ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΗΝΑ
Πίστις ἀκραιφνής ἀφ’ ἑνός καί Ἄκτιστος Χάρις ἀφ’ ἑτέρου, δηλαδή, κοινωνία ἀνθρώπου μετά τοῦ Θεοῦ προσελκύει τήν εὐσπλαχνία τοῦ Μεσσίου ὅπου χαρίζει τήν θεραπεία στήν τύφλωση τήν σωματική καί τήν πνευματική.
Εἶπεν ὁ Κύριος: «σύμφωνα μέ τήν πίστη σας ἄς γίνει εἰς σᾶς». Βλέπουμε ἀδελφοί τί κατορθώνεται μέ τήν συνεργεία τῆς Χάριτος καί τῆς ἐλευθέρας βουλήσεως. Ὁ ἀγῶνας γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς, περνάει μέσα ἀπό τήν ἐπίγνωση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Οἰκονομίας καί τήν πλήρη ἀποδοχή τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Ἐνανθρωπήσεως.
Ἡ Ὀρθόδοξη πίστη, ἁγία γερόντισσα, ὀφείλουμε νά εἶναι ἀκλόνητη, σταθερή καί ὁ βίος νά συμβαδίζει μέ τό ἅγιον, τέλειον καί δίκαιον θέλημα τοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ. Θεωροῦμε ὅτι γι’ αὐτό καί ὁ θεόσοφος Ἀπόστολος εὐαγγελίζεται στούς Ὀρθοδόξους χριστιανούς: «ὡς οὖν παρελάβετε τόν Χριστόν Ἰησοῦν τόν Κύριον, ἐν αὐτῷ περιπατεῖτε»[1].
Συνεπῶς, καί ἡ ζωή μας ἐπί τῆς γῆς βιώνεται ἐν ἀληθείᾳ καί ἐλευθερίᾳ, σύμφωνα μέ τόν Θεάνθρωπο καί ὄχι μέ τούς ἑαυτούς μας ἤ μέ ὅ,τιδήποτε ἄλλο τῶν ἀνθρώπων ἤ τοῦ κόσμου. Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή βρίσκεται ὅλη μέσα στή θεία ἀθανασία, στήν ἀθάνατη θεία ἀλήθεια, στήν ἀγάπη, στήν δικαιοσύνη καί στίς ὑπόλοιπες θεῖες ἀρετές. Ἡ ἀλλοίωσις αὐτῶν τῶν ἀρετῶν, μέ βάση τήν ἀνθρώπινη λογική καί πεποίθηση, σύμφωνα μέ τίς ἐπιθυμίες καί τίς ἀντιλήψεις τοῦ κόσμου, παραμορφώνει τό ἔργο, τήν διδασκαλία τοῦ Θεανθρώπου Σωτῆρος Χριστοῦ.
Ἐξαιτίας αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, ἐμφανίζονται τόσοι «ψευδεῖς Χριστοί» καί τόσοι ψευδεῖς χριστιανοί στόν κόσμο, ἐνῶ ὁ ἀληθινός Κύριος Ἰησοῦς Χριστός βρίσκεται ὅλος στήν πληρότητα τῆς Εὐαγγελικῆς Του θεανθρωπίνης πραγματικότητας, στό θεανθρώπινο Σῶμα Του, τήν ἁγίαν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, τόσο στήν ἐποχή τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὅσο καί σήμερα καί πάντα. «...καί λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιήσαι; λέγουσι αὐτῷ· ναί Κύριε». Πῶς λοιπόν μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νά πορευθοῦν μέ τόν Θεάνθρωπο Χριστό; Μέ βαθιά πίστη σ’ Αὐτόν καί βαθύτατη ἐμπιστοσύνη στήν πρόνοιά Του.
Μόνο, δηλαδή, ὅταν εἶναι «ἐῥῥιζωμένοι καί ἐπικοδομούμενοι ἐν αὐτῷ»[2]. Τότε ἐξαγιάζεται ὁλόκληρη ἡ ζωή μας· καθίσταται ἁγία, ἐξαγιασμένη ψυχή πού γεννᾶ τούς ἁγίους λογισμούς, τήν ἁγία προαίρεση, τήν βεβαία πίστη. Ριζώνουμε, λοιπόν ἀδελφοί, στόν Χριστό μέ τά ἱερά μυστήρια καί τίς ἅγιες ἀρετές κυρίως δέ, ὅπως τόνισε σήμερα ὁ Κύριος στούς δύο τυφλούς, μέ τήν ὀρθόδοξη πίστη καί παράδοση, ὡς πρωταρχική ἀρετή. Θεωροῦμε ὅτι ὅταν ὁλόκληρο τό θεμέλιο τοῦ εἶναι μας βρίσκεται ἐν Χριστῷ, τότε καί ὁλόκληρη ἡ ζωή μας εἶναι ἐκ τοῦ Χριστοῦ. Οἰκοδομούμαστε, δηλαδή, ὡς ζωντανά κομμάτια, κύτταρα, μέλη τοῦ σώματός Του. Ὁ Χριστός καί Θεός ἀποτελεῖ τό θεμέλιο τό ἀσάλευτο καί σταθερό τῆς πνευματικῆς μας πορείας, τήν ἀσάλευτη Πέτρα τῆς σωτηρίας μας, πάνω στό ὁποῖο (θεμέλιο) μέ τήν βοήθεια τῶν ἁγίων ἀρετῶν, οἰκοδομούμαστε περνῶντας ἀπό τήν κάθαρση, στόν φωτισμό καί φθάνοντας στήν ἁγιότητα, στή θέωση[3].
Μέ τόν τρόπο αὐτό, θεμελιωμένοι καί οἰκοδομημένοι ἐν Χριστῷ, ἀπαντοῦμε στόν Κύριο: -«Ναί Κύριε»· ἐσύ εἶσαι τό «πᾶν»(Ἅγιος Πορφύριος). Αὐτή ἡ σταθερότητα τῆς πίστεως, ἐπιτυγχάνεται ὅταν γεμίσουμε τήν καρδιά μας, τήν διάνοιά μας, τήν συνείδησή μας, τό εἶναι μας, μέ τό πνεῦμα της· δηλαδή ὅλα ὅσα βλασταίνουν καί ἀνθίζουν μέ τήν ἀκλόνητη καί βεβαία πίστη στόν Θεάνθρωπο Χριστό, ὅπως ἔκαναν σήμερα οἱ δύο τυφλοί καί νῦν ὑγιεῖς.
Διά τῆς πίστεως μετέχουμε στά ἅγια μυστήρια καί τίς Εὐαγγελικές ἀρετές· αὐτή εἶναι πού μᾶς εἰσάγει σ’ αὐτά· ἀπομακρύνοντάς μας ἀπό κάθε εἶδος ἀσχημοσύνης, βαρβαρότητας καί πλάνης. Κάθε ἅγιο μυστήριο ἀποτελεῖ μυστήριο τῆς πίστεως καί κάθε ἀρετή ἀποτελεῖ ἀρετή τῆς πίστεως. Χωρίς τά μυστήρια καί τίς ἀρετές, ἡ πίστη θά ἦταν νεκρή καί ἀντιστρόφως χωρίς τήν πίστη δέν θά ὑπῆρχαν μυστήρια, οὔτε ἀρετές. «Πίστις δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένης»[4].
Θεωροῦμε ἐν τούτοις ἀδελφοί, ὅτι τό ἴδιο ἐνεργεῖ ἡ πίστις καί διά τῆς προσευχῆς, διά τῆς νηστείας, τῆς ἁγνότητας καί παρθενίας καί διά τῶν ὑπολοίπων Εὐαγγελικῶν ἀρετῶν, ὅπως ὑπακοῆς, ταπείνωσης.Ὅλα αὐτά σαφῶς συγκροτοῦν ἕνα πνευματικό σῶμα, στό ὁποῖο ἡ πίστη στόν Σωτῆρα Χριστό, λειτουργεῖ σάν τήν ψυχή.
Συνεπῶς, ἡ πίστις τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἔχει τή δική της ἰδιαίτερη φιλοσοφία, τή Θεανθρώπινη φιλοσοφία. Γι’ αὐτό καί ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος προειδοποιεῖ τούς χριστιανούς· «Βλέπετε μή τις ὑμᾶς ἐσται ὁ δουλαγωγῶν διά τῆς φιλοσοφίας καί καινῆς ἀπάτης κατά τήν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατά τά στοιχεῖα τοῦ κόσμου καί οὐ κατά τόν Χριστόν»[5].
Στόν ἀνθρώπινο κόσμο μας, ὑπάρχουν ούσιαστικά δύο εἴδη φιλοσοφίας, ἡ κατ’ ἄνθρωπον καί ἡ κατά Θεάνθρωπον. Πρόκειται γιά δύο διαφορετικές κοσμοθεωρητικές ἀντιλήψεις.
Στήν μία, τά πάντα εἶναι ὁ ἄνθρωπος (κατακλυσμός Νῶε, Σόδομα Γόμορα, πόλεμοι, μάχες, πόνος)· στήν ἄλλη ὁ Θεάνθρωπος (ἀνακεφαλαίωσις τῶν πάντων ἐν Χριστῷ· καινή κτίση, ἀγάπη, δικαιοσύνη, ἀλήθεια, εἰρήνη, χαρά).
Στόν Σωτῆρα Χριστό τό Κράτος, ἡ Βασιλεία, εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας