Τίργου – Όκνα – 1951
Όλος ο σοσιαλιστικός κόσμος είναι μια μεγάλη φυλακή, με κέντρο τις υψηλής έντασης φυλακές του. η διαδικασία που διεξάγεται έντονα στις φυλακές, κατόπιν σκορπίζεται σχεδόν διαλυμένη στο λαό, αλλά με συμπεράσματα εξίσου ολέθρια.
Στις φυλακές βασανίζονται οι ισχυρές προσωπικότητες, που αντέχουν στην προσπάθεια αλέσματός τους, ενώ οι όχλοι εντυπωσιάζονται εύκολα από την πανίσχυρη προπαγάνδα και από τις καθημερινές απειλές αναφορικά με την οικογένεια, την υπηρεσία, την κατοικία, το μισθό και την ελευθερία, οι οποίες όλες μονοπωλούνται από το κόμμα. Δεν υπάρχει παρά μόνο η δυνατότητα να πειθαρχείς στο κόμμα, να εργάζεσαι γι’ αυτό, να εκμαυλίζεσαι όπως το ζητάει αυτό, διότι εξαρτιέσαι γενικά απ’ αυτό.
Δεν έχουμε πια ιδιοκτησία, όχι για να μη μας εκμεταλλεύονται οι άλλοι, αλλά για να μας απομυζούν τα πάντα. Έχει καταργηθεί πια σ’ εμάς κάθε εξουσία, όχι για να μην τυραννούμε τους άλλους, αλλά για να μας τυραννούν οι άλλοι. Επομένως, ο λαός είναι η διακριτική ιδιοκτησία της κομμουνιστικής εξουσίας. Άρα οι λαοί μπορούν μόνο να υπακούουν, να εργάζονται, να ψεύδονται, να πολεμούν και να διαφθείρονται βαθμιαία, σύμφωνα με το σοσιαλιστικό μαρξιστικό-λενινιστικό κατεστημένο.
Οι φυλακές είναι το κραταιό επιχείρημα-φόβητρο των κομμουνιστών. Έχω μάθει ότι ο θάνατος δεν είναι τελικά ο πιο μεγάλος φόβος. Η σκλαβιά που φέρνει τον εκμαυλισμό της ψυχής, είναι το βασικό κλειδί της απελπισίας, όταν το κακό γίνεται ανεπίστροφο και δυναμικότατο. Με μια τέτοια ζωντανή, πραγματική και πιεστική εμπειρία συνεχίζαμε να υπάρχουμε στις φυλακές μετά το 1950.
Ήταν χειμώνας του 1951. Πάλι τα Χριστούγεννα. Ήμασταν στο θεραπευτήριο-δεσμωτήριο στο Τίργου Όκνα, ένα νέο θεραπευτήριο, προοριζόμενο να υποκρύπτει το αληθινό πρόσωπο των φυλακών. Οι εδώ φυματικοί βαστούσαν μέσα τους τις αναμνήσεις από το Πιτέστι, την Γκέρλα, το Κανάλι, από τα ορυχεία και τα φονικά στρατόπεδα.
Είχαμε αρκετό φαγητό, αλλά δεν το ανέχονταν πια οι φωλιασμένες στα «σπήλαια» πληγές μας. Μας άφηναν στην αυλή του θεραπευτηρίου, αλλά περιβαλλόμασταν από δύο σειρές πολύ υψηλών τοίχων. Δεν ξυλοκοπιόμασταν πια, αλλά απειλούμασταν συνεχώς με την επιστροφή στο Πιτέστι ή στο Κανάλι. Υπήρχε μια ισχυρή σχέση μεταξύ μας, αλλά είχαμε ανάμεσά μας και πολλούς προδότες, προερχόμενους είτε από το Πιτέστι, είτε από άλλα φοβερά μέρη της τρομοκρατίας.
Ήμασταν σ’ ένα θεραπευτήριο, αλλά είχαμε φάρμακα μόνο στον κατάλογο. Υπήρχε και μια γιατρίνα που μας νοσήλευε, αλλά ήμασταν εκατοντάδες ασθενείς και καθημερινά πέθαιναν ανά δύο-τρεις. Μ’ ένα φέρετρο, με το ίδιο πάντα βρόμικο φέρετρο, μεταφέρονταν όλοι οι νεκροί στο κοινό νεκροταφείο, χωρίς σταυρό ή ιερέα. Δεν επιτρεπόταν να προσευχηθείς ούτε στο θάνατο κάποιου ανθρώπου. Δεν υπήρχε δικαίωμα ούτε για ένα κερί, δικαίωμα τόσο πολύτιμο στη χριστιανική μας παράδοση. Δεν είχαμε καμία σχέση με τις οικογένειές μας, καμιά είδηση δεν είχαμε από τον κόσμο. Μαθαίναμε ανά έξι μήνες ή ακόμη ανά έτος ένα σπουδαίο πολιτικό γεγονός.
Κι όμως ακόμη ελπίζαμε. Μερικοί είχαν μια παιδαριώδη πολιτική ευπιστία, ώστε περίμεναν ότι μια μέρα θα έρθουν οι Αμερικάνοι. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι η Δύση μας έχει εγκαταλείψει στον κομμουνισμό. Ακόμη δε μάθαμε τι είχε γίνει στη Γιάλτα και, ιδιαίτερα, πολλοί από μας δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι τα συμφωνητικά με τους σοβιετικούς θα ισχύουν και μετά το θάνατό μας. Οι ιερείς μας στραγγαλίζονταν μαζί με τους λόγιους, τους εργάτες και τους αγρότες. Ήταν δεκαπλάσιοι εργάτες στις φυλακές από εκείνους που βρίσκονταν στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Και αυτό γινόταν σ’ ένα καθεστώς δήθεν εργατικό.
Λόγω των κρατουμένων, που ανήκαν στην υψηλή κοινωνία, η ατμόσφαιρα στο δεσμωτήριο του Τίργου Όκνα ήταν πολύ υψηλής ποιότητας. Πρώτα καλλιεργούνταν μια ειλικρινής θρησκευτικότητα, με μία εντυπωσιακή και πηγαία επικοινωνία μεταξύ τους, που γινόταν κοντά και γύρω από τον Βαλέριο Γκαφένκου, έναν έξυπνο και καλοκάγαθο άνθρωπο, στον οποίο κατοικούσε ο Χριστός. Εκεί ζούσε κανείς το Χριστιανισμό στην πρωτογενή του μορφή. Βιωνόταν η νοερά προσευχή, όπως στις εποχές της παραδοσιακής παλαιάς πνευματικότητας. Οι ψυχές καθαρίζονταν μέσω της ιεράς εξομολόγησης και μέσω ειλικρινών και φιλικών εξομολογήσεων μεταξύ μας. Η αγάπη μεταξύ μας ήταν τόσο δυνατή ώστε δεν μπορούσε να την χαλάσει η πιο οδυνηρή τρομάρα στην οποία ζούσαμε. Όσο μας έσφιγγε ο κλοιός του μίσους, τόσο μας ένωσε η αγάπη μεταξύ μας. Δε χρειάζονταν ούτε λόγια διότι καταλαβαίναμε αμέσως το πνεύμα του καθενός, καλό ή κακό.
Υπήρχε μεταξύ μας ένας μεγάλος συναγωνισμός αυτοθυσίας. Κανένας δεν ανήκε μόνο στον εαυτό του, αλλά στην κοινωνία. Τα πάντα ήταν κοινά και ο καθένας έδινε με χαρά και το πουκάμισο, και το ψωμί, και το φάρμακο, ακόμη και τη ζωή του. Ο ένας για τον άλλο, ο ένας για όλους και όλοι για έναν. Ήμασταν μια ψυχή, μια θέληση, ένας νους, μια ελπίδα. Ο καθένας ήταν ένας θησαυρός για όλους. Έτσι, καλλιεργούμασταν πνευματικά και ενωνόμασταν όλο και περισσότερο με τον Χριστό, τον οποίο νιώθαμε ζωντανό, παρόντα και ενεργό. Αλλά και ο αντίχριστος ήταν αιφνίδιος, θηριώδης και βασανιστικά παρών.
Όταν ένας από μας ήταν σε ψυχικό κίνδυνο, και φοβισμένος μήπως πέσει, όλοι τον βοηθούσαν. Εκεί έμαθα πόσο αναγκαία ήταν όχι μόνο η προσευχή του ενός για τον άλλο, αλλά και η αγάπη, η ομολογία, ο λόγος, η ώθηση, το παράδειγμα, το θάρρος και ο κίνδυνος να σηκώνεις το βάρος του άλλου. Όλοι περνούσαμε δύσκολες σωματικές και ψυχικές δοκιμασίες και αν δεν υπήρχε η στενή πνευματική μας σχέση, η ακαταπόνητη προστασία και η απόλυτη αυτοθυσία, όλοι θα πέφταμε, σ’ εκείνες τις αβάστακτες συνθήκες.
Οι δυνάμεις της αντοχής μας συγκεντρώνονταν γύρω από το πρόσωπο του Βαλερίου, ο οποίος μας ενίσχυε πνευματικά. Πηγαίναμε σ’ αυτόν να πάρουμε ενίσχυση όποτε αδυνατούσαν οι ψυχές μας. Τον νιώθαμε σαν μια πηγή χάριτος που μας ένωνε με τον ουρανό και μας προφύλαγε από την κόλαση στην οποία ζούσαμε. Γύρω του κάθονταν, χωρίς εκ των προτέρων να έχει καθορισθεί η θέση τους, όλοι για να ακούσουν κάτι το πνευματικό από το στόμα του. Εκεί, τότε, άλλοι για πρώτη φορά γνώριζαν κάτι για την πίστη, άλλοι προσπαθούσαν, και άλλοι, πιο απόμακροι, έδειχναν μόνο ένα σεβασμό χωρίς υποκρισία. Αλλά κι αυτοί ανέπνεαν τον ίδιο αέρα. Οι πιο απόμακροι ήταν οι αναμορφωτές και οι προδότες, που αποτελούσαν τον πύρινο κύκλο στον οποίο καίγονταν οι ψυχές μας.
Προσπάθησαν πολλές φορές και οι αναμορφωτές να δημιουργήσουν ένα κέντρο συγκέντρωσης των πνευμάτων του σκότους, αλλά δεν το κατάφεραν. Απέναντι στους κομμουνιστές και τους δεσμοφύλακες αμυνόμασταν πιο εύκολα, διότι μας διαχώριζαν οι στολές και το νομικό καταστατικό. Αυτοί ήταν οι άρχοντες, εμείς οι δούλοι. Πολύ πιο δύσκολα όμως μπορούσαμε να προφυλαχθούμε από τους αναμορφωτές, από τους οποίους, παρόλο που ζούσαμε τόσο κοντά, μέσα στους ίδιους τοίχους και ροκανισμένοι από τους ίδιους βακίλους της φυματίωσης, ήμασταν όμως ρητά, κατηγορηματικά και δραματικά χωρισμένοι. Ωστόσο, ήμασταν ευτυχείς που δεν είχαμε κρυφούς προδότες κατασκόπους. Γνωριζόμασταν πολύ καλά μεταξύ μας και ζούσαμε σε δύο ξεχωριστούς κόσμους. Ήμασταν δύο ομάδες ανθρώπων που είχαμε διαφοροποιηθεί μέσω της θωριάς, της ματιάς, των χειρονομιών, των κινήσεων και της συμπεριφοράς.
Ο τύπος ενός χριστιανού ήταν ήρεμος, ήπιος, απασχολημένος με λογισμούς, που εκδηλώνονταν σε καλές πράξεις, στη διάθεση αυτοθυσίας, στη μεγάλη υπομονή, σε μια περιεκτική και βαθειά αντίληψη των πραγμάτων, ώστε η ματιά ήταν φωτεινή, τα πρόσωπα γελαστά, οι κινήσεις σοβαρές και προσεκτικές. Ήταν άνθρωποι που χαροποιούσαν και τον αέρα και κατέβαζαν τον ουρανό στη γη.
Διαφορετικός απ’ αυτούς ήταν ο τύπος του σατανά. Ήταν ανήσυχος, βιαστικός, αμφίβολος, φοβισμένος, τεταμένος, άδειος εσωτερικά, πάντα κυνηγημένος από τη δική του συνείδηση, με υαλώδη ματιά, με περιφρονητικό χαμόγελο, με πονηριά στο πρόσωπο και μίσος στο λόγο. Ήταν ανειλικρινείς άνθρωποι, πάντα σε καρτέρι, εγωιστικοί, με την ύβρη στο στόμα και έτοιμοι να εκτελέσουν διαταγές για φρικιαστικά εγκλήματα.
Υπήρξαν και μερικοί αναμορφωτές που κατάφεραν να διορθωθούν και δέχθηκαν με θερμότητα το χριστιανικό ήθος. Υπήρξαν και άλλοι που προσποιήθηκαν τη μετάνοια για να μας κατασκοπεύσουν, αλλά αυτοί διακρίνονταν πολύ εύκολα, διότι οι ψυχές μας ήταν τόσο πολύ ευαισθητοποιημένες, ώστε διέκριναν εύκολα τα πνεύματα.
Παρόλο που οι αναμορφωτές μας τρομοκρατούσαν, τους συμπαθούσαμε και προσευχόμασταν γι’ αυτούς, διότι στους περισσότερους βλέπαμε παλαιούς φίλους, καλούς ανθρώπους, μεταμορφωμένους σε παλιανθρώπους δια της τρομάρας της μαρξιστικής-λενινιστικής «αναμόρφωσης». Αυτή η «αναμόρφωση» ήταν ένας μηχανισμός δήθεν λογικός, ο οποίος διέλυε εσωτερικά τον άνθρωπο και μετά προσπαθούσε με εκτρωματικές μεθόδους, να τον κάνει σοσιαλιστή, ενώ στην αλήθεια τον μετέτρεπε σε άγριο θηρίο. Και κανένας δεν μπορεί να γλυτώσει χωρίς ταλαιπωρίες από τη σειρά των βασανιστηρίων της υλιστικής-διαλεκτικής «αναμόρφωσης».
Τα αποτελέσματα της «αναμόρφωσης» και της μαρξιστικής αγωγής είναι αποκλειστικώς εγκληματικά, θηριώδη, παρηκμασμένα, απάνθρωπα, τα οποία καθαιρούν την ίδια την ανθρώπινη φύση. Άρπαξαν από τους ανθρώπους τα υπάρχοντά τους, αλλά αυτοί έγιναν πιο εγωιστές, πιο κλέφτες, γιατί ποτέ δεν τα παραχώρησαν με τη βούλησή τους. Τους επιβλήθηκε αυτή η κατάσταση από το Κόμμα, τη δήθεν δικαιοσύνη, και την κοινωνική ισότητα, αλλά οι άνθρωποι μισούνται περισσότερο μεταξύ τους, αλληλοβασανίζονται και γίνονται σαδιστές, διότι δεν πηγάζουν από μέσα τους ούτε η αγάπη για τους συνανθρώπους τους, ούτε η καλοσύνη, ούτε η ισότητα. Ήταν αδιάφοροι ο ένας για τον άλλο.
Υποσχέθηκαν στους ανθρώπους τον παράδεισο εδώ στη γη, αλλά το Κόμμα τους απαγόρευσε ταυτόχρονα τον παράδεισο του ουρανού. Τους προσφέρθηκε η απόλαυση των αισθήσεων, αλλά έχασαν τη χαρά της ψυχής. Τους υποσχέθηκαν ότι όλα θα είναι καλά και όμορφα, αλλά μέσα τους δεν υπήρχε ούτε το καλό, ούτε η ομορφιά και, όταν εξαφανίστηκε και η λαχτάρα των ουρανών, ένιωσαν ότι είναι φυλακισμένοι στη γη. Και όταν δελεάστηκαν με τα σαρκικά πάθη, έγιναν θηρία και κτήνη, χωρίς ψυχές ή συνείδηση, αμαυρώνοντας τα πάντα γύρω τους. Διότι τελικά οι άνθρωποι, που δεν αγιάζονται μέσα τους, βρομίζουν τον κόσμο με ό,τι πιο κακό και ακάθαρτο έχουην στην ψυχή τους. Επομένως, όλο το… καλό που εκβιαστικά γίνεται δεκτό από τις συνειδήσεις τους, μόνο κακό και ανατρεπτικό μπορεί να είναι.
Στο Τίργου Όκνα ήταν άνθρωποι που ποθούσαν να είναι του Χριστού, σαν τους αγίους. Άλλοι άνθρωποι τρομοκρατημένοι από το καθεστώς, τελικά έγιναν μαρξιστές και ήταν σαν τους δαίμονες.
Δεν ήταν έντονη στο δεσμωτήριο μόνο η πνευματική ζωή, αλλά ταυτόχρονα και η διανοητική, η πολιτική και η ανθρώπινη ζωή. Σ’ εκείνες τις δύσκολες συνθήκες ο καθένας διέθετε στους άλλους ό,τι ήξερε. Ο ένας μιλούσε για την ιατρική, ο άλλος για τη φιλολογία, ο άλλος για την ιστορία, ο άλλος για την επιστήμη, ο άλλος για την πολιτική. Ακόμη και οι ταπεινές γνώσεις, όπως είναι η δουλειά των αγροτών και των βοσκών, συζητούνταν και γίνονταν κοινά αγαθά.
Μαθαίναμε να σκεφτόμαστε πολιτικά, διότι κάθε πολιτική έχει τη φιλοσοφία της, τις μεθόδους της, την πνευματικότητά της και το επίπεδο της μεγάλη ανθρώπινης σημασίας της. Εμβαθύναμε στις ιδεολογίες και στις ψυχολογίες μέχρι να βρούμε το πνευματικό τους περιεχόμενο. Μελετούσαμε και τα διάφορα πολιτικά-κοινωνικά μοντέλα, μέχρι τα τελευταία τους αποτελέσματα.
Έτσι μάθαμε πολιτική, χωρίς να γνωρίζουμε τα όριά της. Καταλάβαμε ότι η τελευταία ελπίδα απολύτρωσης των ανθρώπων είναι η πνευματικότητα και ότι όλα τα άλλα επίπεδα πρέπει να υποτάσσονται σ’ αυτήν. Και η πνευματικότητα σημαίνει πρώτα ελευθερία, αλλά με την αληθινή της έννοια· διότι αλλιώς η ίδια η ελευθερία ανοίγει τις πύλες της άρνησης του καλού και της διολίσθησης από πλάνη σε πλάνη, μέχρι το μεγάλο σκοτάδι της αθεΐας.
Πέρα από πολιτική και φιλοσοφία, στα δεσμωτήρια της πόλεως Τίργου Όκνα διδασκόταν και η λογοτεχνία, ιδιαίτερα η ποίηση, καθώς και η μουσική. Επίσης, μαθαίνονταν απέξω τα Ευαγγέλια, οι Χαιρετισμοί και χιλιάδες άλλοι στίχοι. Έμαθαν οι κρατούμενοι ξένες γλώσσες και μερικοί έγιναν πραγματικά γλωσσομαθείς. Μάθαιναν τις λέξεις προφορικά ή συχνά με σημειώματα σε σαπούνι, στη ζώνη ή σ’ ένα μπουκαλάκι φαρμάκων σκεπασμένο με λιπαρά και με ταλκ-πούδρα. Γράφονταν οι λέξεις με μια ακίδα σύρματος ή με ένα λεπτό ξύλο σαν σουβλί.
Έγιναν ακόμη και συστηματικά μαθήματα, στο τέλος των οποίων οι φοιτητές κρατούμενοι ήταν έτοιμοι να περάσουν με επιτυχία τις εξετάσεις, αλλά δυστυχώς δεν πρόλαβαν ποτέ εκείνη την ευτυχισμένη μέρα. Γίνονταν φιλοσοφικές και επιστημονικές εισηγήσεις μεγάλης διανοητικής αξίας. Απλοί άνθρωποι ανέπτυσσαν ευχερώς εκλεκτικές ιδέες και θεωρίες, θαμπώνοντας συχνά με την ικανότητά τους για σύνθεση ακόμη και τους πιο σπουδαίους λογίους.
Όλα αυτά, και πολλά όμοια, εμπλούτισαν τις ψυχές και τις σκέψεις των εκεί κρατουμένων. Εκεί οι άνθρωποι δε διαχωρίζονταν σε πολιτικά κόμματα, ούτε σε κοινωνικές τάξεις ή σε υπηκοότητες. Εκεί ανώτατη αξία ήταν ο άγιος άνθρωπος, η αγία ζωή, το αγιασμένο πνεύμα. Οι αξίες ιεραρχούνταν μόνες τους, όπως και οι άνθρωποι, που δεν είχαν στη φυλακή πια τα μέσα για να κρύψουν τα κουσούρια τους.
Ήμασταν φυλακισμένοι εκεί, χωρίς ελπίδα αποφυλάκισης, τρομοκρατημένοι, άρρωστοι και απομονωμένοι. Πολλοί ήταν ανάπηροι και καθηλωμένοι στο κρεβάτι. Αυτοί μεταφέρονταν στα δωμάτια του ισογείου, ενώ εμείς, από τον πρώτο και το δεύτερο όροφο, οι πιο υγιείς, είχαμε διοργανώσει ένα πρόγραμμα εθελοντικής εργασίας γι’ αυτούς. Η αφοσίωση της διακονίας μας ήταν ολική, μέχρι τα όρια της αντοχής μας. Με αγάπη υπηρετούσαμε τους φυματικόυς, και οι φυματικοί απαντούσαν με ίδια αγάπη, με ευγνωμοσύνη και αισθητικότητα.
Τους βαρύτερα από μας ασθενείς τους ταΐζαμε, τους πλέναμε, τους ξεβρομίζαμε, δηλαδή τους εξυπηρετούσαμε σε όλες τις ανάγκες τους. Ο χοντρός, υπόκωφος, ξερός βήχας τους αντιβούιζε συνεχώς και συνοδευόταν με το περίεργο κελάηδημα των κουκουβαγιών. Οι αιμοπτύσεις είχαν γοργή εξέλιξη και εξαντλούσαν τους ασθενείς, αλλά και τους ερασιτέχνες νοσοκόμους. Είχαμε μάθει πόσο καιρό ακόμη έχει να ζήσει ο καθένας, από την όψη, την οσμή, τη γενική κατάστασή του, πέρα από τις ιατρικές διαγνώσεις.
Τα δωμάτια 3 και 4 ήταν οι νεκροθάλαμοι. Εδώ πέθαναν οι περισσότεροι από μας. Εδώ τους υπηρετούσαμε μέρα νύχτα. Και επειδή ήμουν από τους σχεδόν έγκρίτους κρατουμένους, τη νύχτα των Χριστουγέννων ήθελα να υπηρετώ στο δωμάτιο 4.
Ήταν ένας ατάραχος χειμώνας, με χιόνια, αλλά χωρίς παγωνιά. Οι γύρω λόφοι είχαν ασπρίσει. Οι καμπάνες της κοντινής Σκήτης μας ανήγγειλαν τις προσευχές των μοναχών και ενωνόμασταν μαζί μ’ αυτούς και με όλη τη χριστιανική κοινωνία σε μια μυστική προσευχή. Σκεπάζονταν, ωστόσο, οι σιωπηλές αέρινες προσευχές μας, απ’ αυτούς τους βλάσφημους ανθρώπους που καταριόνταν και ύβριζαν τους κρατουμένους, που ήταν μεταξύ ζωής και θανάτου. Αυτές οι προσευχές μας έφθαναν στους ουρανούς και τους κατέβαζαν στη γη, και πιστεύω ότι ο Θεός θα ελεήσει αυτόν τον κόσμο και γι’ αυτές τις μεγάλες και πιστές ψυχές από το (δεσμωτήριο) του Τίργου Όκνα.
Στο δωμάτιο 4 ήταν τότε τοποθετημένοι, μεταξύ των άλλων, και ο αρχιμανδρίτης Γεράσιμος Ίσκου, δίπλα του ένας Εβραίος και πρώην σοβιετικός, τώρα σιωνιστής και, τέλος, ο Ιωάννης, ο φίλος μου από το Πιτέστι, που ήταν βαρειά άρρωστος. Στη δεξιά πλευρά του δωματίου, σ’ ένα κρεβάτι ήταν ο Βαλέριος, ο πιο αγαπημένος μου αδελφός.
Ο Ιωάννης και ο πατήρ Γεράσιμος ήταν ετοιμοθάνατοι. Ο
Βαλέριος είχε ξαποστάσει λίγο και, μετά από την κανονική βραδινή
προσευχή, τώρα συγκεντρωνόταν για να συνθέσει κάποια ποιήματα. Επίσης,
ήθελε αυτή τη νύχτα να αφιερώσει ιδιαίτερα κάλαντα για το Τίργου Όκνα.
Πλησίασα απλά τον πατέρα Γεράσιμο, που καθόταν με τα μάτια κλειστά. Ήταν αδύνατος σαν ένα φάντασμα.
Ήταν στο Κανάλι, όπου εργαζόταν 16 ώρες σε διαχειριστικό πρόγραμμα. Είχε μεταφερθεί εκεί στην ειδική ταξιαρχία για ιερείς, με γρήγορο κανονισμό αφανισμού. Στο Κανάλι ο πατήρ Γεράσιμος ενεθάρρυνε πολύ τους φίλους του, βοηθούσε πολλούς στη δουλειά και ήταν στη διάθεση όλων για ορθόδοξες Ακολουθίες. Εξασκούσε τη νοερά προσευχή και είχε πνευματικά εφόδια, που τον κρατούσαν ακέραιο παρ’ όλες τις βρομιές.
Οι προδότες όμως τον πρόδωσαν πάρα πολλές φορές ότι εξομολογούσε και κοινωνούσε άλλους κρατουμένους. Οπότε τον χτύπησαν άγρια, τον απομόνωσαν, του επέβαλαν αναγκαστική πείνα και τον τρομοκράτησαν. Όμως το πνεύμα του δε βλάφτηκε. Ο αγιασμένος ασκητής αρρώστησε από φυματίωση, έπεσε στο κρεβάτι και, σχεδόν ετοιμοθάνατος, μεταφέρθηκε στο Τίργου Όκνα, να πεθάνει… ανθρωπιστικά.
Η παρουσία του στο θεραπευτήριο ήταν αποκαλυπτική της τέχνης που διέθετε για να μπαίνει μέσα στις ψυχές των ανθρώπων και να τους ενθαρρύνει. Ήταν πολύ έμπειρος εξομολόγος. Προσφερόταν με χαρά στους φυλακισμένους που τον ζητούσαν, παρόλο που ο ίδιος υπέφερε από τους πόνους του.
Έδινε ακόμη οδηγίες για ησυχαστική ζωή, όχι μόνο από αυτά που είχε διαβάσει, αλλά και από την πλούσια μυστική εμπειρία του.
Με δέος, λοιπόν, τον πλησίασα, για να δω πώς πάει. Με αντιλήφθηκε και άνοιξε τα μεγάλα, μελανά και βαθειά του μάτια:
– Ήρθες; …χαίρομαι. Ήμουν μακριά, σε μέρη με πρασινάδες, με ψαλμωδίες και ευωδίες, μέσα στο φως του Θεού. Εκεί είναι θαυμάσια. Είναι ειρήνη. Δεν μπορώ να εκφράσω με λόγια τι είναι εκεί. Είναι τόση ευτυχία, ώστε ακόμη και η χαρά της όψης σου φαίνεται σαν θλίψη. Θα φύγω σύντομα, μπορεί και τώρα, τη νύχτα των Χριστουγέννων. Και αυτό είναι ένα δώρο του Θεού. Δεν ξέρω πώς να Τον ευχαριστήσω… Δεν ξέρω πώς να κάνω τους ανθρώπους να ζουν τον Θεό, την απόλυτη χαρά.
Έχω τη βεβαιότητα της αιώνιας ζωής, συμμετέχω ήδη σ’ αυτήν. Δεν με φοβίζει ούτε η Κρίση, διότι πάω με ταπεινή σκέψη και με ελπίδα μόνο στο έλεος και στην Χάρη του Κυρίου… Τα πνεύματα του σκότους τώρα κυβερνούν τους ανθρώπους, αλλά να μην φοβάστε. Ο Χριστός είναι κοντά. Και ο κόσμος χρειάζεται πολλή θλίψη, για να συνέλθει… Οι εχθροί νομίζουν ότι έχουμε νικηθεί, αλλά αρνούνται την ενέργεια του Θεού στην ιστορία και δεν γνωρίζουν τα θελήματά Του…
Σταμάτησε λίγο, ανάπνευσε βαθειά, μετά συνέχισε:
– Εδώ κάποτε θα γίνονται προσκυνήματα… Σήμερα είμαστε
λίγοι, αλλά ακόμη υπάρχει πίστη στον κόσμο και ο κόσμος θα λυτρωθεί.
Αυτό τώρα φαίνεται απίστευτο, αλλά υπάρχει μια θεϊκή παιδαγωγική και
αυτή θα αναγεννήσει την ανθρωπότητα. Λοιπόν, να είστε ευλογημένοι!
Γνώρισα εδώ ανθρώπους μπροστά στους οποίους ο νους μου ταπεινώνεται. Πες
στον Βαλέριο να προσεύχεται για μένα. Να προσευχηθείτε κι εσείς! Είμαι
ευτυχής που έφτασα σ’ αυτή την ώρα….
Μιλούσε αργά, αλλά με μεγάλη δύναμη, ώστε ήμουν βαθειά
εντυπωσιασμένος. Έκλεισε πάλι τα μάτια και αποτραβήχτηκε στην πόρτα της
αιώνιας ζωής. Τη συνομιλία μου με τον πατέρα Γεράσιμο την είχε ακούσει
συγκινημένος ο Εβραίος Ιάκωβος, που ήταν στο διπλανό κρεβάτι. Έβαλα το
χέρι μου στο μέτωπό του.
– Έχεις πυρετό; τον ρώτησα.
– Όχι, μου απάντησε. Αισθάνομαι καλά… εδώ είναι ένας κόσμος που δεν έχω σκεφτεί ότι μπορεί να υπάρχει. Πάντως είναι ένας τελείως αντίθετος κόσμος σε σύγκριση μ’ εκείνον που έχω εγώ. Είναι συνταρακτικό για μένα να σμίξω πνευματικά στη χριστιανική ατμόσφαιρα που την απώθησα με εμπάθεια σ’ όλη τη ζωή μου, πρώτον μέσω του υλισμού και δεύτερον, διά του σιωνισμού. Η νύχτα των Χριστουγέννων, η οποία πάντα προκαλούσε λαχτάρα στην ψυχή μου, σήμερα με πλημμυρίζει διά της θεϊκής της πραγματικότητας. Διότι αυτά που γίνονται εδώ δεν είναι ανθρώπινες και φυσικές ενέργειες, αλλά θεϊκές. Το λέει αυτό ένας υλιστής, ένας άθεος κι ένας Εβραίος!… Και η ομολογία μου δεν είναι μια φάρσα. Μπροστά στο θάνατο ο άνθρωπος γίνεται ειλικρινής και έχει τη δυνατότητα να δει την αλήθεια. Μάλλον σε ξαφνιάζει αυτή η ομολογία, αλλά αυτή γεννήθηκε μέσα μου σιγά σιγά, πέρα από τη θέλησή μου. Είναι μια απαραίτητη αναγνώριση της πραγματικότητας. Ο αληθινός Θεός είναι ο Χριστός!
Λέγοντας αυτά τα λόγια, έκλαιγε. Ήταν βαθειά συγκινημένος. Προσπαθούσα να τον καταλάβω, να συμμετάσχω στη δραματική στιγμή που ζούσε. Σιώπησε για ένα διάστημα. Κάθισα δίπλα του στο κρεβάτι, κρατώντας το χέρι του στα χέρια μου. Προσευχόμουν από την καρδιά μου. Τι περισσότερο θα μπορούσα να κάνω;
Ήξερα καλά ότι δεν μπορώ να καταλάβω τον ψυχικό συναισθηματισμό του, διότι εγώ γεννήθηκα χριστιανός και έχω ζήσει χριστιανικά, ενώ αυτός ήταν Εβραίος, έγινε κομμουνιστής και τώρα σιωνιστής. Μια τέτοια ψυχή περνάει μέσα από οδυνηρούς τραυματισμούς κάθε φορά που κάνει μια καινούρια ανακάλυψη στα πνευματικά. Και η τωρινή χριστιανική ομολογία του ήταν μια κατηγορηματική και ανεπίστρεπτη αναστροφή ολοκλήρου του παρελθόντος.
– Σ’ ευχαριστώ που με αφουγκράστηκες, μου είπε μετά από ένα διάστημα. Μπορεί σύντομα να είμαστε αδέλφια εν Χριστώ!
– Να σε βοηθήσει ο Θεός! του είπα συγκινημένος, και σηκώθηκα να πάω στον Ιωάννη.
Ο Ιωάννης ανέπνεε γρήγορα και είχε πυρετό. Το πρόσωπό του
ήταν χλωμό και εξουθενωμένο. Η φύση όμως διατηρούσε ακόμη μια ζωτική
ισορροπία μέσα του. ήξερα ότι ο θάνατος ήταν κοντά. Το ήξερε και ο
ίδιος.
– Σήμερα εξομολογήθηκα και ετοιμάσθηκα για αναχώρηση, μου είπε. Λυπάμαι, όμως, που πεθαίνω και δε βλέπω τη λύτρωση της Χώρας….
Σταμάτησε για να ξεκουραστεί. Ανέπνεε δύσκολα. Σε λίγο συμπλήρωσε:
– Μόνο η πίστη στον Θεό μού παρέμεινε. Μάλλον τουλάχιστο
τώρα, σ’ αυτή την ιστορική στενότητα, ο κόσμος θα καταλάβει τι είναι
όντως η πίστη στον Θεό!… Τώρα για μένα είναι αργά… Σβήνω… Συχνά έχω την
εντύπωση ότι γίνεται σκοτάδι, μετά ξεσπάει ένα εκθαμβωτικό φως. Από την
πόρτα του θανάτου τα μυστήρια της ζωής φαίνονται πιο κοντά. Κρίμα που
δεν τα είδα έτσι σ’ όλη τη ζωή μου! Ο αδελφός μου, ο πολεμιστής, ήταν
ένας ασύγκριτα μεγαλύτερος άνθρωπος από μένα, ένας οραματιστής!
– Ησύχασε! του είπα. Είσαι καταβεβλημένος.
– Έτσι ήταν γραμμένο, να πεθάνω στα χέρια σου, συνέχισε. Σε αγάπησα και σε θαύμασα πολύ. Ο Θεός να σε βοηθήσει!
– Αδελφέ, του απάντησα, σου οφείλω αμέτρητα. Ήσουν πιο
ανδρείος από μένα. Μόνο ο Θεός μπορεί να σε ανταμείψει για την αγάπη που
έδειξες στη ζωή σου, αγάπη για μένα, για τους άλλους. Δε θα σε ξεχάσω
ποτέ!
Ύστερα από μια μεγάλη σιωπή, μου είπε:
– Σε παρακαλώ, πες στον Ιάκωβο να με συγχωρέσει. Είχα
συχνές παρεξηγήσεις μαζί του. Με νευρίαζαν οι κομμουνιστικές και
εβραϊκές του εκδηλώσεις.
Το είπα στον Ιάκωβο. Εκείνος σηκώθηκε και ήρθε δίπλα στον Ιωάννη.
– Είμαι αναστατωμένος, του λέει, που θέλεις να ζητήσεις
συγγνώμη από έναν άνθρωπο που έχει ζήσει σε λάθος δρόμο. Από υπερηφάνεια
πήρα λάθος δρόμο; Μάλλον είναι η ανικανότητά μου να γνωρίσω την
αλήθεια. Αυτό το ψέμα, που ακολούθησα, με ξεσήκωσε σ’ όλη τη ζωή μου
εναντίον του Ιησού, αλλά σήμερα ανακαλύπτω την πραγματικότητά του. Μόνο ο
σατανάς μπορεί να εμφυσά τόσα ψέματα και μίσος εναντίον της αλήθειας.
Δεν μπορείτε να καταλάβετε το οδυνηρό δράμα που ζω αυτές τις στιγμές.
Εγώ αντιστάθηκα στην αλήθεια και εσύ μου είπες την αλήθεια και ποτέ δεν
ήσουνα κακός μαζί μου. Εγώ σε μίσησα, αλλά εσύ με αγαπούσες· εγώ ήμουνα
στην πλάνη, εσύ στην αλήθεια. Εγώ, άρα, πρέπει να συγχωρεθώ από σένα,
όπως ο Παύλος συγχωρέθηκε από τον Χριστό. Νομίζω ότι κι εγώ θα είμαι
χριστιανός. Ποθώ να γίνω χριστιανός, αλλά ακόμη δεν κυβερνώ τη δική μου
ψυχή. Σας παρακαλώ να είστε ανεξίκακοι μαζί μου!
Ο Ιωάννης έκλαιγε. Του έδωσε το χέρι του και τον παρηγόρησε.
– Ο Θεός να σε βοηθήσει! Η ομολογία σου μού ανοίγει
πορείες φωτός και ελπίδας για τον κόσμο, που τον εγκαταλείπω σε τέτοιες
άθλιες συνθήκες. Θαυμάσια είναι τα θελήματα του Κυρίου!
Ο Ιάκωβος έφυγε. Ο Ιωάννης μου ζήτησε να πάω στον πατέρα Γεράσιμο για να έχει την άνεση να του δώσει την τελευταία ευλογία.
Όλα ηρέμησαν κι εγώ πλησίασα τον Βαλέριο. Καθόταν με την πλάτη στην άκρη του κρεβατιού, με το κεφάλι σκυφτό στο στήθος του, αλλά είχα την εντύπωση ότι με κοιτάει. Τα γαλανά του μάτια ανοίχθηκαν πελώρια, φωτεινά, και μ’ αγκάλιασε με τη ζεστασιά τους. Χαμογέλασε ευτυχής και είπε:
– Τι καλά είναι να σε νιώθω δίπλα μου! Σε λίγο θα τελειώσω μια ωραία ψαλμωδία για το Τίργου Όκνα.
– Κάτσε ήρεμος, του είπα, και κάθισα σε μια καρέκλα για να αποκοιμηθώ.
Αυτός, όμως, μου είπε:
–Εσύ θα είσαι ο πρώτος που θα ακούσει τα κάλαντά μου. Να σου πω τους στίχους….
(Αναφέρουμε εδώ μόνο δύο ιδέες απ’ αυτούς τους στίχους:
ότι ο Κύριος έκανε τις καρδιές των κρατουμένων φάτνη για την Γέννησή Του
και ότι σήμερα τα Χριστούγεννα μετακόμισαν από το ουράνιο παλάτι του
Κυρίου στη φυλακή, εκεί που ο ίδιος ο Κύριος είναι φυλακισμένος, μαζί με
τους πιστούς δούλους Του).
Με κοίταξε λίγο και μετά πρόσθεσε:
– Αυτά τα κάλαντα τα αφιερώνω στον πατέρα Γεράσιμο. Αυτός είναι το παιδί για το οποίο μιλάνε οι τελευταίοι στίχοι.
Ο Βαλέριος ήταν ειρηνικός, ήρεμος και χαρούμενος. Τον
ευχαρίστησα για τα κάλαντα. Μου χαμογέλασε και αποτραβήχτηκε στον εαυτό
του.
Ήταν τόση η ησυχία, ώστε άκουγα το αγκομαχητό των ασθενών, και τους χτύπους της καρδιάς μου. Σ’ εκείνη τη δόλια ανάμειξη φυλακής και φυματίωσης υπήρχε μια αναμφίβολη ψυχική δόνηση, ώστε όλα φαίνονταν απόκοσμα, θαυμάσια. Ο χρόνος περνούσε γαλήνια. Ο νους δελεαζόταν από ορίζοντες φώτων.
Ήμασταν έγκλειστοι, αλλά με τις ψυχές εκτός φυλακής· ήμασταν άρρωστοι σωματικά, αλλά γεροί πνευματικά· ήμασταν ετοιμοθάνατοι, αλλά ο θάνατος καταπινόταν από τη ζωή. Η προσευχή γινόταν μαζί με τους αγγέλους και νιώθαμε γύρω μας τους καλανδιστές (ψάλτες των καλάνδων). Εκείνο το βράδυ είχα περίεργες εντάσεις κοινωνίας με τον Θεό. Ήμουν νηφάλιος και ζούσα στην πραγματικότητα, αλλά η ύλη για μένα ήταν πνεύμα και το πνεύμα ήταν ύλη. Καμμιά αντίθεση δε με διατάρασσε.
Κάθε τόσο πλησίαζα τον Ιωάννη και τον πατέρα Γεράσιμο,
που έσβηναν ήρεμα, όλο και πιο ζωντανοί, εφ’ όσον πλησίαζαν το θάνατο. Ο
Ιάκωβος δεν κοιμόταν. Τον είδα με τα μάτια ανοιχτά, αλλά δε μου είπε
τίποτε.
Αργά τη νύχτα, πριν τα ξημερώματα, κατάλαβα ότι πρέπει να
έχω κοντά μου το κερί και το σπίρτο, απαγορευμένα με αυστηρότητα, αλλά
τα κρατούσα κρυμμένα σ’ ένα στρώμα και τα χρησιμοποιούσα τα βράδια, μόνο
για δύο τρία λεπτά, όταν κάποιος από μας έφευγε από τη ζωή.
Πρώτος πέθανε ο Ιωάννης, σαν ένα παιδί. Ήταν ένας
άνθρωπος με μεγάλη ψυχή. Η τελευταία του ματιά ήταν πονεμένη και γεμάτη
αγάπη. Μάλλον ήταν μέσα της η προσευχή και η λάμψη της ελπίδας.
Μόλις τελείωσα με τον Ιωάννη, πήγα στον πατέρα Γεράσιμο. Άνοιξε ξανά τα βαθειά του μάτια, βαθουλωμένα στις κόγχες.
– Να σας δω ακόμη μια φορά, παιδιά μου, αγαπητοί μου, αδελφοί μου, πατέρες μου! μόλις μπόρεσε και είπε.
Μετά έβηξε και, τελικά, πρόσθεσε:
– Φεύγω! Ο Θεός να σας ευλογήσει!
Ανάσανε βαθειά, τεντώθηκε λίγο και ξεψύχησε. Του έκλεισα τα μάτια.
Έχω κλείσει τα μάτια εκατοντάδων ανθρώπων, και ήξερα καλύτερα πώς
πέθανε ο καθένας παρά πώς ζούσε. Νομίζω ότι η στιγμή του τέλους της
επίγειας ζωής είναι πιο χαρακτηριστική για την περιγραφή των ανθρώπων
παρά η ίδια η ζωή.
Παρόλο που εκείνη τη νύχτα ήταν πολύ δύσκολη και δεν είχα
ξεκουραστεί καθόλου, δεν ένιωθα καμιά κούραση, δεν ένιωθα να πενθώ. Η
πραγματικότητα της ζωής περικλείεται μέσα στην πραγματικότητα της
αθανασίας. Το σώμα μου φαινόταν αέρινο. Ο χρόνος ήταν διαπλατυσμένος.
Δεν καταλάβαινα πώς περνούσε. Τους ένιωθα εξίσου παρόντες τους ζωντανούς
και τους πεθαμένους. Μια απροσμέτρητη ειρήνη είχε στρωθεί μέσα μου. Σ’
εκείνη την ψυχική κατάσταση έκανα την προετοιμασία για την ταφή των δύο.
Κάθε τόσο κοιτούσα τον Βαλέριο. Ήταν πρόσχαρος, ευτυχής
μέσα του, με τα μάτια κλειστά, με το κεφάλι σκυμμένο στο στήθος. Ούτε
αυτός δεν μπόρεσε να ξεκουραστεί εκείνη τη νύχτα. Μετά, που τελείωσα την
προετοιμασία, με κάλεσε με τα μάτια του και μου είπε:
– Τα κάλαντα είναι τελειωμένα. Μάλλον αυτοί οι στίχοι θ’ αποτελούν και τη διαθήκη μου….
Η ησυχία σκέπασε ξανά το δωμάτιο για ένα διάστημα. Η προσευχή, σαν μια ουράνια σκάλα, κατέβαζε αγγέλους από τους ουρανούς στη γη. Οι ουρανοί ήταν εδώ, οι ουρανοί ήταν παντού.
Συνταρακτικά Περιστατικά Φυλακισμένων Ρουμάνων Ομολογητών και Μαρτύρων του 20ου αιώνα
Εκδόσεις: Ορθόδοξος Κυψέλη
Πηγή: Ιερόν Ησυχαστήριο Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, Αβέρωφ
πηγή: tideon.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας