Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

Ερμηνεία των Μακαρισμών από τον Γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο. Μακαρισμός τρίτος (Μέρος A΄)



Αποτέλεσμα εικόνας για αθανασιος μυτιληναιος
Kά­πο­τε ρώ­τη­σαν κάποιον πνευ­μα­τι­κό ἄν­θρω­πο πῶς θά ἀναγνώ­ρι­ζε ἕ­ναν ἅ­γιο, καί ἐ­κεῖ­νος ἀ­πά­ντη­σε: «Ἀ­πό τήν πρα­ό­τη­τά του»! Πραγ­μα­τι­κά, ἡ πρα­ό­τη­τα εἶ­ναι τό φυ­σι­κό ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῶν δύ­ο πρώ­των μα­κα­ρι­σμῶν. Ἔ­τσι, μέ τή βο­ή­θεια τοῦ Θε­οῦ, προ­χω­ροῦ­με στόν τρίτο μα­κα­ρι­σμό, πού λέ­ει: «Μα­κά­ριοι οἱ πραεῖς, ὅ­τι αὐ­τοὶ κλη­ρο­νο­μή­σου­σι τὴν γῆν»[1], δηλαδή εὐ­τυ­χι­σμέ­νοι εἶ­ναι οἱ πρᾶ­οι ἄνθρωποι, για­τί αὐ­τοί θά κλη­ρο­νο­μή­σουν τή γῆ.

Ἡ πραότητα εἶ­ναι ὁ καρ­πός τῆς τα­πει­νο­φρο­σύ­νης, ἡ συ­ναί­σθη­ση τῆς ἀ­θλι­ό­τη­τος καί ἡ λύ­πη γιά τήν ἁμαρ­τωλότητά μας. Δη­λα­δή ὁ ἄν­θρω­πος ὅ­ταν βλέ­πει ποι­ός πραγατικά εἶ­ναι, ὅ,τι καί νά κά­νει ὁ συνάνθρωπός του, δέν μπο­ρεῖ νά ση­κώ­σει φω­νή ἤ νά τόν ἐ­λέγ­ξει ἄ­γρια. Εἶναι κατά κάποιον τρό­πο σάν νά ἀ­να­κλᾶται ὁ ἑ­αυ­τός του στόν ἄλ­λο ἄν­θρω­πο, καί ὅ­ταν βλέ­πει ποι­ός εἶ­ναι, τοῦ φέρεται ἤρεμα καί ταπεινά, μέ­νει σέ πρα­ό­τη­τα. Βλέ­πε­τε λοι­πόν ὅ­τι, πράγ­μα­τι, ὁ τρίτος μακαρισμός εἶ­ναι ὁ καρ­πός τῶν δύ­ο πρώ­των, τῆς πτωχείας καί τοῦ πένθους. Ἄν βλέ­πουμε τόν ἑ­αυ­τό μας στόν ἄλ­λο ἄν­θρω­πο, δέν θυ­μώ­νουμε, ἀλλά μέ­νουμε σέ μιά κα­τά­στα­ση πρα­ό­­τη­τος.
Ἡ πρα­ό­τη­τα εἶ­ναι ἡ ἀ­ρε­τή τῆς ἀ­πά­θει­ας ἀ­πό τό πά­θος τοῦ θυ­μοῦ καί τῆς ὀρ­γῆς. Ὁ πρᾶ­ος ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἤ­πιος, ἥ­με­ρος, ἐ­πι­ει­κής, ὑ­πο­μο­νε­τι­κός. Κι ὅ­πως λέ­ει ὁ μέ­γας Βα­σί­λει­ος, «οἱ κα­τε­σταλ­μέ­νοι τὰ ἤ­θη καὶ παν­τὸς πά­θους ἀ­πηλ­λαγ­μέ­νοι , ὡς μη­δε­μί­αν ἔ­χειν τα­ρα­χὴν ἐ­νοι­κοῦ­σαν αὐ­τῶν ταῖς ψυ­χαῖς , οὗ­τοι πραεῖς προ­σα­γο­ρεύ­ον­ται»[2]. Δηλαδή: Ὀ­νο­μά­ζο­νται πρᾶ­οι ἄν­θρω­ποι ἐ­κεῖ­νοι πού ἔ­χουν ἀ­παλ­λα­γεῖ ἀπό τά πά­θη τους , καί δέν ἔ­χουν κα­μί­α τα­ρα­χή πού νά κα­τοι­κεῖ μέ­σα στίς ψυ­χές τους.
Ἀλ­λά ὅ­πως οἱ δύ­ο προ­η­γού­με­νοι μα­κα­ρι­σμοί τοῦ Κυ­ρί­ου μας πα­ρε­ξη­γή­θη­καν, ἔ­τσι ἔ­χει πα­ρε­ξη­γη­θεῖ καί ὁ τρί­τος. Ὁ πρᾶ­ος ἄν­θρω­πος θε­ω­ρεῖ­ται ὅτι δέν ἔχει ψυχικό σθένος, ὅτι εἶναι χω­ρίς ἀν­δρεί­α, καί ἡ πρα­ό­τη­τά του φαίνεται σάν ἀ­δυ­να­μί­α τοῦ χα­ρα­κτῆ­ρος, δηλαδή δέν μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι ἀνδρεῖος, γι’ αὐ­τό ἀ­κρι­βῶς μέ­νει πρᾶος. Πρό­κει­ται ὅμως γιά μί­α πλά­νη. Βέ­βαι­α πρέ­πει νά σᾶς πῶ ὅ­τι ὑ­πάρ­χουν πρᾶ­οι ἄν­θρω­ποι, πού ἀ­πό τή φύση τους εἶναι ἔτσι· ἀλλά ὑ­πάρ­χουν καί πρᾶ­οι ἄν­θρω­ποι, πού ἔ­χουν πά­ρα πο­λύ ἀ­γω­νι­σθεῖ γιά νά ἔλ­θουν στήν κα­τά­στα­ση τῆς πρα­ό­τη­τος. Καί ἐ­κεῖ­νος βέ­βαι­α πού ἔ­χει ἀ­γω­νι­σθεῖ γιά νά φθά­σει στήν πρα­ό­τη­τα, ἔ­χει πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­ξί­α ἀ­πό ἐ­κεῖ­νον πού ἀ­πό τή φύση του, γιατί ἔ­τσι γεν­νή­θη­κε, εἶ­ναι πρᾶ­ος ἄν­θρω­πος.
Πάν­τως, γιά νά εἶναι κα­νείς πρᾶ­ος, χρει­ά­ζε­ται πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρη ψυ­χι­κή δύ­να­μη καί ἐ­πι­βο­λή στόν ἑαυτό του. Τό νά μεί­νει δηλαδή κα­νείς ἤ­ρε­μος, ἀ­όρ­γη­τος –χωρίς ὀργή– ὅταν ἀ­δι­κεῖ­ται, ὅταν πα­ρα­με­ρί­ζε­ται, καί νά μή θυ­μώ­σει καί φω­νά­ξει καί ἐ­ξα­γρι­ω­θεῖ, αὐ­τό πραγ­ματικά χρει­ά­ζε­ται πιό πολ­λή δύ­να­μη. Συ­νε­πῶς ἡ πα­ρου­σί­α τοῦ πρά­ου ἀν­θρώ­που δέν εἶ­ναι πα­ρου­σί­α ἀν­θρώ­που πού δέν ἔ­χει μέ­σα του ψυχική δύναμη, δη­λα­δή δέν εἶ­ναι ἄν­θρω­πος ζων­τα­νός· κά­θε ἄλ­λο! Ἐ­δῶ ἀ­κρι­βῶς εἶ­ναι ἡ πα­ρα­νό­η­ση πού ὑ­πάρ­χει. Ἀν­τί­θε­τα, αὐ­τός πού δέν εἶναι πρᾶος ἔχει ἀ­δύ­να­μο χα­ρα­κτή­ρα· δέν μπο­ρεῖ νά ἀν­τέ­ξει μί­α κα­τά­στα­ση, καί θυ­μώ­νει. Ὁ πρᾶ­ος εἶ­ναι δυ­να­τός.
Ἐν τού­τοις ἡ πρα­ό­τη­τα δέν στε­ρεῖ­ται, ὅ­πως κα­νείς θά πί­στευ­ε, ἀπό νεῦ­ρο ψυ­χῆς, ἀπό αὐτό πού ἔ­πρε­πε νά δι­α­θέ­τουν οἱ πρω­τό­πλα­στοι γιά νά ἀ­πο­μα­κρύ­νουν τόν Δι­ά­βο­λο. Τό νεῦ­ρο ψυ­χῆς εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νο πού θά ἔ­πρε­πε νά ἔχει ἡ Εὔ­α ἀρ­χι­κά, καί με­τά ὁ Ἀ­δάμ, γιά νά μπο­ροῦν νά ποῦν στόν Δι­ά­βο­λο νά ἀ­πο­χω­ρή­σει, ἤ ἐ­κεῖ­νο πού εἶ­χε ὁ Κύ­ριος, ὁ Ὁποῖος εἶναι εἰκόνα πρα­ό­τη­τος, ὅταν εἶ­πε στόν Δι­ά­βο­λο: «Ὕ­πα­γε ὀ­πί­σω μου, σα­τα­νᾶ»[3]. Καί δέν θά τό εἶ­πε αὐ­τό μέ κάποια, θά λέ­γα­με, πρα­ό­τη­τα... ὅπως: «Σέ πα­ρα­κα­λῶ, σή­κω, φῦ­γε», ἀλ­λά μέ νεῦ­ρο ψυ­χῆς: «Ὕ­πα­γε ὀ­πί­σω μου, Σα­τα­νᾶ!...».
Τό ἴ­διο πράγμα εἶ­χε πεῖ καί στόν ἀ­πό­στο­λο Πέ­τρο, ὅ­ταν Τόν ἐμ­πό­δι­ζε νά πάει στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα: «Ὕ­πα­γε ὀ­πί­σω μου, σα­τα­νᾶ· σκάνδαλόν μου εἶ· ὅ­τι οὐ φρο­νεῖς τὰ τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λὰ τὰ τῶν ἀν­θρώ­πων»[4]. Τό ἴδιο θά συνέβη, ἐπίσης, ὅ­ταν ὁ Κύ­ριος ἔ­φτιαξε ἕ­να φραγ­γέλιο ἀπό σχοι­νιά καί ἔβγα­λε ὅλους τούς ἐμπό­ρους μέσα ἀπό τόν να­ό –χω­ρίς βε­βαί­ως νά χτυ­πή­σει κα­νέ­ναν– καί ἀ­ναποδογύρισε τά τρα­πέ­ζια τῶν κολ­λυ­βι­στῶν, τῶν σα­ρά­φη­δων, καί τά κλου­βιά πού εἶ­χαν μέ­σα πε­ρι­στέ­ρια καί τέτοια. Αὐ­τά βέ­βαι­α δέν ἔ­γι­ναν μέ μα­κα­ρί­α ἠ­ρε­μί­α! Ὄ­χι· ἔ­γι­ναν μέ νεῦ­ρο ψυ­χῆς.[5]
Ἐ­δῶ λοι­πόν θά ἤ­θε­λα νά κα­τα­λά­βου­με ὅ­τι ἡ πρα­ό­τη­τα δέν στε­ρεῖ­ται ψυ­χικῆς δυνάμεως, καί δέν ση­μαί­νει ὅ­τι ὁ πρᾶ­ος δέν ἔ­χει νεῦ­ρο ψυ­χῆς, ἤ ὅταν ἔ­χει κανείς νεῦ­ρο ψυ­χῆς δέν ἔ­χει καί πρα­ό­τη­τα. Αὐ­τό πρέ­πει νά τό κα­τα­λά­βου­με. Τό νεῦ­ρο τῆς ψυ­χῆς –εἴ­χα­με καί ἄλ­λο­τε πεῖ, ὅ­ταν μι­λή­σα­με γιά τόν θυ­μό– τό ἔδωσε ὁ Θε­ός στόν ἄν­θρω­πο γιά νά ὀρ­γί­ζε­ται κα­τά τοῦ κα­κοῦ. Ἔ­τσι μᾶς λέ­ει ὁ μέ­γας Βα­σί­λει­ος, καί εἶ­ναι ἀ­λη­θινό.[6]
Συ­νε­πῶς, νεῦ­ρο ψυ­χῆς καί πρα­ό­τητα δέν ἀν­τι­μά­χον­ται· συ­νυ­πάρ­χουν κα­τά ἕ­ναν ἁρ­μο­νι­κό τρό­πο. Ὁ ἅγιος Γρη­γό­ριος ὁ Νύσ­σης λέ­ει: «τὸ μέ­τριόν τε καὶ πρᾶ­ον , οὐ τὸ παν­τά­πα­σιν ἀ­πα­θὲς ἐγ­κε­λεύ­ε­ται».[7] Ὅταν δι­α­τάσ­σει ὁ Κύ­ριος τήν πρα­ό­τη­τα , δέν ση­μαί­νει μ’ αὐ­τό ὅ­τι πρέ­πει νά λεί­πει τό ἀ­πα­θές, δη­λα­δή τό νά μήν ἔ­χουμε νεῦ­ρο· κά­θε ἄλ­λο.
Καί ὁ Θε­ο­φύ­λα­κτος μᾶς λέ­ει τό ἑ­ξῆς: «Πραεῖς λέ­γον­ται οὐχ οἱ μη­δό­λως ὀρ­γι­ζό­με­νοι, οἱ τοι­οῦ­τοι γὰρ ἀ­ναί­σθη­τοι, ἀλ­λ’ οἱ θυ­μὸν μὲν ἔ­χον­τες κρα­τοῦν­τες δέ· καὶ ὅ­τε δεῖ ὀρ­γι­ζό­με­νοι, ὡς καὶ Δαυ­ΐδ εἶ­πε ″ὀρ­γί­ζε­σθε, καὶ μὴ ἁ­μαρ­τά­νε­τε″». Πρᾶοι δέν εἶναι ἐ­κεῖ­νοι πού δέν ὀρ­γί­ζον­ται κα­θό­λου, γιατί τέτοιοι ἄνθρω­ποι εἶναι ἀ­ναί­σθη­τοι , ἀλλά εἶναι ἐκεῖνοι πού ἔχουν θυ­μό καί τόν συγκρατοῦν. Ὅταν ὅμως κάποτε πρέ­πει θά ὀρ­γι­σθοῦν, νά τό κάνουν ὅπως εἶπε καί ὁ Δαυίδ , δηλα­δή ″νά ὀργίζονται χω­ρίς νά ἁ­μαρ­τάνουν ″.
Πράγ­μα­τι τό Ψαλ­τή­ρι τό λέ­ει αὐ­τό, «ὀρ­γί­ζε­σθε, καὶ μὴ ἁ­μαρ­τά­νε­τε»,[8] καί τό ἐ­πα­να­λαμ­βά­νει καί ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος, ὁ ὁποῖος μά­λι­στα τό λέ­ει ὡς ἑ­ξῆς: «ὀρ­γί­ζε­σθε, καὶ μὴ ἁ­μαρ­τά­νε­τε· ὁ ἥ­λιος μὴ ἐ­πι­δυ­έ­τω ἐ­πὶ τῷ πα­ρορ­γι­σμῷ ὑ­μῶν, μη­δὲ δί­δο­τε τό­πον τῷ δι­α­βό­λω»[9], δηλαδή νά ὀργίζεσθε χωρίς νά ἁμαρτάνε­τε, καί νά μή βασιλεύει ὁ ἥλιος καί σεῖς νά εἶστε ἀκόμα θυμω­μένοι. Μή δίνετε δικαίωμα στόν Διάβολο.
Κα­ταρ­χάς δέν θά ἔχει μεγάλη διάρκεια ὁ θυ­μός μας, δη­λα­δή νά μή μᾶς βρί­σκει θυ­μω­μέ­νους ἡ νύ­χτα. Νά μή βα­σι­λεύ­ει ὁ ἥ­λιος, χωρίς νά ἔχουμε ξαναφτιάξει τίς σχέσεις μας. Καί ἀκό­μη θά πρέ­πει νά ὀρ­γί­ζε­ται κα­νείς χω­ρίς νά ἁ­μαρ­τά­νει· δηλαδή νά μήν ὀργίζεται γιά πράγ­μα­τα προ­σω­πι­κά, γιά συμ­φέ­ρον­τα προ­σω­πι­κά, ἄν ἀδικήθηκε, ἄς ποῦ­με, ἀλ­λά γιά πράγ­μα­τα γε­νι­κό­τε­ρου ἐν­δι­α­φέ­ρο­ντος, καί προ­παν­τός σέ ὅ,τι ἀ­φο­ρᾶ στόν νό­μο τοῦ Θε­οῦ. Ὅ­ταν βλέ­πουμε νά γί­νε­ται πα­ρά­βα­ση τοῦ νό­μου τοῦ Θε­οῦ, νά ἀ­γα­νακτοῦμε, δηλαδή νά ἔχου­με νεῦ­ρο ψυ­χῆς, νά ἔχουμε θυ­μό, νά ὀργιζόμαστε.
Ὁ Μω­υ­σῆς, ξέ­ρε­τε, ἔ­χει τήν ἐ­πω­νυ­μί­α πρᾶ­ος. Εἶ­χε νά κά­νει μέ δύ­ο ἑ­κα­τομ­μύ­ρια Ἑ­βραίων, πού ἦταν ἄν­θρωποι σκλη­ρο­τρά­χη­λοι, καί ὅμως ἦ­ταν πρᾶ­ος ἀ­πέ­ναν­τι σ’ αὐτόν τόν λα­ό. Ὡστόσο αὐτό δέν τόν ἐμ­πό­δι­σε ἀ­πό τό νά πε­τά­ξει τίς πλά­κες τοῦ νό­μου καί νά τίς σπάσει, ὅ­ταν κα­τέ­βη­κε ἀ­πό τό ὄ­ρος Σι­νά καί εἶ­δε τούς Ἑ­βραί­ους νά λα­τρεύ­ουν τόν χρυ­σό μό­σχο. Τίς ἔ­σπα­σε καί εἶ­πε: «Σ’ ἕ­ναν λα­ό πού μέ τό­ση εὐ­κο­λί­α μπο­ρεῖ νά εἰ­δω­λο­λα­τρεῖ, δέν τοῦ ἀ­νή­κει, δέν τοῦ πρέ­πει νό­μος Θε­οῦ».[10] Αὐ­τό δέν λο­γα­ρι­ά­στη­κε ἐκ μέ­ρους τοῦ Θε­οῦ ὡς θυ­μός ἤ ὀρ­γή, πού θά ἦ­ταν ἁ­μαρ­τί­α. Ὄ­χι, κά­θε ἄλ­λο. Συ­νε­πῶς θά πρέ­πει νά θυ­μώ­νου­με γιά τρί­τα πράγ­μα­τα καί ὄ­χι γιά τόν ἑ­αυ­τό μας, ὄ­χι δηλαδή για­τί ὁ ἄλ­λος μᾶς ἀ­δί­κη­σε, μᾶς ἔ­βρι­σε, ἀλ­λά για­τί, ἄς ποῦμε, ἔβρι­σε τόν Θε­ό! Αὐτός ὁ θυμός δέν ἀν­τι­μά­χε­ται τήν πρα­ό­τη­τα· εἶ­ναι δυό πράγ­μα­τα πού, ὅ­πως σᾶς εἶ­πα, συ­νερ­γά­ζον­ται.
 Ἐπίσης ὁ πρᾶ­ος θε­ω­ρεῖ­ται ὅ­τι παν­τοῦ καί πάν­το­τε ὑ­πο­χω­ρεῖ, καί συ­νε­πῶς ζη­μι­ώ­νει. Δέν συμβαίνει ὅμως πάν­το­τε αὐτό, γιατί ὁ πρᾶ­ος μπο­ρεῖ νά ὑ­πο­χω­ρεῖ χω­ρίς νά θυ­μώ­νει καί νά δι­α­τη­ρεῖ ἔ­τσι τήν πρα­ό­τη­τά του. Κάποιες φορές ὅμως θά ὑ­πο­χω­ρή­σει γιά τό πνευ­μα­τι­κό του κέρ­δος. Καί εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο καί μο­νι­μό­τε­ρο τό κέρ­δος τό πνευ­μα­τι­κό ἀ­πό τό ὑ­λι­κό.
Ὅ­ταν κάποιος πάει νά τόν ἀ­δι­κή­σει, προ­τι­μά­ει νά μή μι­λή­σει, προ­τι­μά­ει νά ἀ­δι­κη­θεῖ, για­τί τό κέρ­δος πού θά ἔ­χει θά εἶ­ναι μο­νι­μό­τε­ρο καί κα­λύ­τε­ρο –ἐν­νο­εῖ­ται τό πνευ­μα­τι­κό κέρ­δος– ἀ­πό ἐ­κεῖ­νο πού ἴ­σως θά δι­εκ­δι­κοῦ­σε ὡς δί­και­ό του.
Μά­λι­στα ἐ­δῶ ἀ­να­φέ­ρε­ται ὁ Ἰ­σα­άκ, ὁ γιός τοῦ Ἀ­βρα­άμ. Εἶ­ναι τύ­πος πρα­ό­τη­τος ὁ Ἰ­σα­άκ, εἶ­ναι θαυ­μά­σιος ἄν­θρω­πος. Δέν βλέ­που­με που­θε­νά κα­μί­α δρά­ση ἐκ μέ­ρους του, ὅ­πως ἔ­χου­με στό πρό­σω­πο τοῦ Ἰ­α­κώβ, τοῦ γιοῦ του. Ὁ Ἰ­σα­άκ εἶ­ναι τύ­πος Χρι­στοῦ. Θυ­μη­θεῖ­τε τήν προ­σπά­θεια τοῦ πα­τέ­ρα του νά τόν θυ­σιά­σει καί λοιπά καί λοιπά.[11]
Ὅ­ταν πιά ἔ­μει­νε μό­νος του, γιατί ὁ πα­τέ­ρας του ὁ Ἀ­βρα­άμ εἶ­χε πε­θά­νει, ἄ­νοι­γε ἕ­να πη­γά­δι γιά νά ἀν­τλεῖ νε­ρό καί νά πο­τί­ζει τά κο­πά­δια του. Οἱ γει­το­νι­κοί λα­οί ἔ­βλε­παν ὅ­τι ἀ­νοί­χθη­κε ἕ­να πη­γά­δι, καί εἴ­τε διό­τι αὐ­τοί δέν μπο­ροῦ­σαν νά ἀ­νοί­ξουν εὔ­κο­λα ἄλλο –δέν εἶ­ναι καί πο­λύ εὔ­κο­λο νά ἀ­νοί­ξεις ἕ­­να πη­γά­δι– ἀλ­λά προ­παν­τός για­τί ἴ­σως δέν ἔ­βρι­σκαν νε­ρό, πή­γαι­ναν καί τοῦ ἔ­παιρ­ναν τό πη­γά­δι, λέγοντάς του: «Τό πη­γά­δι αὐ­τό εἶ­ναι δι­κό μας»![12] Εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νο πού βλέ­πει κα­νείς πολλές φορές, σέ μι­κρο­γρα­φί­α βέβαια, καί με­τα­ξύ γει­τό­νων –τί ἄ­σχη­μο πρᾶγ­μα! Ὁ Ἰ­σα­άκ λοιπόν ποτέ δέν μα­χό­ταν· πή­γαι­νε πιό πέ­ρα. Ἐ­πει­δή ἦ­ταν εὐ­λο­γη­μέ­νος, ὁ Θε­ός τοῦ ἔ­δι­νε ὅ­λα τά ἀγα­θά· γι’ αὐ­τό πή­γαι­νε πα­ρα­πέ­ρα, ἄ­νοι­γε ἄλ­λο πη­γά­δι, καί πάλι ἔ­βρι­σκε πο­λύ νε­ρό. Ἀλλά πή­γαι­ναν καί τοῦ τό ἔ­παιρ­ναν καί αὐ­τό. Πο­τέ ὅμως ὁ Ἰ­σα­άκ δέν μά­λω­νε μα­ζί τους. Ὅ­ταν τό δι­εκ­δι­κοῦ­σαν, τό ἄ­φη­νε καί ἔ­φευ­γε. Κά­νει ἐν­τύ­πω­ση αὐ­τό τό πράγμα. Καί ὁ Θε­ός πάν­το­τε τοῦ ἔ­δι­νε ὅ,τι ζητοῦσε· ὅ,τι ἔ­πι­α­νε στά χέ­ρια του ἦταν μέ πολ­λή εὐ­λο­γί­α, ὅ,τι ἔ­κα­νε ἦ­ταν εὐ­λο­γη­μέ­νο.
(συνεχίζεται)


Απόσπασμα από το βιβλίο ‘’MAKAΡΙΣΜΟΙ’’ .
Της Ιεράς Μόνης Κομνηνείου, Κοιμήσεως θεοτόκου και Αγίου Δημητρίου.
Το βιβλίο περιέχει  απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του μακαριστού Γέροντα Π. Αθανασίου Μυτιληναίου.
Η ανάρτηση γίνεται με την ευλογία της Ιεράς Μονής.



[1]. Ματθ. 5, 5.
[2]. Μέγας Βασίλειος, Ὁμιλία εἰς τὸν λγ΄ Ψαλμόν, MPG 29, 356, 54.
[3]. Ματθ. 4, 10. Λουκ. 4, 8.
[4]. Ματθ. 16, 23.
[5]. Βλ. Ματθ. 21, 12-13.
[6]. Μέγας Βασίλειος, Ὁμιλία ι΄, Κατὰ ὀργιζομένων, MPG 31, 365, 16-21. «Ἔ­τι γὰρ πρὸς πολ­λὰ τῶν τῆς ἀ­ρε­τῆς ἔρ­γων ἐ­πι­τή­δει­ον ἡ­μῶν τῆς ψυ­χῆς τὸ θυ­μο­ει­δές... καὶ σύμ­μα­χος ᾖ τῷ λό­γῳ κα­τὰ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Νεῦ­ρον γάρ ἐ­στι τῆς ψυ­χῆς ὁ θυ­μός , τό­νον αὐ­τῇ πρὸς τὴν τῶν κα­λῶν ἔν­στα­σιν ἐμ­ποι­ῶν.»
[7]. Ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης, Λόγος Β΄, ″Μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι...″, MPG 44, 1216, 15-16.
[8]. Βλ. Ψαλμ. 4, 5.
[9]. Ἐ­φεσ. 4, 26-27.
[10]. Ἔξοδ. 32.
[11]. Βλ. Γέν. 22, 1-19.
[12]. Βλ. Γέν. 26, 19-21.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε το σχόλιό σας