Ὁ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος στήν Κωνσταντινούπολη. Καλεῖ νά γνωρίσει τόν
Γρηγόριο
Οἱ μέρες περνούσανε ἀργά,
βῆμα σημειωτόν. Ὁ Γρηγόριος εἶχε νά κάνει πολλά, μά οἱ σωματικές δυνάμεις του
λίγες. Ἡ Πόλη ὁλόκληρη –γιά νά μήν εἰπῶ ἡ αὐτοκρατορία ὅλη- εἶχε τό νοῦ στόν αὐτοκράτορα
καί τό στρατό του. Ὁ Θεοδόσιος, ἀπό τόν Ἰούλιο, ἄφησε τή Θεσσαλονίκη καί
τράβηξε ἀποφασισμένος βόρεια. Οἱ Γότθοι, πού εἴχανε εἰσβάλει καί εἴχανε ὑποδουλώσει
τίς περιοχές ὅλες μέχρι ψηλά στό Δούναβη ποταμό, πολέμησαν γενναῖα. Κάπως ἄτακτα,
μά γενναῖα. Ἡ ἀποφασιστικότητα ὅμως καί ἡ τέχνη τοῦ Θεοδοσίου νίκησαν. Ἔδιωξε
τούς Γότθους ψηλά.
Τούς ὑποχρέωσε νά περάσουνε τό μεγάλο βουνό Αἷμος καί νά ἐγκατασταθοῦνε
μόνιμα ἐκεῖ, ἀνάμεσα στόν Αἷμο καί τό Δούναβη. Δέν μποροῦσε νά τούς ἀπωθήσει
περισσότερο.
Ὁ νεαρός αὐτοκράτορας τῆς
Ἀνατολῆς, ὁ Θεοδόσιος, ἤθελε πιά νά γευτεῖ τά καλά τῆς νίκης του. Ἔνιωσε ἀκατανίκητη
ἐπιθυμία νά πάει στή φημισμένη πρωτεύουσά του, τήν Κωνσταντινούπολη. Τήν ἄκουγε,
μά ποτέ δέν τήν εἶδε. Εἷχε γεννηθεῖ στήν Ἱσπανία, ἔγινε στρατιωτικός,
διακρίθηκε, ἀποσύρθηκε γιά λίγα χρόνια καί ὁ αὐτοκράτορας Γρατιανός τόν ζήτησε
γιά βοήθεια. Στίς 19 τοῦ Γενάρη, τό 379, τόν ἀνακήρυξε αὐτοκράτορα τῆς Ἀνατολῆς.
Μά οὔτε λεπτό δέν ἡσύχασε ἀπό τούς Γότθους κι οὔτε ἀπό μακριά δέν εἶδε τήν
πρωτεύουσά του.
Τό 380, λοιπόν, μετά τά
μέσα τοῦ Νοέμβρη, κίνησε γιά τήν Κωνσταντινούπολη. Κάποιοι κάτι πληροφορήθηκαν.
Μά ἐπίσημα δέν εἶχε εἰδοποιήσει. Ἔφτασε στή Θράκη, πέρασε ἀπό τήν Ἀδριανούπολη,
ἐκεῖ πού δύο χρόνια πρίν σκοτώθηκε ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης, καί προχώρησε γιά τήν
Πόλη. Στρατοπέδευσε πρίν φτάσει, νά περάσει τή νύχτα. Καί τήν ἄλλη μέρα τό
πρωί, στίς 24 Νοέμβρη, μπῆκε ἀπό τήν Ἐγναντία ὁδό στή Πόλη. Ἤτανε ἡμέρα Τρίτη.
Πορχώρησε παραλιακά καί μόλις ἔφατσε στά τείχη τοῦ Κωνσταντίνου ὁ θαυμασμός του
μεγάλωνε. Δρόμοι, κτίρια, κιστέρνες, καταστήματα, ὁ Φόρος τοῦ Κωνσταντίνου μέ
τίς στοές, τά λιμανάκια τῆς Προποντίδας.... ὅλα περίκαλλα καί μεγάλα.
Ἔφτασε καμμιά φορά ἡ
βασιλική ἅμαξα στό ἱερό Παλάτιο. Στρατός καί ἀξιωματοῦχοι τρέχανε,
ζητωκραυγάζανε. Οἱ ὑπεύθυνοι σαστισμένοι κάνανε ὅ,τι μποροῦσαν. Φθινόπωρο καθώς
ἦταν, ἡ μέρα πέρασε γρήγορα. Τό σκοτάδι, εὐκαιρία νά ξεκουραστεῖ ὁ πρῶτος ὁπλίτης,
ὁ αὐτοκράτορας. Ζήτημα κι ἄν μπῆκε στό λαμπρό Χρυσοτρίκλινο, τήν πιό ἐπίσημη
χρυσοστόλιστη αἴθουσα.
Τήν ἄλλη μέρα, Τετάρτη,
25 τοῦ μήνα, ἔβαλε μπροστά τό πρόγραμμά του. Νά τακτοποιήσει τή φρουρά, τό
στρατόπεδο, τίς χιλιάδες τῶν στρατιωτῶν. Ἄκουσε τόν ἔπαρχο τῆς Πόλης, τόν
Φλάβιο Νεωτέριο, γιά ὅλα τά προβλήματα. Γιά νά ἡσυχάσει ὅμως ἡ Πόλη ἔπρεπε νά
κάνει κάτι στά ἐκκλησιαστικά. Εἶχε βαφτιστεῖ πρίν ἀπό λίγους μῆνες ἀπό ἐπίσκοπο
ὀρθόδοξο, τόν Ἀσχόλιο Θεσσαλονίκης. Τό Γενάρη τοῦ ἰδίου ἔτους, εἶχε βάλει
διάταγμα ὑπέρ τῶν Ὀρθοδόξων. Τόν εἶχαν ἐνημερώσει: οἱ ἀρειανοί, ἐδῶ καί σαράντα
χρόνια, πήρανε μέ τή βία ὅλους τούς ναούς καί τούς κρατᾶνε πεισματικά. Καί ὁ
Γρηγόριος, ὁ σπουδαῖος αὐτός καππαδόκης θεολόγος, λειτουργεῖ καί κηρύττει σ’ ἕνα
πρόχειρο ναΐσκο, τήν Ἀναστασία. Δέ χρειάστηκε ἄλλα. Κι ἔδωσε ἀμέσως ἐντολή:
Νά φέρουνε στό Παλάτι
μέ τιμητική συνοδεία τό Γρηγόριο. Πολιτικοί ἀξιωματοῦχοι σπεύσαν στό ἀρχοντικό
τοῦ Ἀβλάβιου, λίγο πιό πάνω ἀπό τό Φόρο του Κωνσταντίνου. Ἡ ἅμαξα μπῆκε στήν αὐλή.
Ρωτήσανε καί τούς ἔδειξαν τό χαμηλό σπιτάκι, ὅπου καί τό δωμάτιο τοῦ μεγάλου
θεολόγου. Ἦταν ἐξασθενημένος καί μόλις πού μποροῦσε νά μιλάει. Δέν ἔκανε στούς ἀξιωαματούχους
καμμιά ἐντύπωση. Τόν περίμεναν ἔξω νά ἑτοιμαστεῖ. Ἄκουσε ἀπό ψηλά καί ὁ ἄρχοντας
Ἀβλάβιος καί βγῆκε νά δεῖ τί συμβαίνει. Συζήτησε μέ τούς ἀπεσταλμένους τοῦς αὐτοκράτορα,
πού ἄρχισαν λιγο νά μαθαίνουνε γιά τό Γρηγόριο.
Βοηθήσανε τόν ἄρρωστο
Γρηγόριο ν’ ἀνέβει στήν ἐπίσημη ἅμαξα. Δυό ἄλογα καλπάσανε περήφανα στό
πλακόστρωτο. Περάσανε τά τείχη τοῦ Σεβήρου καί μπήκανε στήν περιοχή τοῦ
στρατώνα. Δέν ἀργήσανε νά φέρουν τό μεγάλο Θεολόγο σ’ ἕνα μεγάλο αὐτοκράτορα. Ἡ
συνοδεία πέρασε τή μεγάλη κόρδα κι ἔφτασε στήν αἴθουσα τῆς ἀκοράσης. Τοῦ κάνανε
νόημα καί κεῖνος προχώρησε. Ὁ πανίσχυρος καί ρωμαλέος Θεοδόσιος -ἀσυναίσθητα κι
ἀντίθετα στό πρωτόκολλο- σηκώθηκε ἀπό τό θρόνο. Δέχτηκε μέ σεβασμό τόν ἀσθενικό
ἱερόν ἄνδρα, ἄν καί δέ γνώριζε πώς εἶπε μπροστά του ἕνα θεόπτη. Καθήσαν οἱ δύο
καί συζήτησαν. Ὁ Θεοδόσιος ἤτανε λιγόλογος, δέν ἤξερα ἄλλωστε πολλά. Ἔδειξε ἀπόλυτη
ἐμπιστοσύνη στό Γρηγόριο, τοῦ εἶπε μάλιστα ἐπαίνους κι ἐγκώμια, πού κάνανε τό
θεόπτη ἀσκητή νά σκύψει τό κεφάλι ἀπό ντροπή. Ὁ Γρηγόριος δέν ξιππαζότανε ἀπό
τιμές καί βασιλιάδες καί προπαντός δέν αἰσθανότανε ἄνετα μέ τέτοιους ἐπαίνους. Ἔτσι
ἐξασθενημένος καί ἀμήχανος, ψιθύρισε στό βασιλιά ἐτοῦτα:
-Μεγάλε ἄρχοντα, σ’ εὐχαριστῶ,
μά μή μοῦ λές τέτοιες κουβέντες, ταπεινός εἶμαι καί μικρός. Τό πᾶν γιά μένα εἶναι
ὁ Θεός... Ὅ,τι ἔκανε κι ὅ,τι θά κάνω, πάντα γιά τό Θεό. Καί εἴθε αὐτός νά
στρέψει τήν εὐσέβειά οσυ, πού εἶναι μεγάλη καί χρήσιμη τίς ὧρες τοῦτες γιά τήν Ἐκκλησία
τοῦ Χριστοῦ.
Μπῆκαν στά τρέχοντα
θέαμτα. Ἔπρεπε νά εἶναι παρών καί ὁ ἔπαρχος τῆς Πόλης, ὁ πιό ἰσχυρός ἄνθρωπος
μετά τόν αὐτοκράτορα. Φωνάξανε τό Φλάβιο Νεωτέριο καί ὁ Θεοδόσιος ἔδειξε πώς ἡ ἀντιμετώπιση
τῶν ἀρειανῶν θά ἤθελε νά γίνει μέ πειθώ καί ὄχι μέ βία. Πολύ σύμφωνος καί ὁ
Γρηγόριος, ἄν καί γνώριζε ὅτι ὁ σκληρός ἐπίσκοπός τους Δημόφιλος καί οἱ ἄλλοι ἀρχηγοί
δέ θά ὑποχωρούσανε μέ τίποτα, δέ θά δίνανε τούς ναούς πού πῆραν βίαια πρίν
σαράντα χρόνια καί πλέον ἀπό τούς ὀρθοδόξους.
Συμφωνήσανε, λοιπόν, νά
κληθεῖ ἀμέσως ὁ Δημόφιλος καί νά τοῦ ζητηθεῖ ὀρθόδοξη ὁμολογίας πίστης. Ἡ συνεργασία
γιά τήν ὥρα τελείωσε, ἀλλά ὁ Θεοδόσιος εἶχε καί κάτι ἀκόμα. Ἔσκυψε τό κεφάλι, ἔμεινε
σιωπηλός, ἔπειτα ὀρθώθηκε, ἔδωσε στή φωνή τόνο ἐπίσημο καί εἶπε στό Γρηγόριο:
-Μέ τό δικό μου χέρι σοῦ
δίνει ὁ Θεός τό μεγάλο ναό, ἀμοιβή στούς πόνους καί τίς θυσίες σου γιά την ὀρθή
πίστη!
Γιά πιό ναό μιλοῦσε ὀ
Θεοδόσιος, δέν ἐξήγησε. Στό ἄκουσμα τῆς προσφορᾶς σάστισε ὁ ταπεινός ἀσκητής. Ἡ
ἀναπάντεχη μεγάλη προσφορά τοῦ ’φερε σχεδόν τρόμο καί ἡ καρδιά του χτύπησε
δυνατά... ἤθελε νά τρέξει στή μικρή του Ἀναστασία καί τό φτωχό κελλάκι νά
προσευχηθεῖ. Βιαστικά, μά ἐγκάρδια πολύ, εὐχαρίστησε κι ἔφυγε. Ὁ Θεοδόσιος εἶχε
τό σχέδιό του.
Ὁ πληγωμένος Ἀετός (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)
(ἀφηγηματικὴ Βιογραφία)
(σελ.223-226)
Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου Καθηγητή Πανεπιστημίου
Ἔκδοση Δ΄
Ἀποστολική διακονία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας