Καιροί δύσκολοι. Καιροί αναθεωρήσεως
και αμφισβητήσεως πάντων. Ακόμα κι αυτών των ευεργετών μας, Αγίων Πατέρων.
Μεσολαβούντος ικανού διαστήματος,
αφότου δημοσιεύθηκε το άρθρο του πολυγραφότατου, σεβαστού πατρός Βασιλείου
Μπακογιάννη, υπό τον τίτλο: «Δάσκαλοι
Ὀρθοδοξίας», χωρίς να
υποπέσει στην αντίληψή μας κάποια αντίδραση στα ισχυριζόμενα εν αυτώ, θεωρήσαμε
χρέος ως άλλοι έσχατοι λίθοι[1]
να υπερασπίσουμε την αλήθεια[2],
με την ελπίδα, αφενός μεν να αναθεωρήσει
ο πατήρ τις εν προκειμένω
απόψεις του, αφετέρου δε, να ανορθωθεί έστω και ενός πιστού η συνείδηση, που
πιθανόν εσκανδαλίσθη.
Αρχικώς θα θέλαμε να καταθέσουμε ότι,
διαβάζοντας το άρθρο, αποκομίσαμε αισθήματα λύπης. θλίψη ανέβηκε στην καρδιά, καθώς
αντελαμβανόμεθα έντονα, ένα πνεύμα απομείωσης του μεγαλείου και της
σπουδαιότητας των Αγίων Πατέρων, εκείνων που ο π.Βασίλειος κατατάσσει στους «αγράμματους».
Αυτό που επιχειρείται να καταδειχθεί
στο σύντομό του κείμενο, είναι μία διάκριση μεταξύ των Αγίων Πατέρων σε «Δασκάλους Ορθοδοξίας» και μη. Στην πρώτη
κατηγορία εντάσσει τους εγγράμματους Αγίους, ενώ στη δεύτερη τους αγράμματους:
«Τά ἀνωτέρω μᾶς λένε, ὅτι
Δάσκαλοι Ὀρθοδοξίας δέν εἶναι οἱ Ὅσιοι Ἀντώνιος ὁ Μέγας, Παχώμιος ὁ Μέγας,
Σισώης ὁ Μέγας κ.λ.π., ἀλλά οἱ ἐγγράμματοι Ἅγιοι, Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, Μ.
Βασίλειος, Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς
κ.λ.π»
Από το συμπέρασμα αυτό, με το οποίο
καταλήγει το άρθρο, ο αναγνώστης εξάγει αβίαστα
και ένα δεύτερο συμπέρασμα, απόρροια της όλης συλλογιστικής που ακολουθήθηκε:
"Δεν πρέπει να δίνω σημασία σ΄αυτά που λέει ο Άγιος Παΐσιος για τον
Οικουμενισμό. Δεν είναι Δάσκαλος Ορθοδοξίας. Ήταν αγράμματος. Πιθανόν μάλιστα,
να είχε και λάθος κρίση περί αυτού, αφού φαίνεται ότι άλλοι άγιοι διαφωνούσαν
μαζί του και άρα ό,τι είπε για τον Οικουμενισμό δεν ήταν από το Άγιο
Πνεύμα".
Παρόμοια διάκριση προωθείται και στη
σύγχρονη θεολογική έρευνα, με τη διαφορά ότι εκεί δεν έγκειται στο στεγνό
δίπολο "εγγράμματοι - αγράμματοι", αλλά στο αν η διδασκαλία, το έργο
ενός αγίου είχε, κατά τη δεδομένη εκκλησιαστική περίοδο θεολογικής κρίσης, την
«ιδιαιτερότητα διασάφησης της αληθείας με
τρόπο ευρύτερο και βαθύτερο απ' όσο είχαν επιτύχει μέχρι τότε τα ιερά πρόσωπα
της Παραδόσεως, που προηγούνταν αυτών[3]», ή όχι. Διάκριση δηλ. καθαρά ακαδημαϊκή. Όχι ουσιαστική. Υπό αυτό το πρίσμα
«Πατήρ και Διδάσκαλος της Εκκλησίας είναι
ο φορέας της Παραδόσεως και του ήθους της Εκκλησίας, που με αφορμή μία μεγάλη θεολογική
κρίση φωτίζεται και εκφράζει θεολογικά μια ευρύτερη εμπειρία της αλήθειας, με
αποτέλεσμα να συμβάλει αποφασιστικά στην αντιμετώπιση μιας κρίσεως, που αφορά
στη σωτηρία»[4].
Ουσιαστικώς όμως ισχύει το του
Χριστού μας, ότι αυτός που εφαρμόζει τις εντολές Του και έτσι διδάσκει θα ονομαστεί Μέγας: «ὃς δ᾿ ἂν
ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Μτ.5,19),
και που ερμηνεύει ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος:
«Διὰ
τοῦτο καὶ ὁ Χριστὸς ἐκεῖνον ἐπαινεῖ τὸν διδάσκαλον, τὸν διὰ τῶν ἔργων καὶ διὰ τῶν
ῥημάτων ἀπηρτισμένην ἐπιδεικνύντα τὴν διδασκαλίαν»[5].
Ας εξετάσουμε όμως το άρθρο απ΄ την
αρχή:
«Αὐτό εἶπε ὁ Παΐσιος γιά τόν Οἰκουμενισμό»,
λένε μερικοί, καί τό κάνουν «σημαία». Καί ἐπειδή τό εἶπε ὁ Ὅσιος Παΐσιος εἶναι
δόγμα ἀδιαπραγμάτευτο;»
Εξ’ αρχής λοιπόν, προβάλλεται μία αμφισβήτηση της διδασκαλίας
του Οσίου περί της αιρέσεως του Οικουμενισμού. Από τις πρώτες φράσεις αυτές, το
κύρος του Οσίου Παϊσίου πλήττεται ευθέως. Ερωτήματα αρχίζουν να ξεπηδούν στον
απλό αναγνώστη : "Είναι άραγε λανθασμένα αυτά που είπε ο άγιος για τον
Οικουμενισμό; Είναι αναξιόπιστος τελικά;"
Πριν δώσει απάντηση στα ερωτήματά
του, προχωρά στην ανάγνωση για να δει το
πώς υποστηρίζει ο συγγραφέας τη γνώμη του. Διαβάζοντας έτσι παρακάτω,
συμπεραίνει ότι η εγκυρότητα της διδασκαλίας του Αγίου Παϊσίου για τον
Οικουμενισμό αμφισβητείται, διότι ένας άλλος Άγιος, ο Όσιος Πορφύριος, διαφωνούσε
με τον Άγ.Παΐσιο!
Εντέχνως παρεμβάλεται ένα παράδειγμα διαφωνίας μεταξύ των αγίων, το οποίο όμως δεν αφορά τη διδασκαλία τους
για τον Οικουμενισμό, αφού οι δύο άγιοι είχαν κοινή πεποίθηση περί αυτού[6],
αλλά τίθεται ως παράδειγμα μία διαφωνία, που αφορούσε την αντιμετώπιση του «666» και του
αντιχρίστου. Και αυτή τους η διαφωνία όμως δεν ήταν επί της ουσίας, δεν ήταν επί
της διδασκαλίας περί των εσχατολογικών αυτών θεμάτων. Δεν είχαν διαφορετική
πεποίθηση μεταξύ τους πάνω στην πίστη για τα έσχατα.
«Καί ὁ Πορφύριος (ὁ Μπαραϊκτάρης) ἦταν
Ὅσιος, ὅμως διαφωνοῦσε μέ τόν Ὅσιο Παϊσιο. Π.χ. ἄλλη ἄποψη εἶχε ὁ πρῶτος
γιά τό «666» (τό θεωροῦσε ἀσήμαντο), καί ἄλλη ὁ δεύτερος. Μάλιστα, ὁ δεύτερος
(Παϊσιος) ἐξέδωσε καί εἰδικό φυλλάδιο, γιά νά ἐνημερώσει τό κοινό».
Είναι ανακριβής ο ισχυρισμός στο
άρθρο ότι ο Άγ.Πορφύριος «θεωροῦσε ἀσήμαντο»
το «666». Αυτό που συμβούλευε περί αυτού, ήταν να μη το φοβόμαστε. Ωστόσο, με
το να μας προτρέπει ο Άγιος να μη φοβόμαστε τον αντίχριστο και το «666», δεν μας διδάσκει να τα θεωρούμε ασήμαντα.
Όπως και η προτροπή του ιδίου Πατρός να μη φοβόμαστε το θάνατο[7],
δεν παραπέμπει στο ότι ο θάνατος είναι ασήμαντος. Το αντίθετο μάλιστα. Είναι
τόσο σημαντικός, δίδασκε, όσο η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου[8],
γι΄αυτό και πρέπει ο άνθρωπος να μάθει και το πώς να πεθάνει.[9]
Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίο να
επισημάνουμε πως η διαφωνία γνώμης είναι απολύτως ανθρώπινη και επαναλαμβάνεται
αρκετά στην ιστορία της Εκκλησίας, ακόμα και μεταξύ των Αποστόλων[10].
Η συμφωνία των Πατέρων (consensus
patrum),
τα δόγματά τους, είναι εκείνα που επιβεβαιώνουν
και σφραγίζουν την πίστη της Εκκλησίας. «Τῶν
ἀποστόλων τὸ κήρυγμα καὶ τῶν πατέρων τὰ δόγματα, τῇ ἐκκλησία μίαν τὴν πίστιν ἐσφράγισεν,
καὶ τὸν χιτῶνα φοροῦσα τῆς ἀληθείας, τὸν ὑφαντὸν ἐκ τῆς ἄνω θεολογίας, ὀρθοτομεῖ
καὶ δοξάζει τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριον»[11].
Στο ζήτημα του Οικουμενισμού, ως δογματικό,
δεν παρατηρείται μεταξύ των αγίων καμία
διαφωνία. Αντιθέτως, υπάρχει απόλυτη
συμφωνία. Είναι αναντίρρητα μία
κατεγνωσμένη υπό των αγίων Πατέρων αίρεση. Έχει καταγγελθεί ως αίρεση
τουλάχιστον από τους Άγ.Παϊσιο, Άγ.Πορφύριο, Αγ.Ιουστίνο Πόποβιτς, Αγ.Εφραίμ
Κατουνακιώτη, Αγ.Ιωσήφ Ησυχαστή, Άγ.Ιωάννη Μαξίμοβιτς, Αγ.Νεομάρτυρα Ιλαρίωνα
(Τροϋτσκυ), Άγ.Νικόλαο Βελιμίροβιτς κ.α. καθώς και από τους οσιακής βιοτής
γέροντες Αθανάσιο Μυτιληναίο, Κλεόπα (Ιλίε), Φιλόθεο Ζερβάκο, επίσκοπο
Αυγουστίνο Καντιώτη κ.α.
Στην περίπτωση αυτή θεωρούμε βέβαιη
την επιπνοία του Αγίου Πνεύματος, αφού στην πραγματικότητα οι προαναφερθέντες
άγιοι Πατέρες δεν έκαναν τίποτα άλλο, από το να εκφράσουν αυτό που η Εκκλησία
διδάσκει και ομολογεί διαχρονικώς, ήτοι το δόγμα περί της Μοναδικότητας της
Εκκλησίας, δόγμα που βάναυσα κακοποιεί ο Οικουμενισμός.
Εν συνεχεία στο άρθρο, αφού σπάρθηκαν
στις συνειδήσεις οι «κατάλληλες» αμφιβολίες για την εγκυρότητα της διδασκαλίας
του Αγίου Παϊσίου, προτίθεται το ερώτημα: «Λοιπόν; Σέ ποιόν ἀπό τούς δύο μίλησε τό Ἅγιο
Πνεῦμα;» οδηγώντας μας σε
αμηχανία, μιας και οι Άγιοι «απεδείχθη» ότι δήθεν διαφωνούσαν. Μπερδεύοντας έτι
περισσότερο τον νου του αναγνώστη, ακολουθεί μία γενικώς αποδεκτή θεώρηση, αν και
όχι χωρίς ημαρτημένα:
«Μπορεῖ νά εἶχαν Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλά τό Ἅγιο
Πνεῦμα δέν «κατέλαβε» τή θέση τοῦ μυαλοῦ τους. Δούλευε τό μυαλό τους, ἀλλά ὅποτε
ἔκρινε τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἔκανε τίς «ἐπεμβάσεις» Του. Δηλαδή, «δούλευε» καί ἡ
προσωπική τους κρίση, μάλιστα πιό πολύ «δούλευε» ἡ προσωπική τους κρίση, παρά
τό Ἅγιο Πνεῦμα! Οὔτε οἱ Δώδεκα Ἀπόστολοι «κινοῦντο» πάντα ἐξ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά
καί ἐξ ἰδίας κρίσεως».
Όμως αυτή η θεώρηση, δεν άπτεται της
περίπτωσης που καταδείξαμε περί Οικουμενισμού, το οποίο, όπως αναφέραμε, είναι
θέμα δογματικό. Δεν ομιλούμε δηλ. για «προσωπική κρίση» κάποιου αγίου που
μπορεί να διαφέρει από την προσωπική κρίση κάποιου άλλου, όπως θα μπορούσε να
συμβεί σε μη δογματικά και επουσιώδη ζητήματα, αλλά για την κοινή πεποίθηση της Εκκλησίας περί της
συγκεκριμένης αιρέσεως.
Κατόπιν η αμφισβήτηση του αγ.Παϊσίου
μεταφέρεται στο επίπεδο γνώσεών του. "Μπορεί να είχε το Άγιο Πνεύμα αλλά
δεν είχε τις απαραίτητες θεολογικές γνώσεις για να μπορεί να διδάξει" :
«Οἱ Δώδεκα Ἀπόστολοι, μέ τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, ἀπό ἄσοφοι ἔγιναν σοφοί. Ὅμως, αὐτό ἔγινε μιά φορά, καί δέν
ξαναγίνεται, γιατί μιά φορά παραδόθηκε ἡ πίστη. Μπορεῖ, λοιπόν οἱ Ὅσιοι
Παϊσιος, Πορφύριος (καί ὄχι μόνο), νά εἶχαν Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλά αὐτό τό Ἅγιο Πνεῦμα
δέν τούς δίδαξε οὔτε θεολογία, οὔτε δογματική, οὔτε ἐκκλησιαστική ἱστορία. Μέ
τίς γνώσεις πού εἶχαν, μέ αὐτές ἔμειναν. Π.χ. ὁ Μ. Ἀντώνιος ἦταν μεγάλος Ὅσιος.
Ὅμως, ἀγράμματος ἦταν, ἀγράμματος παρέμενε. Γι’αὐτό δέν εἶχε τίς ἀπαραίτητες
θεολογικές γνώσεις γιά νά ἀντιμετωπίσει τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου, πού κυριαρχοῦσε
στήν ἐποχή του. Ὅσοι τόν ρωτοῦσαν, τούς ἔστελνε στόν Μ. Ἀθανάσιο, πού εἶχε
γνώσεις θεολογικές».
Απορούμε με τα ισχυριζόμενα. Πως είναι
δυνατόν να περιορίζεται η δράση του Αγίου Πνεύματος αποκλειστικά στην περίπτωση
των Αποστόλων, όπου από άσοφοι έγιναν σοφοί; Το Άγιο Πνεύμα επέπεσε μόνο στους Αποστόλους
και με μόνο σκοπό να παραδοθεί η πίστη; Δεν ενήργησε ποτέ ξανά στη ζωή της
Εκκλησίας; Δεν απέκτησαν αυτό όλοι οι πνευματοφόροι
άγιοι καθιστώντας τους σοφούς; Οι Πατέρες, οι συγκροτήσαντες τις Οικουμενικές
Συνόδους, διατυπώνοντας τα δόγματα της Πίστεως, δεν είχαν Άγιο Πνεύμα; Πώς
έγιναν οι όσιοι μοναχοί "σοφότατοι καθηγητές της ερήμου" ώστε να μας
παραδόσουν αθάνατα διδάγματα ορθοδόξου ζωής; Όχι δι΄ Αγίου Πνεύματος; Θεολόγους
αγίους, μετά τους Αποστόλους, δεν έχουμε; Θεολόγοι άγιοι είναι μόνο οι
εγγράμματοι;
Πλην όμως, «τὸ Πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ[12]». Θεολόγοι είναι όλοι εκείνοι που
έφτασαν στην θεωρία της ακτίστου δόξης του Θεού[13].
Εγγράμματοι και αγράμματοι. Γι΄αυτό και είναι θεοδίδακτοι. Ακόμα κι εκείνοι που δεν σπούδασαν την ακαδημαϊκή
θεολογία, εντούτοις θεολογούν αυθεντικά εξ΄αιτίας της εμπειρίας της θεώσεως και
μόνον[14].
Θεολογούν απλανώς ως θεόπτες[15].
Τι λοιπόν κι αν ήταν αγράμματοι; Ο Μέγας
Αντώνιος, αν και αγράμματος, ήταν όχι απλώς "Δάσκαλος Ορθοδοξίας"
αλλά Καθηγητής[16],
όπως τον επονομάζει και υμνεί η Εκκλησία. Αληθώς θεοδίδακτος:
«Ἐνοικοῦντά σοι ἔχων, τὸν τὰ πάντα βλέποντα
Θεὸν μακάριον, ἐκδιδάσκοντά σε, καὶ φωτίζοντα καὶ
συνετίζοντα, τῶν ψυχῶν Τρισμάκαρ, τῶν καθαρῶν καὶ μακαρίων, τὰς ἀνόδους ὁρᾶν
κατηξίωσαι[17]».
Και βεβαίως είχε από Θεού
την ικανότητα όχι μόνο να διδάσκει, αλλά και να αντιμετωπίζει τους αλλόθρησκους,
τους αιρετικούς και σχισματικούς, όπως έκανε επανειλημμένως κατά των ειδωλολατρών,
των αρειανών, των μανιχαίων και σχισματικών μελιτιανών, όπως μαρτυρεί ο Μέγας
Αθανάσιος. Αποστρεφόταν τους αιρετικούς και παρήγγελνε το λαό «μηδὲ μίαν ἔχετε κοινωνίαν πρὸς τοὺς ἀσεβεστάτους
Ἀρειανούς· Οὐδεμία γὰρ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος»[18]. Αν
και αγράμματος αποστόμωνε τους φιλοσόφους[19]
και εδίδασκε με ακρίβεια τα ορθόδοξα δόγματα στο λαό της Αλεξάνδρειας, με
παρότρυνση του επισκόπου, για να τους προφυλάξει από την αίρεση των αρειανών!
«Ἐδίδασκέ
τε τὸν λαὸν μὴ εἶναι κτίσμα τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, μηδὲ ἐξ οὐκ ὄντων γεγενῆσθαι· ἀλλ’
ὅτι ἀΐδιός ἐστι τῆς τοῦ Πατρὸς οὐσίας Λόγος καὶ Σοφία. Δι’ ὃ καὶ ἀσεβές ἐστι
λέγειν· Ἦν ὅτε οὐκ ἦν· ἦν γὰρ ἀεὶ ὁ Λόγος συνυπάρχων τῷ Πατρί» [20]
Στις
αιτιάσεις περί της αγραμματοσύνης του, απαντά ο Άγιος:
«Σε
εκείνους που υπάρχει η ενεργός πίστις, σ΄αυτούς δεν είναι απαραίτητος η δια λόγων απόδειξις ή μάλλον είναι περιττή. Και πράγματι εκείνο το οποίο εμείς εννοούμε
με την πίστη, αυτό εσείς προσπαθείτε να καταλάβετε με τα λόγια. Και πολλές
φορές εκείνα που εμείς ζούμε, εσείς ούτε
να εκφρασθείτε μπορείτε. Συνεπώς καλύτερα και ασφαλέστερη είναι η ενέργεια της
πίστεως από τους σοφιστικούς συλλογισμούς σας»[21].
Οι Άγιοι βίωνουν τα δόγματα, γι΄αυτό
και μαζί με την Αγία Γραφή, οι Πατέρες «επικαλούνται
και την εμπειρία των ζώντων θεουμένων, όταν εμφανισθή μία αίρεσις. Όταν
εμφανίσθηκε η αίρεσις του Αρείου, οι Πατέρες επεκαλέσθησαν και την εμπειρία των
θεουμένων που ζούσαν κατά την εποχή της Αρειανικής διαμάχης»[22]. Ένας εξ΄ αυτών και ο Μέγας Αντώνιος κι
ο επίσης ολιγογράμματος Άγιος Σπυρίδων.
Ομοίως κι ο Άγιος Παΐσιος δίδασκε
αποτελεσματικά την Ορθοδοξία. Στην Κόνιτσα κατόρθωσε να επιστρέψει στην Ορθοδοξία
80 περίπου οικογένειες από τους αιρετικούς προτεστάντες. Είχε οικειωθεί το Άγιο
Πνεύμα και δίδασκε για την θεολογία:
«Τό
Ἅγιο Πνεῦμα δέν κατεβαίνει μέ μηχανές∙ γι’ αὐτό ἡ θεολογία δέν ἔχει καμμιά δουλειά μέ τό στεῖρο ἐπιστημονικό πνεῦμα. Τό
Ἅγιο Πνεῦμα κατεβαίνει μόνο Του, ὅταν βρῆ τίς πνευματικές προϋποθέσεις στόν ἄνθρωπο».»[23].
Το Άγιο Πνεύμα λοιπόν, ως
"σοφώτατον και φιλανθρωπότατον" καθιστά σοφούς και φιλανθρώπους αυτούς
που προσλαμβάνει[24].
Θεολόγος και κήρυξ του Σωτήρος ήταν κι ο καταφυγών από παιδική ηλικία στην
έρημο, Ιωάννης ο Βαπτιστής[25],
που δεν ήταν εν ζωή κατά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος. Η πίστη παρεδόθη
μία φορά[26],
αλλά και συνεχώς, ανά τους αιώνας διδάσκεται, επιβεβαιώνεται και περιφρουρείται
από τις αιρέσεις με την εν Αγίω Πνεύματι πατερική θεολογία των θεουμένων. Οι
άγιοι ονομάζονται και είναι θεοφόροι
και οι λόγοι τους, κατά θείαν οικονομίαν, έχουν καταγραφεί ώστε να μας νουθετούν
προς διόρθωση, μας λέει ο Άγιος
Γρηγόριος Νύσσης.[27]
'Οσο για τον Οικουμενισμό,
προκειμένου να αποφευχθεί και ο παραμικρός ενδοιασμός περί αυτού, καταθέτουμε
την μαρτυρία του εγγραμμάτου αγίου,
Καθηγητού της δογματικής Ιουστίνου Πόποβιτς:
«Ὁ
Οἰκουμενισμὸς εἶναι κοινὸν ὄνομα διὰ τοὺς ψευδοχριστιανισμούς, διὰ τὰς ψευδοεκκλησίας
τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Μέσα του εὑρίσκεται ἡ καρδία ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὐμανισμῶν
(ἀνθρωπισμῶν), μὲ ἐπὶ κεφαλής τὸν Παπισμόν. Ὅλοι δὲ αὐτοὶ οἱ
ψευδοχριστιανισμοί, ὅλαι οἱ ψευδοεκκλησίαι, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μία αἵρεσις
παραπλεύρως εἰς τὴν ἄλλην αἵρεσιν. Τὸ
κοινὸν εὐαγγελικὸ ὄνομά των εἶναι ἡ παναίρεσις»[28].
Ιωάννης Λίτινας
[2].
πρβ. Ιωάννου Χρυσοστόμου PG.55,245: «Ταῦτα δὲ ἀναγέγραπται, ἵνα καὶ ἡμεῖς μιμώμεθα. Εἰ
γὰρ ὁ ἐπαίτης, ὁ τυφλὸς, ὁ μηδὲ ἑωρακὼς αὐτὸν,τοσαύτην εὐθέως παῤῥησίαν
ἐπεδείξατο πρὸ τῆς τοῦ Χριστοῦ παρακλήσεως, πρὸς ὁλόκληρον δῆμον στὰς, φονῶντα
καὶ δαιμονῶντα καὶ μαινόμενον, καὶ ἀπὸ τῆς ἐκείνου φωνῆς βουλόμενον καταδικάσαι
τὸν Χριστὸν, καὶ οὐκ εἶξεν, οὐδὲ ὑπεχώρησεν, ἀλλὰ μετὰ παῤῥησίας ἁπάσης αὐτοὺς
ἐπεστόμισεν, καὶ εἵλετο βληθῆναι ἔξω μᾶλλον, ἢ προδοῦναι τὴν ἀλήθειαν· πόσῳ
μᾶλλον ἡμᾶς τοὺς ἐπὶ τοσοῦτον χρόνον ἐν πίστει ζήσαντας,
τοὺς μυρία θαύματα διὰ τῆς πίστεως ἑωρακότας, τοὺς μείζονα εὐεργετηθέντας ἐκείνου, καὶ τοὺς ἔνδοθεν ὀφθαλμοὺς ἀναβλέψαντας, καὶ τὰ ἀπόῤῥητα θεασαμένους μυστήρια, καὶ εἰς τοσαύτην κληθέντας τιμὴν, ἅπασαν παῤῥησίαν ὑπὲρ αὐτοῦ ἐπιδείκνυσθαι χρὴ πρὸς τοὺς ἐγκαλεῖν ἐπιχειροῦντας καὶ λέγοντάς τι κατὰ Χριστιανῶν καὶ ἐπιστομίζειν, ἀλλὰ μὴ συγγινώσκειν ἁπλῶς!».
τοὺς μυρία θαύματα διὰ τῆς πίστεως ἑωρακότας, τοὺς μείζονα εὐεργετηθέντας ἐκείνου, καὶ τοὺς ἔνδοθεν ὀφθαλμοὺς ἀναβλέψαντας, καὶ τὰ ἀπόῤῥητα θεασαμένους μυστήρια, καὶ εἰς τοσαύτην κληθέντας τιμὴν, ἅπασαν παῤῥησίαν ὑπὲρ αὐτοῦ ἐπιδείκνυσθαι χρὴ πρὸς τοὺς ἐγκαλεῖν ἐπιχειροῦντας καὶ λέγοντάς τι κατὰ Χριστιανῶν καὶ ἐπιστομίζειν, ἀλλὰ μὴ συγγινώσκειν ἁπλῶς!».
[6]. πρβ. Ανακοινώσεις του Γραφείου επί των
Αιρέσεων και των Παραθρησκειών της Ι.Μ. Πειραιώς: ΑΓΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ Ο
ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ: ΕΝΑΣ ΔΙΑΠΡΥΣΙΟΣ ΠΟΛΕΜΙΟΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ και “Ο
«ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ» ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΚΑΙ Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ «ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΑΤΡΙΩΤΙΣΣΑΣ»”
[7]. Γέροντος
Πορφυρίου Ιερομονάχου. Ανθολόγιο
Συμβουλών. Σελ.196 : «Όμως, εμείς οι
Χριστιανοί δεν πρέπει να στενοχωρούμεθα, ούτε πρέπει να μας τρομάζει ο
θάνατος».
[8]. Γέροντος
Πορφυρίου Ιερομονάχου. Ανθολόγιο
Συμβουλών. Σελ.72 : «Διότι ξέρω, ότι
η ώρα του θανάτου είναι για τον καθένα μας η Δευτέρα παρουσία του Κυρίου. Και η
ώρα αυτή είναι πολύ κοντά».
[9]. Άννα
Κωστάκου. Συνομιλώντας με τον Γέροντα
Πορφύριο.: «Ο άνθρωπος πρέπει να μάθει και πώς να πεθάνει. Μπαίνουμε στην ζωή,
μπαίνουμε και στον θάνατο. Οι απλοί άνθρωποι δεν μπορούν να τα καταλάβουν αυτά.
Δεν μπορούν να φιλοσοφήσουν. Αλλά αυτός που του αρέσει να διδάσκεται, μαθαίνει
–μέσ΄ από την σπουδή- και την ζωή και τον θάνατο». Ανακτήθηκε από https://bit.ly/3hgY5mH
[10]. πρβ.
Πρξ.15,39 : «ἐγένετο οὖν παροξυσμός, ὥστε
ἀποχωρισθῆναι αὐτοὺς ἀπ᾿ ἀλλήλων, τόν τε Βαρνάβαν παραλαβόντα τὸν Μᾶρκον ἐκπλεῦσαι εἰς Κύπρον».
[13].
Ρωμανίδης, Ι. Πατερική Θεολογία. σελ.49 «Ποιοι είναι τώρα οι θεολόγοι της Εκκλησίας;
Είναι μόνο εκείνοι που έφθασαν στην θεωρία. Η θεωρία συνίσταται στην φώτισι και
στην θέωσι. Η φώτισις είναι μία κατάστασις αδιάλειπτος, που υπάρχει εν ενεργεία
όλο το ημερονύκτιο, ακόμη και κατά τον ύπνο. Ενώ η θέωσις είναι μία κατάστασις
κατά την οποίαν βλέπει κάποιος την δόξαν του Θεού, και η οποία διαρκεί όσο
θέλει ο Θεός».
πρβ. και Γρηγορίου Θεολόγου PG.35,1093 : «οἱ τῆς θεωρίας, τὸν θεολόγον».
[14]. Ρωμανίδης, Ι. Πατερική Θεολογία. σελ. 193 «Στην
Ορθόδοξη Παράδοσι όμως έχομε τους Προφήτες, τους Αποστόλους και τους Αγίους, οι
οποίοι δεν είναι απλώς αυθεντίες αφ’ εαυτού των, αλλά είναι αυθεντίες εξ αιτίας
της εμπειρίας της θεώσεως και μόνον. Οπότε και ο καθένας, ο οποίος φθάνει στην
εμπειρία της θεώσεως, γίνεται και αυτός αυθεντία, επειδή μετέχει στην αυθεντία
εκείνων. Αυτός δεν λέγει τίποτε διαφορετικό απ’ ότι είπαν εκείνοι, διότι
απέκτησε κοινή εμπειρία με εκείνους. Όσοι έχουν την ίδια εμπειρία, λένε τα ίδια
πράγματα»
[15] .
Ως άνω, σελ. 205 «Από
Πατερικής απόψεως θεολόγος είναι εκείνος που έφθασε σε θέωσι. Διότι τότε
γίνεται απλανής, οπότε μπορεί να θεολογή χωρίς φόβο να πέση σε πλάνη. Δηλαδή
θεολόγοι κατά τους Πατέρες είναι μόνον οι θεόπτες».
[16] .
Κανών Ἁγίου Ἀντωνίου, ΑΙΝΟΙ: «Πίστει συνελθόντες
πάντες σε, ὡς Ἀσκητὴν τοῦ Χριστοῦ, σὲ τιμῶμεν Ἀντώνιε, γεγηθὼς γὰρ ὥδευσας, ἐν ἐρήμοις
σαφέστατα, καθηγητής τε ταύτης ἐγένου πιστός, ὅθεν σοι πάντες, ἡμεῖς κραυγάζομεν.
Ὢ παμμακάριστε, Μοναστῶν τὸ καύχημα, τῷ Λυτρωτῇ, ἀπαύστως ἱκέτευε, εἰς τὸ σωθῆναι
ἡμᾶς».
[23].
Εκκλησιαστική
Παρέμβαση. Τεῦχος 240. Ἰούλιος 2016. Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου
Βλασίου.
[24] .
Γρηγόριος Θεολόγος. Λόγος εις την Πεντηκοστή. PG.36,448: «Τοῦτο
τὸ Πνεῦμα (σοφώτατον
γὰρ καὶ φιλανθρωπότατον),
ἂν ποιμένα λάβῃ, ψάλτην ποιεῖ, πνευμάτων πονηρῶν κατεπᾴδοντα, καὶ βασιλέα τοῦ Ἰσραὴλ
ἀναδείκνυσιν. Ἐὰν αἰπόλον συκάμινα κνίζοντα, προφήτην ἐργάζεται. Τὸν Δαβὶδ καὶ
τὸν Ἀμὼς ἐνθυμήθητι. Ἐὰν μειράκιον εὐφυὲς λάβῃ, πρεσβυτέρων ποιεῖ κριτὴν καὶ
παρ’ ἡλικίαν. Μαρτυρεῖ Δανιὴλ, ὁ νικήσας ἐν λάκκῳ λέοντας».
[25].
Γρηγόριος Θεολόγος.
PG.46,729: «Ἀλλ’ ὅμως
ὁ λύχνος ὢν, τοσοῦτον ἀπέσχε τοῦ ἀμαυρωθῆναι τῇ τοῦ Κυρίου παρουσίᾳ, ὃς ἦν ἥλιος
δικαιοσύνης, ὥστε καὶ μᾶλλον διέλαμψε, κήρυξ ὁμοῦ καὶ θεολόγος αὐτοῦ τοῦ Σωτῆρος
ὁ Βαπτιστὴς γενόμενος».
[27] .
πρβ. Γρηγορίου Νύσσης. Εις Την Προσευχήν Λόγοι ε΄: «Οὐδεὶς
τῶν ἀληθῶς ἁγίων, τῶν τῷ ἁγίῳ πνεύματι θεωφορουμένων, ὧν αἱ ῥήσεις κατὰ θείαν οἰκονομίαν
εἰς νουθεσίαν τῶν ἐφεξῆς ἀνεγράφησαν, ἐπί τινι κακῷ τὴν σπουδὴν ἔχων ἐπιδειχθήσεται,
ἀλλὰ πᾶς αὐτοῖς ὁ σκοπὸς τῶν λόγων πρὸς διόρθωσιν τῆς ἐμπολιτευομένης τῇ φύσει
κακίας βλέπει».
[28].
Πόποβιτς,Ι. Η Ορθόδοξος Εκκλησία και ο οικουμενισμός. Έκδοση
Ι.Μονής Αρχαγγέλων Τσέλιε Βάλιεβο, Σερβία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας