Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2015

Ερμηνεία των Μακαρισμών από τον Γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο



Αποτέλεσμα εικόνας για αθανασιος μυτιληναιος

Μακαρισμός πρῶτος

 

 Aγα­πη­τοί μου, ἄν θά θέλαμε νά εἴμαστε ὁλοκλη­ρω­μένοι πνευματικά ἄνθρωποι, ὅ­πως μᾶς θέ­λει ὁ Χρι­στός, θά ἔ­πρε­πε νά με­λε­τᾶ­με, ἀλλά καί νά ζοῦ­με, τήν ἐ­πί τοῦ ὄ­ρους ὁ­μι­λί­α τοῦ Κυ­ρί­ου μας, καί εἰ­δι­κό­τε­ρα τούς ἐν­νέ­α μα­κα­ρι­σμούς, πού νο­μί­ζω ὅτι εἶ­ναι γνω­στοί σέ ὅ­λους. Ἐ­πί πλέ­ον ἐδῶ, ἔ­χου­με ἀσφαλῶς καί τόν Νο­μο­θέ­τη, πού εἶ­ναι τό τέ­λει­ο ὑ­πό­δειγ­μα, τόν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό. Καί ἐ­πει­δή ὁ Κύ­ριος ἔ­γι­νε τέ­λει­ος ἄν­θρω­πος, αὐ­τό ση­μαί­νει ὅ­τι καί ὁ ἄνθρωπος ἔχει τή δυ­να­τό­τη­τα νά κάνει πράξη ὅ­σα εἶ­πε Ἐ­κεῖ­νος.

ἐ­πί τοῦ ὄ­ρους ὁ­μι­λί­α λοι­πόν εἶναι τέ­λει­ος νό­μος, ἀν­θρώ­πι­να ἐ­φι­κτός, δη­λα­δή πραγματοποιήσιμος. Δέν μπο­ρεῖ νά πεῖ κα­νείς ὅ­τι αὐτός ὁ νόμος ἀποτελεῖ ὑ­πε­ράν­θρω­πη κα­τά­θε­ση ἐκ μέρους τοῦ νομοθέτου, καί εἶναι ὑ­πε­ράν­θρω­πος καί ἀκατόρθωτος στήν ἐφαρμογή του. Ὄχι· εἶναι ἀν­θρώ­πι­να ἐ­φι­κτός νό­μος, ἀλ­λά καί σω­τή­ριος.
Ὅ­ταν ὁ Χρι­στός ὁλοκλήρωσε τούς μα­κα­ρι­σμούς, πού περιλαμβάνονται στήν ἐ­πί τοῦ ὄ­ρους ὁ­μι­λί­α Του, εἶ­πε: «Ἔ­σε­σθε οὖν ὑ­μεῖς τέ­λει­οι, ὥ­σπερ ὁ πα­τὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐ­ρα­νοῖς τέ­λει­ός ἐ­στιν»[1]. Αὐ­τό πού φαί­νε­ται πο­λύ μα­κρι­νό, κι ὅ­μως εἶ­ναι ἀ­λη­θινό, δη­λα­δή ἡ τε­λει­ό­τη­τα, εἶ­ναι δυ­να­τόν νά ἐπιτευχθεῖ! Τό λέ­ει ὁ Κύ­ριος: «Νά γί­νε­τε τέ­λει­οι , ὅ­πως καί ὁ Πα­τέ­ρας σας ὁ οὐ­ρά­νιος εἶ­ναι τέ­λει­ος»! Αὐτό ὅμως δεί­χνει καί τό πό­σο μα­κριά εἴ­μα­στε ἀπό τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τοῦ νά βιώσουμε τό Εὐ­αγ­γέ­λιο.
Μέ τόν νό­μο Του αὐ­τόν ὁ Κύ­ριος μᾶς δί­νει τή δυ­να­τό­τη­τα νά φτάσουμε στό κα­θ’  ὁ­μοί­ω­σιν, πού, με­τά ἀπό τήν πτώ­ση μας στόν Πα­ρά­δει­σο, δέν μπο­ρέ­σα­με νά τό κά­νου­με πράξη.
Ὁ Θε­ός μᾶς ἔ­κα­νε κα­τ’  εἰ­κό­να Του. Αὐτό βέβαια εἶ­ναι ἔξω ἀ­πό τή θέ­λη­σή μας, καί συ­νι­στᾶ τήν ὕ­παρ­ξη πού λέ­γε­ται ἄν­θρω­πος. Ἀλ­λά τό κα­θ’  ὁ­μοί­ω­σιν μᾶς τό ἔ­δω­σε ὡς δυ­να­τό­τη­τα γιά νά μπο­ροῦ­με νά φτά­σου­με τό κα­τ’  εἰ­κό­να καί νά μπο­ροῦ­με νά τό ἀ­ξι­ο­ποι­ή­σου­με. Αὐ­τό ὅμως δέν τό κά­να­με. Καί ἔ­τσι ἔρ­χε­ται ὁ Κύ­ριος νά μᾶς βο­η­θή­σει νά πραγ­μα­τοποιήσουμε αὐτό τό κα­θ’ ὁ­μοί­ω­σιν.
Τόν λό­γο Του αὐ­τόν τόν ἐκ­φώ­νη­σε ὁ Κύριος σέ κά­ποι­α πλα­γιά χα­μη­λοῦ λό­φου ἤ σέ κά­ποι­ο χα­μη­λό ὀ­ρο­πέ­διο, γι’ αὐ­τό καί δώ­σα­με τήν ἐ­πω­νυ­μί­α ἐ­πί τοῦ ὄρους ὁ­μι­λί­α.
Στό εὐ­αγ­γέ­λιο τοῦ Ματ­θαί­ου ἡ ἐ­πί τοῦ ὄ­ρους ὁ­μι­λί­α ἐκτείνεται σέ τρί­α κε­φά­λαι­α, καί ἀρ­χί­ζει μέ τούς γνω­στό­τα­τους σέ μᾶς ἐν­νέ­α μα­κα­ρι­σμούς. Λέ­γον­ται μα­κα­ρι­σμοί για­τί σέ κά­θε πρό­τα­ση προ­τάσ­σε­ται ἡ λέξη ἤ ὁ χα­ρα­κτη­ρι­σμός μα­κά­ριοςμα­κά­ριοι· ὅπως: «μακάριοι οἱ πενθοῦντες...», «μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι...» καί οὕτω καθ’ ἑξῆς. Καί τοῦ­το για­τί ἄν βι­ω­θοῦν αὐ­τές οἱ ἐν­νέ­α προ­τά­σεις πού ὁ Κύ­ριος μᾶς εἶ­πε, κα­θι­στοῦν τόν ἄν­θρω­πο μα­κά­ριο, δη­λα­δή εὐ­τυ­χῆ.
Μα­κά­ριος ση­μαί­νει εὐ­τυ­χής. Πα­ρά­γε­ται ἀ­πό τή λέ­ξη μᾶ­κος –εἶναι δωρικός τύπος τῆς λέξεως μῆκος– πού ση­μαί­νει μά­κρος. Γιά τόν ἄνθρωπο ἀποδίδεται ὡς μέ­γας, ψηλός στό ἀνάστημα, καί κατ’ ἐπέκταση ἐ­πί­ση­μος, ἰ­σχυ­ρός, ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νος, εὐ­τυ­χής. Ὡστόσο ἡ ἐτυ­μολογία τῆς λέξεως εἶναι ἀμφισβητούμενη. Ἀ­πό τήν ἴδια ρί­ζα βγαί­νει καί πα­ρά­γε­ται καί ἡ λέ­ξη ὁ Μακε­δών, πού ἐκ­φρά­ζει τόν μα­κρύ, δη­λα­δή τόν ­ψη­λό ἄν­δρα –δι­ό­τι οἱ Μα­κε­δό­νες ἦ­ταν ἄν­δρες ὑ­ψη­λοί, ἰ­σχυ­ροί– τόν ἰ­σχυ­ρό ἄν­δρα, ἀλ­λά καί ἡ Μα­κε­δο­νί­α εἶ­ναι ἡ χώ­ρα πού κα­τοι­κεῖ­ται ἀ­πό τούς Μα­κε­δό­νες, πού εἶ­ναι ­ψη­λοί ἄν­δρες.
Ἡ μα­κα­ρι­ό­τη­τα ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται στόν βα­θύ­τε­ρο πό­θο τῆς πραγ­μα­τι­κῆς εὐ­τυ­χί­ας. Ὁ ἄν­θρω­πος πλά­σθη­κε γιά νά εἶ­ναι εὐ­τυ­χής· ἔ­χα­σε ὅ­μως αὐ­τή του τή δυ­να­τό­τη­τα ἐξαιτίας τῆς ἁ­μαρ­τί­ας του.
Ὁ Χρι­στός λοιπόν ἔρ­χε­ται νά ἀ­πο­κα­τα­στή­σει αὐ­τήν τή μα­κα­ρι­ότη­τα· γι’ αὐ­τό στόν πρῶ­το μα­κα­ρι­σμό συνοπτικά λέ­ει «ὅ­τι αὐ­τῶν ἐ­στιν ἡ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν»[2], δική τους εἶναι ἡ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν, δη­λα­δή ἡ πλή­ρης ἀ­πο­λα­βή τῆς ἀ­λη­θινῆς, τῆς ἄ­φθαρ­της καί αἰ­ώ­νιας εὐ­τυ­χί­ας καί μα­κα­ρι­ό­τη­τος. Χά­σα­με τόν Πα­ρά­δει­σο, ἀλλά ἔρ­χε­ται τώρα νά ἀ­πο­κα­τα­στή­σει αὐτή τήν ἀ­πώ­λεια ὁ Κύ­ριος καί νά μᾶς δώ­σει τή Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ, λέ­γον­τας τόν πρῶ­το μα­κα­ρι­σμό.
Μέ τή βο­ή­θεια τοῦ Θε­οῦ λοιπόν, ἄς ἀρ­χί­σου­με σή­με­ρα μέ αὐτόν. Λέ­ει: «Μα­κά­ριοι οἱ πτω­χοὶ τῷ πνεύ­μα­τι, ὅ­τι αὐ­τῶν ἐ­στιν ἡ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν». Νά τό μεταφράσω: Εὐ­τυ­χι­σμέ­νοι ὅσοι εἶναι πτω­χοί “τῷ πνεύ­μα­τι” –δέν μεταφράζω αὐτή τή δοτική– για­τί σ’ αὐ­τούς ἀ­νή­κει ἡ Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν.
Ἐκ πρώ­της ὄ­ψε­ως φαί­νε­ται πε­ρί­ερ­γο τό πῶς μα­κα­ρί­ζον­ται οἱ «πτω­χοὶ τῷ πνεύ­μα­τι». Μήπως πρό­κει­ται γιά τούς ἀ­νόη­τους, δηλαδή αὐτούς πού, κατά μία ἔκ­φρα­ση, εἶ­ναι ″φτω­χοί στό πνεῦ­μα″; Αὐ­τοί λοιπόν εἶ­ναι μα­κά­ριοι, ἐπειδή πι­θα­νῶς, μέ τήν ἀρ­γο­στρο­φί­α τοῦ πνεύ­μα­τός τους, δέν θά τούς δι­νό­ταν ἡ εὐ­και­ρί­α νά ἁμαρ­τή­σουν; Ὁ Θε­ός νά φυ­λά­ξει! Βε­βαί­ως ὄ­χι.
Ὁ Θε­ός ἔ­κα­νε τόν ἄν­θρω­πο εὔ­στρο­φο, καί δέν Τοῦ ἀρέσει ἡ ἀ­νο­η­σί­α, δέν τή θέ­λει. Καί ἄν θέ­λε­τε, θά σᾶς ἀναφέρω, ἔ­τσι, δειγ­μα­το­λη­πτι­κά, πῶς ὁ Κύ­ριος ἀντιμετώπιζε τέτοιες περιπτώσεις. Κάποτε, μέ κάποια ἀφορμή, εἶ­πε στούς μα­θη­τές Του: «ἀκ­μὴν καὶ ὑ­μεῖς ἀσύ­νε­τοί ἐ­στε;»[3], ὥστε κι ἐ­σεῖς εἶστε ἀνόητοι ; Καί σέ ἄλ­λη πε­ρί­πτω­ση εἶ­πε: «οὔ­πω νο­εῖ­τε, οὐ­δὲ μνη­μο­νεύ­ε­τε;»[4], δέν κα­τα­λα­βαί­νε­τε καί δέν θυ­μᾶστε ; Καί ἀκόμα στούς δύ­ο μαθητές πρός Ἐμ­μα­ούς εἶ­πε: «Ὦ ἀ­νό­η­τοι καὶ βρα­δεῖς τῇ καρ­δί­ᾳ»[5], ὦ ἄμυαλοι καί βρα­δυ­κί­νη­τοι στόν νοῦ, ἀρ­γό­στρο­φοι ! Ὅ­λα αὐ­τά δεί­χνουν ὅ­τι ὁ Θε­ός δέν ἀ­γα­πά­ει τόν ἀ­νό­η­το ἄν­θρω­πο. Ὁ Θε­ός ἔ­κα­νε τόν ἄν­θρω­πο εὐ­φυ­ῆ, εὔ­στρο­φο, τόν ἔκανε νά ἔχει γρή­γο­ρη ἀντίληψη.
Τό­τε τί ἐν­νο­εῖ ὅ­ταν λέ­ει «μα­κά­ριοι οἱ πτω­χοὶ τῷ πνεύ­μα­τι»; Πρό­κει­ται γιά ἐκεί­νους πού ἔ­χουν μικρή, φτω­χή ἰ­δέ­α γιά τόν ἑ­αυ­τό τους. Προ­σέξ­τε ὅμως, για­τί ἔ­χει καί ἄλ­λη μιά ση­μα­σί­α, πού θά τή δοῦ­με πρός τό τέ­λος τοῦ θέ­μα­τός μας.
Ὁ Κύ­ριος, ὅ­πως μᾶς λέ­ει ὁ προ­φή­της Ἡ­σα­ΐ­ας, «ἦλ­θε εὐ­αγ­γε­λί­σα­σθαι πτω­χοῖς»[6], ἦλθε γιά νά φέρει εὐχάριστα νέα στούς φτω­χούς. Μήπως ἐννοεῖ στό βα­λάν­τιο, στήν τσέ­πη φτω­χοί; Ἦλθε δηλαδή νά πεῖ: «Ξέ­ρε­τε, ἐ­δῶ στή σύ­να­ξη πού ἔ­χου­με δέν δέ­χο­μαι νά ὑ­πάρ­χουν πλού­σιοι. Θέ­λω νά ὑ­πάρ­χουν φτω­χοί, για­τί ἦρ­θα νά μι­λή­σω καί νά πῶ χα­ρού­με­να πράγ­μα­τα στούς φτω­χούς»! Αὐτό εἶναι; Ὄχι!
Ποι­οί λοι­πόν εἶ­ναι αὐ­τοί οἱ πτω­χοί ; Εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νοι πού ἔ­χουν τήν αἴ­σθη­ση τῆς πνευ­μα­τι­κῆς καί ἠ­θι­κῆς τους ἀ­νε­πάρ­κει­ας, ἀ­πό θρη­σκευ­τι­κῆς πλευ­ρᾶς βέβαια, ὄχι διανοητικῆς! Αὐ­τοί θά ἀποδέχονταν τό Εὐ­αγ­γέ­λιο. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ φυ­σι­ο­λο­γι­κή το­πο­θέ­τη­ση. Θά δέχονταν τό Εὐ­αγ­γέ­λιο, διό­τι, ἁ­πλού­στα­τα, θά εἶ­χαν τα­πεί­νω­ση.
Γι’ αὐ­τό οἱ Φα­ρι­σαῖ­οι καί οἱ Γραμ­μα­τεῖς, πού αἰ­σθά­νον­ταν πνευ­μα­τι­κή καί ἠ­θι­κή ἐ­πάρ­κεια –νόμιζαν ὅτι δέν εἶχαν ἀ­νάγ­κη, γιατί ἦταν ἐν­τά­ξει ἄν­θρω­ποι, ἦταν φτα­σμέ­νοι– αὐ­τοί δέν δέ­χθη­καν τό Εὐ­αγ­γέ­λιο.
Βλέ­πε­τε λοι­πόν ὅ­τι φτω­χός εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος πού ἔ­χει φτω­χή ἰ­δέ­α γιά τόν ἑ­αυ­τό του.
Ἐ­δῶ ὅ­μως θά ἤ­θε­λα νά σᾶς πῶ ὅτι φτω­χός δέν εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος πού πά­σχει ἀ­πό αἰ­σθή­μα­τα μει­ο­νε­κτι­κό­τη­τος, γιατί αὐ­τό εἶ­ναι τό ἄλ­λο ἄ­κρο στόν ἄ­ξο­να τοῦ ἐγω­ι­σμοῦ. Ὁ ἄ­ξο­νας τοῦ ἐγωισμοῦ ἔ­χει δύ­ο πό­λους· ὁ ἕ­νας εἶ­ναι τά αἰ­σθή­μα­τα ὑ­πε­ρο­χῆς καί ὁ ἄλ­λος πό­λος εἶ­ναι τά αἰ­σθή­μα­τα μει­ο­νε­κτι­κό­τη­τος. Ἀλ­λοί­μο­νο ἄν θά λέ­γα­με ὅ­τι ἐ­δῶ μα­κα­ρί­ζον­ται αὐτοί πού ἔχουν αἰ­σθή­μα­τα μει­ο­νε­κτι­κό­τη­τος! Νά φυ­λά­ξει ὁ Θε­ός! Αὐ­τοί εἶ­ναι νο­ση­ροί ἄν­θρω­ποι. Τό ὑ­πο­γραμ­μί­ζω. Θά μα­κά­ρι­ζε ποτέ ὁ Κύ­ριος τούς νο­ση­ρούς ἀν­θρώ­πους;... Δέν εἶ­ναι πο­τέ δυ­να­τόν.
Λοιπόν, πτωχεία εἶ­ναι ἡ αἴ­σθη­ση τῆς πνευ­μα­τι­κῆς καί ἠ­θι­κῆς ἀ­νε­πάρ­κει­ας, τό νά αἰ­σθά­νομαι δηλαδή ὅ­τι δέν εἶ­μαι ἀ­νε­βα­σμέ­νος ἄν­θρω­πος, ὅ­τι ὑ­πο­λεί­πο­μαι. Αὐτό ὅμως μπορῶ νά τό κάνω μόνο ὅ­ταν ἔ­χω αὐ­το­γνω­σί­α. Ἡ αὐ­το­γνω­σί­α εἶ­ναι σπου­δαῖ­ο στοι­χεῖ­ο, καί βγαί­νει ἀ­πό ἕ­να τα­πει­νό καί εἰ­λι­κρι­νές κοί­ταγ­μα τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας. Ὅ­ταν κοι­τά­ξουμε μέ εἰ­λι­κρί­νεια τόν ἑ­αυ­τό μας, τό­τε θά μπο­ροῦμε νά μι­λᾶμε γιά σω­στή αὐ­το­γνω­σί­α. Γενικά θά λέ­γα­με πώς αὐτό εἶ­ναι ἡ τα­πεί­νω­ση. Ὅ­ταν ἔ­χουμε τα­πεί­νω­ση, θά βλέπουμε μέ ἀ­κρί­βεια καί μέ εἰ­λι­κρί­νεια τόν ἑ­αυ­τό μας, καί δέν θά θέλουμε νά τόν δι­και­ο­λο­γοῦμε. Καί τα­πεί­νω­ση βέ­βαι­α δέν εἶ­ναι τό σκυμ­μέ­νο κε­φά­λι –μερικοί σκύβουν τό κεφάλι, και νομίζουμε ὅτι εἶναι ταπεινοί!– ἀλ­λά τό σκυμ­μέ­νο φρό­νη­μα· καί ἀ­κρι­βέ­στε­ρα εἶ­ναι ἡ ἀ­λη­θι­νή γνώ­ση τῆς κα­τα­στά­σε­ως τῆς ψυ­χῆς μας.
(συνεχίζεται)


Απόσπασμα από το βιβλίο ‘’ΛΟΓΟΙ’’ .
Της Ιεράς Μόνης Κομνηνείου, Κοιμήσεως θεοτόκου και Αγίου Δημητρίου.
Το βιβλίο περιέχει  απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του μακαριστού Γέροντα Π. Αθανασίου Μυτιληναίου.
Η ανάρτηση γίνεται με την ευλογία της Ιεράς Μονής.


[1]. Ματθ. 5, 48.
[2]. Ματθ. 5, 3.
[3]. Ματθ. 15, 16.
[4]. Ματθ. 16, 9.
[5]. Λου­κ. 24, 25.
[6]. Ἡ­σ. 61,1.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε το σχόλιό σας