Δέν εἴχανε καί πολλά
πράγματα νά μαζέψουν. Ἔπιπλα... οὔτε συζήτηση. Ἀκριβά ἐνδύματα, σάν ἐκεῖνα πού ἄφησε
πεθαίνοντας ὁ ἀδελφός του Καισάριος, δέν ὑπῆρχαν. Χώρεσαν ὅλα σ’ ἕνα κιβώτιο.
Τά βιβλία του μόνο ἤσανε ἀρκετά, ἐκκλησιαστικοθεολογικά, ποιητικά καί
φιλοσοφικά.
Ὁ Ἀβλάβιος κανόνισε τά
τοῦ ταξιδιοῦ. Ἕνα γερό ἁμάξι μέ δύο ἄλογα. Οἱ συνοδοί τοῦ ἐξαντλημένου ἀρχιεπισκόπου
ἦσαν δικοί του ἄνθρωποι. Δέν τόν ἄφησαν τήν κρίσιμη αὐτή ὥρα, ὅπως συνήθως
συμβαίνει. Τήν ὥρα πού πέφτει ὁ ἰσχυρός ἐξαφανίζονται οἱ παρατρεχάμενοι.
Ὁ μεγάλος τοῦ Πνεύματος
δέν ἐπιθυμοῦσε συγκεντρώσεις λαοῦ καί δάκρυα στίς ἀποβάθρες. Καλύτερα νά μήν
ξέρανε οἱ χριστιανοί τῆς Πόλης πότε ἀκριβῶς ἀναχωρεῖ. Ἄλλοι ἀποχαιρετισμοί δέ
χρειάζονταν, οἱ τιμητικές συνοδεῖες τόν ἐνοχλοῦσαν ἀφάνταστα. Μόνο νά μήν τόν ἐμποδίσουν.
Τό βράδυ μόνο τῆς Κυριακῆς, ὅταν εἶχε λίγο συνέλθει, φώναξε τόν Ἀβλάβιο καί τήν
ξαδέρφη του Θεοδοσία. Τούς ἀνήκανε ἀπέραντες εὐχαριστίες. Ἀκόμη κι ἔπαινοι, διότι
προσφέρανε τά πάντα, γιά νά μπορέσει ὁ Γρηγόριος ν’ ἀναστήσει τήν Ὀρθοδοξία
στόν περίβολο τοῦ ἀρχοντικοῦ τους.
Τή Δευτέρα, πρίν
ξημερώσει, ἑτοιμάστηκε. Ἄνοιξε τήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ καί πῆγε ἀπέναντι στό ναό
τῆς Ἀναστασίας. Μπῆκε, προχώρησε καί γονάτισε στήν Ἁγία Τράπεζα... Ἔτσι
προσευχότανε δίπλα στήν Ἁγία Τράπεζα, καί ἡ μακαριστή μητέρα του, ἡ Νόννα, πού ἐκεῖ
τή βρῆκε ὁ θάνατος. Προσευχήθηκε ὁ Γρηγόριος, ἄνοιξε διάπλατα τήν καρδιά του κι
ἔδωσε στόν Κύριο εὐχαριστίες, δοξολογία, πίκρες καί βάσανα. Ἔτσι ὅλα τελείωσαν.
Αὐτό πού ἀκόμα τόν παίδευε ἤτανε ἡ πίκρα γιά τούς ἐχθρούς του, ἕνα βαθύ
παράπονο, λίγο βέβαια, μά ἔμοιαζε μέ μίσος. Θά τόν βοηθοῦσε ὁ Θεός νά τό
ξεπεράσει; Τό ζήτησε θερμά κι ἔκλαψε πολύ. Ἔπειτα πάλι καί πάλι θυμήθηκε τά
πνευματικά του παιδιά, τούς κληρικούς, τήν ἀνικανότητα τῶν ἐπισκόπων. Γιά ὅλους
προσευχήθηκε στό Θεό:
-Ὁμόνοια, δῶσε τους, ὁμόνοια,
Κύριε, καί τά δύο μεγάλα σου ἀγαθά, ὀρθόδοξη πίστη καί καθαρή καρδιά... Νά
φυλάττουν τήν ὀρθή διδασκαλία καί ν’ ἀσκοῦνται γιά τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπό
τά πάθη. Καί μένα, λυπήσου με καί σκέπασέ με, Κύριε, τήν ἀγάπη σου θέλω, μόνο
νά εἶμαι κοντά σου, νά ζῶ καί ν’ ἀναπνέω γιά σένα, δέ σοῦ ζητῶ τίποτ’ ἄλλο.....
Ὅταν βγῆκε, κάθιδρος κι
ἐξαντλημένος, ἀπό τήν Ἀναστασία του, εἶχε φέξει γιά τά καλά, μολονότι δέν εἶχε
φανεῖ ὁ ἥλιος ἀπό τή θάλασσα τοῦ Μαρμαρᾶ. Οἱ συνοδοί του ἕτοιμοι. Ὁ Ἀβλάβιος
καί ἡ Θεοδοσία, παρόντες τόν κατευόδωσαν. Ἴσως ἦταν καί ὁ Γρηγόριος Νύσσης, μέ
τόν Ἀμφιλόχιο Ἰκονίου, τόν ἀδερφό τῆς Θεοδοσίας. Ἡ ἅμαξα δέχτηκε τόν πληγωμένο ἀετό
τοῦ Πνεύματος, βγῆκε ἀπό τόν περίβολο τοῦ ἀρχοντικοῦ, προχώρησε γιά λίγο ἀριστερά
κι ἔπειτα μπῆκε δεξιά στό δρόμο (τόν ἔμβολο ὅπως τόν ἔλεγαν) τοῦ Μαυριανοῦ.
Δρόμος μέ στοές καί πολλά καταστήματα.
Τήν ὥρα ὅμως τούτη ὅλοι
καί ὅλα κοιμόντουσαν, ἀπόλυτη ἡσυχία. Αὐτό ἐπιθυμοῦσε καί ὁ Γρηγόριος. Συνεχίζοντας
τό δρόμο αὐτό, φτάσανε στό Πέραμα, στόν Κεράτιο κόλπο. Μία σχεδία, εἶδος
μαούνας, τούς περίμενε. Τά νερά τοῦ μικροῦ κόλπου ἤρεμα. Ἡ γαλήνη ἔσπαγε μόλις
φαινότανε κάποιος βαρκάρης ἐδῶ, ἕνας ψαράς πιό κεῖ.
Ἄθελά του θυμήθηκε...
Σεχδόν πρίν τρία χρόνια, Ὀκτώβρη-Νοέμβρη μήνα, τό 378, τόν ἔφερνε μιά βάρκα
στήν Πόλη, περνώντας πάλι τόν Κεράτιο. Ἀλλά τότε ὁ κόσμος πολύς.... οἱ ἀρειανόφρονες
τόν γιουχαΐσανε, τόν βρίσανε, τόν πετροβολήσανε... καί τί δέν τοῦ ’καναν! Ὁ
διάβολος εἶχε τότε ἀφηνιάσει, γιατί ἔβλεπε νά ἔρχεται τό πιό ἐκλεκτό ὄργανο τοῦ
Πνεύματος, νά ἔρχεται γιά ν’ ἀναστήσει τήν ὀρθόδοξη πίστη καί νά τήν θεμελιώσει
γερά. Ἤτανε νά μήν ἀφηνιάσει; Τώρα, τώρα πού ὁ ἐκλεκτός τοῦ Θεοῦ εἶχε
πραγματώσει τόν ἱερό σκοπό τοῦ ἐρχομοῦ του, ὅλα ἤσαν ἤρεμα. Ἅμαξα καί συνοδοί,
μέ λίγη προσπάθεια ἀνεβήκανε στή σχεδία.
Ὁ Γρηγόριος μέ τήν
πρωινή δροσιά καί μέ τήν πίεση τῶν ἀναμνήσεων φάνηκε πιό εὐδιάθετος. Σέ μιά
στιγμή, ὄρθιος πάνω στή σχεδία, γύρισε ἀγνάντεψε τήν Πόλη κι ἀκούστηκε νά
ψιθυρίζει:
-Πόλη τῶν πόλεων, δόξα
μου καί τύραννέ μου, ἔκανα γιά σένα ὅ,τι μέ φώτισε ὁ Θεός.... γιά σένα καί τήν Ἐκκλησία
ὁλόκληρη. Μέ πετροβόλησες, μέ δόξασες, παρά λίγο νά μέ δολοφονήσεις, τώρα μέ
διώχνεις ἄρρωστο.... Πονῶ, Χριστέ μου, ἀπό τά βάσανα..... ἡ χάρη σου.... αὐτή
μέ φτάνει...
Τά λοιπά δέν ἀκουστήκανε
καί κανείς δέν τόν ρώτησε. Οἱ συνοδοί σεβαστήκανε τίς ἱερές προσωπικές του
στιγμές, ἐκεῖνες ὅπου ἡ ποιητική του φύση ἀφηνότανε χωρίς χαλινό.
Ὁ πληγωμένος Ἀετός (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)
(ἀφηγηματικὴ Βιογραφία)
(σελ.292-295)
Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου Καθηγητή Πανεπιστημίου
Ἔκδοση Δ΄
Ἀποστολική διακονία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας