Ο
όσιος Αρσένιος Σεργίου Σεργιάδης, κατά κόσµον Αθανάσιος, γεννήθηκε στα
Ιωάννινα το έτος 1800 από ευσεβείς και εναρέτους γονείς.
Πολύ
νωρίς έµεινε ορφανός και από πατέρα και από µητέρα. Σε ηλικία εννέα
ετών ήρθε στις Κυδωνίες της Μικράς Ασίας, όπου µε τη φροντίδα του
Σχολάρχη Αρχιµανδρίτη Γρηγορίου, ανδρός εναρέτου και λογίου, ενεγράφη
στην εκεί Σχολή.
Στην Σχολή αυτή φοίτησε για πέντε χρόνια. Κατά
τα τελευταία χρόνια των σπουδών του γνώρισε τον περίφηµο γέροντα
Δανιήλ. Αυτόν ακολούθησε στο αγιο Όρος, όπου και εκάρη µοναχός µε το
όνοµα Αρσένιος. Κατά την εξαετή παραµονή του στον Άθωνα έδωσε τον εαυτό
του ως πρότύπο µοναχού. Ακολουθώντας τον γέροντα του Δανιήλ ήρθε στην
Ιερά Μονή Πεντέλης και στην συνέχεια στην Πάρο και µάλιστα στις ιερές
Μονές Λογγοβάρδας και Αγίου Αντωνίου Μαρπήσσης. Κατόπιν τον βλέπουµε στα νησιά Σίκινο και Φολέγανδρο. Εδώ
χειροτονείται Διάκονος και διορίζεται ελληνοδιδάσκαλος, ωφελώντας
πολλαπλά και τα µέγιστα στην πνευµατική, ηθική, κοινωνική και εθνική
εξύψωση του επιπέδου του λαού. Στη Φολέγανδρο παρέµεινε αρκετά χρόνια,
εργαζόµενος άοκνα ιεραποστολικώς.
Μετά την κοίµηση του γέροντός του Δανιήλ και παρά τις αvτιδράσεις των Φαλεγανδρίων, ανεχώρησε µε το σκεπτικό να επανέλθει στο Άγιο Όρος. Όµως,
διερχόµενος από την Πάρο και στην Μονή Αγίου Γεωργίου, συνάντησε τον εξ
Ηπείρου επισης καταγόµενο αρχιµανδρίτη Ηλία Γεωργιάδη, Ιεροκήρυκα
Κυκλάδων, ανθρωπον σοφίας και αρετής. Ο γέροντας αυτός, µε φώτιση Θεού,
προέτρεψε τον Αρσένlο τότε να µη µεταβεί στον Άθωνα, αλλά να παραµείνει
στην Πάρο, πράγµα και που έπραξε. Και στην Μονή Αγίου Γεωργίου Πάρου,
ωσαύτως διέπρεψε στους πνευµατικούς αγώνες. Η ζωή του ήταν ζωή άκρας
ασκήσεως. Προσευχόταν αδιάλειπτα, µελετούσε νυχθηµερόν τον θείο λόγο.
Ελάχιστα έτρωγε και κοιµόταν τόσο µόνο, όσα να ζει. Ζούσε ως επιγειος
αγγελος. Οι πατέρες, βλέποντας την υποµονή, την ταπείνωση, την
πραότητα, την ευσέβεια και αγιότητά του, του πρότειναν να χειροτονηθεί
Πρεσβύτερος. Μα αυτός ο µακάριος, από πολλή ταπείνωση και από
επίγνωση του ύψους της Ιερωσύνης, δεν δεχόταν. Παρά ταύτα, κατόπιν
πολλών πιέσεων και τη προτροπή του τότε Μητροπολίτη Κυκλάδων Δανιήλ,
εδέχθη, αφήνοντας διαχρονικό υπόδειγµα υπακοής και Ιερωσύνης. Διακρίθηκε
σε όλες τις αρετές και ανεδείχθη ισάξιος των παλαιών κορυφαίων του
Μοναχισµού. Όσο ελάχιστοι, τίµησε την ιδιότητα του Ιερέως και την
ιδιότητα τοιι Μοναχού. Ένεκα τούτου, πλήθη πιστών από τα πέρατα της
πατρίδος αθρόως προσήρχοντο προς αυτόν, για να του εναποθέσουν το βάρος
των αµαρτιών και των προβληµάτων τους, για να δεχθούν την διδαχή και την
ευλογία του, για να πνευµατοποιηθούν.
Η φήµη του ως Αγίου είχε ήδη περάσει στον λαό του Θεού, ενώ ακόµα βρισκόταν στη ζωή αυτή. Μετά
από την τελευτή του γέροντος Ηλίο, εξελέγη Ηγούµενος της Μονής Αγίου
Γεωργίου. Επειδή όµως καθηµερινά πλήθη πιστών τον ζητούσαν, αναγκάσθηκε
να παραιτηθεί από τις διοικητικές µέριµνες και να στραφεί τελείως στο πνευµατικό έργο. Παράλληλα εκάλυπτε και τις λειτουργικές και πνευµατικές ανάγκες των µοναζουσών της Μονής Χριστού Δάσους Πάρου.
Η συνεχής καταπόνηση, η σκληρή ασκηση και η σωµατική και πνευµατική κόπωση, υπέσκαψαν την υγεία του. Οι
δυνάµεις του άρχισαν να εξασθενούν. Προαισθάνθηκε το τέλος του.
Συγκέντρωσε τις µοναχές και τους έδωσε τις τελευταίες του νουθεσίες. Την
30ή Ιανουαρίου του 1877, µετά τη Θεία Λειτουργία τους είπε: "Αυτή,
παιδιά µου, είναι η τελευταία Λειτουργία που ετέλεσα". Και την επόµενη,
31η Ιανουαρίου, επειτα από µια ζωή που υπήρξε θυσία ζώσα προς τον
Τριαδικό Θεό και ενας ανέσπερος πνευµατικός φόρος, παρέδωσε το πνεύµα
στον Ύψιστο, τον αποίο από βρέφος αγάπησε, υπηρέτησε, εδόξασε και στον
οπαία ανεπέθεσε τη ζωή του. Τα τελευταία του λόγια ήταν τα εξής "Κύριε,
εις χειράς σου παρατίθηµι τούτο το ποίµνιο που µου ενεπιστώθης. Σος είµι
εγώ, Κύριε, ότι τα δικαιώµατά Σου εξεζήτησα".
Την
κοίµησή του όλος ο λαός της Πάρου οµοθυµαδόν θρήνησε και έσπευσε να
αποχαιρετήσει τον αγιο, τον Προστάτη του, τον πνευµατικό του οδηγό. Το
ιερό του λείψανο τέθηκε επί τρεις µέρες σε λαϊκό προσκύνηµα. Οι
εκδηλώσεις ευλαβείας του λαού ήταν απερίγραπτες. Ο λαός της Πάρου και
όταν ζούσε ο όσιος Αρσένιος τον θεωρούσε Άγιο, αλλά και αµέσως µετά την
κοίµησή του. Και η Εκκλησία µας, τον Ιούνιο του 1967 και επισηµα τον
ανακήρυξε αγιο.
Ο αγιος Αρσένιος ένεκα της αγιότητάς του έλαβε από τον Θεό και όταν ακόµα βρισκόταν στη ζωή, το χάρισµα των θαυµάτων.
Eίvαι πάρα πολλά τα θαύµατά του, που ο λαός της Πάρου, αλλά και εκτός
Πάρου, γνωρίζει και διηγείται. Έτσι, σε καιρό ανοµβρίας, ως άλλος
Προφήτης Ηλίας, άνοιξε τους κρουνούς του ουρανού και έφερε βροχή
ευεργετική. Αλλά και λάδι µετέφερε µέσα σε καλάθια. Εθεράπευε και βέβαια
θεραπεύει ασθενείς, διασώζει από κινδύνους, αποµακρύνει δαιµόνια,
επιλύει προβλήµατα της ζωής και µε κάθε τρόπο δείχνει την παρουσία του
εντός και εκτός της Μονής Χριστού.
πηγή: impantokratoros.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας