Πέμπτη 10 Μαρτίου 2016

Μολδαβία: "Η απολογία της διακοπής του μνημόσυνου στη Θεία Λειτουργία και σε όλες τις άλλες ακολουθίες της Εκκλησίας.."

".. του τοπικού Επισκόπου, του Μητροπολίτη Κισινέφ και πάσης Μολδαβίας, κ.κ. Βλαδίμηρο, και του Μακαριωτάτου Πατριάρχη Μόσχας και πάσης Ρωσίας, κ.κ. Κυρίλλου"
Τις 20 Φεβρουαρίου 2016, στην επίσημη ιστοσελίδα της Μητρόπολης Μολδαβίας, δημοσιεύτηκε ένα άρθρο με τίτλο «Η δήλωση της κανονικής ανυπακοής» [1], το οποίο αποτελεί απάντηση στη δήλωση, που
απεύθυναν στον Σεβασμιώτατο Βλαδίμηρο οι κάτωθι υπογράψαντες κληρικοί της Μητρόπολης Μολδαβίας, όπου ανακοινώσαμε ότι διακόπτουμε το μνημόσυνο στις θείες ακολουθίες του τοπικού επισκόπου, του Μητροπολίτη Κισινέφ και πάσης Μολδαβίας, Βλαδιμήρου, και του Μακαριωτάτου Πατριάρχη Μόσχας και πάσης Ρωσίας, κ.κ. Κυρίλλου, λόγω των τελευταίων εκκλησιαστικών γεγονότων, που σχετίζονται με την προετοιμασία της Αγίας και Μεγάλης Πανορθοδόξου Συνόδου, αλλά και με τη συνάντηση στη Κούβα του Πάπα Ρώμης, Φραγκίσκου, και του Πατριάρχη Μόσχας, κ. Κυρίλλου, και με το κείμενο της κοινής τους δήλωσης.
Εμείς [θέλουμε και] περιμένουμε με ανυπομονησία να μνημονεύσουμε και πάλι τον Ιεράρχη μας και τον Πατριάρχη μας, δεν είμαστε παραβάτες, ούτε θέλουμε το σχίσμα, είμαστε υπέρ της Εκκλησίας και μέσα στην Εκκλησία, αλλά η διακοπή του μνημόσυνου αποτελεί επισήμανση και διαμαρτυρία μας μέσα στην Εκκλησία λόγω του ότι κάτι δεν πάει καλά[2]. Δεν προτιθέμεθα να οργανώσουμε «παράλληλες Συνόδους», αλλά να εφαρμόσουμε τον ιε΄ Κανόνα της Α΄-Β΄ Συνόδου, ακριβώς επειδή θέλουμε να είμαστε πρωτίστως σε πλήρη κοινωνία με την ορθόδοξη πίστη.
Εμείς, οι κάτωθι κληρικοί, υπογράψαντες του παρόντος, τους οποίους αναφέρει το εν λόγω άρθρο, απορρίπτουμε όλες τις κατηγορίες εναντίον μας, ιδιαιτέρως τις κατηγορίες για δημιουργία σχίσματος, διότι αυτές δεν έχουν καμία κανονική βάση. Η ενέργειά μας βασίζεται αυστηρά στη διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας περί σχίσματος και αιρέσεως, η οποία διατυπώνεται από τους Κανόνες ιγ΄, ιδ΄ και ιε΄ της Α΄-Β΄ Συνόδου της Κωνσταντινούπολης το 861. Το β΄ μέρος του ιε΄ Κανόνα, σύμφωνα με την ερμηνεία του Αγίου Ομολογητή Νικοδήμου[3], αποτελεί μια ολοκλήρωση των τριών προηγουμένων κανόνων, διότι θέτει τους κανονικούς όρους της εφαρμογής τους και προσδιορίζει την μοναδική περίπτωση για τη διακοπή του μνημόσυνου του τοπικού ιεράρχη, δηλαδή την διακήρυξη της αίρεση γυμνῇ τῇ κεφαλῇ. Καθώς μας διδάσκει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, η υπακοή και η υποταγή στον ιερέα, στον ιεράρχη ή στην Σύνοδο δεν ισχύουν πλέον όταν πρόκειται για αίρεση: «Εἰ μὲν γὰρ δόγμα ἔχει διεστραμμένον κἂν ἄγγελο; ᾗ, μὴ πείθου˙ εἰ δὲ ὀρθὰ διδάσκει, μὴ τῷ βίῷ πρόσεχε, ἀλλὰ τοῖς ῥήμασιν» (Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Ὁμιλία Β΄ εἰς Β΄ Τιμοθ., PG 62, 610).
Αυτοί οι κανονικοί όροι διατυπώνονται κυρίως στην ερμηνεία του Αγίου Νικοδήμου στον α΄ Κανόνα της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου: «Εκδίδοντας αυτόν τον όρο, η Σύνοδος του Εφέσου αποβλέπει εκείνο τον νομικό-εκκλησιαστικό κανόνα, βάσει του οποίου η εκκλησιαστική ιεραρχική διοίκηση κατέχει την πλήρη νόμιμη εξουσία μόνο τότε όταν ενεργεί μέσα στα όρια που θέτει ο νόμος και όταν οι διαχειριστές αυτής της εξουσίας υποτάσσονται αυστηρά στους νόμους και στη διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας˙ και, αντιθέτως, όταν αυτοί απομακρύνονται από αυτούς τους νόμους και παραβιάζουν τους αυστηρά προσδιορισμένους έννομους όρους, αυτή η [εκκλησιαστική] εξουσία χάνει όλα τα δικαιώματά της. Αν ερμηνεύσουμε στη συνέχεια τους κανόνες της Συνόδου που συγκεντρώθηκε στη Κωνσταντινούπολη το 861, θα καταλάβουμε τι δύναμη είχε πάντοτε στην Εκκλησία αυτός ο κανόνας»[4]. Επομένως, ενεργώντας μέσα στους αυστηρούς όρους του Κανονικού Δικαίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, δηλώνουμε ότι η μοναδική αιτία της διακοπής εκ μέρους μας του μνημόσυνου του τοπικού Επισκόπου μας και του Μακαριωτάτου Πατριάρχη Μόσχας και πάσης Ρωσίας, κ.κ. Κυρίλλου, είναι η δημόσια και ανοικτή διακήρυξη της αίρεσης εκ μέρους τους.
Παρόλο που στο αναφερθέν άρθρο, το οποίο δημοσιεύτηκε στην επίσημη ιστοσελίδα της Μητρόπολης Μολδαβίας, υπογραμμίζεται ότι ο Σεβασμιώτατος Βλαδίμηρος «ποτέ δεν προώθησε και δεν διακήρυξε τον οικουμενισμό δημόσια ή υπό άλλη μορφή», διαπιστώνουμε με βαθιά θλίψη και οδύνη ότι αυτός ο ισχυρισμός του δεν αληθεύει, διότι το να υπογράψει κανείς ή να ψηφίσει θετικά, ή το να μην αντισταθεί και να μην δηλώσει δημόσια την αποδοκιμασία του απέναντι σε ένα δημόσιο έγγραφο, το οποίο είναι ανορθόδοξο και έγινε δεκτό από το συνοδικό σώμα της ιεραρχίας στην οποία ανήκει, ταυτίζεται με το να συμφωνεί και ο ίδιος και να διακηρύττει την αίρεση γυμνῇ τῇ κεφαλῇ. Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής διέκοψε την κοινωνία με τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, επειδή αυτός είχε υπογράψει το αιρετικό μονοθελητικό και μονοενεργητικό έγγραφο.
Ούτως, τις 2-3 Φεβρουαρίου 2016, η Ιεραρχία της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, με την άμεση συμμετοχή του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κισινέφ και πάσης Μολδαβίας, κ.κ. Βλαδιμήρου, έγκρινε τα προκαταρτικά κείμενα για την Αγία και Μεγάλη Πανορθοδόξου Σύνοδο, τα οποία έχει συντάξει η Σύναξη των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών του Σαμπεζύ, και συνεδρίασε από τις 21 έως 28 Ιανουαρίου 2016. Ιδιαιτέρως στην γ΄ παράγραφο της «Απόφασης της Ιεράς Συνόδου της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας από τις 2-3 Φεβρουαρίου 2016» ισχυρίζεται: «Τα μέλη της Ιεραρχίας ομολογούν ότι στην παρούσα μορφή, τα προκαταρτικά έγγραφα για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο δεν παραβιάζουν την αυθεντικότητα της Ορθοδόξου πίστεως και δεν έρχονται σε αντίθεση με την κανονική παράδοση της Εκκλησίας»[5].
Ένα από τα εν λόγω προκαταρτικά κείμενα, με τίτλο «Σχέσεις της ορθοδόξου εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», περιέχει μια σειρά εκκλησιαστικών αιρέσεων, λόγων των οποίων καταλήξαμε στη διακοπή μνημόσυνου του τοπικού επισκόπου και του Πατριάρχη Κυρίλλου. Συγκεκριμένα, οι λόγοι διακοπής του μνημόσυνου είναι οι εξής:
[Ο ισχυρισμός περί της] χαμένης ενότητας των χριστιανών
Στη ε΄ παράγραφο του συγκεκριμένου κειμένου γίνεται λόγος για «την αποκατάσταση ενότητας των χριστιανών» και «για την χαμένη ενότητα των χριστιανών»[6]. Όμως, έχοντας υπόψη μας όλα αυτά, αναρωτιόμαστε μαζί με τον Απόστολο Παύλο: «μεμέρισται ὁ Χριστός;» (Α΄Κορ. 1:13). Η χρήση τέτοιων όρων αποτελεί άμεση άρνηση του δόγματος περί της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, επειδή, σύμφωνα με τον Άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς: «Ο Θεάνθρωπος Χριστός ένωσε στην Εκκλησία Του «τὰ ἐπὶ τοῖς οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, ἐν αὐτῷ» (Εφ. 1:10). Όλα τα μυστήρια του ουρανού και της γης ενώθηκαν σε ένα μοναδικό μυστήριο, σε ένα «μεγάλο μυστήριο», στο υπερ-μυστήριο της Εκκλησίας»[7] και πάλι: «Ο Αληθινός Θεάνθρωπος Χριστός, στην τέλεια πληρότητα της ευαγγελικής του θεανθρώπινη πραγματικότητα, είναι όλος παρών στο θεανθρώπινό Του Σώμα, δηλαδή στην Εκκλησία, τόσο στους καιρούς των Αποστόλους, όσο και σήμερα και στον αιώνα»[8]. Η Εκκλησία είναι Μια, όπως και ο Χριστός είναι Ένας, και η ενότητα των «χριστιανών» εκτός της Εκκλησίας δεν μπορεί να είναι παρά μια ενότητα στην αμαρτία και αίρεση. Το κείμενο της ε΄ παραγράφου δεν ξεκαθαρίζει τι σημαίνει η «ενότητα των χριστιανών», αφήνοντας περιθώριο να ερμηνεύει ο καθένας ό, τι θέλει.
Η αναγνώριση της ύπαρξης άλλων χριστιανικών εκκλησιών
Στη στ΄ παράγραφο, το αναφερθέν έγγραφο ορίζει ότι «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾽αὐτῆς»[9]. Αν η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μια Εκκλησία, τότε πως μπορεί να γίνει λόγος για ύπαρξη «ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν»; Οι θρησκευτικές οργανώσεις στις οποίες αναφέρεται το έγγραφο με τίποτε δεν δύναται να ονομαστούν «εκκλησίες», ιδιαίτερα εφόσον πρόκειται για συνοδικό έγγραφο, το οποίο εγκρίθηκε από μια αρχιερατική σύνοδο. Ζητάμε να διευκρινίσει η Σύνοδος τον όρο «χριστιανικές εκκλησίες» σε σχέση με την «Ορθόδοξη Εκκλησία», επειδή αυτές οι διατυπώσεις είναι αντιφατικές, από την μια αρχίζουμε με την ιδέα ότι η Εκκλησία είναι Μια, και από την άλλη μιλάμε για «χριστιανικές εκκλησίες».
Τι είδος εκκλησιολογίας προκύπτει από εδώ; Εμείς, όμως, μαρτυρούμε μαζί με τον Μέγα Φώτιο ότι «Υπάρχει μόνο μια Εκκλησία του Χριστού, αποστολική και καθολική. Όχι περισσότερες, ούτε δύο. Και οι άλλες είναι συναγωγές των πονηρών και σύνοδος των παραβατών»[10]. Και ο ισχυρισμός ότι υπάρχουν και άλλες χριστιανικές εκκλησίες είναι αντίθετος προς στη θεμελιώδη διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, διότι αποτελεί αιρετική εκκλησιολογία. Ακόμα περισσότερο – εφόσον πρόκειται για δημόσια έγγραφα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τα οποία ψηφίστηκαν και κατοχυρώθηκαν από τα μέλη της ανωτέρας ιεραρχίας, σε συνοδικό επίπεδο, «ἡ ὁρολογία τῶν ἀποφάσεων πρέπει νά εἶναι αὐστηρῶς θεολογική καί ἐκκλησιολογική. Οἱ ἀποφάσεις πρέπει νά συντονίζωνται στήν ὅλη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία δέν εἶναι συντηρητική, ἀλλά παραδοσιακή, δέν συνιστᾶ μιά ἀδράνεια, ἀλλά μιά κίνηση, μέσα, ὅμως, ἀπό θεολογική καί ἐκκλησιολογική σκέψη. Ἔτσι, στήν συγγραφή τῶν κειμένων θά πρέπει νά συμμετέχουν Ἀρχιερεῖς καί θεολόγοι πού θά ἐπιμεληθοῦν τήν ὁρολογία πού θά χρησιμοποιηθῆ, ὥστε νά μήν ἐκφράζη τήν νεοσχολαστική, ὑπαρξιστική» καί μεταπατερική θεολογία, μὲ διπλή ἔννοια, ποὺ δὲν οριοθετήθηκε ἐννοιολογικὰ ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ Παράδοση. «Εἶναι δέ γνωστόν ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας στίς Οἰκουμενικές Συνόδους ἀγωνίσθηκαν μέ σθένος καί, μέ τήν ἔμπνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, χρησιμοποίησαν τήν κατάλληλη ὁρολογία («τῷ βραχεῖ ρήματι καί πολλῇ συνέσει») πού νά ἐκφράζη τήν ὀρθόδοξη πίστη ἀσφαλῶς καί θεοπνεύστως. Ἐπιλογή μιᾶς ἐσφαλμένης ὁρολογίας δημιουργεῖ ἐκτροπή ἀπό τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία. Χρειάζεται ἰδιαίτερη προσοχή σέ αὐτό καί ἀπαιτοῦνται ἱκανοί Κληρικοί πού θά γνωρίζουν ἐπαρκῶς τήν ἱστορία καί τό περιεχόμενο τῶν ὅρων καί τῶν φράσεων»[11].
Το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών
Στη συνέχεια, στο κείμενο που αναλύουμε ισχυρίζεται ότι «Αἱ Ὀρθόδοξοι κατά τόπους Ἐκκλησίαι–μέλη τοῦ Π.Σ.Ε., μετέχουν πλήρως καί ἰσοτίμως ἐν τῷ ὀργανισμῷ τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν»[12], το οποίο στην ουσία είναι πηγή εκκλησιαστικών αιρέσεων. Ούτως, στο ιθ΄ άρθρο ισχυρίζεται ότι το καταστατικό της εν λόγω οργάνωσης αποτελεί τη βάση για τη συμμετοχή της Ορθοδόξου Εκκλησία στο Π.Σ.Ε., καθώς και η Δήλωση του Τορόντο του 1950[13]. Στο πρώτο από αυτά τα έγγραφα, στο καταστατικό του Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, ορίζεται ότι «διά μέσω του Π.Σ.Ε., οι εκκλησίες προτίθενται […] να διευκολύνουν την κοινή μαρτυρία στο κάθε τόπο και σε όλους τους τόπους και να υποστηρίξουν η μια εκκλησία την άλλη στο έργο τους για ιεραποστολή και ευαγγελισμό»[14]. Όμως, η Ορθόδοξη Εκκλησία, εφόσον είναι η Μια Εκκλησία δεν είναι δυνατόν να συνδεθεί με αιρετικές οργανώσεις σε κοινές δηλώσεις και δεν μπορεί να τους στηρίξει το έργο ιεραποστολής και κηρύγματος ευαγγελίου, διότι αυτές δεν καθοδηγούν τους ανθρώπους στον Χριστό, κατά την μαρτυρία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου: «καὶ ταῦτα εἰδότες οὔτε ἐν τοῖς κατὰ νόμον ἀλλ' ἐν Χριστῷ τὴν ἁπαντὸς τοῦ κόσμου σωτηρίαν ἴσμεν περαιουμένην, οὐδὲ ταῖς ἀθέοις αἱρέσεσιν ἀπονέμομέν τι πρὸς τὴν ἐλπίδα ἀλλὰ παντελῶς ἔξω τῆς ἐλπίδος τίθεμεν αὐτάς, ἅτε δὴ μηδὲ τὴν βραχυτάτην ἐχούσας Χριστοῦ μετουσίαν»[15].

Και η Δήλωση του Τορόντο (1951), η οποία επισημαίνεται κι αυτή στο κείμενο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον χριστιανικό κόσμο», περιέχει τον εξής ισχυρισμό: «Οι Εκκλησίες μέλη αναγνωρίζουν ότι η ιδιότητα του μέλους της Εκκλησίας του Χριστού είναι πιο περιεκτική από την ιδιότητα στο δική της εκκλησιαστικό σώμα [...] Όλες οι χριστιανικές εκκλησίες, περιλαμβανομένης της Εκκλησίας της Ρώμης, θεωρούν ότι δεν υπάρχει μια πλήρης ταυτότητα μεταξύ της ιδιότητας του μέλους της δικής τους εκκλησίας και της ιδιότητας του μέλους της Καθολικής Εκκλησίας. Αναγνωρίζουν ότι υπάρχουν μέλη της εκκλησίας εκτός των τειχών της [extra muros], ότι αυτοί ανήκουν εξίσου [aliquo modo] στην Εκκλησία ή ακόμα ότι υπάρχει εκκλησία εκτός της εκκλησίας [ecclesia extra ecclesiam][16].

Θεωρούμε ότι αυτές οι αιρέσεις και βλασφημίες δεν είναι συμβιβαστές με την Ορθοδοξία, διότι εμείς ομολογούμε ότι υπάρχει μια πλήρης ταυτότητα μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και της Εκκλησίας του Χριστού.
Στη συνέχεια, το έγγραφο «Σχέσεις της ορθοδόξου εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» ισχυρίζεται ότι «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία […] ἐκτιμᾶ θετικῶς τά ὑπ᾽ αὐτῆς ἐκδοθέντα θεολογικά κείμενα» [υπό τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καί Τάξις»][17]. Ένα από αυτά τα θεολογικά κείμενα, το οποία συνάχθηκε στο Λίμα το 1982, με τίτλο «Βάπτισμα, Ευχαριστία και Ιεροσύνη» (Baptism, Eucharist and Ministry), ισχυρίζεται κυρίως ότι «Οι Εκκλησίες πρέπει να αποφεύγουν, λοιπόν, να αποδίδουν άμεσα την ιδιαίτερη μορφή της ιεροσύνης τους στο θέλημα και καθιέρωση του Ιησού Χριστού»[18]. Εμείς ομολογούμε ότι ένας τέτοιος ισχυρισμός είναι απολύτως ασυμβίβαστός με τη διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, της οποίας η ιεροσύνη πιστεύουμε ότι ιδρύθηκε από την ίδιο τον Ιησού Χριστού.
Συγχρόνως, στο κείμενο που εγκρίθηκε στο Σαμπεσύ ισχυρίζεται ότι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διατηρεῖ ἐπιφυλάξεις διά κεφαλαιώδη ζητήματα πίστεως καί τάξεως»[19]. Όμως, απέναντι στο κείμενο «Βάπτισμα, Ευχαριστία και Ιεροσύνη» δεν εκφράζονται τέτοιες επιφυλάξεις, πράγμα που τονίζει και ο Πατριάρχης Μόσχας, Κύριλλος, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι το εν λόγω κείμενο είναι το αποτέλεσμα «ορθόδοξης συμμετοχής και μαρτυρία στο Π.Σ.Ε.»[20].
Οι ανωτέρω αποδείξεις, οι οποίες δεν εξαντλούν τη σειρά των αιρέσεων του Π.Σ.Ε., όπου οι Ορθόδοξες Εκκλησίες συμμετέχουν «πλήρως και σε ίσιους όρους», είναι περισσότερο από επαρκείς για να ισχυριστούμε ότι αυτή η οργάνωση, το Π.Σ.Ε., είναι αιρετική. Και όταν η ίδια η συμμετοχή των Ορθοδόξων Εκκλησιών στο Π.Σ.Ε. είναι απαράδεκτη, τόσο περισσότερο είναι καταδικαστέα η κατοχύρωση των αξιών αυτής της οργάνωσης στο επίπεδο της Ιεραρχίας της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και δύναται να γίνει αποδεκτή από τους ορθοδόξους πιστούς.
Το συνοδικό σύστημα
Στη συνέχεια του κειμένου που εκδόθηκε από τη Σύναξη των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών ισχυρίζεται ότι «ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τό ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀπετέλει τόν ἁρμόδιον καί ἔσχατον κριτήν περί τῶν θεμάτων πίστεως»[21]. Το συνοδικό σύστημα είναι πολύ σημαντικό για την Εκκλησία, επειδή αποτελεί έκφραση της Καθολικότητά της, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατόν να ονομαστεί «ἁρμόδιος καί ἔσχατος κριτής περί τῶν θεμάτων πίστεως», πράγμα που αποδείχτηκε τόσες φορές στην Ιστορία της Εκκλησίας. Ας υπενθυμίσουμε τουλάχιστον την ληστρική Σύνοδο του Εφέσου το 449, στην οποία συμμετείχαν 600 επίσκοποι και κατοχύρωσε την μονοφυσιτική αίρεση.
Και «ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως» αποτελεί αρμοδιότητα της Καθολικότητας της Εκκλησίας, διότι η Εκκλησία «Καθολικὴ μὲν οὖν καλεῖται, διὰ τὸ κατὰ πάσης εἶναι τῆς οἰκουμένης, ἀπὸ περάτων γῆς ἕως περάρων˙ καὶ διὰ τὸ διδάσκειν καθολικῶς καὶ ἀνελλειπῶς ἅπαντα τὰ εἰς γνῶσιν ἀνθρώπων ἔλθεῖν ὀφείλοντα δόγματα, περὶ τε ὁρατῶν καὶ ἀοράτων πραγμάτων, ἐπουρανίων τε καὶ ἐπιγείων˙ καὶ διὰ το πᾶν γένος ἀνθρώπων εἰς εὐσέβειαν ὑποτάσσειν»[22], η οποία πίστη όμως δεν διασφαλίζεται μόνο από το συνοδικό σύστημα - το οποίο δεν δύναται να θεωρηθεί αλάθητος - αλλά διασφαλίζεται από το πλήρωμα της Εκκλησίας.
Το ίδιο μας λέει και ο Απόστολος Παύλος: «ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ' ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω. ὡς προειρήκαμεν, καὶ ἄρτι πάλιν λέγω· εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ' ὃ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω» (Γαλ. 1: 18-9), ρήματα τα οποία ο Άγιος Θεοφύλακτος της Βουλγαρίας τα ερμηνεύει ως εξής: «Διά μὲν οὖν τοῦς ἀγγέλους ἀναθεματίσαι, πᾶν ἀξίωμα ἐκβάλλει˙ διὰ δὲ τοῦ ἑαυτὸν, πᾶσαν οἰκειότητα. […] Οὐχ ὡς καταγινώσκων δὲ τῶν ἀποστόλων ταῦτά φίσην, άλλὰ βουλόμενος ἀποῤῥάψαι τὰ στόματα τῶν πλάνων, καὶ δείξαι, ὅτι ἀξίωμα οὐ προσιέται, ὅταν ὁ λόγος περὶ δογμάτων ᾖ»[23].
Επομένως, μια σύνοδος είναι η αυθεντική έκφραση της Καθολικότητας της Εκκλησίας μόνο τότε όταν βρίσκεται σε ομοφωνία και ομοφροσύνη με την Αγία Γραφή, τις Αγίες Συνόδους και τους Αγίους Πατέρες της Ορθοδόξου Εκκλησίας, και όχι αποκλείστηκα διά μέσου της μηχανικής έκφρασης του συνοδικού συστήματος, καθώς ισχυρίζεται και ο Μέγας Βασίλειος: «Ὅτι δεῖ τῶν ἀκροατῶν τῶν πεπεδευμένους τὰς Γραφὰς, δοκιμάζειν τὰ παρὰ τῶν διδασκάλων λεγόμενα˙ καὶ τὰ μὲν σύμφωνα ταῖς Γραφαῖς δέχεσθαι, τὰ δὲ ἀλλότρια ἀποβάλλειν˙ καὶ τοὺς τοιούτοις διδάγμασιν ἐπιμενόντας ἀποστρέφεσθαι σφοδρότερον»[24]. Ο ισχυρισμός του προτεινόμενου κειμένου τείνει να αντικαταστήσει την Καθολικότητα της Εκκλησίας με το συνοδικό σύστημα ως απόλυτο σημείο αναφοράς στα θέματα της πίστεως, πράγμα που είναι αλλότριο για τη διδασκαλία της Εκκλησίας.
Συμπεράσματα
Θεωρούμε την θέσπιση (ακόμα και μέσω του εξής ισχυρισμού: «Τα μέλη της Ιεραρχίας ομολογούν ότι στην παρούσα τους μορφή, τα προκαταρτικά κείμενα για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο δεν παραβιάζουν την αυθεντικότητα της ορθοδόξου πίστεως και δεν έρχονται σε αντίθεση με την κανονική παράδοση της Εκκλησίας») του κειμένου «Σχέσεις της ορθοδόξου εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» ως διακήρυξη της αίρεσης γυμνῇ τῇ κεφαλῇ και νομοθέτηση στο επίπεδο της Τοπικής Συνόδου των ανωτέρω αναφερθέντων αιρετικών διδασκαλιών, πράγμα για το οποίο, ακολουθώντας τη διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας που διατυπώνεται στον ιε΄ Κανόνα της Α΄-Β΄ Συνόδου από την Κωνσταντινούπολη το 861, καθώς και σε ολόκληρη την Παράδοση της Εκκλησία, στους βίους και τα συγγράμματα των Αγίων Πατέρων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, διακόπτουμε το μνημόσυνου του τοπικού επισκόπου και του Μακαριωτάτου Πατριάρχη Μόσχας και πάσης Ρωσίας, οι οποίοι συμμετείχαν και ψήφισαν το εν λόγω έγγραφο, και θα ενεργήσουμε με αυτόν τον τρόπο έως την κατάργηση και καταδίκη των αιρέσεων που διατυπώνονται στο αναφερθέν κείμενο.



[1] www.mitropolia.md, 20.02.2016
[2] Τα σχετικά επιχειρήματα θα παρουσιαστούν στη συνέχεια.
[3] Αγίου Νικοδήμου Μίλα – Правила Святой Православной Церкви с толкованиями Никодима, Епископа Далматинско-Истрийского ( Οι Κανόνες της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ερμηνεία στον ιε΄ Κανόνα της Α΄-Β΄ Συνόδου της Κωνσταντινούπολη).
[4] Αγίου Νικοδήμου Μίλα – Правила Святой Православной Церкви с толкованиями Никодима, Епископа Далматинско-Истрийского ( Οι Κανόνες της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ερμηνεία στον α΄ Κανόνα της Γ΄Οικουμενική Σύνοδο).
[5] Постановления Освященного Архиерейского Собора Русской Православной Церкви, γ΄ παράγραφο.
[7] Ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, Εκκλησιολογικά Κεφάλαια, 34.
[8] Ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, Εκκλησιολογικά Κεφάλαια, 34.
[10] Φωτίου τοῦ Μεγάλου, Ἐπιστολή πρὸς τὸν Πάπα Νικόλαο.

[11] Ἱεροθέου, Μητροπολίτου Ναυπάκτου, «Ἡ Σύναξη τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν», Ἐκκλησιαστική Παρέμβαση 212,  Μάρτιος 2014.

[14]  ”the churches through the Council will […] facilitate common witness in each place and in all places, and support each other in their work for mission and evangelism”, http://www.oikoumene.org/en/resources/documents/assembly/2013-busan/adopted-documents-statements/wcc-constitution-and-rules
[15] Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, In sanctum pascha (sermo 1), 14, PG 59, 725.
[16]”All the Christian churches, including the Church of Rome, hold that there is no complete identity between the membership of the Church Universal and the membership of their own church. They recognize that there are church members "extra muros", that these belong "aliquo modo" to the Church, or even that there is an "ecclesia extra ecclesiam". This recognition finds expression in the fact that with very few exceptions the Christian churches accept the baptism administered by other churches as valid”, http://www.oikoumene.org/en/resources/documents/central-committee/1950/toronto-statement.
[18] „Baptism, Eucharist, Ministry”, 1982, cap. 3, II.11, apud oikoumene.org
[20] Μητροπολίτης Kiril (Gundeaev) – Православие и экуменизм: Документы и материалы 1902-1998 (Ορθοδοξία  και Οικουμενισμός: Κείμενα και Υλικά 1902-1998), σ. 44.
[22] Κυρίλλου Ἰεροσολύμων, Κατήχησις ΙΗ΄, κεφ. ΚΓ΄, PG 33, 1044A.
[23] Θεοφυλάκτου, Αρχιεπισκόπου Βουλγαρίας, Ἑρμηνεία εἰς τὴν Προς Γαλάτας, PG 124, 960-961.
[24] Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Ἀρχή τῶν ἠθηκῶν, ΟΒ΄, α΄, PG 31, 845D, 848A.


πηγή: http://katanixis.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε το σχόλιό σας