τους που έχει συσκοτιστεί. Ίσως όχι αθώα σε ό,τι αφο­ρά στην υπόθεση του ισλαμισμού, καθώς η αποκάλυψη αυτής της πλευράς του α­ποδυναμώνει τις φωνές εκείνες που επι­ζητούν, στο πλαίσιο ενός ισοπεδωτικού πολυπολιτισμού, να κανονικοποιήσουν την ισλαμική ιδεολογία μέσα στην ίδια την Ευρώπη.

Πόσο μάλλον, σε μια ιστορική στιγμή κατά την οποία ο ισλαμισμός και οι μου­σουλμανικές χώρες έχουν πάψει, εκτός από την περίπτωση της Παλαιστίνης, να αντιπροσωπεύουν μια αντιαποικιακή δύ­ναμη. Η Σαουδική Αραβία, η Τουρκία, το Ιράν ή η Ινδονησία δεν είναι πλέον κάποιες χώρες-παρίες αλλά χώρες ισχυρές, με σημαίνοντα ρόλο στα διεθνή πράγμα­τα και στην παγκόσμια οικονομία, ενώ ο ισλαμισμός έχει χάσει το απελευθερωτικό δυναμικό που κάποτε έφερε και έχουν πε­ράσει στο πρώτο πλάνο οι αρνητικές αυ­ταρχικές του διαστάσεις.

Εθνικοσοσιαλισμός και Ανατολή

Συνηθίζουμε να αντιμετωπίζουμε τον να­ζισμό ως ένα αποκλειστικά ευρωκεντρικό πολιτικό σχέδιο, στην πιο μονολιθική μάλιστα εκδοχή, του φυλετισμού. Στην πραγματικότητα, όμως, οι επιρροές που θα έχει, τόσο κατά τη συγκρότησή του όσο και όταν σπεύδει να υλοποιήσει το σχέδιό του για τη «χιλιόχρονη κυριαρχία του Τρίτου Ράιχ», δεν εξαντλούν τους ορίζοντές τους στην Ευρώπη. Ούτε ιδεολο­γικά, ούτε γεωπολιτικά.

Από τη σκοπιά της γενεαλογίας του ναζισμού, οι εξωευρωπαϊκές του επιδρά­σεις δεν είναι παρεμπίπτουσες: ο ναζι­σμός καλείται να αναζωογονήσει έναν γερμανικό επεκτατισμό ο οποίος, μέχρι το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, τελεί σε στρατηγική συμμαχία με την ισλαμική Ανατολή και αφήνεται να επηρε­αστεί έντονα από αυτήν: «Σε αντίθεση με τους Βρετανούς, Γάλλους, Ολλανδούς και Ρώσους ομολόγους τους, οι αξιωματούχοι των γερμανικών αποικιών δεν έβλεπαν ως απειλή τον ισλαμικό αντιιμπεριαλισμό και τον πανισλαμισμό. Στο Βερολίνο, το ισλάμ θεωρούνταν κυρίως ευκαιρία, όχι μόνο στις αποικίες αλλά και στο πλαίσιο της Weltpolitik του Γουλιέλμου Β’»’, γράφει ο David Motadel, στο βιβλίο του Islam and Nazi Germanys War.

Οι Γερμανοί δεν είχαν ποτέ τις αντιθέ­σεις με το ισλάμ που ανέπτυξαν Βρετανοί και Γάλλοι. Εισέρχονται από τους τελευ­ταίους στην κούρσα της αποικιοκρατίας, ενώ οι αποικιακές δομές έχουν ήδη παγιωθεί σε μεγάλα τμήματα της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής. Για να τις αντα­γωνιστούν, σπεύδουν να συμπράξουν με μια «παλαιά» μη δυτική αυτοκρατορία – την Οθωμανική– με την οποία τελούν σε στρατηγική συμμαχία μέχρι τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οι δύο δυνάμεις υποκύπτουν στις Συνθήκες των Βερσαλλιών και των Σεβρών.

Την ίδια στιγμή, στις δικές τους α­ποικίες της Κεντρικής Αφρικής –Τόγκο, Καμερούν, Γερμανική Ανατολική Αφρι­κή (Μπουρουντί, Ρουάντα και Ταγκανίκα)– δεν προτάσσουν το ζήτημα της εκκοσμίκευσης, ούτε επιδιώκουν τον πα­τερναλιστικό εκμοντερνισμό που θέλουν να επιβάλουν οι ανταγωνιστές τους. Αντί­θετα, ενσωματώνουν άμεσα στην αποι­κιακή διοίκηση όλους τους ισλαμικούς θεσμούς.

Όταν μάλιστα, το 1898, ο Γουλιέλμος Β΄ επισκέπτεται το Μαυσωλείο του Σαλαντίν στη Δαμασκό -το οποίο και α­νακαινίζει με δικά του έξοδα-, δηλώνει ε­νώπιον του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ ΙΙ με νόημα: «Ας είναι σίγουρος ο Σουλ­τάνος, αλλά και τα τριακόσια εκατομμύρια των Μωαμεθανών που είναι διασκορπι­σμένοι σε όλη την υφήλιο και τον σέβονται ως χαλίφη τους, ότι ο Γερμανός Αυτοκράτορας θα είναι και θα παραμείνει πάντοτε φίλος τους»(3).

Η «φιλία» αυτή συνοψίζεται με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο στη στρατη­γική σχέση που συνάπτουν η οθωμανική με τη γερμανική Αυτοκρατορία, η οποία κορυφώνεται στα χρόνια του Α’ Παγκο­σμίου Πολέμου. Και θα επηρεάσει, όπως πολύ καλά γνωρίζουμε, και τη μοίρα του ελληνισμού της Μικράς Ασίας(4).

Στα χρόνια αυτά δημιουργείται ένα πλαίσιο ισχυρής αλληλεπίδρασης της πολιτικής ζωής σε οθωμανική Αυτο­κρατορία και Γερμανία: Η ηγεσία των Νεότουρκων βγαίνει από μια Στρατιωτι­κή Ακαδημία την οποία ιδρύει ο Λήμαν Φον Σάντερς (Πασάς), υπό την καθοδή­γηση του γενικού ανανεωτή του οθω­μανικού στρατού, Κόλμαρ Φράιχερ φον ντερ Γκολτς (Γκόλτς Πασάς). Εκεί, μετα­ξύ άλλων, ο Εμβέρ Πασάς και ο Μουσταφά Κεμάλ έρχονται σε επαφή με τις ιδέες του Γκολτς, και διαβάζουν την τουρκι­κή μετάφραση του Έθνους στα όπλα, ε­νός έργου που αποθεώνει τις αρετές της πανεθνικής πολεμικής κινητοποίησης και επιφυλάσσει στον στρατό ρόλο ανα­μορφωτή μιας κοινωνίας βυθισμένης σε βαθύτατη παρακμή. Προφανώς, η Επανά­σταση των Νεότουρκων, και αργότερα ο έντονος μιλιταρισμός της κεμαλικής ιδε­ολογίας αντλούν προνομιακά από τις θέ­σεις του Γκόλτς.

Από την άλλη, οι Νεότουρκοι ασκούν μια ιδιαίτερη γοητεία στον γερμανικό τύπο, και συγκεντρώνουν το έντονο ενδια­φέρον της κοινής γνώμης στη Γερμανία. Οι επιτελικοί αξιωματικοί που εργάζονται υπό τον Γκόλτς και τον Φον Σάντερς – γνωστοί ως «Γερμανοί Οθωμανοί»- κα­θίστανται ιδιαίτερα δημοφιλείς στην ίδια τη Γερμανία. Αρκετοί από αυτούς έχουν λάβει και τίτλους από την Υψηλή Πύ­λη, τους οποίους διατηρούν και αφού ε­πιστρέψουν στην πατρίδα τους. Ιδίως στη δεκαετία του 1920, οι «Οθωμανοί» είναι αντικείμενο θαυμασμού από μια Γερμα­νία που μόλις έχει υποκύψει στις δυνά­μεις της Αντάντ(5).

Εν τω μεταξύ, «στα πρώτα χρόνια του πολέμου, μια γενικευμένη ισλαμομανία εξαπλώθηκε σε όλο το Ράιχ. Ο γερμανι­κός Τύπος έσφυζε από άρθρα για τον ιερό πόλεμο -ειδικοί του ισλάμ έδιναν δημό­σιες διαλέξεις για τη συμμαχία με τον μουσουλμανικό κόσμο- ενώ εμφανίστη­καν πολυάριθμα φυλλάδια και μπροσού­ρες για την τζιχάντ»(6).

Προφανώς, όλο αυτό το υπόβαθρο δεν εξαφανίζεται με την ήττα των δύο Αυτο­κρατοριών το 1918. Άλλωστε, ήδη από τα πρώτα χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, η γερμανική Δεξιά επιμένει να αμφισβητεί τη συνθηκολόγηση του 1918 διακινώντας την ερμηνεία του «πισώπλατου μαχαιρώματος»: η Γερμανία δεν ηττήθηκε στα πεδία των μαχών αλλά υπονομεύθηκε εκ των έσω από μια συμμαχία Εβραίων και Σοσιαλιστών που επαναστά­τησαν και επέβαλαν τη συνθηκολόγηση και την υποταγή στους επαχθείς όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών.

Μέσα σε αυτό το ιδεολογικό κλίμα, η Τουρκία του Κεμάλ, που, μέσα σε δύο χρόνια, θα καταφέρει να ανατρέψει τους άκρως αρνητικούς συσχετισμούς που η Συνθήκη των Σεβρών διαμόρφωνε για την οθωμανική Αυτοκρατορία, αιχμαλω­τίζει το ενδιαφέρον και τη φαντασία της γερμανικής άκρας δεξιάς. Στο επιτυχη­μένο παράδειγμα του Κεμάλ Ατατούρκ βλέπουν «ένα άστρο μέσα στο σκοτάδι», όπως θα πει ο ίδιος ο Χίτλερ(7).

Στα πρώτα χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ο εθνικιστικός Τύπος, σε ό­λες του τις παραλλαγές, βρίθει από απο­θεωτικές αναφορές στον κεμαλισμό. Είναι για όλους «μοντέλο» και «κίνημα πρό­τυπο». Με ιδιαίτερη θέρμη αγκαλιάζε­ται από το επίσημο όργανο του NSDAP, Volkischer Beobachter, που καλεί τα μέ­λη του κόμματος και τους αναγνώστες να μελετήσουν την πορεία του ως οδοδείκτη μιας αντίστοιχης εξέλιξης στη Γερμανία. Η δε Heimatland, «το ιδεολογικό όργανο των ταγμάτων εφόδου» σύμφωνα με τον Ερνστ Ρομ(8), φιλοξενεί τις αποθεωτικές α­νταποκρίσεις του Χανς Τρόμπστ, που με­τέχει ενεργά στο πλευρό των κεμαλιστών, και θα διαδραματίσει αργότερα κεντρικό ρόλο και κατά τη διεξαγωγή του «πραξι­κοπήματος της Μπυραρίας» στο Μόναχο(9).

Τρία στοιχεία του κεμαλικού εθνικι­σμού προσελκύουν περισσότερο τους νε­οσύστατους Ναζί και τα Τάγματα Εφόδου (SA).

Πρώτον, ο μονολιθικός χαρακτήρας – η πανίσχυρη προσωποπαγής ηγεσία, που επιβάλει χαλύβδινη ενότητα στο εσωτερικό του εθνικού μετώπου καταδιώκοντας κάθε αντιπολιτευόμενη φωνή. Δεύτερον, η επαναστατική διάθεση και η πολεμική ενέργεια, καθώς ο Κεμάλ, με την ηρωική, πολεμική του πορεία, από την Ανατολία μέχρι τη Σμύρνη, πετυχαίνει να αναγεννή­σει το ηττημένο έθνος μέσα από έναν πό­λεμο μέχρις εσχάτων. Τρίτον, η ιδέα της «τελικής λύσης», η βούλησή του δηλαδή να «αποκαθάρει το έθνος» από τα μειονο­τικά στοιχεία/μιάσματα (τους Έλληνες, τους Αρμενίους, τους Ασσυρίους, και εν τέλει όλους τους μη μουσουλμάνους), μέ­σα από μια ανοιχτή και γενικευμένη εθνο­κάθαρση· έναν «θρίαμβο της θέλησης» που θα εμπνεύσει τους Ναζί για τη μετέ- πειτα γενοκτονία των Εβραίων.

Η άμεση επίδραση που ασκεί ο Κεμαλισμός στον Εθνικοσοσιαλισμό είναι αρ­κετά υποτιμημένη. Περιγράφοντας την κεμαλική Τουρκία ως μοντέλο-πρότυπο και παράδειγμα προς μίμηση, ο εθνικοσοσιαλιστικός Τύπος αρχίζει και διαμορφώ­νει τα βασικά μοτίβα της Führerprinzip, αλλά και ευρύτερα της ναζιστικής ιδεολο­γίας. Οι επιδράσεις του, όμως, έχουν και πιο πρακτικές απολήξεις: το πραξικόπη­μα της Μπυραρίας του 1923, που αποτυγ­χάνει και στέλνει τον Χίτλερ στη φυλακή, στήνεται πάνω στα βήματα που ορίζει το «τουρκικό παράδειγμα». Όπως ο Κεμάλ εγκαταλείπει την Κωνσταντινούπολη και το κλίμα της παρακμής που την διαποτί­ζει, για να συστήσει την επαναστατική του αρχή στην Άγκυρα, έτσι και οι εθνικοσοσιαλιστές επιλέγουν το Μόναχο, για να ξεκινήσει μια διαδικασία ανατροπής της συνθηκολογημένης και εκφυλισμένης πολιτικής τάξης του Βερολίνου.

Η μεγάλη επιρροή που ασκεί ο Κεμαλισμός στον Εθνικοσοσιαλισμό αποδει­κνύει το πόσο ανοικτός ήταν ο τελευταίος σε εξωευρωπαϊκές επιδράσεις. Με την ά­νοδο των Ναζί στην εξουσία, εγκαινιά­ζεται μια νέα φάση ιδεολογικοπολιτικής σύντηξης του εθνικοσοσιαλισμού με τα πολιτικά ρεύματα που έρχονται από την Ανατολή. Αυτή τη φορά, βέβαια, δεν εί­ναι το «ξίφος του Κεμάλ» που θα τους εμπνεύσει αλλά το… σαρίκι του Μουφτή της Ιερουσαλήμ.

Από «φυλετικά κατώτεροι», μέλη μιας «πολύ υψηλής φυλής»

Αρχικώς τίποτε δεν προμηνύει κάτι τέ­τοιο: Ο Χίτλερ στο, Ο Αγών μου, εκφρά­ζεται με ιδιαίτερη υποτίμηση για την προσπάθεια της γερμανικής Αυτοκρατο­ρίας, στα χρόνια του Α’ Παγκόσμιου Πο­λέμου, να υποδαυλίσει έναν ιερό πόλεμο του ισλάμ εναντίον των δυνάμεων της Αντάντ:

Ως λαϊκιστής (volkish), ο οποίος εκτι­μά την αξία των ανθρώπων σε φυλετι­κή βάση, εμποδίζομαι από την επίγνωση της φυλετικής κατωτερότητας αυτών των λεγόμενων ‘καταπιεσμένων εθνών’ ώστε να συνδέσω τη μοίρα του δικού μου λαού με τη δική τους(10).

Μέσα στη δεκαετία του 1930, όμως, η θέση αυτή αλλάζει· ιδίως σε ό,τι αφορά στην υποτιθέμενη «επίγνωση της φυλε­τικής κατωτερότητας» που επικαλούνταν ο Χίτλερ. Η ανάληψη της εξουσίας από τους Ναζί τους θέτει επί τάπητος το ζή­τημα των σχέσεών τους με την Τουρκία, αλλά και τις σημαίνουσες χώρες του μου­σουλμανικού κόσμου – όπως η Αίγυπτος, το Ιράκ και η Περσία.

Η κύρωση των διαβόητων «νόμων της Νυρεμβέργης», οι οποίοι εισάγουν τους γνωστούς φυλετικούς διαχωρισμούς με­ταξύ Αρίων και μη Αρίων, και επιπλέ­ον θεσπίζουν αυστηρές απαγορεύσεις ως προς την πολιτογράφηση των μη Γερμα­νών αλλά και τους γάμους τους με τους Γερμανούς, δημιουργεί για τη ναζιστική Γερμανία μια διπλωματική περιπλοκή με τις χώρες του μουσουλμανικού κόσμου, που κατά τα άλλα επιθυμεί και επιδιώκει στενές σχέσεις.

Η δημοσιοποίηση των νόμων προκαλεί έντονη διπλωματική κινητικότητα στις πρεσβείες της Τουρκίας, της Αιγύπτου, του Ιράκ και του Ιράν, οι οποίες βομβαρ­δίζουν τους αξιωματούχους του ναζιστικού κράτους με ερωτήματα και αιτήματα, ζητώντας να ξεκαθαριστεί η μεταχείριση που επιφυλάσσουν οι «φυλετικοί νόμοι» στους δικούς τους υπηκόους.

Αναφορικά με την Τουρκία, εγείρεται –μάλιστα– και διπλωματικό ζήτημα. Το 1935, η χιτλερική νεολαία αποπέμπει από τους κόλπους της τον Γιοχάνες Ρούπερτ, γιο ενός Τούρκου αξιωματικού και μιας Γερμανίδας, με το αιτιολογικό ότι κατά­γεται από Τούρκο πατέρα. Ο Ρούπερτ ζη­τά τη στήριξη της τουρκικής Πρεσβείας στο Βερολίνο, που πραγματοποιεί διάβη­μα στο γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών.

Το ζήτημα λήγει με μια ιδιότυπη διευ­θέτηση από την πλευρά των Γερμανών. Οι Τούρκοι μπορούν να θεωρηθούν Ευ­ρωπαίοι, καθώς «ζούσαν στην Ευρώπη, θεωρούσαν τους εαυτούς τους Ευρωπαί­ους, και υποστήριξαν την Γερμανία κα­τά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο». Άρα, «οι Γερμανοί διπλωμάτες οφείλουν να απα­ντήσουν στα αιτήματα των Τούρκων ομο­λόγων τους ότι, στη Γερμανία, οι Τούρκοι θεωρούνται ως ευρωπαϊκός λαός και, κατά συνέπεια, ο κάθε Τούρκος πολίτης υπόκειται στην ίδια μεταχείριση που υπόκεινται και οι πολίτες άλλων ευρωπαϊκών κρατών»(11).

Στα χρόνια που ακολουθούν, διευθε­τούνται με αντίστοιχες ακροβασίες και τα σχετικά ζητήματα με τους Αιγυπτί­ους, τους Ιρακινούς και τους Ιρανούς. Οι πρώτοι, μάλιστα, απειλούν με μποϊκοτάζ στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936. Εν τέλει, όμως, οι Ναζί ξεκαθαρίζουν πως οι «φυλετικοί νόμοι» δεν στοχοποιούν τους σημίτες γενικά, αλλά τους Εβραίους, ε­πιφυλάσσοντας θετικότερη μεταχείριση στους Άραβες: από τούδε και στο εξής, θα θεωρούνται διαφορετικοί, αλλά όχι κατώτεροι.

Τον Οκτώβριο του 1942, πλέον, ο ε­ξόριστος πρωθυπουργός του Ιράκ (και εμβληματική φιγούρα του αραβικού εθνι­κισμού), Ρασιχίντ Αλ Κιλανί, απευθύνει μια επιστολή ζητώντας την επίσημη το­ποθέτηση του Ράιχ για τη φυλετική θέση των Αράβων. Ο Κιλανί βρίσκεται στο Βε­ρολίνο, καθώς το πραξικόπημα που πραγ­ματοποίησε, με σκοπό να στρέψει το Ιράκ μακριά από τη σφαίρα της βρετανικής ε­πιρροής και προς τις δυνάμεις του Άξο­να, αποτυγχάνει. Η επιστολή του, καθώς και η απάντηση του Βάλτερ Γκρος, επικε­φαλής του Γραφείου Φυλετικών Υποθέ­σεων του Ράιχ, μεταδίδεται στα αραβικά από το ραδιόφωνο που εκπέμπουν οι Να­ζί στη Μέση Ανατολή. Στην απάντηση του Γκρος, διαβάζουμε:

Σε απάντηση της επιστολής της Εξοχό­τητάς σας της 17ης Οκτωβρίου 1942, έχω την τιμή να σας εκθέσω τη φυλετική θε­ωρία σχετικά με τη φυλή των Αράβων. Η φυλετική πολιτική υιοθετήθηκε από τη Γερμανία προκειμένου να προστα­τεύσει τον λαό της από τους Εβραίους, οι οποίοι βιολογικά διακρίνονται από τις υπόλοιπες φυλές της Μέσης Ανατο­λής. ( ). Οι Γερμανοί δεν πολεμούν τους Εβραίους επειδή είναι Σημίτες, ή επειδή προέρχονται από την Ανατολή, αλλά για τον χαρακτήρα τους, τον εγωισμό τους, και την εχθρότητά τους απέναντι στην κοινωνία. Ενώ η Γερμανία απαγορεύει την είσοδο των Εβραίων στην επικράτειά της, καλωσορίζει όλους τους Σημίτες Άραβες και τους φροντίζει. Η στάση των Γερμανών έναντι των Αράβων είναι εκείνη του σεβασμού. Δεν υπάρχει ούτε μια επίσημη πηγή που να ισχυρίζεται ότι οι Άραβες προέρχονται από κατώτερη φυλή. Αντίθετα, η φυλετική θεωρία του εθνικοσοσιαλισμού θεωρεί ότι οι Άρα­βες ανήκουν σε μια πολύ υψηλή φυλή(12).

Όσο για τους Ιρανούς, διεκδικούν να α­ναγνωριστούν απευθείας ως Άριοι· εξ άλλου, ο Σάχης του Ιράν, Ρέζα Σαχ Παχλαβί, θα επιδιώξει την αλλαγή του ονό­ματος της χώρας του από Περσία σε Ιράν (=γη των Αρίων), το 1935, για να τονίσει ακριβώς την άρια φυλετική προέλευση του ιρανικού έθνους.

Η κινητοποίηση αυτή θα οδηγήσει σταδιακά στην εγκατάλειψη του όρου α­ντισημιτισμός και των παραγώγων του, και στη χρήση του όρου αντιεβραϊσμός στη θέση του. Η δε –αρκετά ετερόδοξη, είναι η αλήθεια– φυλετική ιεραρχία, στην οποία εν τοις πράγμασι καταλήγει η ναζιστική πολιτική, είναι απότοκος ενός πολι­τικού και γεωπολιτικού πραγματισμού: η Γερμανία οφείλει να προστατέψει το κύ­ρος που απολαμβάνει στην Τουρκία, στον αραβικό και ευρύτερο μουσουλμανικό κόσμο, και επομένως, μπροστά σε αυτά που διακυβεύονται, η ναζιστική ιδεολογί­α αποδεικνύεται ευμετάβλητη.

Η μετατόπιση δεν αφορά μόνο στο τι ισχύει ή τι υποστηρίζεται στο εσωτερι­κό του καθεστώτος. Αφορά στη συνολική του γεωπολιτική και στρατηγική τοποθέ­τηση. Όσο πλησιάζουμε στην έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η πολιτική των Ναζί προσεγγίζει ολοένα και περισσότε­ρο την ιδέα μιας στρατηγικής σύμπλευ­σης με τους Άραβες και τον ευρύτερο μουσουλμανικό κόσμο.

Και αυτό συμβαίνει για πολλούς, ταυ­τόχρονα, λόγους: επιτυγχάνεται, προ­φανώς, ολοένα και στενότερη σύγκλιση λόγω του κοινού εχθρού – που δεν είναι άλλος από τους Εβραίους. Όπως θα δού­με και στη συνέχεια, όμως, η άνοδος των Ναζί στην εξουσία προκαλεί ένα κύμα συμπάθειας και βαθύτερων ιδεολογικών ταυτίσεων σε ολόκληρο τον αραβικό και ευρύτερα τον μουσουλμανικό κόσμο.

Ο ισλαμισμός του 1930 δανείζεται πολλά στοιχεία του εθνικοσοσιαλισμού, όπως κάνει εν μέρει και με τον ιδεολογικό του αντίπαλο, τον μαρξισμό. Η μαζική κι­νητοποίηση και η οργάνωση των πληβειακών μαζών της Ανατολής, σύμφωνα με το κομμουνιστικό πρότυπο, την οποία θα κηρύξουν οι μπολσεβίκοι στο Συνέδρι­ο του Μπακού, το 1920, θα συνδυαστεί με τη χαρισματική, επενδεδυμένη με μεσ­σιανική αίγλη ηγεσία, την αποθέωση της πολεμικής αρετής, την απόρριψη του πλουραλισμού, της δημοκρατίας και του φιλελευθερισμού, χάριν της μονολιθικής ενότητας του έθνους.

Καθώς, όμως, οι κομμουνιστές έχουν καλές σχέσεις με τους Εβραίους και ο αντισιωνισμός, μετά την απαρχή του ε­βραϊκού αποικισμού στην Παλαιστίνη, θα μεταβληθεί σε δομικό στοιχείο του σύγχρονου ισλαμισμού, θα κυριαρχή­σει η ροπή προς τον εθνικοσοσιαλισμό. Άλλωστε, η ιδέα της ανασύστασης μιας χαμένης «χρυσής εποχής», ενός αυτοκρατορικού μεγαλείου που θάφτηκε κά­τω από την ταπείνωση και την παρακμή ενός έθνους ηττημένου, που έχει ξεχάσει την ορθή πίστη και τη μοναδική του α­λήθεια, ταιριάζει περισσότερο με την α­νάσταση του χιλιόχρονου Ράιχ της Αγίας Γερμανίας παρά με τη διεθνή προλεταρι­ακή επανάσταση.

Τέλος, είναι οι γεωπολιτικές αναγκαι­ότητες που αναδύονται, καθώς, μετά το 1938, ξεκαθαρίζεται ολοένα και περισ­σότερο ότι η χιτλερική Γερμανία δεν θα καταφέρει να αποσπάσει τη συναίνεση ή την ανοχή των Βρετανών ως προς τους σχεδιασμούς της για την Ανατολική Ευ­ρώπη. Πράγμα που σημαίνει ότι, εν τέλει, μια γερμανοβρετανική αντιπαράθεση δεν είναι δυνατόν να αποφευχθεί. Στο πλαί­σιο, λοιπόν, του κλιμακούμενου αντα­γωνισμού, η γεωπολιτική σημασία του αραβικού, και εν γένει του μουσουλμανι­κού κόσμου, ενισχύεται: όχι μόνον διότι οι πετρελαιοπηγές της Μοσούλης και του Ιράν εγγυώνται μια εναλλακτική πηγή τροφοδοσίας στην πεινασμένη για υδρο­γονάνθρακες γερμανική πολεμική μηχα­νή, αλλά και γιατί οι περιοχές αυτές, μαζί με το Σουέζ, βρίσκονται ακριβώς επάνω στον δρόμο της βρετανικής Αυτοκρατο­ρίας προς τις Ινδίες.

«Το άτυχο αποτέλεσμα του Πουατιέ»:

Ο Χίτλερ ανακαλύπτει το ισλάμ

Υπό το φως αυτών των εξελίξεων, μεγά­λο ενδιαφέρον παρουσιάζει η μετατόπιση του ίδιου του Χίτλερ σε ό,τι αφορά στο ζήτημα, αλλά και οι θέσεις που αναπτύσ­σει, κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1930, ο μετέπειτα αρχιτέκτονας του εβραϊκού ολοκαυτώματος, Χάινριχ Χίμλερ.

Ο Άλμπερ Σπέερ ανακαλεί μεταπολε­μικά μια ιδέα για τη δυνητική σχέση που θα μπορούσαν να είχαν αποκτήσει οι Γερ­μανοί με το ισλάμ, η οποία είχε προξενή­σει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στον Χίτλερ, και επανερχόταν σε αυτήν συχνά, όπως θυμά­ται και η αδελφή της Εύα Μπράουν, Ίλσε:

Όταν οι Μωαμεθανοί προσπάθησαν να διεισδύσουν πέρα από τη Γαλλία στην Κεντρική Ευρώπη, κατά τον όγδοο αι­ώνα, του είχαν πει οι επισκέπτες του (Χίτλερ), είχαν απωθηθεί στη μάχη της Τουρ. Αν οι Άραβες είχαν κερδίσει αυτή τη μάχη, ο κόσμος θα ήταν σήμερα μω­αμεθανικός. Διότι η θρησκεία τους ήταν μια θρησκεία που πρέσβευε τη διάδοση της πίστης με το σπαθί και την υποτα­γή όλων των εθνών σε αυτή την πίστη. Οι γερμανικοί λαοί θα είχαν γίνει κληρο­νόμοι αυτής της θρησκείας. Μια τέτοια πίστη ταίριαζε απόλυτα στη γερμανική ι­διοσυγκρασία. Ο Χίτλερ έλεγε ότι οι κατακτητές Άραβες, λόγω της φυλετικής τους κατωτερότητας, μακροπρόθεσμα δεν θα ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν το σκληρότερο κλίμα και τις συνθήκες της χώρας. Δεν θα μπορούσαν να συ­γκρατήσουν τους πιο δυναμικούς ντό­πιους, έτσι ώστε τελικά όχι Άραβες αλλά εξισλαμισμένοι Γερμανοί θα μπορούσαν να σταθούν επικεφαλής αυτής της μωα­μεθανικής αυτοκρατορίας(13).

O Νίκολαους Φον Μπέλοβ, υπασπιστής του Χίτλερ, αναφέρει στα απομνημονεύ­ματά του που συνέγραψε μεταπολεμικά, ότι η προοπτική αυτή τον είχε απασχο­λήσει ιδιαίτερα κατά τη συνάντησή του με τον 48ο ιμάμη της ισλαμικής αίρεσης των Ισμαηλιτών, Αγά Χαν ΙΙΙ, ο οποίος εί­χε αναδειχθεί το 1937 πρόεδρος της Κοι­νωνίας των Εθνών. Σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες, ο Χίτλερ συχνά εξέφραζε τον γενικότερο θαυμασμό του για το ισλάμ – «μια αρρενωπή θρησκεία», καταπώς έλε­γε, που ενέπνεε ένα πανίσχυρο φρόνημα στους πολεμιστές της.

Η εκδοχή αυτή, που αποδίδεται στον Χάινριχ Χίμλερ, διευρύνει το πλαίσιο των ιστορικών της αναφορών, για να ε­ντάξει σε αυτές όχι μόνον τους Άραβες αλλά και τους Οθωμανούς. Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του Μεγάλου Μου­φτή της Ιερουσαλήμ, Αμίν Αλ Χουσεϊνί:

«Μεταξύ των ξεχωριστών δηλώσεων του Χίμλερ, που ακούσαμε σε μια από τις συναντήσεις μας, ήταν η παρατήρησή του σχετικά με τη μελέτη της γερμανι­κής ιστορίας. Δήλωσε ότι οι θρησκευ­τικοί πόλεμοι μεταξύ Καθολικών και Προτεσταντών, που αντιμετώπισε ο γερμανικός λαός τον Μεσαίωνα, όπως ο Εκατονταετής Πόλεμος και άλλοι πό­λεμοι, είχαν μειώσει τον πληθυσμό της Γερμανίας από 35 σε 5 εκατομμύρια. Ο γενναίος και πολεμοχαρής λαός της Γερμανίας ήταν ο λαός που είχε χάσει τα περισσότερα από αυτούς τους πολέ­μους. Στη συνέχεια είπε: «Υπήρχαν δύο ευκαιρίες για εμάς τότε και για ολόκλη­ρη την Ευρώπη να σωθούμε από αυτό το λουτρό αίματος, αλλά χάσαμε αυ­τές τις ευκαιρίες. Η πρώτη εμφανίστη­κε όταν οι Άραβες εισέβαλαν από τη Δύση (από την Ανδαλουσία) και η δεύ­τερη ήταν όταν οι Οθωμανοί εισέβαλαν από την Ανατολή. Δυστυχώς, ο γερμανι­κός λαός έπαιξε μεγάλο ρόλο στην αποτροπή αυτών των δύο εισβολών και στη στέρηση της Ευρώπης από το ακμάζον πνευματικό φως και τον πολιτισμό του ισλάμ»(14).

Ο δε Γιόχαν Φον Ληρς υπήρξε ένας από τους κορυφαίους θεωρητικούς του Τρίτου Ράιχ. Μετά τον πόλεμο, θητεύει για ένα διάστημα στην Αίγυπτο, ως σύμβουλος των Ναγκίμπ και Νάσερ μετά την επανά­σταση του 1952. Σε ένα άρθρο του 1942, που επιγράφεται Ο Ιουδαϊσμός και ο Ι­σλαμισμός ως αντίθετα, πλέκει το εγκώμι­ο του ισλάμ καθώς ισχυρίζεται ότι εκείνο πρώτο εισήγαγε την ιδέα της ριζικής α­ντιμετώπισης του εβραϊσμού «σώζοντας έτσι την ανθρωπότητα». Ο ευρωπαϊκός αντισημιτισμός, ισχυρίζεται, δανείζεται την ιδέα της καταδίωξης των Εβραίων από τους μουσουλμάνους, καθώς το αρ­χέτυπό της είναι ο διωγμός των Εβραίων της Μεδίνας από τον Μωάμεθ(15). Διόλου τυχαία, ο Γιόχαν Φον Ληρς θα ασπαστεί αργότερα ο ίδιος το ισλάμ.

Οι Ναζί αποφασίζουν να περάσουν από τα λόγια σε μια πιο άμεση πολιτική υποστήριξης του ισλάμ, και των Αράβων ειδικότερα, γύρω στα μέσα του 1938. Σε μια μυστική σύσκεψη με τη στρατιωτική ηγεσία –παρουσία των Γκέρινγκ, Κάιτελ, Γκέμπελς, και Χίμλερ-, ο Χίτλερ εξη­γεί ότι θα ήθελε να βρεθεί μια ευκαιρία να επιτεθεί στην Πράγα, όσο η Μεγάλη Βρετανία θα είναι εντελώς απορροφημένη από την αστάθεια της Παλαιστίνης. Έκτοτε, η Άμπβερ (στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών των Ναζί) ξεκινάει και τις άμεσες παραδόσεις όπλων στην Παλαιστίνη(16).

Παράλληλα αποφασίζεται η κλιμάκω­ση της προπαγάνδας στη Μέση Ανατολή, με σκοπό την τόνωση των αντιεβραϊκών αλλά και των αντιβρετανικών αισθημά­των στις λαϊκές μάζες, και βέβαια της πε­ραιτέρω καλλιέργειας του κύρους που ήδη απολάμβανε η ναζιστική Γερμανία.

Ως κύριο όχημα της ναζιστικής προ­παγάνδας επιλέγεται το ραδιόφωνο, μιας και οι Ιταλοί πραγματοποιούν ραδιο­φωνικές μεταδόσεις ήδη από το 1934. Σύμφωνα με τη βρετανική διοίκηση, το φασιστικό Ράδιο Μπάρι, που κινείται σε ένα αντίστοιχο ύφος, και εκπέμπει αντιαποικιακά και αντιεβραϊκά μηνύματα, κα­ταφέρνει να αποσπάσει τις προτιμήσεις του 60% των κατόχων ραδιοφώνου στην Παλαιστίνη. Εκείνη την εποχή, οι ραδιο­φωνικοί δέκτες στη Μέση Ανατολή υπο­λογίζονται περί τους 10.000. Ωστόσο, η χρήση των περισσότερων δεν είναι οικια­κή, καθώς τα ραδιόφωνα εκπέμπουν στα καφενεία και έχουν δεκάδες ακροατές το κάθε ένα, οπότε η επίδρασή τους πολλαπλασιάζεται.

Οι μεταδόσεις από το Βερολίνο ξεκι­νούν την άνοιξη του 1939, και συνεχίζο­νται καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου, μέχρι την άνοιξη του 1945. Η προπαγάν­δα που επιχειρείται μέσω αυτών, καθώς και μέσα από τα αλλεπάλληλα φυλλάδια που τυπώνονται και διακινούνται από τις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες στην Αί­γυπτο, την Παλαιστίνη, τη Συρία, το Ιράκ και το Ιράν, καλλιεργεί τα κοινά ιδεολογι­κά σημεία του ναζισμού με το ισλάμ.

Σε αυτήν κυριαρχούν θεματικές όπως η καταγγελία της «παρακμής της Δύσης», η οποία πιστώνεται στη δημοκρατία, την ατομικότητα, στην ελεύθερη έκφραση και τον πολιτικό πλουραλισμό. Εκθειά­ζεται η θρησκευτική πίστη, η πολεμική αρετή, η επιμονή στην ενότητα της κοι­νότητας των πιστών έναντι οποιασδήπο­τε έκφρασης πολιτικού πλουραλισμού, η ιδέα της fϋhrerprinzip. Αρχικώς, το πε­ριεχόμενο των μεταδόσεων έχει κυρίως θεωρητικό χαρακτήρα. Στην απομαγνητοφώνηση από τη μετάδοση της 12ης Δε­κεμβρίου 1940 διαβάζουμε:

«(Το ισλάμ) είναι θρησκεία της κοινότη­τας, όχι θρησκεία του ατόμου. Είναι άρα μια θρησκεία της κοινής ευημερίας (Gemeinnutzes) και όχι του ατομικού συμ­φέροντος (Eigennutzes). Επομένως, το ισλάμ συνιστά δίκαιο και αληθινό εθνι­κισμό, διότι καλεί τον μουσουλμάνο να θέσει το γενικό συμφέρον πάνω από τα ιδιωτικά συμφέροντα, να ζήσει όχι για τον εαυτό του αλλά για τη θρησκεία του και την πατρίδα του. Αυτός είναι ο ση­μαντικότερος στόχος που ακολουθεί το ισλάμ. Αποτελεί τη βάση των προσευ­χών και των εντολών του (…) Όσο οι μουσουλμάνοι ήταν γενναιόδωροι με τα αγαθά τους και τις ψυχές τους, ο Θεός τους βοήθησε και τους έδωσε τη δύναμη να χτίσουν μια μεγάλη αυτοκρατορία, την οποία κυβέρνησαν μόνοι τους. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, καθώς ένα έθνος που υποτάσσει το άτομο αξίζει να απο­λαύσει μεγάλη δόξα. Αυτό συνέβη στη μεγάλη ισλαμική αυτοκρατορία, διότι ε­κείνες τις ημέρες οι μουσουλμάνοι πί­στευαν στο βιβλίο του ηγεμόνα τους και στις εντολές των προφητών. Ωστόσο, ό­ταν απομακρύνθηκαν από το ισλάμ και τις εντολές του προφήτη, και όταν ο κα­θένας κοίταξε το ατομικό του συμφέρον και θυσίασε το κοινό καλό, η κινητήρια δύναμη των μουσουλμάνων εξασθένησε και ο θυμός του Θεού και του προφήτη έπεσε πάνω τους»(17).

Όσο όμως τα στρατεύματα του Ρόμελ προελαύνουν στη Μέση Ανατολή και έρ­χεται η στιγμή της τελικής αναμέτρησης με τα συμμαχικά στρατεύματα, η προπα­γάνδα τείνει να αποκτήσει πιο άμεσο τό­νο. Κυρίαρχα στοιχεία της πλέον είναι η εξέγερση εναντίον των Βρετανών (και των Αμερικανών), και βέβαια, η εκκα­θάριση των Εβραίων. Διαβάζουμε σε ένα προπαγανδιστικό φυλλάδιο (Το νέο εβρα­ϊκό βασίλειο) που κυκλοφόρησε σε εκα­τοντάδες χιλιάδες αντίτυπα, κυρίως στη Συρία:

«Άραβες, συνειδητοποιείτε τη διγλωσσία των Άγγλων και των Αμερικανών στη δι­αφορά μεταξύ των υποσχέσεών τους και των πράξεών τους; Αλλά αυτή τη φο­ρά, η εξαπάτηση των Αράβων του 1918 δεν θα επαναληφθεί, διότι όλα τα σχέ­δια των Άγγλων, των Αμερικανών και των Εβραίων μπορούν να υλοποιηθούν μόνο αν η Αγγλία κερδίσει τον πόλεμο. Και αυτή τη φορά, η Αγγλία, με τη βο­ήθεια του Θεού, δεν θα κερδίσει! Για­τί ήδη ο στρατηγός Ρόμελ, επικεφαλής των γενναίων στρατευμάτων του Άξο­να, κλονίζει και τις τελευταίες πόρτες της αγγλικής δύναμης! Άραβες! Βοηθή­στε τους φίλους σας να πετύχουν τους στόχους τους: την καταστροφή της αγγλοεβραϊκής-αμερικανικής κυριαρχίας. Άραβες! Έξω οι Άγγλοι, οι Εβραίοι και οι Αμερικάνοι από τις χώρες σας!»(18)

Οι ραδιοφωνικές μεταδόσεις και τα φυλ­λάδια διαδραμάτισαν τον δικό τους ρόλο στη διαμόρφωση της οπτικής του ισλαμοναζισμού. Επί μια πενταετία σφυρηλα­τούσαν στη συνείδηση των μαζών αυτό το αμάλγαμα το οποίο προσέδωσε στις φονταμενταλιστικές διαθέσεις την ώθη­ση μιας νεωτερικής συστηματικής ιδεο­λογίας.

Στην προπαγάνδα των Ναζί προς τον μουσουλμανικό κόσμο, κεντρικό ρόλο καταλαμβάνουν φιγούρες σημαίνουσες τόσο του ισλάμ όσο και του αραβικού ε­θνικισμού, όπως ο Μουφτής της Ιερου­σαλήμ Μοχάμεντ Αμίν Αλ Χουσεΐνι, ή ο πρώην πρωθυπουργός του Ιράκ, Ρασίντ Αλί αλ-Κιλάνι. Αμφότεροι θα κατα­λήξουν στο Βερολίνο εξόριστοι, έχοντας πάρει ενεργά το μέρος των δυνάμεων του Άξονα. Ο Τζέφρεϊ Χέρφ γράφει για την συνεργασία των ναζί με τους Άραβες ε­ξόριστους:

«Οι ομάδες αυτές ήρθαν κοντά κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέ­μου έχοντας ως κοινό σχέδιο τη ριζοσπαστικοποίηση των παραδόσεών τους και του παρελθόντος. Στη σύγχρονη α­καδημαϊκή γλώσσα, η συνάντησή τους στο Βερολίνο του πολέμου αποτέλεσε ένα κεφάλαιο στην ιστορία του υπερεθνισμού και της πολιτισμικής σύντηξης. Επρόκειτο για μια συνάντηση που ανέ­δειξε τα πιο καταστροφικά στοιχεία αμφότερων των πολιτισμών»(19).

«Στον ουρανό ο Αλλάχ, στη Γη ο Χίτλερ»

Η προπαγάνδα αυτή συνάντησε ευήκοα ώτα. Ήδη πριν τον πόλεμο, ο ναζισμός και ο Χίτλερ προσωπικά απόλαυαν ιδιαί­τερης συμπάθειας στον μουσουλμανικό κόσμο.

Ο Τιμόθεος Βούρστ, γενικός πρόξενος της Γερμανίας στη Γιάφα, γράφει το 1936:

«Ο εθνικοσοσιαλισμός, με τις αντιεβραϊκές αντιλήψεις του, έχει χτυπήσει μια χορδή μεταξύ των Αράβων της Παλαι­στίνης, οι οποίοι βρίσκονται σε μια α­πελπισμένη και σχεδόν απελπιστική αμυντική μάχη εναντίον του σιωνισμού. Μεταξύ των Αράβων, ο φασισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός έχουν σε πολλές πε­ριπτώσεις μεταβληθεί στα πρότυπα με τα οποία μετρούνται όλα τα άλλα πολιτι­κά συστήματα και διδασκαλίες, και, στα μάτια πολλών Αράβων, ο Αδόλφος Χίτλερ είναι χωρίς αμφιβολία απλά ο σημα­ντικότερος άνθρωπος του 20ού αιώνα. Η δημοτικότητα του Φύρερ μας είναι τόσο μεγάλη που δύσκολα μπορεί να υπάρξει έστω και ένας Άραβας, ακόμα και ο πιο ταπεινός χωρικός, που να μην έχει μάθει το όνομα του Χίτλερ(20).

Μέσα σε αυτό το κλίμα, δεν είναι τυχαίο πως η αραβική εξέγερση στην Παλαιστί­νη, της οποίας ηγείται ο Μουφτής της Ιε­ρουσαλήμ, Αμίν Αλ Χουσεϊνί:

Έλαβε χώρα με φόντο τη σβάστικα: Η οργάνωση νεολαίας του πολιτικού κόμ­ματος (του αλ Χουσεϊνί) παρήλαυνε ως «πρόσκοποι ναζί» και τα παιδιά χαιρε­τούσαν το ένα το άλλο με τον ναζιστικό χαιρετισμό. Όσοι έπρεπε να περάσουν μέσα από τις επαναστατημένες συνοικί­ες της Παλαιστίνης ανύψωναν στα οχήματά τους μια σημαία με τη σβάστικα, ώστε να εξασφαλίσουν προστασία από επιθέσεις των εθελοντών του Μουφτή(21).

Όταν οι Γερμανοί καταλαμβάνουν τη Γαλλία, το 1940, μαζικές διαδηλώσεις ξεσπούν στη Δαμασκό, τη Χόμς και το Χαλέπι, που βρισκόταν τότε υπό γαλλι­κή εντολή. Ένα από τα συνθήματα που οι διαδηλωτές φωνάζουν μαζικά, λέει: «όχι πια μίστερ / ούτε πια μεσιέ / στον ουρανό ο Αλλάχ, / στη γη ο Χίτλερ»(22).

Αντίστοιχο ρεύμα καταγράφεται και στο Ιράν. Λίγα χρόνια μετά, το 1941, ο πρέσβης της Γερμανίας στην Τεχεράνη, Έρβιν Έτελ, μεταφέρει σε αναφορά του το κλίμα που επικρατεί:

«Εδώ και μήνες, η πρεσβεία λαμβάνει ει­δοποιήσεις από διάφορες πηγές που επι­σημαίνουν ότι, σε όλη τη χώρα, κληρικοί έρχονται και μιλούν στους πιστούς για παλιές μυστικές προφητείες και όνειρα που δείχνουν ότι ο Θεός έστειλε τον δω­δέκατο ιμάμη στον κόσμο με τη μορφή του Αδόλφου Χίτλερ»(23).

H γοητεία που ασκεί ο εθνικοσοσιαλισμός δεν εκφράζεται μόνο στο επίπεδο της συ­μπάθειας του γενικού πληθυσμού. Κατα­σταλάζει σε συγκεκριμένες ιδεολογικές και οργανωτικές επιρροές. Κεντρικό ρό­λο διαδραματίζει σε αυτές ο Μέγας Μου­φτής της Ιερουσαλήμ, Αμίν Αλ Χουσεϊνί, με όλη τη συμβολική -ως θεματοφύλακας του Τεμένους του Αλ Άκσα– αλλά και την πραγματική εξουσία που απολαμβά­νει στην Παλαιστίνη. Οι Χουσεϊνί είναι οικογένεια επιφανών προκρίτων της Πα­λαιστίνης που προβάλλουν την απευθείας καταγωγή τους από τον Μωάμεθ. Ο Αμίν Αλ Χουσεϊνί επιλέγεται ως Μουφτής της Ιερουσαλήμ από τους Βρετανούς, το 1921, παρ’ όλο που, ένα χρόνο πριν, είχε πρωτοστατήσει στις πρώτες συγκρούσεις μεταξύ Εβραίων και Αράβων που κατα­γράφονται στην περίοδο της βρετανικής εντολής.

Από την πρώτη στιγμή της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία, επισκέπτεται τον Γενικό Πρόξενο της Γερμανίας στην Ιε­ρουσαλήμ και του δηλώνει ότι «χαιρετίζει το νέο γερμανικό καθεστώς και προσδο­κά στην εξάπλωση τη φασιστικής, αντιδημοκρατικής ηγεσίας και σε άλλες χώρες»(24). Έκτοτε, και καθ’ όλη τη δεκαετία του 1930, επιδίδεται σε ιδιαίτερες προσπάθει­ες προκειμένου να πείσει τους Ναζί για τη σημασία μιας στρατηγικής συμμαχίας με τους Άραβες. Όπως γράφει ο Τζέφρι Χέρφ:

«Ο Χουσεϊνί είναι μια κομβική φυσι­ογνωμία για τη σφυρηλάτηση μιας ιδεολογικής συνάφειας μεταξύ του ε­θνικοσοσιαλισμού, αφενός, και του α­ραβικού εθνικισμού και του μαχητικού ισλάμ, από την άλλη»(25).

Το 1941, τον βρίσκουμε στο Ιράκ, να στη­ρίζει το φιλοναζιστικό πραξικόπημα του Ρασίντ Αλ Κιλάνι· μετά την αποτυχία του αναγκάζεται να διαφύγει, και καταλήγει μέσω Ρώμης στο Βερολίνο, όπου συμ­μετέχει με ιδιαίτερη ζέση στους μηχανι­σμούς της ναζιστικής προπαγάνδας, στη Μέση Ανατολή, και προσπαθεί να συ­γκροτήσει σώματα Αράβων εξόριστων για λογαριασμό της Βέρμαχτ. Παρ’ όλο που μερικές εκατοντάδες θα εκπαιδευ­τούν από τους Γερμανούς –και θα παίξουν τον δικό τους ρόλο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1948, στον πόλεμο ενα­ντίον των Ισραηλινών–, η ιδέα αυτή δεν θα αποδώσει καρπούς· ωστόσο, ο Μου­φτής της Ιερουσαλήμ θα συμβάλει ιδιαί­τερα στη στρατολόγηση μουσουλμάνων από τη Βοσνία και την Αλβανία οι οποίοι θα συγκροτήσουν τις διαβόητες μουσουλ­μανικές ταξιαρχίες των Βάφεν Ες Ες.

Μετά τον πόλεμο, αν και συλλαμβάνεται, διαφεύγει από κάθε δίκη· καταλήγει στη Γαλλία, απ’ όπου εν τέλει απελευθε­ρώνεται έπειτα από διπλωματικές –αλλά και κατασκοπευτικές– περιπλοκές και, κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1940, ε­πιστρέφει στη Μέση Ανατολή.

Ήδη από το 1946, οι υπουργοί των Εξωτερικών του αραβικού κόσμου, συγκροτούν μια Ανώτατη Αραβική Ε­πιτροπή, προκειμένου να εκπροσωπή­σει τους Άραβες της Παλαιστίνης, και του προσφέρουν την προεδρία – παρότι εκείνη την εποχή παρέμενε στη Γαλλία. Θεωρείται ο de facto ηγέτης των Παλαι­στινίων, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960, οπότε τον διαδέχε­ται η νέα γενιά, που είναι σαφέστατα πιο επηρεασμένη από την κοσμική επανα­στατική αριστερά και τον τριτοκοσμικό σοσιαλισμό. Παραδίδει τη σκυτάλη, μετά τα μέσα της δεκαετίας, στην Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, του Γιασέρ Αραφάτ, ο οποίος μάλιστα εί­ναι μακρινός συγγενής του.

Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι

και οι Φαιοχίτωνες

Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι αποτελούν τη μήτρα όλων των οργανώσεων του σύγ­χρονου ισλαμικού ριζοσπαστισμού. Είναι η οργάνωση που θα μεταφέρει την έννοι­α της τζιχάντ στον στίβο της πολιτικής.

Μέχρι τότε, η έννοια της τζιχάντ θα σηματοδοτεί είτε τον «ιερό πόλεμο» που διεξάγει ένα ήδη ισλαμικό κράτος – όπως ο σεϊχουλισλάμης της οθωμανικής Αυτο­κρατορίας, που κάλεσε τους απανταχού μουσουλμάνους πιστούς να επιτεθούν στις δυνάμεις της Αντάντ, λίγο μετά την είσοδο του Χαλιφάτου στον Α΄ Παγκό­σμιο Πόλεμο· είτε, πάλι, για τους μεντρεσέδες, τους κληρικούς και τους πιστούς μουσουλμάνους που τους ακολουθούν, σημαίνει τον πνευματικό αγώνα για τη δι­αφύλαξη της ορθής πίστης.

Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι (ΑΜ), ό­μως, την μετασχηματίζουν σε κάτι άλλο: στη διαπάλη ενός πολιτικού κινήματος για την εγκαθίδρυση ενός κράτους της Σαρίας. Ο Ζιλ Κεπέλ χαρακτηρίζει αυ­τή τη νέα πολιτική σύνθεση ως «ισλαμική μοντερνικότητα»(26), που αποτελεί μια απάντηση στην ευρωπαϊκή – θα λέγαμε με τους όρους ενός «αντιδραστικού μο­ντερνισμού», για να χρησιμοποιήσουμε μια έννοια η οποία συνδέεται με το σύνο­λο του ολοκληρωτικού φαινομένου.

Οι ΑΜ ιδρύονται το 1928 από τον Χα­σάν Αλ Μπάνα, αλλά καταφέρνουν να μαζικοποιηθούν μόνον αφότου ξεσπάει η εξέγερση των Αράβων της Παλαιστί­νης, το 1936: εκείνη τη χρονιά μετρούν μόλις 800 μέλη, ενώ το 1938 φτάνουν τις 200.000, και την ίδια εποχή διατηρούν ήδη παραρτήματα στον Λίβανο και τη Συρία.

Ο Χασάν Αλ Μπάνα «μελέτησε προσε­κτικά τις ναζιστικές και φασιστικές οργανώσεις»(27) προκειμένου να μεταβάλει τους ΑΜ σε μαζική οργάνωση. Φτάνει να δη­μιουργήσει και μια σκιώδη παραστρατιωτική οργάνωση, στα πρότυπα των Φαιοχιτώνων του Χίτλερ, η οποία κλι­μακώνει τη δραστηριότητά της μέχρι το 194927, φτάνοντας ακόμα και στη δολο­φονία του πρωθυπουργού Νοκρασί Πασά (1948). Για τη δραστηριότητά της εν τέλει, ο ίδιος ο Χασάν Αλ Μπάνα θα δο­λοφονηθεί από τις αιγυπτιακές μυστικές υπηρεσίες, το 1949.

Το πρόγραμμα των ΑΜ διατυπώνεται για πρώτη φορά από τον Αλ Μπάνα με α­φορμή τη στέψη του Βασιλιά Φαρούκ το 1936 – ο οποίος διακρίνεται για τα φιλογερμανικά του αισθήματα. Ο ηγέτης των Αδελφών Μουσουλμάνων συντάσσει τό­τε μια επιστολή που τιτλοφορείται Προς το Φως και περιέχει πενήντα σημεία για την ισλαμική διακυβέρνηση. Μεταξύ άλ­λων, τα σημεία αυτά προβλέπουν: τη διά­λυση όλων των πολιτικών κομμάτων και τη συγκρότηση ενός ενιαίου μετώπου το οποίο θα περιλαμβάνει κόμματα που ανα­γνωρίζουν μόνο την πρωτοκαθεδρία και την ενότητα της ούμμα (της κοινότητας των μουσουλμάνων πιστών)· την προ­σαρμογή του Δικαίου στις επιταγές της Σαρία· την πρόσληψη των αποφοίτων από τα θρησκευτικά ιδρύματα στην κυ­βέρνηση και τον στρατό· την ισχυροποί­ηση του τελευταίου, και παράλληλα την ιδεολογική του συγκρότηση στο πνεύμα της τζιχάντ· τη σύγκλιση της αιγυπτια­κής κυβέρνησης με τις υπόλοιπες ισλαμικές κυβερνήσεις με πρόγραμμα και στόχο την αναβίωση του Χαλιφάτου κ.ά.(28)

Τα «πενήντα σημεία» έρχονται σε μια στιγμή που η Αίγυπτος μετεωρίζεται μέσα σε μια διαδικασία σχετικού εκδημοκρατι­σμού, καθοδηγούμενη από αριστερά και φιλελεύθερα κόμματα. Απέναντί τους ορ­θώνεται ο ισλαμισμός, προτάσσοντας μια αντιδραστική εκδοχή νεωτερικού κρά­τους, μονοκομματική, δεσμευμένη στις ι­ερές παραδόσεις και θεμελιωμένη πάνω στην αρχή της μουσουλμανικής αποκλει­στικότητας και ταυτόχρονα μιλιταριστική – εμποτισμένη με τις αρχές του ολοκλη­ρωτικού θρησκευτικού πολέμου που απο­σκοπεί στην παλινόρθωση του χαμένου αυτοκρατορικού μεγαλείου.

Το εντυπωσιακό είναι πως η προσή­λωση των ΑΜ στα 50 σημεία αψηφά τον χρόνο, καθώς αυτά επανέρχονται στην α­τζέντα τους μετά από… οκτώ δεκαετίες. ‘ Έτσι καταφέρνουν να βγουν από την πα­ρανομία, έπειτα από την πτώση του κα­θεστώτος Μουμπάρακ, το 2011, και εν τέλει εκλέγονται στην εξουσία το 2012 – όπου και παραμένουν για λίγο.

Λίγο πριν την ανάληψη της αιγυπτια­κής προεδρίας από τον Μοχάμεντ Μόρσι, ο Σαάντ αλ-Χουσεΐνι, ηγετικό στέλεχος της οργάνωσης, δηλώνει σε μια συνέ­ντευξή του ότι:

«Παραμένουμε πιστοί στο ίδιο σχέδιο εδώ και ογδόντα χρόνια· τώρα φτάσαμε στο στάδιο το οποίο ονομάζεται «μεταρ­ρύθμιση της κυβέρνησης» ενώ θα συνεχίσουμε να αλλάζουμε την κοινωνία και να διαμορφώνουμε την οικογένεια και το άτομο»(29).

Η «μεταρρύθμιση της κυβέρνησης», φυ­σικά, σημαίνει εφαρμογή της Σαρία.
Όντως, τον Νοέμβριο του 2012, ο Μόρσι προχωράει σε μεταρρυθμίσεις που προσανατολίζονται προς την ισλαμοποίηση του αιγυπτιακού κράτους. Όμως, τα φιλελεύθερα κομμάτια της αιγυπτια­κής κοινωνίας, οι Κόπτες και ο στρατός, που είναι ο θεματοφύλακας της κοσμικότητας, κινητοποιούνται και εν τέλει ο Μόρσι ανατρέπεται από τις ένοπλες δυ­νάμεις(30).

Ο τρόπος με τον οποίον οι ΑΜ ελίσ­σονται ανάμεσα σε τακτικές νόμιμες, πα­ράνομες, και ημιπαράνομες συνιστά ένα πρότυπο για τη δράση των περισσότερων ισλαμικών κινημάτων. Το ίδιο συμβαίνει και με την εργαλειακή αντιμετώπιση της δημοκρατίας. Την συνόψισε πολύ εύστο­χα ο Ταγίπ Ερντογάν, στα μέσα της δε­καετίας του 1990, όταν δήλωνε ότι: «η δημοκρατία είναι ένα μέσο, όχι σκοπός· ένα τρένο που μπορούμε να εγκαταλεί­ψουμε όταν φτάσουμε στον στόχο μας». Τι μας θυμίζει αυτό; Το περίφημο από­φθεγμα του Γκέμπελς:

«Θέλουμε να εξουδετερώσουμε τη Δημο­κρατία. Εάν η Δημοκρατία είναι τόσο η­λίθια ώστε να μας δώσει το ελεύθερο, και μάλιστα και βουλευτική αποζημίω­ση γι’ αυτό, είναι δικό της θέμα..».

Η ναζιστική ιδεολογία επηρεάζει τους ΑΜ και στον τρόπο που συστηματοποι­ούν τον αντιεβραϊσμό τους. Παρότι, στις απαρχές των νέων χρόνων, οι Εβραίοι εί­ναι παρόντες στην οικονομική και κοι­νωνική ζωή, τόσο στην Αίγυπτο όσο και στην Αλγερία, ή την Τουρκία, η αντιπα­ράθεση με τους Εβραίους θα μεταβληθεί σταδιακά σε κυρίαρχο στοιχείο μετά τις απαρχές του εβραϊκού αποικισμού στην Παλαιστίνη. Και στο εξής, το πολιτικό ισλάμ, με μια επιστροφή στις κορανικές ρίζες, θα χρονολογεί τον αντιεβραϊσμό του στη σύγκρουση των Εβραίων με τον Μωάμεθ στη Μεδίνα, και την εκδίω­ξή τους από τον Προφήτη. Πάνω σε αυ­τό το υπόστρωμα, ο εθνικοσοσιαλισμός, με τη συστηματοποίηση του αντισημιτι­σμού, θα προσφέρει στο ισλάμ ένα αφή­γημα που τον μεταβάλει σε θεμέλιο λίθο της ερμηνείας του σύγχρονου παγκόσμι­ου συστήματος.

Το 1938, οι ΑΜ οργανώνουν ένα Συ­νέδριο για την υποστήριξη της Παλαιστί­νης με τη συμμετοχή μουσουλμανικών και αραβικών χωρών. Εκεί διανέμουν την αραβική μετάφραση των Πρωτοκόλλων των Σοφών της Σιών, καθώς και αποσπά­σματα από τον Αγώνα του Χίτλερ.

Δυόμισι, περίπου, δεκαετίες μετά, ο Σάγιτ Κούτμπ, ο μεγάλος ισλαμιστής δι­ανοούμενος που συνδέεται με τους ΑΜ, γράφει χαρακτηριστικά, για τη «διεθνή του εβραϊσμού», ότι αποσκοπεί στην ε­ξάλειψη:

«…όλων των περιορισμών, ιδίως εκεί­νων που επιβάλλονται από την πίστη και τη θρησκεία, έτσι ώστε οι Εβραίοι να μπορούν να διεισδύουν στο πολιτικό σώμα ολόκληρου του κόσμου και στη συνέχεια να είναι ελεύθεροι να διαιωνίσουν τα σατανικά τους σχέδια. Με­ταξύ αυτών των δραστηριοτήτων είναι και η τοκογλυφία, στόχος της οποίας εί­ναι όλος ο πλούτος της ανθρωπότητας να καταλήξει στα χέρια των εβραϊκών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που ει­σπράττουν τόκους»(31).

Ας επιστρέψουμε, όμως, στον Χασάν Αλ Μπάνα· οι σχέσεις του με τους Ναζί στην προπολεμική Αίγυπτο δεν είναι μόνον ι­δεολογικές. Έγγραφα των γερμανικών υ­πηρεσιών που αποκαλύπτονται το 1939 αποδεικνύουν ότι οι ΑΜ ενισχύονται από τους Γερμανούς – στήνουν μάλιστα με τη βοήθειά τους και ένα τυπογραφείο. Το ύψος της χρηματοδότησης, σύμφωνα με τις αναφορές, είναι αρκετά υψηλότε­ρο συγκριτικά με τη βοήθεια που λάμβαναν άλλες οργανώσεις που αντιτίθονταν στους Βρετανούς(32). Αλλά και κατά τη δι­άρκεια του πολέμου, αρκετά στελέχη της παραστρατιωτικής οργάνωσης των ΑΜ εντάσσονται στις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες, ενώ συζητείται ευρέως ένα σχέδιο αντιβρετανικής εξέγερσης σε συμμαχία με άλλες οργανώσεις.

Ούτε όμως το τέλος του πολέμου και η συντριβή του ναζισμού δεν αρκούν στον Χασάν Αλ Μπάνα για να κρύψει τις συμπάθειές του. Όταν εν τέλει επαναπατρίζεται ο Μουφτής της Ιερουσαλήμ –παρ’ όλες τις υπηρεσίες που είχε προσφέρει στη ναζιστική Γερμανία ως εξόριστος στο Βερολίνο– ο Χασάν αλ Μπάνα τον καλωσορίζει με μια μακροσκελή πανηγυ­ρική δήλωση. Μεταξύ πολλών άλλων α­ναφέρει:

Ο Μουφτής είναι η Παλαιστίνη και η Παλαιστίνη είναι ο Μουφτής. (…) Όλα αυτά τα χρόνια της εξορίας δεν επηρέ­ασαν το αγωνιστικό σου πνεύμα. Η ήτ­τα του Χίτλερ και του Μουσολίνι δεν σε τρόμαξε. Τα μαλλιά σου δεν έγιναν γκρίζα από τον φόβο και είσαι ακόμα γεμάτος ζωή και αγώνα. Τι ήρωας, τι θαύμα ανθρώπου. (…) Ναι, αυτός ο ήρωας που αμφισβήτησε μια αυτοκρατορία και πολέμησε τον Σιωνισμό, με τη βοήθεια του Χίτλερ και της Γερμανίας. Η Γερμανία και ο Χίτλερ έχουν φύγει, αλλά ο Αμίν Αλ-Χουσεϊνί θα συνεχίσει τον αγώνα(33).

Εθνικοσοσιαλισμός και
αραβικός εθνικισμός

Οι επιδράσεις, όμως, του εθνικοσοσια­λισμού στη Μέση Ανατολή της δεκαετί­ας του 1930 δεν αφορούσαν μόνον στις ισλαμικές οργανώσεις, αλλά εξ ίσου και στις κοσμικές. Ένας από τους ηγέτες του συριακού Μπάαθ, ο Σάμι Αλ Χουντί, θα γράψει αρκετά χρόνια αργότερα:

«Ήμασταν ρατσιστές, θαυμάζαμε τον να­ζισμό, διαβάζαμε τα βιβλία του και την πηγή της σκέψης του, ιδιαίτερα τους Νίτσε, Φίχτε, καθώς και το έργο του Χ.Σ. Τσάμπερλεν Τα Θεμέλια του 19ου αιώνα, το οποίο περιστρέφεται γύρω από τη φυλή. Ήμασταν οι πρώτοι που σκεφτήκαμε να μεταφράσουμε το Mein Kampf. Όποιος έζησε κατά τη διάρκει­α αυτής της περιόδου στη Δαμασκό θα εκτιμούσε την κλίση του αραβικού λα­ού προς τον ναζισμό, διότι ο ναζισμός ήταν η δύναμη που μπορούσε να λει­τουργήσει προς το συμφέρον του αρα­βικού λαού»(34).

Το Κόμμα «Νέα Αίγυπτος» ιδρύεται το 1933 από τον Αχμάντ Χουσεΐν. Απευθύ­νεται κυρίως στη νεολαία της Αιγύπτου. Το κόμμα καθιερώνει τον φασιστικό χαι­ρετισμό, τη λατρεία της ηγεσίας, και μια ομοιόμορφη στολή για τα μέλη του – το παραστρατιωτικό σκέλος της οργάνωσης είναι γνωστό με το όνομα πρασινοχίτωνες. Μια αποστολή μελών του, με επικε­φαλής τον ίδιον τον Χουσεΐν, μεταβαίνει το 1936 στη Γερμανία για να συμμετά- σχει στην ετήσια πανηγυρική συγκέντρω­ση της Νυρεμβέργης που διοργανώνουν οι Ναζί(35). Μεταξύ των μελών του κόμμα­τος, συναντάμε και δύο νεαρούς αξιωμα­τικούς: τον Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ και τον Ανουάρ αλ Σαντάτ, τους μετέπειτα δι­αδοχικούς προέδρους της Αιγύπτου(36).

Η ώσμωση με τους Εθνικοσοσιαλιστές συνεχίζεται και κατά την πρώτη πε­ρίοδο του Νασερισμού, στην Αίγυπτο, κυρίως μέσα στη δεκαετία του 1950. Ο Γιόχαν Φον Ληρς είναι ίσως η γνωστότε­ρη περίπτωση αμετανόητου ναζί, που θα ενταχθεί στους μηχανισμούς του νασερικού καθεστώτος και θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της αντιεβραϊκής του προπαγάνδας.

Ο Ληρς ήταν από τους ιδεολόγους του ναζιστικού κόμματος που εξ αρχής υπο­στήριζε μια στρατηγική συμμαχία με τον μουσουλμανικό κόσμο -παρεμπιπτό­ντως, και με την ΕΣΣΔ–, εναντίον της παρηκμασμένης, φιλελεύθερης Δύσης. Διατηρεί, ήδη από τη δεκαετία του 1930, στενές σχέσεις με τον Μουφτή της Ιερου­σαλήμ, Αμίν Αλ Χουσεϊνί. Μετά τον πό­λεμο, ο Χουσεϊνί θα είναι εκείνος που θα φέρει τον Φον Ληρς από την Αργεντινή – όπου είχε βρει καταφύγιο στο καθεστώς του Περόν– στην Αίγυπτο. Μάλιστα, κατά την τελευταία φάση της διαμονής του στην Αργεντινή, εμφανίζεται ήδη να συνεργάζεται με την εκεί αιγυπτιακή πρεσβεία, σε ενέργειες προπαγάνδας εναντίον των Ισραηλινών(37).

Στην Αίγυπτο, ο Ληρς αναλαμβάνει καίρια θέση στο Ινστιτούτο για τη Μελέτη του Σιωνισμού. Σε αυτό προεδρεύει ένας ακόμη διαβόητος ναζί, επίσης συνεργά­της του Γκέμπελς, ο Άλφρεντ Ζίγκλερ. Ανάμεσα στις εκδόσεις του Ινστιτούτου βρίσκουμε τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών και, βέβαια, μια αραβική μετά­φραση του Αγώνα του Χίτλερ. Αντίτυπα και των δύο θα βρεθούν σε σακίδια Αιγυ­πτίων στρατιωτών κατά τις επιχειρήσεις στο όρος Σινά το 1956(38).

Μέσω της θέσης του στο Ινστιτούτο, ο Ληρς συναντιέται συχνά με επιφανείς αξιωματούχους του νασερικού καθεστώ­τος. Ο πιο γνωστός είναι ο μετέπειτα πρό­εδρος της Αιγύπτου, Ανουάρ Αλ Σαντάτ, ο οποίος, όπως γράφει στην αυτοβιογρα­φία του, ελπίζει, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ότι μια νίκη του Χίτλερ θα συμβάλει στην ανεξαρτησία της Αιγύπτου.

Ο Ληρς αποτελεί ενδιαφέρουσα πε­ρίπτωση, καθώς αποπειράται την ανανέ­ωση του εθνικοσοσιαλισμού, μέσα από μια απόπειρα προσέγγισης των αντιαποικιακών κινημάτων του Τρίτου Κό­σμου –ιδίως της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής- αλλά και την ανάπτυξη ε­νός πρώιμου Ευρασιανισμού. Σύμφωνα με μια αναφορά της CIA, του 1957, που σχολιάζει τις ιδέες και τις δράσεις που α­ναπτύσσει κατά την παραμονή του στην Αίγυπτο, ο Ληρς:

«Μεταβάλλεται ολοένα και περισσότε­ρο σε ζηλωτή, σε βαθμό μάλιστα που φτάνει να υποστηρίζει την επέκταση του ισλάμ στην Ευρώπη, προκειμένου να επιτευχθεί ισχυρότερη ενότητα μέ­σω μιας κοινής θρησκείας. Αυτή η επέ­κταση πιστεύει ότι μπορεί να προέλθει όχι μόνο από την επαφή με τους Άρα­βες στην Εγγύς Ανατολή και την Αφρι­κή αλλά και με ισλαμικά στοιχεία εντός της ΕΣΣΔ. Τα αποτελέσματα που ορα­ματίζεται είναι ο σχηματισμός ενός πο­λιτικού μπλοκ εναντίον του οποίου ούτε η Ανατολή ούτε η Δύση θα μπορούσαν να επικρατήσουν»(39).

Η συμβολή των ναζί στη συγκρότηση του νασερικού καθεστώτος δεν περιορίζεται στο πεδίο της προπαγάνδας. Αρκετοί α­ξιωματικοί των SS, πολλοί από αυτούς με βαριές κατηγορίες για τη συμμετοχή τους στα ‘τάγματα θανάτου’ που υλοποιούσαν τη γενοκτονία των Εβραίων της Κεντρι­κής και Ανατολικής Ευρώπης, σπεύδουν στο Κάιρο και συμβάλλουν στη συγκρό­τηση και την εκπαίδευση των σωμάτων ασφαλείας, του στρατού αλλά και αντάρ­τικων σωμάτων, τα οποία το καθεστώς προόριζε να στρέψει εναντίον του Ισρα­ήλ. Ο Γιόακιμ Ντρέσελ, για παράδειγ­μα, υπήρξε επικεφαλής της Γκεστάπο στο Ντίσελντορφ και τον ξαναβρίσκου­με, το 1954, να υπηρετεί ως σύμβουλος στο υπουργείο Εσωτερικών της Αιγύπτου· αποστολή του, η οργάνωση των στρατοπέδων συγκέντρωσης για τους αντιφρονούντες, και η εκπαίδευση των κα­τασταλτικών μηχανισμών του νασερικού καθεστώτος(40).

Γενικώς, ο ρόλος των καθεστώτων της Μέσης Ανατολής –του Νάσερ ή του μπααθικού στη Συρία κυρίως- ως κατα­φυγίου και πεδίου συνέχειας των δρα­στηριοτήτων των βετεράνων Ναζί του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έχει υποεκτιμηθεί. Συνηθίζεται να πιστεύεται ότι περισσότε­ροι από αυτούς καταφεύγουν στη Λατινι­κή Αμερική, κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1940 και τις αρχές της επομένης, και κυρίως στην Αργεντινή’ ωστόσο, υπολο­γίζεται ότι περίπου 4.000 ναζί αξιωματι­κοί και αξιωματούχοι που εμπλέκονται σε εγκλήματα πολέμου κατέφυγαν στη Μέ­ση Ανατολή, ενώ, στη Λατινική Αμερική εκτιμάται ότι κατέφυγαν μεταξύ 180-­800(41).

Ο αντίκτυπος της ιδιαίτερης σχέσης που σφυρηλάτησαν οι ναζί με τα καθε­στώτα και τα κινήματα του αραβικού εθνικισμού, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πό­λεμο, συνεχίζει να επιδρά και κατά τις επόμενες δεκαετίες. Μάλιστα, ίχνη της ε­μπλοκής αυτής συναντάμε απροσδόκητα και στις αριστερόστροφες ένοπλες παλαι­στινιακές οργανώσεις των δεκαετιών του ’60 και του ’70, που κατά τα άλλα είναι γνωστές για τις σχέσεις τους με τις ένο­πλες ακροαριστερές οργανώσεις της Ευ­ρώπης.

Μια χαρακτηριστική φιγούρα αυτής της εμπλοκής είναι ο Ελβετός τραπεζίτης Φρανσουά Γκενού.(42) Ο Γκενού –γιος Ελβετού βιομήχανου– θα συναντήσει ως έφηβος τον Χίτλερ, το 1934, σε ένα ξε­νοδοχείο στη Βόννη, όπου του εκμυστη­ρεύεται τον θαυμασμό του για τον ίδιον και τον εθνικοσοσιαλισμό· λίγο αργότε­ρα, γίνεται μέλος του ελβετικού φιλοναζιστικού Εθνικού Μετώπου, ενώ το 1936 ταξιδεύει στην Παλαιστίνη και συνδέε­ται με τον Μουφτή της Ιερουσαλήμ, με μια φιλία που θα διαρκέσει πάνω από 4 δεκαετίες.

Μέσα στον πόλεμο, τον βρίσκουμε και πάλι στη Μέση Ανατολή να αναλαμβά­νει διάφορες αποστολές για λογαριασμό των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών. Προς το τέλος του πολέμου, ταξιδεύει στο Βερολίνο, όπου συνάπτει ιδιαίτερες σχέσεις με κορυφαίους ναζί αξιωματούχους· ο Γκενού τους εμπνέει εμπιστοσύ­νη για τη βαθιά του πίστη και ιδεολογική προσήλωση στον εθνικοσοσιαλισμό, ενώ παράλληλα η δικτύωσή του μέσα στο ελβετικό τραπεζικό σύστημα αποβαίνει πολλαπλώς χρήσιμη για τους στενούς του φίλους. Μετά τη λήξη του πολέμου, εμ­φανίζεται να είναι ο μοναδικός κάτοχος των δικαιωμάτων των έργων του Χίτλερ, του γραμματέα εξ απορρήτων του, Μάρτιν Μπόρμαν, καθώς και του Γκέμπελς. Η δημοσιοποίησή τους θα του αποφέρει μια περιουσία.

Λίγο πριν τη λήξη του πολέμου, ο Μουφτής της Ιερουσαλήμ, με την άδεια του Χίτλερ, αποσπά ορισμένα κεφάλαι­α από τους λογαριασμούς που διατηρούν οι ναζί στην Ελβετία, για τη στήριξη και τον επηρεασμό των αραβικών κινημάτων που αναμένεται να ξεσπάσουν μετά τον πόλεμο. Την επιχείρηση την αναλαμβά­νει ο Γκενού, που έκτοτε εξελίσσεται σε «τραπεζίτη του Μουφτή». Το όνομά του το συναντάμε και σε μια άλλη διαβόητη υπόθεση, της χρήσης των κλεμμένων ε­βραϊκών περιουσιών που είχαν κρύψει οι ναζί στην Ελβετία, για την οργάνωση και τη στήριξη του δικτύου ODESSA, που εί­χε ως σκοπό την προστασία και τη φυγά­δευση των Ναζί από την Ευρώπη, μετά τον Πόλεμο.

Ο Γκενού -όπως και ο Φον Ληρς- πι­στεύει πως, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πό­λεμο, η υπόθεση του εθνικοσοσιαλισμού οφείλει να καταστεί υπόθεση των κινη­μάτων του Τρίτου Κόσμου, και να επι­κεντρωθεί στην καταστροφή του Ισραήλ. Μάλιστα, παρουσιάζει αυτή την άποψη σαν να ήταν πεποίθηση του ίδιου του Χίτλερ, προς το τέλος του πολέμου: «Ο Χίτλερ ήθελε τους λαούς του Τρίτου Κόσμου να συνεχίσουν το έργο οικοδόμησης του Χιλιόχρονου Ράιχ», γράφει στην εισαγω­γή των Ντοκουμέντων του Μπόρμαν που ο ίδιος εξέδωσε, της αμφίβολης αξιοπιστί­ας και γνησιότητας καταγραφής των ιδι­αίτερων συνομιλιών που είχε ο Χίτλερ με τον υπασπιστή του προς το τέλος του πο­λέμου.

Ανεξάρτητα από το αν ο Χίτλερ όντως υποστήριξε κάτι τέτοιο ή όχι, ο Γκενού σίγουρα το πιστεύει. Και γι’ αυτό, από την δεκαετία του 1950, δραστηριοποιείται έντονα για την υποστήριξη της υπόθεσης του Παναραβισμού, τη χρηματοδότη­ση των εθνικοαπελευθερωτικών κινημά­των, την οργάνωση δικτύων υποστήριξης και χρηματοδότησης με την Ευρώπη: τον βρίσκουμε διαδοχικά να χρηματοδοτεί και να διαχειρίζεται εταιρείες-προκάλυμμα για τη μεταφορά όπλων στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο της Αλγερί­ας (FLN), όπου γνωρίζει και συνδέεται στενά με τον Ζακ Βερζέ, Γάλλο αντιαποικιοκράτη δικηγόρο, που θα αναλάβει την υπεράσπιση ηγετικών στελεχών του FLN, και αργότερα, του Κάρλος και του Κλάους Μπάρμπι, του «Χασάπη της Λυόν», στις αρχές της δεκαετίας του 1980 (τη χρηματοδότηση για την υπεράσπιση του Μπάρμπι, θα αναλάβει ο ίδιος ο Γκε­νού).

Την επόμενη δεκαετία, μετά την ήτ­τα τον Αράβων στον πόλεμο του 1967, τον συναντάμε στη Βαρκελώνη να διοργανώνει ένα συνέδριο υποστήριξης και χρηματοδότησης στις Παλαιστινια­κές Οργανώσεις, με τη συμμετοχή επι­φανών νεοναζί απ’ όλο τον κόσμο, καθώς και μιας αντιπροσωπείας της οργάνωσης του Γιασέρ Αραφάτ, Αλ Φατάχ. Έκτοτε μεταφέρει χρήματα και όπλα στις παλαι­στινιακές οργανώσεις, κυρίως στο Λα­ϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης του Ζορζ Χαμπάς και στον Μαύρο Σεπτέμβρη του Αλί Χασάν Σαλαμέχ· όπως ομολογεί, μάλιστα, δεκαετί­ες μετά, στον Γάλλο δημοσιογράφο Πιέρ Πεάν, θα εμπλακεί και σε μια αεροπει­ρατεία που οργανώνει το Λαϊκό Μέτωπο τον Φεβρουάριο του 1972, καθώς θα εί­ναι εκείνος που θα παραδώσει τα αιτήμα­τα των αεροπειρατών στην Λουφτχάνσα.

Η δικτύωσή του με το Λαϊκό Μέτωπο και τις υπόλοιπες αριστερές οργανώσεις του παλαιστινιακού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος, τον φέρνει κοντά στον Ίλιτς Ραμίρες Σάντσες (γνωστό και ως Κάρλος το τσακάλι) τον οποίον επίσης χρηματοδοτεί και στηρίζει, ιδίως μετά τη σύλληψη και φυλάκισή του. Ας μην ξε­χνάμε ότι και ο Κάρλος εν τέλει ασπάζεται το ισλάμ, μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001.

Παράλληλα, εμφανίζεται να χρηματο­δοτεί τον εξόριστο στο Παρίσι, και μετέπειτα ηγέτη της Ιρανικής Επανάστασης του 1979, Αγιατολάχ Χομεϊνί, ενώ, λί­γα χρόνια αργότερα, τον βρίσκουμε πίσω από αποστολές εκπαίδευσης νεοναζιστικών ομάδων στα παλαιστινιακά στρατό­πεδα της Μέσης Ανατολής. Τέλος, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, φέρεται να εμπλέκεται σε χρηματοδοτήσεις της Αλ Κάιντα και της Χαμάς.

Το 1996, και καθώς το πλήρωμα του χρόνου φτάνει και οι ελβετικές αρχές φαίνονται διατεθειμένες να φέρουν στο φως το ναζιστικό του παρελθόν, ο Γκενού αυτοκτονεί στα 81 του χρόνια. Λίγο πριν πεθάνει, το 1992, δηλώνει σε μια λονδρέζικη εφημερίδα:

«Οι απόψεις μου δεν έχουν αλλάξει από τότε που ήμουν νέος. Ο Χίτλερ ήταν με­γάλος ηγέτης και αν είχε κερδίσει τον πόλεμο, ο κόσμος θα ήταν καλύτερος σήμερα»(43).

Η έντονη παρουσία των «ξανθών γιγά­ντων της στρατιάς του Ρόμελ» –όπως τους χαρακτήρισε ένας δημοσιογράφος– στη μεταπολεμική Μέση Ανατολή, καθώς και ο ρόλος που διαδραμάτισαν στη δι­αμόρφωση του καθεστώτος Νάσερ στην Αίγυπτο και του Μπααθ στη Συρία, δεν λέει από μόνη της τίποτα.

Πολλοί βετεράνοι ναζί μεταπήδησαν στις ΗΠΑ ή τη Σοβιετική Ένωση, κα­θώς, με το τέλος του πολέμου, ξεσπάει ένας ανταγωνισμός για την «απομύζηση εγκεφάλων» της χιτλερικής Γερμανίας: ε­πιστήμονες, στρατιωτικοί, μέλη του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, αρκετοί από τους οποίους βαρύνονται και με εγκλή­ματα πολέμου, στρατολογούνται από την CIA και την KGB.

Ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο, αφορά στην επιφανειακή αποναζιστικοποίηση που επιτελέστηκε στην ίδια τη Γερμανί­α, κάτι που εξ άλλου κατήγγειλε το κίνη­μα αμφισβήτησης που ξέσπασε στη χώρα κατά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Οι μεταπολεμικοί θεσμοί της Ομοσπον­διακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ο κρατικός μηχανισμός, η δικαιοσύνη, η εκπαίδευση, τα σώματα ασφαλείας, στε­λεχώνονται σε μεγάλο βαθμό από ανθρώ­πους που συμμετείχαν στο Τρίτο Ράιχ, σε διάφορες θέσεις της ιεραρχίας.

Μια χαρακτηριστική περίπτωση είναι ο Ράινχαρτ Χεν, υψηλόβαθμο στέλεχος των Ες-Ες (φτάνει μέχρι και τον βαθμό του στρατηγού) και θεωρητικός του ναζιστικού μάνατζμεντ· μετά τον πόλεμο, α­φού φροντίσει να καλύψει το παρελθόν του, θα ιδρύσει μια σχολή διοίκησης επι­χειρήσεων στο Μπάντ Χάρτσμπουργκ, η οποία, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970, είχε εκπαιδεύσει περί τα 600.000 στελέχη των σημαντικότερων γερμανι­κών εταιριών(44).

Ωστόσο, εκείνο που έχει σημασία στην περίπτωση της Μέσης Ανατολής εί­ναι η διεκδίκηση μιας κάποιας ιδεολογι­κής συνέχειας. Οι περισσότεροι από τους Ναζί που καταλήγουν στην Αίγυπτο ή τη Συρία δεν είναι «μισθοφόροι», όπως θα τους αποκαλέσει ο Τσώρτσιλ, διαμαρτυρόμενος στον Αντενάουερ, το 1953. Από μια τεθλασμένη οπτική, οι βετεράνοι αυ­τοί βλέπουν το ισλάμ και τον αραβικό ε­θνικισμό, με τον αγώνα που κηρύσσουν εναντίον του Ισραήλ και της Δύσης, ως τους νέους και δυναμικούς επιγόνους του εθνικοσοσιαλισμού. Ας μην ξεχνάμε ότι, εκείνη την εποχή, δεν είχε προκύψει α­κόμα ρήγμα ανάμεσα στο ισλάμ και τα κοσμικά κινήματα, τον Νάσερ και τους Αδελφούς Μουσουλμάνους.

Το βάθος της ιδεολογικής σύγκλισης

Η κοινή αντίθεση με τους Εβραίους

Η σύγκλιση του ναζισμού με τον ισλαμι­σμό, και γενικότερα τον αραβικό εθνικι­σμό της Μέσης Ανατολής, επιταχύνεται λόγω της κοινής τους αντίθεσης με τους Εβραίους και, δευτερευόντως, τους Βρε­τανούς. Όπως χαρακτηριστικά γράφει μια πα­λαιστινιακή εφημερίδα, το 1932, λίγο πριν τις εκλογές που θα αναδείξουν τον Χίτλερ στην εξουσία:

«Όσον αφορά τη θέση των Αράβων στην Παλαιστίνη (…) προς αυτές τις εκλο­γές (…), παρόλο που δεν έχουμε δικαί­ωμα ψήφου, έχουμε μια επιθυμία και μια ελπίδα. Και ίσως, επειδή οι Εβραί­οι είναι οι αντίπαλοί μας (…), τότε η ε­πιθυμία μας και η ελπίδα μας παραμένει ο Χίτλερ, φυσικά, (…) με βάση την αρ­χή: ο εχθρός του εχθρού μου, είναι φί­λος μου»(45).

Βέβαια, και σε άλλες περιπτώσεις, οι Να­ζί θα επιδιώξουν συγκλίσεις στη βάση της αρχής «ο εχθρός του εχθρού μου»· μια από τις πιο χαρακτηριστικές είναι εκείνη της Αργεντινής του Περόν και της Ιρλαν­δίας με τον Ιρλανδικό Ρεπουμπλικανικό Στρατό (IRA). Οι επαφές τους με τους Ιρλανδούς αφορούσαν, ωστόσο, στην προοπτική συντονισμού των δράσεων ε­ναντίον των Βρετανών – ενδεχομένως, την πρόκληση εξέγερσης στην Ιρλανδία, σε συνδυασμό με μια εισβολή των Γερ­μανών στο νησί από τη Μάγχη. Εν τέλει όμως δεν τελεσφόρησαν και, το κυριότερο, δεν υπήρξε ποτέ ιδεολογική σύγκλι­ση· ο IRA δεν μετακινήθηκε διόλου από τον ρεπουμπλικανισμό του.

Δεν συμβαίνει το ίδιο στην περίπτωση της Μέσης Ανατολής. Και αυτό γιατί υ­πάρχει μια σύγκρουση με τους Εβραίους γύρω από τους ιερούς τόπους της Παλαι­στίνης, και μια πολιτική και πολιτισμική αντίθεση με τους Δυτικούς που κατείχαν τη Μέση Ανατολή, η οποία ωθεί τον ι­σλαμισμό, και τη διαποτισμένη από αυ­τόν πολιτική κουλτούρα των Αράβων, να στραφεί προς τα ρεύματα του ναζισμού και του φασισμού.

Σε ό,τι αφορά στους Δυτικούς, η βρε­τανική και η γαλλική επικυριαρχία σε Αίγυπτο και Συρία βιώνεται από τους Ά­ραβες ως «επιστροφή των Σταυροφό­ρων». Βεβαίως, πριν το βρετανικό και το γαλλικό Mandate, υπήρξε η μακραίωνη οθωμανική κατοχή. Γι’ αυτό και οι Άρα­βες θα συμμετάσχουν, με την υποκίνηση των Βρετανών, σε αντιτουρκικά κινήμα­τα στον αραβικό κόσμο, που θα οδηγή­σουν στη συγκρότηση αραβικών κρατών μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αρκεί να θυμηθούμε τον Λώρενς της Αραβίας.

Ωστόσο, η οθωμανική κυριαρχία έθι­γε μεν το αίσθημα αυτοδιάθεσης των Α­ράβων, εντούτοις, δεν έπαυε να αποτελεί μια επικυριαρχία ομόδοξων, που δεν προκαλούσε τον μουσουλμανικό πυρήνα της αραβικής ταυτότητας.

Με τους Δυτικούς, τα πράγματα τί­θενται σε διαφορετική ιστορική και πο­λιτισμική προοπτική. Κατ’ αρχάς, θα θελήσουν να υποκαταστήσουν την ο­θωμανική κυριαρχία, στα νεοϊδρυθέντα αραβικά κράτη-προτεκτοράτα, φαλκι­δεύοντας τα κινήματα ανεξαρτησίας από τους Τούρκους. Κατά δεύτερο λόγο, η έ­λευσή τους θέτει επί τάπητος το ζήτη­μα της εκκοσμίκευσης, του διαχωρισμού της πολιτικής σφαίρας από τη θρησκευ­τική, του εκμοντερνισμού των ηθών και της καθημερινότητας – ιδίως για τους πληθυσμούς των πόλεων. Για το φονταμενταλιστικό ισλάμ, όλα αυτά συνιστούν εγκλήματα καθοσιώσεως και το αίτη­μα για αυτοδιάθεση απέναντι στους Δυ­τικούς διαπλέκεται με την περιχαράκωση στην ισλαμική παράδοση, την οποία και ενισχύει εντέλει.

Συναφώς, η πολιτική αντιπαράθεση προσλαμβάνει σύντομα και διαστάσεις πολιτιστικής σύγκρουσης: κατά την ε­ξέγερση στην Παλαιστίνη, από το 1936 και στο εξής, ισχυροποιείται διαρκώς ε­κείνη η πτέρυγα που, μαζί με την έξωση των Άγγλων, γυρεύει και την επιβολή της Σαρία στις απελευθερωμένες περιοχές. Τον Αύγουστο του 1938, για παράδειγ­μα, και καθώς οξύνεται η σύγκρουση με τους Βρετανούς, εκδίδονται διατάγματα που απαιτούν την αυστηρή ευθυγράμμι­ση του πληθυσμού με τον ισλαμικό κώ­δικα: τα δυτικά ρούχα απαγορεύονται για τους άνδρες, και συστήνονται περιπολί­ες που επιβλέπουν τη χρήση της μαντίλας στις γυναίκες. Η αντίθεση στην αποικιο­κρατία μεταβάλλεται έτσι σε απόρριψη της εκκοσμίκευσης· απόρριψη η οποία τον οδηγεί σε σύγκλιση με τον ναζισμό ο οποίος επίσης έχει θέσει στην προμετω­πίδα του τη σύγκρουση με τη «Δύση της παρακμής».

Σε ό,τι αφορά στις σχέσεις με τους Ε­βραίους, αρχίζουν να παίρνουν μια αντα­γωνιστική τροπή ήδη από τη διακήρυξη Μπάλφουρ, το 1917, όταν οι Άραβες συ­νειδητοποιούν πως η προοπτική ενός μελ­λοντικού ισραηλινού κράτους –μάλιστα σε ιερούς για εκείνους τόπους- βρίσκε­ται επί θύραις.

Οι πρώτες συγκρούσεις ξεσπούν το 1920, αν και τότε οι Εβραίοι μόλις που προσέγγιζαν τις 80.000, έναντι μισού και πλέον εκατομμυρίου Αράβων. Η μετανά­στευση των Εβραίων κλιμακώνεται αρ­γότερα, κατά τη δεκαετία του 1930· το 1932, η πληθυσμιακή αναλογία Αράβων και Εβραίων στην Παλαιστίνη είναι σχε­δόν 4 προς 1 (771.174 μουσουλμάνοι και 180.793 Εβραίοι)(46), ενώ, ως συνέπεια των διωγμών που εξαπέλυσαν οι Ναζί στη Γερμανία, μεταξύ 1933 και 1935, ο πλη­θυσμός των Εβραίων διπλασιάζεται, και πλέον φτάνει τους 395.836(47).

Μπροστά σε αυτήν τη δημογραφική ανατροπή, οι Άραβες αισθάνονται την κυριαρχία τους στους Ιερούς Τόπους να κλονίζεται. Πρόκειται ίσως για την πλέ­ον περίπλοκη διεθνή σύγκρουση που διαρκεί ήδη εκατό χρόνια και δεν μοιάζει να έχει εξαντληθεί. Ένας λαός που εκδιώχθηκε/μετανάστευσε από την Παλαιστίνη πριν από 2.000 χρόνια, ο εβραϊκός, θέλει να επιστρέψει σε αυτήν μετά από ένα Ο­λοκαύτωμα που έζησε στην Ευρώπη, και βρίσκεται αντιμέτωπος με έναν λαό που έχει καταλάβει την περιοχή πριν 1400 χρόνια και ζει έκτοτε σε αυτήν. Και η α­ντιπαράθεση δεν φαίνεται να παίρνει τέ­λος ούτε να ανοίγει ο δρόμος για ένα κοινό ενιαίο κράτος, Εβραίων και Αράβων, κα­θώς επιβαρύνεται και από τον ρόλο που διαδραματίζουν δύο «θρησκείες της ερή­μου», μονοθεϊστικές, διαποτισμένες από μια έντονη αντίληψη αποκλειστικότητας(48), επίλεκτου λαού, μοναδικότητας του θεϊκού Νόμου. Η σύγκρουση αποτυπώνε­ται και στη χωροταξία: το τέμενος του Αλ Άκσα, ο τρίτος τη τάξει ιερότερος τόπος του ισλάμ, βρίσκεται στο κέντρο του Ιε­ρού Όρους του Ναού, εκεί όπου κατά την εβραϊκή παράδοση βρισκόταν ο Ναός του Σολομώντα, και τα Άδυτα των Αδύτων. Η αλληλοεπικάλυψη των Ιερών Τόπων α­ποτυπώνει χαρακτηριστικά την τροχιά α­μοιβαίου αποκλεισμού στην οποία έχουν εμπλακεί οι δύο λαοί/θρησκείες.

Εξ άλλου, το ισλάμ τοποθετείται στα θεμέλια της πίστης του, σε αντιπαράθεση με τον εβραϊσμό. Δεν είναι μόνον η σύ­γκρουση του Μωάμεθ με τους Εβραίους της Μεδίνας, κατά το διάστημα της εκεί παραμονής του. Είναι και ότι το Κοράνι σπεύδει να εμφανίσει μορφές που πρωτα­γωνιστούν στην Παλαιά Διαθήκη –όπως ο Αβραάμ(49)– ως… μουσουλμάνους, κάτι, που αντιμετωπίζεται ως σφετερισμός από τους Εβραίους.

Ωστόσο, όπως σημειώσαμε, αυτή η ε­χθρότητα είχε αποδυναμωθεί στα χρόνια της οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τότε, το Χαλιφάτο είναι ακλόνητο, οπότε, οι Ε­βραίοι που καταφεύγουν διωγμένοι από την Ισπανία, ή την Κεντρική και Ανα­τολική Ευρώπη, αξιοποιούνται από την Υψηλή Πύλη ως «στρατηγική μειονότη­τα»: επιφορτίζονται με το εμπόριο, ή α­ναλαμβάνουν κλάδους της παραγωγικής διαδικασίας. Με την αξιοποίησή τους, η Αυτοκρατορία καταφέρνει να δώσει μια απάντηση στον ανταγωνισμό των Βενετών και των Γενουατών, καθώς και να αποτρέψει την ισχυροποίηση των αλλό­δοξων Ελλήνων και Αρμενίων μέσα από τους μηχανισμούς του εμπορίου και της παραγωγής(50). Οι ισορροπίες αυτές ανα­τρέπονται στην Παλαιστίνη της Βρετα­νικής Εντολής, ενώ η μετανάστευση των Εβραίων ενισχύει περαιτέρω την αραβική ανασφάλεια. Η ανταγωνιστική πλευρά, ε­πομένως, επανέρχεται.

Οι πρώτες συγκρούσεις ξεσπούν το 1920 και πρωταγωνιστικό ρόλο από την πλευρά των Αράβων διαδραματίζει ο μετέπειτα μουφτής της Ιερουσαλήμ, Αμίν Αλ Χουσεϊνί. Εντούτοις, οι Βρετανοί, που δεν επιθυμούν οι υποσχέσεις τους προς το εβραϊκό στοιχείο να προκαλέσουν την μήνη των Αράβων, τον εγκαθιστούν, με δική τους πρωτοβουλία, Μουφτή της Ιε­ρουσαλήμ, παρ’ όλο που στη σχετική ψη­φοφορία του συμβουλίου των κληρικών είχε έλθει μόλις τέταρτος(51).

Η βρετανική διοίκηση επιδίδεται σε ασκήσεις ισορροπίας μεταξύ μιας αραβι­κής πλειοψηφίας και μιας εβραϊκής μειο­νότητας, η οποία ωστόσο δεν είναι μόνη, αλλά ενισχύεται αποφασιστικά από το δι­εθνές σιωνιστικό κίνημα και τον εβραϊ­κό παράγοντα στο Λονδίνο. Από τη μία, η στάση των Αράβων είναι κρίσιμη για την κυβερνησιμότητα του Mandate, το ο­ποίο βρίσκεται σε μια περιοχή ιδιαιτέρως κρίσιμη γεωστρατηγικά. από την άλλη, η πολιτική βαρύτητα του διεθνούς σιωνιστικού κινήματος πολλαπλασιάζεται και, επιπροσθέτως, ο οικονομικός ρόλος της εβραϊκής διασποράς στο Λονδίνο είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Υπ’ αυτό το πρί­σμα, η βρετανική διοίκηση αποπειράται να διατηρήσει και τις δυο πλευρές ικανο­ποιημένες: ήδη από το 1922 και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1930, ο Ουίνστον Τσώρτσιλ επαναλαμβάνει αδιάκοπα ότι η διακήρυξη Μπάλφουρ δεν συνεπάγε­ται μια εβραϊκή Παλαιστίνη, και ότι η ε­βραϊκή μετανάστευση προς τα εδάφη της οφείλει να υπόκειται σε αυστηρούς περιορισμούς, ώστε να μην προκαλείται η α­ραβική πλειοψηφία(52).

Εν τέλει, όμως, εκείνο που καταφέρ­νουν οι Βρετανοί είναι να στρέψουν και τις δύο πλευρές εναντίον τους. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1930, ένοπλες οργανώσεις Αράβων και Εβραίων στοχοποιούν τη βρετανική διοίκηση, αφ’ ενός, και συγκρούονται μεταξύ τους αφ’ ετέ­ρου. Η «στρατηγική της έντασης» απο­σκοπεί στο να εκβιάσει τους Βρετανούς, οι οποίοι σταδιακά χάνουν τον έλεγχο, αλλά και να εξαλείψει από το εσωτερικό των δύο κοινοτήτων όλες εκείνες της φω­νές και τις τάσεις που προωθούν ένα ε­ναλλακτικό σενάριο συνύπαρξης.

Μέσα στη δεκαετία του 1920, ο Μου­φτής της Ιερουσαλήμ, αλλά και οι α­κραίοι σιωνιστικοί κύκλοι των Εβραίων εποίκων, επιλέγουν συνειδητά τον δρόμο της ανάφλεξης, προκειμένου να αφαιρέσουν το έδαφος κάτω από τα πόδια των μετριοπαθών τάσεων και των δυο πλευρών(53). Λίγα χρόνια αργότερα, ένας από τους αρχηγούς της εβραϊκής Ιργκούν γρά­φει σχετικά με τη στρατηγική της οργά­νωσης:

«Πρέπει να διαμορφώσουμε μια κατά­σταση πραγμάτων στην οποία το να σκοτώνεις έναν Άραβα θα είναι σαν να σκοτώνεις έναν αρουραίο, οι Άραβες να θεωρούνται σκουπίδια, έτσι ώστε να δείξουμε ότι η δύναμη που πρέπει κα­νείς να υπολογίζει είμαστε εμείς κι όχι εκείνοι»(54).

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, οι Ά­ραβες γοητεύονται από μια ιδεολογία -όπως η ναζιστική- που αποδίδει διαστά­σεις κάθαρσης στην αποπομπή του εβραϊ­κού στοιχείου· οι δε ναζί, από την πλευρά τους, γοητεύονται ιδιαιτέρως από τον ρι­ζικό αντιεβραϊσμό του ισλάμ.

Ευρύτερη ιδεολογική σύγκλιση

Η υπερβολική επικέντρωση στο «εβραϊ­κό ζήτημα», όμως, υποτιμά τις ευρύτερες διαστάσεις της ιδεολογικής σύγκλισης ναζισμού και φονταμενταλιστικού ισλα­μισμού. Στις σελίδες που προηγήθηκαν, είδαμε πως ιδεολογικά χαρακτηριστικά τα οποία βρίσκονται στην αιχμή του εθνι­κοσοσιαλισμού -λατρεία του ηγέτη, απο­θέωση της πολεμικής αρετής, το «ένοπλο έθνος», επιθυμία για την αποκατάστα­ση μιας χρυσής εποχής, λησμονημένης σήμερα από τις αλλεπάλληλες ταπεινώ­σεις, και το αίσθημα μιας σαρωτικής παρακμής– είναι στοιχεία που εντοπίζονται ταυτοχρόνως και στο πολιτικό υπόβαθρο του ισλάμ.

Όσο για τον αραβικό εθνικισμό, είναι σαφές πως δανείζεται από το ισλάμ την άποψή του για τη μονολιθικότητα της πο­λιτικής και το αποκλειστικό πρωτείο της πολιτικής εξουσίας, που οφείλει να ορίζει ολοκληρωτικά την κοινωνική ζωή, όπως είδαμε να συμβαίνει στο καθεστώς του Νάσερ, ή εκείνο του Μπάαθ, και τα οποία επίσης λειτούργησαν ως σημεία ιδεολογι­κής σύγκλισης με τα φασιστικά ρεύματα. Όπως πολύ εύστοχα λέει ο Άδωνις, Σύρος φιλόσοφος και ποιητής:

«…Στο ισλάμ, η πολιτική εξουσία πάντα θριάμβευε. Από τη στιγμή που ιδρύθηκε το ισλάμ, η κοινωνία των πολιτών βρι­σκόταν πάντα υπό την κυριαρχία της πολιτικής εξουσίας. Έτσι, όταν οι άνθρωποι μιλούν, σήμερα, για αλλαγή, δεν πρόκειται τόσο για αλλαγή της κοινωνι­κής ή πολιτικής δομής όσο για μια δι­αδοχή ατόμων που ασκούν εξουσία»(55).

Νεώτερες μελέτες επί του φασιστικού φαινομένου εστιάζουν ιδιαίτερα στον «μυθικό πυρήνα» της ιδεολογίας του, που περιστρέφεται γύρω από τον «παλιγγενεσιακό μύθο» αναβίωσης μιας χρυσής, αυτοκρατορικής εποχής, συχνά ενταφιασμένης στο παρελθόν από μακρές περιόδους ταπεινώσεων, λήθης, και παρακμής(56). Το μοτίβο αυτό απαντάται σχεδόν σε κάθε περίπτωση που εμπίπτει στην ανάδυση του φασιστικού φαινομέ­νου κατά τον μεσοπόλεμο· σίγουρα, σε ό,τι αφορά στους Ιταλούς -με τη νοσταλ­γία της αυτοκρατορικής Ρώμης–, αλλά και τους Γερμανούς, με το όνειρο για την αναβίωση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρα­τορίας.

Ο παλιγγενεσιακός μύθος αποτελεί και την κινητήριο δύναμη του ισλαμικού φονταμενταλισμού, ο οποίος είναι ταυτι­σμένος όσο κανείς με το πνεύμα και τη δι­άθεση επιστροφής στη χρυσή εποχή ενός παντοδύναμου Χαλιφάτου. Εξ άλλου:

«Το ισλάμ πολέμησε εναντίον των πολι­τισμών που προηγήθηκαν. (…) Το σύν­θημά του ήταν: κανένας νόμος, κανένα σχέδιο δεν μπορεί να αγγίξει το όραμα του εκπροσώπου του Θεού. Αυτό κατα­λήγει στο να πει: μην ονειρεύεστε ένα καλύτερο μέλλον, αλλά υποταχθείτε και εφαρμόστε το γράμμα αυτού του ορθό­δοξου και δογματικού οράματος για τον κόσμο, που κυριαρχεί από την αρχή του ισλάμ.»

Έτσι:

«Κάθε μέλλον βρίσκεται στο παρελθόν. Από εκεί προέρχεται η επανάληψη. Τα απομεινάρια του παρελθόντος ανακυ­κλώνονται συνεχώς. Το παρόν συγχέεται με το παρελθόν»(57).

Το γεγονός αυτό εξηγεί την εύκολη υπο­στροφή των ρευμάτων της αραβικής α­φύπνισης προς τον ολοκληρωτισμό – και δη, τον ισλαμικό. Όντως, η διαπίστωση του Γαλλοαλγερινού, γεννημένου στην Καμπιλία, Αλμπέρ Καμύ, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ότι «οι διορατικοί α­γωνιστές του βορειοαφρικανικού κινήμα­τος, εκείνοι που γνωρίζουν ότι το αραβικό μέλλον εξαρτάται από την ταχεία πρόσβα­ση στις συνθήκες της σύγχρονης ζωής για τους μουσουλμανικούς λαούς, φαίνεται κατά καιρούς ότι υπερφαλαγγίζονται από ένα άλλο κίνημα, το οποίο είναι τυφλό α­πέναντι στις τεράστιες υλικές ανάγκες των μαζών και ονειρεύεται έναν πανισλαμισμό…»(58), μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει σημείο αφετηρίας για να καταλάβουμε τη μετεξέλιξη της Αραβικής Άνοιξης.

Ένα τελευταίο σημαντικό στοιχείο, που συνδέεται και με το προηγούμενο· το πολιτικό αλλά και γεωπολιτικό περιβάλ­λον, μέσα στο οποίο αναδύονται ο να­ζισμός και το ισλάμ, εμφανίζει από μια ορισμένη σκοπιά αρκετές ομοιότητες: το ισλάμ έρχεται καθυστερημένα να ολο­κληρώσει τον κύκλο των μονοθεϊστικών θρησκειών, και λειτουργεί ως το κατ’ ε­ξοχήν στοιχείο ενοποίησης των Αράβων, που μέχρι πρότινος βίωναν τις συνθήκες ενός φυλετικού πολυκατακερματισμού, οι οποίες διαμόρφωναν ένα περιβάλλον συγκρούσεων και πολυδοξίας. Η έλευ­σή του σηματοδοτεί την αφετηρία μιας διαδικασίας ενοποίησης διά της κατακτήσεως, η οποία θέτει επί τάπητος στις υπόλοιπες δυνάμεις της εποχής –κυρίως το Βυζάντιο και την περσική Αυτοκρατο­ρία- το ζήτημα συγκρότησης ενός ‘ζωτι­κού χώρου’(59).

Παρομοίως, η Γερμανία εισέρχεται καθυστερημένα στον στίβο της εθνοκρατικής συγκρότησης, και έπειτα, σε εκείνο της οικοδόμησης αυτοκρατορίας. Πολύ σύντομα, έρχεται αντιμέτωπη με την τα­πείνωση του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο ναζισμός αναλαμβάνει την επαύριον της ταπεινωτικής συνθηκολόγησης να επανε­νώσει το διαλυμένο έθνος, μέσα από την υπόσχεση ενός ολοκληρωτικού πολέμου, μέσα από τον οποίον θα ξεπηδήσει μια νέα, τελειοποιημένη εκδοχή του Άριου Ανθρώπου. Και εδώ τα μοτίβα της μνησικακίας και του ζωτικού χώρου διαδραμα­τίζουν εξ ίσου κεντρικό ρόλο.

***

Οι εκλεκτικές συγγένειες μεταξύ του φα­σισμού και του ισλαμισμού μελετώνται ελάχιστα σήμερα. Ίσως γιατί, η μελέτη τους οδηγεί σε μονοπάτια που βρίσκονται έξω από τις σύγχρονες ιδεολογικές και πολιτικές μόδες.

Ο μεν ναζισμός θεωρείται ένα αμιγώς ευρωκεντρικό πολιτικό σχέδιο, ακριβώς διότι η κυρίαρχη ιδεολογία αγωνιά ώστε να αποδώσει την ευθύνη ανάδυσης του φυλετικού ολοκληρωτισμού αποκλειστι­κά στον «λευκό Ευρωπαίο άνδρα». Και ό­μως, το γεγονός ότι οι Ναζί απορρίπτουν την ιουδαιο-χριστιανική παράδοση, που αποτελεί έναν από τους κύριους πυλώνες της ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονο­μιάς, τους εξωθεί ολοένα και πιο έντονα σε έναν ταυτοτικό εξωτισμό που, μετα­ξύ άλλων, αποκτάει και ευρασιατικές εκ­φάνσεις.

Προκειμένου να καλύψουν το κενό στις θεμελιώδεις, ιστορικές αναφορές, στρέφονται άλλοτε προς τους παγανιστικούς μύθους και τα σύμβολα της προχριστιανικής Ευρώπης –τα ρουνικά σύμβολα, τη Θούλη κ.ο.κ.-, άλλοτε προ­σεγγίζουν τη Θεοσοφία και φτάνουν ίσα­με τις Ινδίες για να βρουν τις ρίζες του Άριου πολιτισμού, και άλλοτε προσεγγί­ζουν με ενδιαφέρον το ισλάμ, γιατί αντι­λαμβάνονται ότι συνιστά μια «θρησκεία του ξίφους» που ταιριάζει απόλυτα στην πολεμική κουλτούρα που θέλουν να καθι­ερώσουν στη γερμανική κοινωνία.

Όσο για το ισλάμ, στο πλαίσιο της ση­μερινής κυρίαρχης προσέγγισης, περι­βάλλεται πάντοτε με μια αντιαποικιακή «αγιοσύνη». Αθωώνεται για τις ολοκλη­ρωτικές του τάσεις, οι οποίες μετριάζο­νται από το γεγονός ότι επιτελεί ρόλο «κουλτούρας αντίστασης» απέναντι στην ευρωπαϊκή αποικιοκρατία και τα ιστορι­κά εγκλήματα που αυτή διέπραξε στον α­ραβικό κόσμο. Θα πρέπει, επομένως, να μας είναι αδιάφορο ποιο καθεστώς θα υ­ποκαταστήσει τις αποικιακές σχέσεις με­ταξύ της Δύσης και της Ανατολής.

Ο ισλαμικός επεκτατισμός, όμως, προϋπήρξε της ευρωπαϊκής αποικιοκρα­τίας· στην Ιερουσαλήμ -για να το θέσουμε σχηματικά– έφτασε με το ξίφος, ως κατακτητής. Η κουλτούρα της αποκλει­στικότητας, την οποία καλλιέργησε για να διαποτίσει έπειτα την πολιτική συ­νείδηση των μεσανατολικών κοινωνιών, σαφώς έπαιξε τον ρόλο της ώστε τα σύγ­χρονα ισλαμικά ρεύματα να αισθάνονται εξ αρχής περισσότερο φιλικά ως προς τις «φασιστικές, αντιδημοκρατικές ηγεσίες», όπως τις αποκάλεσε ο Μουφτής της Ιε­ρουσαλήμ. Και βέβαια, η ίδια κουλτούρα ώθησε τον αραβικό εθνικισμό να προσεγ­γίσει την ίδια την έννοια του παναραβι­σμού σε ένα πλαίσιο μονολιθικότητας υπό το τρίπτυχο, «ένας λαός, ένας κρά­τος, ένας ηγέτης».

Θα αντιτείνει κάποιος πως το ισλάμ α­φήνει χώρο συνύπαρξης με τους απίστους – ιδίως εκείνους των «ιστορικών θρησκει­ών», Εβραίων και Χριστιανών. Τούτο συμβαίνει, όμως, μόνον εφ’ όσον εκείνοι εντάσσονται σε μια κατώτερη ιεραρχικά κλίμακα – είναι δηλαδή υποδεέστεροι, α­κριβώς εξαιτίας της θρησκευτικής τους διαφορετικότητας.

Προφανώς, το πρόβλημα αξιολόγησης και κατάταξης των συγκεκριμένων πολι­τικών αντιλήψεων αφορά εν τέλει στην ί­δια τη Δύση, και τον τρόπο που ο δικός της πνευματικός κόσμος αντιλαμβάνε­ται και προσεγγίζει τα πολιτικά φαινό­μενα που συντελούνται έξω από τα δικά της όρια. Γι’ αυτό και η ιστορικά επαληθευμένη συσχέτιση του φασισμού με τον ισλαμισμό, καθώς και τον αραβικό εθνι­κισμό, καταλήγει να δοκιμάζει αυτήν την τόσο κυρίαρχη στις μέρες μας τάση, που θέλει την Ευρώπη, αλλά και τη Δύση ο­λόκληρη, να αυτοδαιμονοποιείται και να αυτοεκμηδενίζεται.

Παραδόξως, και εδώ μπορούμε να επισημάνουμε τον απόηχο ορισμένων επιδράσεων που άφησε πίσω της η συμπόρευση ναζισμού και ισλαμισμού, αρ­χής γενομένης από τη δεκαετία του 1930.

Μια από τις πιο θεμελιώδεις παρα­δοχές του ρεύματος αυτοαμφισβήτησης, που ταλανίζει σήμερα τη Δύση, είναι πως η περίφημη «ανακάλυψη των κλασικών», δηλαδή του αρχαιοελληνικού ουμανισμού από την Ευρώπη της Αναγέννη­σης, συντελέστηκε επί της ουσίας από τον αραβομουσουλμανικό κόσμο των Αββασιδών, και όχι από τη βυζαντινή, χριστιανική Ευρώπη. Στους πιο σκοτει­νούς αιώνες της Ευρώπης, λοιπόν, οι Ά­ραβες είναι εκείνοι που θα διασώσουν τον Αριστοτέλη, για να τον «μετακενώσουν» έπειτα στη Δύση. Η νεωτερικότητα, επο­μένως, χρωστάει πολύ περισσότερα στον αραβομουσουλμανικό πολιτισμό, απ’ ό,τι στη χριστιανική Ευρώπη.

Την άποψη αυτή εισηγείται στην ευ­ρωπαϊκή ακαδημία και η οριενταλίστρια Sigrid Hunke, με το έργο της Ο Ήλιος του Αλλάχ φωτίζει τη Δύση, στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Έκτοτε, και κυρί­ως από τη δεκαετία του 1990 κι έπειτα, η συγγραφέας και το έργο της μεταβάλλο­νται σε σημεία αναφοράς του πολυπολιτισμικού ρεύματος.

Η Hunke όμως ξεκινάει την ακαδη­μαϊκή της σταδιοδρομία ως Ναζί και μέ­λος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος. Σχετίζεται στενά με τον Χίμλερ, και με­λετάει την ευρωπαϊκή και τη γερμανική πολιτιστική κληρονομιά ως υπότροφη του ινστιτούτου Ahnenerbe, που λειτουρ­γεί υπό την αιγίδα των Ες-Ες και του υ­πουργείου Γεωργίας των Ναζί. Ως μέλος του ινστιτούτου αυτού, και συχνή συντάκτρια της επιθεώρησης του Germanien, η Hunke γνωρίζει τον… Μουτφή της Ιε­ρουσαλήμ, Αμίν Αλ Χουσεϊνί.

Μετά τον πόλεμο, ζει στη Βόννη, ενώ η δημοσιοποίηση του έργου της, το 1960, την καθιστά ιδιαιτέρως δημοφιλή στην Αίγυπτο, όπου μάλιστα γίνεται δεκτή στο Ανώτατο Συμβούλιο Ισλαμικών Υποθέ­σεων του Καΐρου:

«Όσο ζούσε, η Hunke απέρριπτε την ε­πιρροή του χριστιανισμού, τον οποίον έκρινε artfremt («ξένο ως προς το γερ­μανικό είδος») και oriental. Σύμφωνα με την εθνικοσοσιαλιστική γραμμή, εγκωμίαζε την επιστροφή στις αξίες της παγανιστικής Γερμανίας και σε μια ευ­ρωπαϊκή ταυτότητα, με την οποία συνέ­δεε το ισλάμ. Αυτή η φίλη του Χίμλερ παραμένει, μέσω των γραπτών της, η­γετική μορφή μιας ορισμένης ακροαριστεράς»60.

Ορισμένες φορές, όντως, η ιστορία και η περιπέτεια των ιδεών επιφυλάσσει στους ζηλωτισμούς πικρόχολες και ειρωνικές διαψεύσεις.

 

 

 

(3) Naci Yorulmaz, Arming the Sultan, German Arms Trade and Personal Diplomacy in the Ottoman Empire Before World War I, I.B. Tauris, Λονδίνο – Νέα Υόρκη 2014, σ. 141.

(4) Για μια διεξοδική παρουσίαση της εμπλοκής που είχε ο γερμανικός παράγοντας στην Ελλά­δα κατά την κρίσιμη περίοδο 1915-1917, βλέπε Γιώργος Καραμπελιάς, 1909-1922: Επανάσταση και αντεπανάσταση στην Ελλάδα, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2022.

(5) Stephan Ihrig, Ataturk in the Nazi Imagination, The Belknapp Press of Cambridge UP, Λονδί- νο-Μασσαχουσέτη 2014, σσ. 3-5.

(6) David Motadel, Islam and Nazi Germany’s War…, ό.π., σ. 21.

(7) Stephan Ihrig, Ataturk in the Nazi Imagina­tion…, ό.π., σ. 11.

(8) Ό.π., σ. 70.

(9) Ό.π., σ. 87.

(10) Jeffrey Herf, Nazi Propaganda for the Arab World, Yale UP, Νιού Χέηβεν – Λονδίνο 2009,σ. 16.

(12) Ό.π., σσ. 151-152.

(13) David Motadel, Islam and Nazi Germany’s War…, ό.π., σσ. 64-65.

(14) David Motadel, Islam and Nazi Germany’s War…, ό.π., σ. 62.

(15) David Patterson, A Genealogy of Evil: An­ti-Semitism from Nazism to Islamic Jihad, Cam­bridge U P, Νέα Υόρκη 2011, σ. 32.

(16) Ό.π., 51.

(17) Jeffrey Herf, Nazi Propaganda for the Arab World…, ό.π., σ. 46.

(18) Ό.π., σσ. 132-133.

(19) Ό.π., σ. 4.

(20) Klaus-Michael Mallmann & Martin Cϋppers, Nazi Palestine: The Plans for the Extermination of the Jews in Palestine, Enigma Books, Νέα Υόρκη 2005, σ. 38.

(21) David Patterson, A Genealogy of Evil…, ό.π., σ. 22.

(22) Ό.π., σ. 31.

(23) Ό.π., σ. 39.

(24) Klaus-Michael Mallmann & Martin Cüppers, Nazi Palestine: The Plans for the Extermination of the Jews in Palestine…, ό.π., σ. 37.

(25) Jeffrey Herf, Nazi Propaganda for the Arab World…, ό.π., σ. 8.

(26) Gilles Kepel, Jihad: The Trail of Political Is­lam , The Belknapp Press of Harvard University Press, Καίμπριτζ-Μασαχουσέτη 2002, σ. 28.

(27) Jeffrey Herf, Nazi Propaganda for the Arab World…, ό.π., σ. 225.

(28) Ό.π., σ. 44.

(29) Eric Trager, Arab Fall: How Muslim Brother­hood Won and Lost Egypt in 891 days, George­

town UP, Ουάσινγκτον 2016, σ. 151.

(31) David Patterson, A Genealogy of Evil…, ό.π., σ. 38.

(32) Brynjar Lia, The Society of the Muslim Broth­ers in Egypt, Ithaca Press, Ρέντιγνκ 1988, σ. 175.

(33) Jeffrey Herf, Nazi Propaganda for the Arab World…, ό.π., σ. 244.

(34) David Patterson, A Genealogy..., ό.π., σ. 223.

(35) Kl.-M. Mallmann & M. Cϋppers, Nazi Pales­tine…, ό.π., σ. 33.

(36) Χαμίντ Αμπντελσαμάντ, Ο Ισλαμικός Φασι­σμός…, ό.π., σ. 41.

(37) Joel Fishman, «The Postwar Career of Nazi Ideologue Johann von Leers, aka Omar Amin, the “First Ranking German” in Nasser’s Egypt», Jewish Political Studies Review, τ. 26, τχ. 3-4, Ιούλιος 2016.

(38) «Nazis in Cairo», Patterns of Prejudice, τ. 1, τχ. 3, Μάιος 1967.

(39) «CIA report of 24 October 1957», ό.π., 7, σσ 2-3. Διαθέσιμο στο LEERS, JOHANNES VON CIA File Complete, archive.org, σ. 71. https:// archive.org/details/LEERSJOHANNESVON- CIAFileComplete.

(40) «Nazis in Cairo», Patterns of Prejudice, τ. 1 τχ. 3, Μάιος 1967.

(41) Barry M. Rubin & Wolfgang G. Schwanitz, Nazis, Islamists, and the making of the modern Middle East, Yale UPs, Νιού Χέηβεν & Λονδίνο 2014, σ. 209.

(42) Για τον Φρανσουά Γκενού, βλέπε: Barry M. Rubin & Wolfgang G. Schwanitz, Nazis, Isla­mists, and the making of the modern Middle East…, ό.π., σσ. 227, 229. David Lee Preston, «Hitler Swiss Connection», Philadelphia Inquir­er, 5 Ιανουαρίου 1997. Martin A. Lee & Kevin Coogan, «Killers on the Right», Mother Jones, Μάιος 1987, σσ. 40-46. Sam Izzo, «Karl-Heinz Hoffmann’s Secret History Links Neo-Nazis With Palestinian Terror», Tablet Magazine, 18 Ιουνίου 2019. https://www.tabletmag.com/sections/histo- ry/articles/karl-heinz-hoffmann-far-right.

(43) Peter Wyden, The Hitler Virus: The Insidious Legacy of Adolf Hitler, Arcade Publishing, Νέα Υόρκη 2012, σσ. 111-112.

(44) Ιια την άκρως ενδιαφέρουσα περίπτωση του Ράινχαρτ Χεν και της περιπετειώδους ιστορίας του, βλέπε Johann Chapoutot, Ελεύθερος να υ­πακούς: Το μάνατζμεντ από το ναζισμό μέχρι σήμερα.

(45) Kl.-M. Mallmann & M. Cϋppers, Nazi Pales­tine…, ό.π., σ. 36.

(46) Ό.π., σ. 9.

(47) Ό.π., σ. 13.

(48) Υπάρχει ένα ευρύ ρεύμα Εβραίων διανοουμέ­νων οι οποίοι προσεγγίζουν κριτικά το σιωνιστικό ρεύμα, καθώς το βλέπουν να συγκροτεί μια ιδέα για το εβραϊκό έθνος η οποία στηρίζεται σε λογικές αποκλειστικότητας. Βλέπε Γιώργος Καραμπελιάς (επιμ.), Εβραίοι Εναντίον του Σι­ωνισμού, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2003, και Iσραήλ Σαχάκ, Εβραϊκή Θρησκεία – εβραϊκή ιστορία: Το βάρος 3.000 χρόνων, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2009.

(49) «Ω λαοί των Γραφών! Γιατί ερίζετε για τον Αβραάμ, αφού είναι γνωστό ότι η Τορά και το Ευαγγέλιο κατέβηκαν από πάνω πολύ αργότερα από αυτόν; Δεν κατανοείτε λοιπόν;… δεν ήταν ο Αβραάμ ούτε Ιουδαίος ούτε Χριστιανός, αλλά ήταν μονοθεϊστής μουσουλμάνος και όχι πολυθε­ϊστής». Κοράνι 3:67.

(50) Για τη χρήση των Εβραίων ως «στρατηγικής μειονότητας» από την Υψηλή Πύλη του οθωμα­νικού Χαλιφάτου, βλ. Γιώργος Ρακκάς, «Οθωμα­νική Θεσσαλονίκη και «δημογραφική μηχανική» στο Α. Θεοδωρίδης – Γ. Ρακκάς – Γ. Ταχόπουλος – F. Beaujour, Λησμονημένη Εθνοκάθαρση – Η Θεσσαλονίκη στον αγώνα του 1821, Εναλλακτι­κές Εκδόσεις, Αθήνα 2021, σσ. 193-195.

(51) Kl.-M. Mallmann & M. Cϋppers, Nazi Pales­tine…, ό.π., σ. 6.

(52) Ό.π., σσ. 8 & 28.

(53) Kl.-M. Mallmann & M. Cϋppers, Nazi Pales­tine…, ό.π., σσ. 8-11.

(54) Αναφέρεται στο: Ράνταλ Τζ. Λω, Τρομοκρα­τία: Μια παγκόσμια ιστορία, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2020, σ. 231.

(55) Adonis & Houria Abdelouahed, Prophecy & Power. Violence and Islam II, Polity Press, Medford 2021 (έκδοση .epub).

(56) Roger Griffin, The Nature of Fasism, Rout­ledge, Λονδίνο & Νέα Υόρκη 1991.

(57) Άδωνις, Βία και Ισλάμ. Συζητήσεις με τη Χουρία Αμπντελουάχεντ, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2016, σ. 23.

(58) Albert Camus, Algerian Chronicles, The Belk­nap Press of Harvard UP, Καίμπριτζ – Λονδίνο 2013, σ. 134.

(59) Βλ. Adonis & Houria Abdelouahed, Prophe­cy & Power… ό.π., αλλά και Ashram Momeni, Ισλάμ. Ιστορία, επεκτατισμός και βία, Εκδ. Αδελ­φών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1997, σσ. 11-32.

 

 

(dt_divider style=”thick” /)(dt_divider style=”thick” /)(dt_divider style=”thick” /)(dt_divider style=”thick” /)(dt_divider style=”thick” /)

ΝΕΟΣ ΕΡΜΗΣ Ο ΛΟΓΙΟΣ γιά ἕναν νέο Διαφωτισμό- Περιοδική Έκδοση της Εταιρείας Μελέτης Ελληνικού Πολιτισμού
έτος 13ο  τεύχος 26  ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2023  τιµή 14 ευρώ – https://www.academia.edu/107972388/Ισλάμ_και_φασισμός_Ιστορική_συμπόρευση_και_ιδεολογική_αλληλεπίδραση?auto=download

ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ

πηγή:  entaksis.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε το σχόλιό σας