του Μιχαήλ Χούλη
Στα
Ευαγγέλια διασώζονται να έχουν γίνει από τον Ιησού, στα τρία
χρόνια της δημόσιας παρουσίας Του, τρεις νεκραναστάσεις, με τις
οποίες δίνει το πρώτο χτύπημα στη εξουσία του θανάτου και
προμηνύει την οριστική συντριβή του άδη με τη δική Του ανάσταση:
Η ανάσταση του γιου μιας χήρας στην κωμόπολη Ναΐν, που σημαίνει
«ομορφιά» και βρίσκεται κοντά στο όρος Θαβώρ. Φάνηκε έτσι ότι
πραγματικά και αιώνια νέος και μοναδικά όμορφος είναι φύσει μόνο
ο Θεός και θέσει όσοι ενώνονται μαζί του δια της Θείας
Ευχαριστίας. Ακόμη, ότι η μεταμόρφωσή Του στο Θαβώρ πιστοποιεί
και το δικό μας
φεγγοβόλημα δια του ακτίστου φωτός, όταν και όσο
ακολουθούμε τις εντολές Του. Η δεύτερη περίπτωση ανάστασης αφορά
την κόρη του αρχισυνάγωγου Ιαείρου και η τρίτη περίπτωση την
ανάσταση του φίλου Του Λαζάρου. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ιησούς
ξεκίνησε τα θαύματά του στο τραπέζι του γάμου της οικογένειας
που τον προσκάλεσε (στην Κανά) και τα ολοκλήρωσε πάλι σε μια
οικογένεια (του Λαζάρου και των αδελφών του, Μάρθας και Μαρίας).
Ο άγιος Επιφάνιος παίζει με τους αριθμούς κάνοντας άριστη
θεολογία, όταν λέγει: «6 ημέρες πριν το Πάσχα, με τις 5
αισθήσεις Του, τον 4ήμερο (Λάζαρο), ο 3ήμερος (Χριστός), στις 2
αδελφές (Μάρθα και Μαρία), τον 1 αδελφό (Λάζαρο) χαρίζει». Η
ανάσταση μάλιστα του Λαζάρου ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το
ποτήρι της οργής των αρχιερέων και των Φαρισαίων εναντίον του
Θεανθρώπου.
Ο Χριστός
καθυστέρησε επίτηδες δύο ημέρες την παρουσία του στην κηδεία του
Λαζάρου (βρισκόταν στην άλλη Βηθανία, πέραν του Ιορδάνου) για να
δουν όλοι το θαύμα και να πιστέψουν ότι είναι ο νικητής του
θανάτου. «Κοιμάται ο Λάζαρος, είπε στους μαθητές Του, και πάω να
τον ξυπνήσω» (Ιω. 11,11). Όταν τον προϋπάντησε η Μάρθα, της είπε:
«Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή. εκείνος που πιστεύει σε μένα κι
αν πεθάνει θα ζήσει. και καθένας που ζει και με εμπιστεύεται δεν
θα πεθάνει ποτέ» (Ιω. 11,25-26). Ας προσέξουμε ότι δεν λέει ο
Χριστός «εγώ σας δίνω την ανάσταση», αλλά «ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ η ανάσταση»,
όπως και σε άλλο σημείο ο ευαγγελιστής Ιωάννης επισημαίνει: «Όποιος
έχει τον Υιό έχει τη ζωή. όποιος δεν έχει τον Υιό του Θεού, δεν
έχει τη ζωή» (Α΄ Ιω. 5,12). Είναι αλήθεια άλλωστε ότι η Εκκλησία
διδάσκει ότι υπάρχουν τριών ειδών θάνατοι: Ο βιολογικός θάνατος
(χωρισμός ψυχής από το σώμα), ο πνευματικός θάνατος (αμαρτία,
απομάκρυνση από τη χάρη του Θεού) και ο αιώνιος θάνατος (αμετανοησία).
Το νόημα της ζωής επομένως και η πραγματική ελευθερία, η σωτηρία
από τη φθορά και το φόβο του θανάτου, από τον εγωισμό και τα
μίση, από την άρνηση της αλήθειας και της αγάπης, δεν βρίσκεται
στις διάφορες ιδεολογίες ή στα πολιτικά προγράμματα, αλλά σε ένα
πρόσωπο, που λέγεται Ιησούς Χριστός. Αυτός και μόνο μπόλιασε τα
εγκόσμια με την ζωοποιό Του χάρη και στη συνέχεια δια της
Πεντηκοστής, μέσω του Αγίου Πνεύματος, «τα πάντα καινά ποιούνται».
Ο Χριστός μπροστά στο θάνατο του Λαζάρου δάκρυσε. Έδειξε έτσι
ότι είναι τέλειος άνθρωπος, αλλά και με την έγερση του
τετραήμερου νεκρού Λαζάρου (‘Λάζαρε δεύρο έξω’), που έγινε
αμέσως μετά, έδειξε ότι είναι και Θεός, δηλαδή Θεάνθρωπος. Οι
αρχαίες μυστηριακές θρησκείες δίδασκαν ότι η απολύτρωση από τον
θάνατο επιτυγχάνεται έξω από την ιστορία. Άλλες διδασκαλίες
έλεγαν ότι μόνο η ψυχή επιβιώνει. Άλλοι θεωρούσαν ως φυσικό
γεγονός τη συμφιλίωση με το θάνατο. Ο Ιησούς δεν προσπάθησε να
καταργήσει το θάνατο, ούτε να συμφιλιωθεί μαζί του. Θέλησε να
δείξει όμως ότι Αυτός είναι μόνο το ξεπέρασμα του θανάτου και η
αιώνια ζωή…………...
………….Πλησίαζε
το Ιουδαϊκό Πάσχα και χιλιάδες Ισραηλίτες και προσήλυτοι (πρώην
ειδωλολάτρες) συνέρρεαν στα Ιεροσόλυμα για να λάβουν μέρος στη
πασχαλινή ιερουργία και σε ειδικούς καθαρμούς (θυσίες, πλύσεις
και προσευχές) ώστε να γιορτάσουν καθαροί τη σπουδαιότερη γιορτή
του εβραϊκού λειτουργικού χρόνου. Ο κόσμος αναζητούσε τον Ιησού,
που είχε ήδη αναστήσει τον Λάζαρο, γεγονός που είχε γίνει πολύ
γνωστό. Οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι είχαν δώσει εντολή να
συλλάβουν τον Ιησού, αλλά και τον Λάζαρο, λόγω του οποίου ο
Χριστός είχε ευρέως γνωριστεί. Έξι μέρες πριν το Πάσχα ο Ιησούς
πήγε στη Βηθανία, στο σπίτι του Λαζάρου, όπου του παρέθεσαν
δείπνο. Η Μάρθα υπηρετούσε. Η Μαρία έπλυνε τα πόδια του Ιησού με
πολύτιμο άρωμα από την Ινδία και τα σπόγγισε με τα λυμένα μαλλιά
της. Η πράξη της Μαρίας ήταν πράξη που εκτελούσαν οι δούλοι και
δείχνει έτσι την ταπείνωσή της και την εκτίμησή της προς το
πρόσωπο του Κυρίου. Ο Ιούδας ο Ισκαριώτης λυπήθηκε τα χρήματα
και παρατήρησε ότι θα μπορούσε να δοθεί το αντίτιμο από την
πώληση του ακριβού μύρου στους φτωχούς. Στην ουσία ήθελε να
καταχραστεί τα χρήματα -αφού αυτός κρατούσε το ταμείο- και
προφασίστηκε την φιλανθρωπία. Ο Χριστός ανακοίνωσε ότι το κάνει
αυτό η Μαρία προκαταβολικά για τον ενταφιασμό Του (χωρίς η ίδια
φυσικά να το γνωρίζει).
Στη
συνέχεια, και καθισμένος σε πουλάρι στο οποίο κανένας δεν είχε
καθίσει (κατάλληλο για θρησκευτική δηλαδή χρήση), ο Ιησούς
εισέρχεται στην άγια πόλη ως μεσσίας. Στη ουσία εκπληρώνει την
προφητεία του Ζαχαρία που έλεγε: «Να χαίρεσαι θυγατέρα Σιών, να
το διαλαλείς θυγατέρα Ιερουσαλήμ: Νά, έρχεται σε σένα ο βασιλιάς
σου, δίκαιος και σωτήρας, πράος και καβάλα σ’ ένα γαϊδουράκι» (9,9).
Ήταν βέβαια μια πράξη προκλητική, με την οποία ενοχλήθηκαν πολύ
οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι, αφού φανέρωνε σ’ αυτούς τη
μεσιακή του ιδιότητα και ήξεραν πως ο λαός περίμενε απ’ αυτόν (εσφαλμένα)
την απελευθέρωση από τους Ρωμαίους και την ίδρυση ανεξάρτητου
κράτους. Ο Χριστός δεν κάθισε πάνω σε άρμα που το έσερναν
τίγρεις ή λιοντάρια ή ελέφαντες, όπως συνήθιζαν οι αυτοκράτορες,
αλλά σε ταπεινό γαϊδουράκι, διότι ήταν ο άρχοντας της ειρήνης.
Έδειξε έτσι ότι δεν ήταν πολεμοχαρής, μεσσίας κοσμικός και
στρατιωτικός ελευθερωτής, όπως περίμεναν τότε, αλλά πράος,
πνευματικός και ταπεινός ‘τη καρδία’. Πολλοί έκοβαν φοινικόκλαδα
και τα έστρωναν στο δρόμο μαζί με τα ρούχα τους για να περάσει ή
τα κουνούσαν και φώναζαν «Ωσαννά!» (Σώσε μας, δόξα, ζήτω!) και «Ευλογημένος
αυτός που έρχεται σταλμένος από τον Κύριο» (Ψλμ. 117, 26). Οι
ίδιοι αυτοί άνθρωποι που ζητωκραύγαζαν θα είναι εκείνοι που σε
λίγο θα φωνάζουν «σταυρωθήτω», επηρεασμένοι από την μαζική
ψυχολογία του όχλου. Όταν πλησίασε ο Χριστός στην πόλη, έκλαψε
για την αμετανοησία των κατοίκων της και είπε: «Ιερουσαλήμ,
Ιερουσαλήμ, που εξοντώνεις τους προφήτες και λιθοβολείς τους
απεσταλμένους σε σένα…. Νά, το σπίτι σου θα παραμείνει έρημο» (Ματθ.
23,37-38). Το γεγονός πραγματοποιήθηκε το 70 μ.Χ., όταν ο
Ρωμαίος αυτοκράτορας Τίτος κατέστρεψε ολοκληρωτικά την άγια πόλη,
για να καταστείλει την εξέγερση των Ιουδαίων. Στην πόλη
αναγνωρίστηκε ως μεγάλος προφήτης από το λαό και επισκέφθηκε το
Ναό. Επειδή όμως είχε ήδη βραδιάσει ξαναγύρισε με τους μαθητές
Του στη Βηθανία.
Την
επόμενη μέρα ήρθαν πάλι στα Ιεροσόλυμα και μπήκε ο Ιησούς στο
Ναό. Βρήκε στον περίβολο του Ναού αυτούς που πουλούσαν βόδια,
πρόβατα και περιστέρια για τις θυσίες και τους αργυραμοιβούς
καθισμένους πίσω από τους πάγκους. Οι «αργυραμοιβοί» έκαναν στην
ουσία συνάλλαγμα. Αντάλλαζαν τα νομίσματα των επισκεπτών με το
‘άγιο’ νόμισμα του Ναού, τον λεγόμενο ‘σίκλο’. Με τον τρόπο
αυτόν όχι μόνο διευκόλυναν τους προσκυνητές, αλλά και δεν
επέτρεπαν να περάσουν μέσα στον Ναό νομίσματα που απεικόνιζαν
κεφαλές ειδωλολατρών αυτοκρατόρων. Τότε ο Χριστός με ένα
πρόχειρο μαστίγιο που έφτιαξε τούς έβγαλε όλους έξω, ανέτρεψε
τους πάγκους και έριξε καταγής τα νομίσματα. Τους είπε: «Μην
κάνετε το σπίτι του Πατέρα μου εμπορικό κατάστημα» (Ιω. 2,16).
«Ο οίκος μου είναι οίκος προσευχής» (Ησ. 56,7), «εσείς όμως τον
κάνατε σπήλαιο ληστών» (Ιερ. 7,11). Υπενθυμίζει επομένως πια
είναι η αληθινή λατρεία και διαμαρτύρεται προς το Ιερατείο. Από
τότε οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι αναζητούσαν τρόπο να τον
εξοντώσουν. Τον φοβόντουσαν συνάμα, διότι ο λαός τον αγαπούσε
και τον θεωρούσαν τουλάχιστον ως μέγιστο προφήτη.
Είναι
αλήθεια ότι όλοι οι προφήτες καταδιώχθηκαν από τους Ιουδαίους,
διότι ενοχλούσαν το κοινό αίσθημα και τους φαύλα πράττοντες
ηγεμόνες και δρούσαν βίαια και απροσδόκητα. Έτσι, ο προφήτης
Αχιά έσκισε το ρούχο του σε 12 κομμάτια για να δείξει στον
Σολομώντα τη διάλυση του βασιλείου του. Ο προφήτης Νάθαν έλεγξε
τον βασιλιά Δαυίδ επειδή έφτασε σε φόνο για να πάρει την γυναίκα
του στρατηγού του Ουρία. Ο Ιερεμίας εμφανίστηκε υπό ζυγόν για να
δηλώσει στον βασιλιά Σεδεκία ότι δεν πρέπει να επαναστατήσουν
κατά των Βαβυλωνίων κ.α.
Ο Ιησούς
γνωρίζει πως με τη στάση του αυτή οδηγείται πολύ σύντομα στο
μαρτύριο και τον θάνατο. Η είσοδος στην άγια πόλη ως μεσσίας και
η εκδίωξη των εμπόρων από το Ναό δεν ήσαν ενέργειες που θα
άφηναν αναπάντητες τα θρησκευτικά συμφέροντα και το ιερατικό
κατεστημένο της εποχής. Διότι επεμβαίνει στη δύναμη και
κυριαρχία τους. Δεν υποχωρεί όμως, αφού γι’ αυτό ήρθε στον κόσμο,
για να λάμψει δηλαδή η αλήθεια και η καθαρότητα στη σχέση Θεού
και ανθρώπων. Ο Χριστός πιστεύει ότι ως Μεσσίας θα εγκαινιάσει
το νέο κόσμο της χάριτος με τον θάνατό Του, όχι με τη βία, όπως
φαίνεται και στον Δούλο του Κυρίου του Ησαΐα. Γι’ αυτό προκαλεί
τόσο φανερά τα άνομα συμφέροντα των Αρχών και Εξουσιών ώστε να
τοποθετηθούν επί της ουσίας. Ο σταυρικός του θάνατος είναι
ξεκάθαρα μπροστά στα μάτια του. Και για τον τρόπο που θα πέθαινε
δεν έπαυε να ενημερώνει τους μαθητές Του όσο ζούσε μαζί τους.
Όπως το
σιτάρι που πρέπει να θαφτεί στη γη για να αποδώσει καρπό, έτσι
και ο Ιησούς πρέπει να πεθάνει για να αναστηθεί. «Όταν υψωθώ,
λέγει, από τη γη (προαναγγέλλοντας με τι θάνατο θα πέθαινε),
όλους τους ανθρώπους θα τραβήξω κοντά μου» (Ιω. 12,32). Άλλωστε,
τα ίδια τα παιδιά μέσα στον Ναό φώναζαν «Δόξα στον Υιό του Δαυίδ»
(Ματθ. 21,15) και στην αγανακτισμένη αντίδραση των αρχιερέων και
γραμματέων, τους απαντά αγιογραφικά: «Από το στόμα νηπίων και
βρεφών έκανες (εσύ Θεέ μου) να βγει τέλειος ύμνος» (Ψλμ. 8,3).
Επομένως, οι πράξεις και τα λόγια του Ιησού δηλώνουν προς τους
αρχιερατικούς και φαρισαϊκούς κύκλους ότι ή θα ακολουθήσουν τις
υποδείξεις Του ή θα συμμαχήσουν εναντίον Του. Μεσοβέζικες λύσεις
με τον Ιησού δεν χωρούν στο προσκήνιο της νέας εκκλησιαστικής
ιστορίας που εγκαινιάζει. Διότι ο κόσμος που με την χάρη Του
ανατέλλει είναι σοβαρός, υπεύθυνος, ειρηνικός, δίκαιος και
ηθικός………………..
Ποια
είναι η στάση των σημερινών ανθρώπων απέναντι στον Ιησού; Όμοια
όπως και στην εποχή Του! Οι περισσότεροι αντιδρούν όπως η Μάρθα:
Πιστεύουν, αλλά δεν ιεραρχούν ως ανώτερα τα πνευματικά και οι
καθημερινές ασχολίες δεν τους αφήνουν να εντρυφήσουν στον
ευαγγελικό λόγο. «Μεριμνούν και ανησυχούν για πολλά πράγματα,
αλλά ένα πράγμα είναι αναγκαίο» (η σωτηρία της ψυχής) (Λουκ.
10,41). Υπάρχουν ακόμη εκείνοι που επιδερμικά πλησιάζουν τον
Χριστό και την Εκκλησία, ανάβουν κανένα κερί, παρακολουθούν και
κάποια ακολουθία, αλλά επιδεικνύουν δίψυχη ζωή. Άλλοτε
εμφανίζονται πιστοί και άλλοτε άπιστοι, ενώ οι κοσμικές
υποθέσεις τούς αποπροσανατολίζουν. Η αγαθή μερίδα ανήκει στη
Μαρία και στους ομοίους της, που βρίσκονται προσκολλημένοι στην
προσευχή και τη λατρεία, ενώ η ενθύμηση του Θεού τούς συνοδεύει
σ’ όλες τις ασχολίες τους (εργασία, οικογενειακή ζωή, ψυχαγωγία
κ.α.).
Τέλος,
όπως ο λαός έβγαζε τα ρούχα του και τα έστρωνε στο έδαφος για να
περάσει ο καθήμενος επί πώλου όνου Θεάνθρωπος Κύριος, έτσι και
εμείς οφείλουμε να απαλλασσόμαστε συχνά με την Εξομολόγηση από
τα λάθη, τις αποτυχίες και αστοχίες μας και να αναζητάμε τη
συγνώμη για τον εαυτό μας και για τους άλλους ώστε, ατομικά και
κοινωνικά, να βαδίζουμε μέσα στο σίγουρο και απάγκιο λιμάνι της
σωτηρίας, που στη παρούσα ζωή λέγεται Εκκλησία, ενώ στην αιώνια
ζωή «βασιλεία του Θεού».
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:
Νικολάου
Νευράκη, «Ο Χριστός και ο καινούριος κόσμος του Θεού», Αθ. 1989
Σάββα
Αγουρίδη – Σωκράτη Νίκα, «Ο Χριστός και ο καινούριος κόσμος του
Θεού», ΟΕΔΒ, 1993
Σταύρου
Φωτίου, «Ορθόδοξα μηνύματα», Εκδ. Γρηγόρης, Αθ. 2000.
πηγή: http://oodegr.co/oode/grafi/kd/baiwn_1.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας