Τρίτη 26 Ιουνίου 2018

Λίγες σκέψεις γιά τήν ἀρετή τῆς ὑπομονῆς

Τὸν Ἰώβ ἐπισκέπτονται τρεῖς ἐπιφανεῖς φίλοι του, ποὺ πληροφορήθηκαν τὴ δοκιμασία του. Λεπτομέρεια ἀπὸ χειρόγραφο.
Πηνειῶς Χριστοδούλου
Νηπιαγωγοῦ Εἰδικῆς Ἀγωγῆς, PhD, MSc
Κωνσταντίνου Χριστοπούλου
Φοιτητῆ Νομικῆς Σχολῆς ἘΚΠΑ
Ὅπως ἡ ὅραση σύμφωνα μὲ τὸν Gibson (1966) εἶναι ἡ «βασίλισσα τῶν αἰσθήσεων», ἔτσι καὶ ἡ ὑπομονὴ θὰ μποροῦσε νὰ ἰσχυριστεῖ κανεὶς ὅτι εἶναι ἡ βασίλισσα, ἡ κορωνίδα, ἡ μητέρα καὶ τὸ ἐπιστέγασμα ὅλων τῶν ἀρετῶν. H ὑπομονὴ μπορεῖ νὰ παραλληλιστεῖ μὲ ἕνα ὡραῖο πολύχρωμο στεφάνι ποὺ ἐμπεριέχει στὴν κατασκευή του ὅλα τὰ ἄνθη τῶν ἀρετῶν, τὶς ὁποῖες ἀφενὸς προϋποθέτει καὶ ἀφετέρου καλλιεργεῖ καὶ ἐπαυξάνει.
Ἡ ὑπομονὴ εἶναι σύνθετη ἀρετή. Ἀποτελεῖ τὴ βάση, ἀλλὰ καὶ τὴν κορυφὴ στὴν πυραμίδα τῶν ἀρετῶν, καθὼς καθίσταται ταυτόχρονα συνιστῶσα καὶ συνισταμένη πολλῶν ἀρετῶν.
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ διαθέτει ὑπομονὴ συνδυάζει τὸ θάρρος μὲ τὴ θέληση, τὴ μακροθυμία καὶ τὴν ψυχικὴ ἀντοχὴ (Διαμαντόπουλος, 2005).
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ τὰ ἑξῆς: «Ἡ ὑπομονὴ εἶναι ἡ ρίζα ὅλων τῶν ἀγαθῶν, μητέρα τῆς εὐσέβειας, κλάδος τῆς εὐφροσύνης, καρπὸς ἀμάραντος, πύργος ἀκαταμάχητος, λιμάνι ποὺ δὲν ταράζεται ἀπὸ τὶς τρικυμίες». Ἡ λέξη ὑπομονὴ ἐτυμολογικὰ εἶναι παράγωγο τοῦ ρήματος ὑπομένω (ὑπὸ+μένω). Σημαίνει ὅτι μένω πίσω, μένω στὴ θέση μου, ἀναμένω χωρὶς νὰ δυσανασχετῶ (Διαμαντόπουλος, 2005), μένω κάτω ἀπὸ κάτι, στέκομαι χαμηλά, ταπεινούμαι. Ὅσον ἀφορᾶ τὴ φωνηματικὴ σύνθεση τῆς λέξης ὑπομονή, εἶναι γεγονὸς ὅτι παρότι τελειώνει μὲ τὸ γράμμα ἦτα σὲ γραφικὸ ἐπίπεδο, πάντα νικάει στὴ ζωή.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς προτρέπει νὰ γίνουμε δοῦλοι ἀρετῆς. Ὅμως ἂν δὲν ἔχουμε κατακτήσει καὶ βιώσει τὴν ὑπομονὴ δὲν μποροῦμε νὰ χτίσουμε τὸ οἰκοδόμημα τῶν ἀρετῶν μὲ σταθερότητα. Ἀκόμη καὶ ἂν προσωρινὰ πάρει σάρκα καὶ ὀστᾶ τὸ οἰκοδόμημα, τὰ θεμέλιά του θὰ εἶναι σαθρὰ καὶ μὲ τὸ πρῶτο φύσημα τοῦ ἀέρα θὰ καταρρεύσει σὰν χάρτινος πύργος.
Ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης (Κλῖμαξ, Λόγος Ζ΄) ἀναφέρει σχετικὰ μὲ τὸ χάρισμα τῆς ὑπομονῆς ὅτι δίνεται στὸν ἄνθρωπο ἀνάλογα μὲ τὸ μέτρο τῆς ταπεινώσεως. Γιατί, αὐτὸς ποὺ εἶναι πολὺ ταπεινὸς εἶναι ταυτόχρονα καὶ πολὺ ὑπομονετικὸς σὲ ὅλους τοὺς κόπους καὶ τὶς θλίψεις τῆς παρούσας ζωῆς. Ἡ ἐμπειρία καταδεικνύει ὅτι ἡ ἐπίγεια ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ἕνα ἀνέμελο περιδιάβασμα μέσα σὲ μιὰ ἀτέρμονη εὐκολία. Ὁ δρόμος εἶναι ἀνηφορικὸς καὶ ἀρκετὰ συχνὰ δύσβατος, γεμᾶτος ἀγκάθια, πειρασμοὺς καὶ λῦπες. Ὅμως, ὅσο περισσότερο ὑπομένει κανείς, τόσο ἐλαφρότερο αἰσθάνεται τὸ φορτίο καὶ τὸ βάρος τῶν πειρασμῶν του. Ὅποιος ἔχει ταπείνωση καὶ ὑπομονή, νικᾶ εὔκολα ὅλα τὰ δυσάρεστα ποὺ θὰ κληθεῖ νὰ ἀντιμετωπίσει στὸν διάβα τῆς ζωῆς του.
Ὁ Κύριος λέει στοὺς μαθητές του καὶ μέσῳ αὐτῶν σ’ ὅλη τὴν Ἐκκλησία: «ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται» (Ματθ. 24,13). Δηλαδή, αὐτὸς ποὺ θὰ ὑπομείνει μέχρι τὸ τέλος αὐτὸς καὶ θὰ σωθεῖ. Καὶ σὲ ἕνα ἄλλο χωρίο «Ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τὰς ψυχὰς ὑμῶν» (Λουκ. 21,19). Μέ τὴν ὑπομονή σας θὰ μπορέσετε νὰ ἐλέγξετε τὴν κατάσταση τῶν ψυχῶν σας. Ἂν δὲν ἔχετε ὑπομονή, θὰ χάσετε τὰ πάντα.
Ὑπομονὴ δὲν εἶναι ἡ μοιρολατρικὴ ἀποδοχὴ καὶ ἀνοχὴ τῶν γεγονότων, ἐπειδὴ σὲ κάποιες περιπτώσεις τὸ ἀνθρώπινο ὂν δὲν μπορεῖ νὰ κάνει διαφορετικά. Οὔτε πάλι ἡ γεμάτη ἄγχος καὶ ἀγωνία ἀναμονὴ μιᾶς ἐπερχόμενης λύτρωσης ἀπὸ μιὰ δοκιμασία ποὺ ἐνδεχομένως βιώνει. Ἀλλὰ ἀντιθέτως, ἡ «κατὰ Θεὸν» ὑπομονὴ -ἡ ὁποία εἶναι καὶ τὸ ζητούμενο εἶναι ἡ μυστικὴ προσδοκία τῆς ἀποκάλυψης τοῦ θελήματὸς τοῦ Θεοῦ στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ γεμάτη ἐλπίδα ἀναμονὴ τῆς πειστικῆς μεταμόρφωσης τῆς δοκιμασίας σὲ θεϊκὴ εὐλογία.
Ὁ Ἰώβ δοκιμαζόμενος
Γιὰ παράδειγμα, συμβαίνει σὲ κάποιον μιὰ μεγάλη δοκιμασία ποὺ φαινομενικὰ ὑπερβαίνει τὶς δυνάμεις καὶ τὶς ἀντοχές του. Μιὰ πεσιμιστικὴ ἀντιμετώπιση εἶναι νὰ καταθέσει τὰ ὅπλα καὶ νὰ ἀναλογιστεῖ «τὶ μπορῶ νὰ κάνω ἐγώ;». Πιὸ συγκεκριμένα, ἀποδέχεται τὸ συμβάν, μὲ τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν προσμονὴ ὅτι μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου θὰ ἐπέλθει ἡ λύση καὶ τὸ τέλος τῆς δοκιμασίας. Αὐτὴ ἡ ἀντιμετώπιση βοηθάει μόνο ὡς ἕνα βαθμὸ τὸν ἄνθρωπο νὰ προσπελάσει τὸ λυπηρὸ γεγονός. Ὅμως, τὸ ἰδανικὸ εἶναι νὰ προσπαθήσει ὁ ἄνθρωπος νὰ γίνει «ἐνεργητικὸς ἀκροατὴς» τοῦ συμβάντος, νὰ διακρίνει πίσω ἀπὸ τὰ δυσάρεστα περιστατικὰ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ ἀλάνθαστου θελήματος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ χρειάζεται χρόνο καὶ κατὰ συνέπεια ὑπομονή. Ἔτσι λειτουργεῖ ὁ πραγματικὸς χριστιανός. Ἡ ὑπομονὴ εἶναι τρόπος ζωῆς γι’ αὐτόν. Ὁ πραγματικὸς χριστιανὸς δὲν γογγύζει, δὲν λυγίζει, δὲν κάμπτεται, δὲν ἀποκάμνει, δὲν ὑποχωρεῖ, δὲν ἀντιδικεῖ μὲ ἐκδικητικὸ τρόπο, καὶ δὲν διατυπώνει τὸ ἐναγώνιο ἐρώτημα «γιατί, γιατὶ σ’ ἐμένα;», ὅσο σοβαρὸ καὶ ἀπροσδόκητο μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ συμβὰν ποὺ καλεῖται νὰ ἀντιμετωπίσει καὶ νὰ διαχειριστεῖ ἐκείνη τὴ χρονικὴ περίοδο ἢ στιγμή. Δὲν τὸν ἀγγίζει τὸ ἀνυπέρβλητο κῦμα τοῦ ἀδυσώπητου «γιατί;». Αὐτοῦ τοῦ ἀνεξήγητου, ἐρωτηματικοῦ ποὺ γεννιέται τὴν ὥρα τῆς ἀφόρητης θλίψης καὶ τοῦ πειρασμοῦ καὶ δοκιμάζει τὸν ἄνθρωπο σὲ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς του. Μάλιστα δὲν τοῦ περνάει καθόλου ἀπὸ τὴ σκέψη του τὸ συγκεκριμένο ἐρώτημα/λογισμός. Στέκεται «ἐν ἀγάπῃ, ἐν προσευχῇ καὶ ἐπ’ ἐλπίδι». Ἀποδέχεται ὅλα τὰ γεγονότα μὲ ταπείνωση, ὑπομονητικὴ σιωπή, πραότητα, γαλήνη, εἰρήνη, ἐλπίδα καὶ ψυχικὴ ἀντοχή. Τὴν κάθε δυσκολία τὴν ἀντιλαμβάνεται καὶ τὴ βιώνει ὡς ἐπίσκεψη, ὡς δῶρο καὶ εὐλογία τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή του. Ὁ ὑπομονετικὸς ἄνθρωπος βλέπει τὸν ἥλιο, ὄχι μονάχα ὅταν ὁ οὐρανὸς εἶναι καθαρός, ἀλλὰ εἶναι βέβαιος γιὰ τὴν ὕπαρξή του ἀκόμα καὶ ὅταν ὁ ὁρίζοντας εἶναι σκεπασμένος ἀπ’ ἄκρη σὲ ἄκρη μὲ μαῦρα πυκνὰ σύννεφα. Μέσα στὸ σκότος καὶ τὴν ὁμίχλη, τὴ βροχὴ καὶ τὴν καταιγίδα, μιλάει γιὰ τὸ οὐράνιο τόξο ποὺ θ’ ἀνατείλει, μιλάει γιὰ ξαστεριά.
Οἱ πάσης φύσεως λῦπες, πόνοι καὶ πειρασμοί, ἂν βιωθοῦν ἀπὸ τὸν χριστιανὸ «ἐν ὑπομονῇ καὶ εὐχαριστίᾳ», λειτουργοῦν πάντα καθαρτικὰ καὶ παιδαγωγικὰ στὴν ψυχή του. Ἡ ὑπομονὴ εἶναι γεννήτορας τῆς ἐλπίδας καὶ τῆς ἀγάπης. Μιᾶς ἀγάπης ὄχι μόνο πρὸς τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ μιᾶς ἀγάπης ἀνιδιοτελοῦς πρὸς τὸν κάθε συνάνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἅγιος Παΐσιος ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ γιὰ τὴν ἀρετὴ τῆς ὑπομονῆς:
«Μὲ ὑπομονὴ καὶ ἀγάπη θὰ κερδίσουμε τὴν Οὐράνιὰ Βασιλεία. Νὰ κάνουμε ὑπομονή. Νὰ περιμένουμε νὰ ὡριμάσουν φυσιολογικά, μὲ τὸν καιρό, τὰ φροῦτα, γιὰ νὰ τὰ φᾶμε. Νὰ μὴ βιαζόμαστε. Μὲ τὴν ὑπομονὴ θὰ νικήσουμε. Μέσα στὸ σπίτι πρέπει νὰ κάνουμε καὶ νὰ ἔχουμε ὑπομονή. Σ’ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις μας νὰ εἴμαστε γεμᾶτοι γαλήνη, ἠρεμία καὶ ἀγάπη. Τὰ νεῦρα καὶ ἢ ταραχὴ βλάπτουν. Δυστυχῶς, ὅ σημερινὸς ἄνθρωπος δὲν ξέρει νὰ περιμένει. Βιάζεται. Δὲν ἁπλοποιεῖ τὴ ζωή του».
Σύμφωνα μὲ τὸν Μπουσνὲλ «Ἡ πιὸ μεγαλοπρεπὴς καὶ ἀληθινὴ ἐξουσία βρίσκεται μέσα στὴν ἁπλὴ ὑπομονή»…
Ἡ ἀρετή τῆς ὑπομονῆς εἶναι δύσκολη στὸν ἀγῶνα της. Σύμφωνα μὲ τὸν Ἰωάννη Δαμασκηνὸ ἡ Ὑπομονὴ εἶναι «Ἀγάπη ἔγκοπος». Δὲν εἶναι ἕνα ἔργο εὔκολο γιατὶ ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ζεῖ στὴν ἐποχὴ τῆς ταχύτητας εἶναι ἀνυπόμονος, βιαστικός, ἀπαιτητικός, ἀγχώδης καὶ γεμᾶτος ἀνησυχία. Ἐπιθυμεῖ νὰ κυριαρχεῖ τὸ ἐγώ του, νὰ γίνεται πάντα τὸ δικό του θέλημα, νὰ μὴ συναντᾶ ἐμπόδια στὶς ἐπιδιώξεις του, νὰ μὴν ὑποφέρει, νὰ μὴ δυσκολεύεται σὲ κανένα τομέα τῆς ζωῆς του. Ὁ Θεὸς ὅμως θέλει τὸν ἄνθρωπο νὰ καρποφορεῖ «ἐν ὑπομονῇ» (Λουκ. η’ 15). Θέλει νὰ σώσει τὴν ψυχὴ τοῦ «ἐν τῇ ὑπομονῇ» (Λουκ. κα΄ 19).
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (Ἀόρατος Πόλεμος, 2006:187) ἀναφέρει τὰ ἑξῆς: «Ὅταν βρίσκεσαι σὲ κάποια δοκιμασία καὶ τὴν ὑποφέρεις εὐχάριστα, πρόσεχε καλὰ νὰ μὴ νικηθεῖς ποτὲ ἀπὸ τὸ διάβολο ἢ ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ σου καὶ ἐπιθυμήσεις νὰ ἐλευθερωθεῖς ἀπὸ αὐτήν. Γιατὶ ἀπὸ αὐτὸ θὰ πάθεις δύο μεγάλες ζημιές, ἡ μία εἶναι, ὅτι, ἂν καὶ αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία πρὸς τὸ παρὸν δὲν θὰ σοῦ στερήσει τὴν ἀρετὴ τῆς ὑπομονῆς, ὅμως σιγὰ σιγὰ θὰ σὲ φέρει στὴν κατάσταση τῆς ἀνυπομονησίας, ἡ ἄλλη εἶναι τὸ ὅτι ἡ ὑπομονή σου θὰ γίνει ἐλλιπής, ἀφοῦ θὰ χάσεις τοὺς μισθοὺς καὶ τὶς ἀμοιβὲς ποὺ δίνει ὁ Θεός, μόνον τὸ διάστημα ἐκεῖνο τὸ χρονικό, κατὰ τὸ ὁποῖο ἐσὺ ὑποφέρεις. Διότι, ἂν δὲν ἐπιθυμοῦσες ἐσὺ τὴν ἐλευθερία, ἀλλὰ σὲ ὅλες τὶς δοκιμασίες ἀφιέρωνες τὸν ἑαυτό σου στὴν θεϊκὴ ἀγαθότητα, ἂν καὶ ἡ δοκιμασία ἐκείνη ποὺ ὑπέφερες ἔμπρακτα, μπορεῖ νὰ διαρκοῦσε μία ὥρα ἢ καὶ λιγότερο, παρ’ ὅλα αὐτά, ὁ Θεὸς μποροῦσε νὰ τὴν θεωρήσει ὡς μία δοκιμασία ποὺ διήρκεσε πολὺ μεγάλο χρονικὸ διάστημα».
Ὁ Γέρων Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστὴς ἀναφέρει τὰ ἑξῆς:. «Ὁ Χριστός μας σήκωσε τὸν σταυρόν, καὶ ἡμεῖς θὰ σηκώσωμεν. Ὅλας τὰ θλίψεις ἐὰν τὰς ὑπομένωμεν εὑρίσκωμεν Χάριν παρὰ Κυρίου. Δι’ αὐτὸ μᾶς ἀφήνει ὁ Κύριος νὰ πειραζώμεθα. Διὰ νὰ δοκιμάζη τὸν ζῆλον καὶ τὴν ἀγάπην πρὸς αὐτὸν ὅπου ἔχομεν. Δι’ αὐτὸ χρεία ὑπομονῆς. Χωρὶς ὑπομονὴν δὲν γίνεται ὁ ἄνθρωπος πρακτικός, δὲν μανθάνει τὰ πνευματικά, δὲν φθάνει εἰς μέτρα ἀρετῆς καὶ τελειώσεως».
Οἱ δοκιμασίες στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου παραχωροῦνται ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ λόγους ποὺ μόνο Ἐκεῖνος γνωρίζει, καὶ κατεργάζονται τὴν ὑπομονή. Ἡ ὑπομονὴ αὐτὴ θὰ βοηθήσει τὸν ἄνθρωπο νὰ τελειωθεῖ, νὰ ἀποκτήσει στὴν ψυχή του τὸν ἔλεγχο τῆς ζωῆς του, νὰ ἀντέξει μέχρι τέλους, νὰ ὁδεύσει πρὸς τὴν κορυφὴ τῆς ἀντεστραμμένης πυραμίδας, ἐκεῖ ὅπου βρίσκεται ὁ Μόνος Ταπεινός, νὰ φθάσει στὴν πνευματική του ὁλοκλήρωση καὶ τελειότητα, στὴ θέωση, νὰ ἐκπληρώσει τὴν ἀποστολὴ καὶ τὴν κλήση του «ἅγιοι γίνεσθαι, ὅτι ἐγὼ ἅγιος ἐιμί» (Α΄ Πέτρ. 1, 16) καὶ νὰ σωθεῖ, ὅπως ἄλλωστε εἶναι ὁ τελικὸς προορισμός του.
Ἡ ὑπομονὴ ἀποτελεῖ ἕνα δείκτη τῆς πνευματικῆς ὡριμότητας τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς σταθερότητας στὴν πίστη του. Εἶναι τὸ μέτρο ποὺ φανερώνει τὸ μέγεθος καὶ τὴν ποιότητα τῆς ἀγάπης τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τῆς ἐμπιστοσύνης του σ΄Αὐτόν. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς αὐτὴ ἀποτελεῖ τὸ κατ’ ἐξοχὴν γνώρισμα τῶν Ἁγίων καὶ τῶν Μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ ἅγιος Ησύχιος Ἱεροσολύμων, θέλοντας νὰ προσδιορίσει τὴ μεγάλη δύναμη καὶ τὴν ἀξία τῆς ὑπομονῆς, τήν ἀποκάλεσε «βασιλικὸν περιδέραιον». Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀναφέρει ὅτι αὐτὸν ποὺ κατέκτησε τὴν ὑπομονή, «τὸν ἔκανε στερεότερο καὶ ἀπὸ τὸ διαμάντι».
Ἡ ὑπομονὴ ἀποτελεῖ χαρακτηριστικὸ ἑνὸς δυνατοῦ χαρακτῆρα καὶ μιᾶς ἰσχυρῆς προσωπικότητας (Διαμαντόπουλος, 2005).
Ἡ ὑπομονὴ ἀνήκει στὶς κύριες ψυχικὲς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου. Πραγματικά, εἶναι μία ἀπὸ τὶς σπουδαιότερες ἀρετὲς σὲ μιὰ προσωπικότητα καὶ συνήθως στὸ τέλος ἀνταμείβει τὸν κτήτορά της μὲ πολλοὺς τρόπους. Μιὰ Γαλλικὴ παροιμία λέει «Οἱ ἀνυπόμονοι συνήθως πληρώνουν πολὺ ἀκριβὰ γιὰ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ὁ ὑπομονετικὸς τὰ ἔχει δωρεάν».
Ἡ ὑπομονὴ εἶναι ἀπαραίτητη σὲ κάθε εἴδους διαπροσωπικὴ σχέση (οἰκογενειακή, φιλική, ἐπαγγελματικὴ κ.ἄ.) καὶ συμβάλλει στὴν ὁμαλὴ ἐπικοινωνία τοῦ ἀτόμου καὶ στὴν ἁρμονικὴ κοινωνικὴ συμβίωση. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν ὑπομονὴ διάγουν τὸν βίο τους μὲ ἠρεμία, ἀπολαμβάνοντας τὴν κάθε στιγμή τους, τὴν κάθε ἐργασία ἢ σχέση τους, ἐνῷ παράλληλα ἔχουν τὴ βαθειὰ πεποίθηση ὅτι αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμοῦν θὰ ἔρθει ὅταν οἱ συνθῆκες εἶναι ὥριμες νὰ τὸ δεχτοῦν.
Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ καταστεῖ ἐφικτὸ νὰ δείχνει ὑπομονὴ καὶ μάλιστα νὰ εὐχαριστεῖ τὸν Θεὸ ὄχι μόνο γιὰ τὰ εὐχάριστα καὶ ἐπιθυμητὰ σὲ αὐτὸν συμβάντα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ δυσάρεστα, ἂν δὲν ἔχει προηγουμένως δώσει νόημα στὴ ζωή του ἡ πίστη στὸν Θεό. Οἱ ἔχοντες ὑπομονὴ ἐλπίζουν ἀκράδαντα, ἀλλὰ δὲν χαίρονται προκαταβολικὰ γιὰ τὶς ἐπερχόμενες ἀμοιβὲς καὶ τὰ στεφάνια. Ἀντίθετα, συνεχίζουν νὰ πορεύονται μὲ ταπείνωση «ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ τὰ πάντα κατέχοντες» (Β΄ Κορ. 6, 10). Ὅταν ὁ Θεὸς θὰ στεφανώσει ἐπάξια ὅλους ὅσοι πορεύθηκαν στὴν ἐπίγεια ζωή τους μὲ ὑπομονή, τότε ὁ φτωχός, ὁ βασανισμένος, ὁ ὑπόδουλος, ὁ κατατρεγμένος, ὁ συκοφαντημένος, ὁ ἄρρωστος, ὁ πληγωμένος, τὸ ἄτομο μὲ ἀναπηρία, τότε ὁ κάθε ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος διήγαγε τὸν βίο του μὲ ὑπομονὴ θὰ κατανοήσει, σὲ ὅλο του τὸ μεγαλεῖο τὸ «Μακάριος ἀνὴρ ὃς ὑπομένει πειρασμὸν ὅτι δόκιμος γενόμενος λήψεται τὸν στέφανον τῆς ζωῆς» (Ἰακ. 1, 12).
Γι’ αὐτὸ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μᾶς προτρέπει «ἂς ἀφήσουμε τὸ ἄροτρο τοῦ πόνου, νὰ αὐλακώσει τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας… Ἂς μὴν πονᾶμε λοιπὸν ὑπερβολικὰ ἀπὸ τὶς θλίψεις ποὺ μᾶς συμβαίνουν, ἀλλὰ νὰ εὐχαριστοῦμε τὸν Θεό.…. Ἂν δὲν ὑπάρχουν παλαίσματα, δὲν θὰ δοθοῦν βραβεῖα… Ἂν δὲν περάσουμε χειμῶνα, δὲν μποροῦμε νὰ τρέφουμε ἐλπίδες ὅτι θὰ δοῦμε καλοκαίρι». Σύμφωνα μὲ τὸν ὅσιο Θεοφάνη τὸν Ἔγκλειστο στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου πάντα δίνονται εὐκαιρίες γιὰ νὰ κάνει ὑπομονή.
Ὁ ἄνθρωπος θὰ πρέπει νὰ μακροθυμεῖ καὶ νὰ τὶς ὑπομένει, γιατὶ ἔτσι ἐκδηλώνεται τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ποὺ τοῦ ἑτοιμάζει τὴ στενὴ ὁδό, τὴ γεμάτη δυσκολίες. Αὐτὴ εἶναι ἡ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴ ζωή, φτάνει ὁ καθένας νὰ τὴ δεχτεῖ σωστὰ καὶ νὰ ἐκμεταλλευτεῖ τὶς εὐκαιρίες της. Στὴ βάση τῶν προαναφερομένων, ὁ ἄνθρωπος στὴν καθημερινή του ζωὴ ἂς θέσει ὡς στόχο τὴν ἐφαρμοσμένη ὑπομονή, προκειμένου νὰ φέρει εἰς πέρας τὸ ἔργο του καὶ τὸ δύσκολο ἀγῶνα του.
Ὁ Γάλλος συγγραφέας Ζὸρζ Κουρτελὶν (1858-1929) ἐπισημαίνει ὅτι «Τὸ μέλλον ἀνήκει σὲ κείνους ποὺ ξέρουν νὰ ὑπομένουν», (Διαμαντόπουλος, 2005). Τὴ συγκεκριμένη ρήση ἂς τὴν ἐκλάβουμε ὑπὸ τὴν εὐρεῖα της ἔννοια καὶ ἂς ἐντείνουμε τὶς προσπάθειές μας ἀναφορικὰ μὲ τὴν κτήση τῆς ἀρετῆς τῆς ὑπομονῆς στὸ μέγιστο δυνατὸ βαθμό.
Ἐνδεικτικὴ βιβλιογραφία
Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης (2006). Ἀόρατος πόλεμος, ἐκδόσεις Συνοδίας Σπυρίδωνος Ἱερομονάχου, Νέα Σκήτη Ἅγιο Ὄρος.
Διαμαντόπουλος, Δ. (2005). Σύγχρονο λεξικὸ τῶν βασικῶν ἐννοιῶν τοῦ ὑλικοῦ-τεχνικοῦ, πνευματικοῦ καὶ ἠθικοῦ πολιτισμοῦ, Ἐκδόσεις Πατάκη, Ἀθῆνα.
Κοζαδινοῦ, Α. (χ.χ.). Ἰωάννου Σιναίτου Κλῖμαξ, Θεσσαλονίκη, ἐκδόσεις «Λιακόπουλος»
Νικολάου, Μητροπολίτου Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς (2008). Ἀπὸ τὸ καθ’καθ’ ΄ἡμέραν στὸ καθ’ ὁμοίωσιν, ἐκδόσεις «Ἐν Πλῷ».
Τρεμπέλας, Π. (2012). Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία, Ἀθῆνα, ἐκδόσεις «Σωτήρ».
Διαδικτυακὴ βιβλιογραφία
http://agioritikesmnimes.blogspot.com/
http://1myblog.pblogs.gr

πηγή:  http://enromiosini.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε το σχόλιό σας