Kάποτε ρώτησαν κάποιον πνευματικό ἄνθρωπο πῶς
θά ἀναγνώριζε ἕναν ἅγιο, καί ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Ἀπό τήν πραότητά του»! Πραγματικά,
ἡ πραότητα εἶναι τό φυσικό ἀποτέλεσμα τῶν δύο πρώτων μακαρισμῶν. Ἔτσι, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ,
προχωροῦμε στόν τρίτο μακαρισμό, πού λέει: «Μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ
κληρονομήσουσι τὴν γῆν»[1], δηλαδή εὐτυχισμένοι εἶναι οἱ πρᾶοι ἄνθρωποι,
γιατί αὐτοί θά κληρονομήσουν τή γῆ.
Ἡ πραότητα
εἶναι ὁ καρπός τῆς ταπεινοφροσύνης, ἡ συναίσθηση τῆς ἀθλιότητος
καί ἡ λύπη γιά τήν ἁμαρτωλότητά μας. Δηλαδή ὁ ἄνθρωπος ὅταν βλέπει ποιός
πραγατικά εἶναι, ὅ,τι καί νά κάνει ὁ συνάνθρωπός του, δέν μπορεῖ νά σηκώσει
φωνή ἤ νά τόν ἐλέγξει ἄγρια. Εἶναι κατά κάποιον τρόπο σάν νά ἀνακλᾶται ὁ
ἑαυτός του στόν ἄλλο ἄνθρωπο, καί ὅταν βλέπει ποιός εἶναι, τοῦ φέρεται
ἤρεμα καί ταπεινά, μένει σέ πραότητα. Βλέπετε λοιπόν ὅτι, πράγματι, ὁ
τρίτος μακαρισμός εἶναι ὁ καρπός
τῶν δύο πρώτων, τῆς πτωχείας καί τοῦ πένθους. Ἄν βλέπουμε τόν ἑαυτό μας
στόν ἄλλο ἄνθρωπο, δέν θυμώνουμε, ἀλλά μένουμε σέ μιά κατάσταση πραότητος.
Ἡ πραότητα εἶναι ἡ ἀρετή τῆς ἀπάθειας
ἀπό τό πάθος τοῦ θυμοῦ καί τῆς ὀργῆς. Ὁ πρᾶος ἄνθρωπος εἶναι ἤπιος, ἥμερος,
ἐπιεικής, ὑπομονετικός. Κι ὅπως λέει ὁ μέγας Βασίλειος, «οἱ κατεσταλμένοι τὰ ἤθη καὶ παντὸς πάθους ἀπηλλαγμένοι , ὡς
μηδεμίαν ἔχειν ταραχὴν ἐνοικοῦσαν αὐτῶν ταῖς ψυχαῖς , οὗτοι πραεῖς
προσαγορεύονται»[2]. Δηλαδή: Ὀνομάζονται πρᾶοι ἄνθρωποι ἐκεῖνοι
πού ἔχουν ἀπαλλαγεῖ ἀπό τά πάθη τους , καί δέν ἔχουν καμία ταραχή πού
νά κατοικεῖ μέσα στίς ψυχές τους.
Ἀλλά ὅπως οἱ δύο προηγούμενοι
μακαρισμοί τοῦ Κυρίου
μας παρεξηγήθηκαν, ἔτσι ἔχει παρεξηγηθεῖ καί ὁ τρίτος. Ὁ πρᾶος ἄνθρωπος
θεωρεῖται ὅτι δέν ἔχει ψυχικό σθένος, ὅτι εἶναι χωρίς ἀνδρεία, καί ἡ πραότητά
του φαίνεται σάν ἀδυναμία τοῦ χαρακτῆρος, δηλαδή δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀνδρεῖος,
γι’ αὐτό ἀκριβῶς μένει πρᾶος. Πρόκειται ὅμως γιά μία πλάνη. Βέβαια
πρέπει νά σᾶς πῶ ὅτι ὑπάρχουν πρᾶοι ἄνθρωποι, πού ἀπό τή φύση τους εἶναι
ἔτσι· ἀλλά ὑπάρχουν καί πρᾶοι ἄνθρωποι, πού ἔχουν πάρα πολύ ἀγωνισθεῖ
γιά νά ἔλθουν στήν κατάσταση τῆς πραότητος. Καί ἐκεῖνος βέβαια πού ἔχει
ἀγωνισθεῖ γιά νά φθάσει στήν πραότητα, ἔχει πολύ μεγαλύτερη ἀξία
ἀπό ἐκεῖνον πού ἀπό τή φύση του, γιατί ἔτσι γεννήθηκε, εἶναι πρᾶος ἄνθρωπος.
Πάντως, γιά νά εἶναι κανείς πρᾶος,
χρειάζεται πολύ περισσότερη ψυχική δύναμη καί ἐπιβολή στόν ἑαυτό
του. Τό νά μείνει δηλαδή κανείς ἤρεμος, ἀόργητος –χωρίς ὀργή– ὅταν ἀδικεῖται,
ὅταν παραμερίζεται, καί νά μή θυμώσει καί φωνάξει καί ἐξαγριωθεῖ,
αὐτό πραγματικά χρειάζεται πιό πολλή δύναμη. Συνεπῶς ἡ παρουσία τοῦ
πράου ἀνθρώπου δέν εἶναι παρουσία ἀνθρώπου πού δέν ἔχει μέσα του
ψυχική δύναμη, δηλαδή δέν εἶναι ἄνθρωπος ζωντανός· κάθε ἄλλο! Ἐδῶ ἀκριβῶς
εἶναι ἡ παρανόηση πού ὑπάρχει. Ἀντίθετα, αὐτός πού δέν εἶναι πρᾶος ἔχει
ἀδύναμο χαρακτήρα· δέν μπορεῖ νά ἀντέξει μία κατάσταση, καί θυμώνει. Ὁ πρᾶος εἶναι
δυνατός.
Ἐν τούτοις ἡ πραότητα
δέν στερεῖται, ὅπως κανείς θά πίστευε, ἀπό νεῦρο ψυχῆς, ἀπό αὐτό πού ἔπρεπε
νά διαθέτουν οἱ πρωτόπλαστοι γιά νά ἀπομακρύνουν τόν Διάβολο. Τό
νεῦρο ψυχῆς εἶναι ἐκεῖνο πού θά ἔπρεπε νά ἔχει ἡ Εὔα ἀρχικά, καί μετά
ὁ Ἀδάμ, γιά νά μποροῦν νά ποῦν στόν Διάβολο νά ἀποχωρήσει, ἤ ἐκεῖνο
πού εἶχε ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος εἶναι εἰκόνα πραότητος, ὅταν εἶπε στόν Διάβολο:
«Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ»[3]. Καί δέν θά τό εἶπε αὐτό μέ κάποια, θά λέγαμε, πραότητα... ὅπως: «Σέ παρακαλῶ, σήκω, φῦγε», ἀλλά μέ
νεῦρο ψυχῆς: «Ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ!...».
Τό ἴδιο
πράγμα εἶχε πεῖ καί στόν ἀπόστολο Πέτρο, ὅταν Τόν ἐμπόδιζε νά πάει στά
Ἱεροσόλυμα: «Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ· σκάνδαλόν
μου εἶ· ὅτι οὐ φρονεῖς τὰ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ τῶν ἀνθρώπων»[4]. Τό ἴδιο θά συνέβη, ἐπίσης, ὅταν ὁ Κύριος ἔφτιαξε ἕνα φραγγέλιο ἀπό σχοινιά καί ἔβγαλε ὅλους τούς
ἐμπόρους μέσα ἀπό τόν ναό –χωρίς βεβαίως νά χτυπήσει κανέναν– καί ἀναποδογύρισε
τά τραπέζια τῶν κολλυβιστῶν, τῶν σαράφηδων, καί τά κλουβιά πού εἶχαν μέσα περιστέρια καί
τέτοια. Αὐτά βέβαια δέν ἔγιναν μέ μακαρία ἠρεμία! Ὄχι· ἔγιναν μέ
νεῦρο ψυχῆς.[5]
Ἐδῶ λοιπόν
θά ἤθελα νά καταλάβουμε ὅτι ἡ πραότητα δέν στερεῖται ψυχικῆς δυνάμεως,
καί δέν σημαίνει ὅτι ὁ πρᾶος δέν ἔχει νεῦρο ψυχῆς, ἤ ὅταν ἔχει κανείς
νεῦρο ψυχῆς δέν ἔχει καί πραότητα. Αὐτό πρέπει νά τό καταλάβουμε.
Τό νεῦρο τῆς ψυχῆς –εἴχαμε καί ἄλλοτε πεῖ, ὅταν μιλήσαμε γιά τόν θυμό–
τό ἔδωσε ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο γιά νά ὀργίζεται κατά τοῦ κακοῦ. Ἔτσι μᾶς
λέει ὁ μέγας Βασίλειος, καί εἶναι ἀληθινό.[6]
Συνεπῶς,
νεῦρο ψυχῆς καί πραότητα δέν ἀντιμάχονται· συνυπάρχουν
κατά ἕναν ἁρμονικό τρόπο. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης λέει: «τὸ μέτριόν τε καὶ πρᾶον , οὐ τὸ παντάπασιν ἀπαθὲς ἐγκελεύεται».[7] Ὅταν διατάσσει ὁ Κύριος τήν πραότητα , δέν σημαίνει
μ’ αὐτό ὅτι πρέπει νά λείπει τό ἀπαθές, δηλαδή
τό νά μήν ἔχουμε νεῦρο· κάθε ἄλλο.
Καί ὁ Θεοφύλακτος μᾶς λέει
τό ἑξῆς: «Πραεῖς λέγονται οὐχ οἱ μηδόλως ὀργιζόμενοι, οἱ
τοιοῦτοι γὰρ ἀναίσθητοι, ἀλλ’ οἱ θυμὸν μὲν ἔχοντες κρατοῦντες δέ· καὶ ὅτε
δεῖ ὀργιζόμενοι, ὡς καὶ Δαυΐδ εἶπε ″ὀργίζεσθε, καὶ μὴ ἁμαρτάνετε″». Πρᾶοι δέν εἶναι ἐκεῖνοι πού δέν ὀργίζονται καθόλου,
γιατί τέτοιοι ἄνθρωποι εἶναι ἀναίσθητοι , ἀλλά εἶναι ἐκεῖνοι πού ἔχουν θυμό
καί τόν συγκρατοῦν. Ὅταν ὅμως κάποτε πρέπει θά ὀργισθοῦν, νά τό κάνουν ὅπως
εἶπε καί ὁ Δαυίδ , δηλαδή ″νά ὀργίζονται χωρίς νά ἁμαρτάνουν ″.
Πράγματι τό Ψαλτήρι τό λέει αὐτό, «ὀργίζεσθε, καὶ μὴ ἁμαρτάνετε»,[8] καί τό ἐπαναλαμβάνει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος μάλιστα
τό λέει ὡς ἑξῆς: «ὀργίζεσθε, καὶ μὴ ἁμαρτάνετε· ὁ ἥλιος μὴ
ἐπιδυέτω ἐπὶ τῷ παροργισμῷ ὑμῶν, μηδὲ δίδοτε τόπον τῷ διαβόλω»[9], δηλαδή νά ὀργίζεσθε χωρίς νά ἁμαρτάνετε,
καί νά μή βασιλεύει ὁ ἥλιος καί σεῖς νά εἶστε ἀκόμα θυμωμένοι. Μή δίνετε
δικαίωμα στόν Διάβολο.
Καταρχάς δέν θά ἔχει
μεγάλη διάρκεια ὁ θυμός μας, δηλαδή νά μή μᾶς βρίσκει θυμωμένους ἡ νύχτα.
Νά μή βασιλεύει ὁ ἥλιος, χωρίς νά ἔχουμε ξαναφτιάξει τίς σχέσεις μας. Καί ἀκόμη
θά πρέπει νά ὀργίζεται κανείς χωρίς νά ἁμαρτάνει· δηλαδή νά
μήν ὀργίζεται γιά πράγματα προσωπικά, γιά συμφέροντα προσωπικά, ἄν ἀδικήθηκε,
ἄς ποῦμε, ἀλλά γιά πράγματα γενικότερου ἐνδιαφέροντος, καί προπαντός
σέ ὅ,τι ἀφορᾶ στόν νόμο τοῦ Θεοῦ. Ὅταν βλέπουμε νά γίνεται παράβαση
τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ, νά ἀγανακτοῦμε, δηλαδή νά ἔχουμε νεῦρο ψυχῆς, νά ἔχουμε
θυμό, νά ὀργιζόμαστε.
Ὁ Μωυσῆς, ξέρετε, ἔχει
τήν ἐπωνυμία πρᾶος. Εἶχε νά
κάνει μέ δύο ἑκατομμύρια Ἑβραίων, πού ἦταν ἄνθρωποι σκληροτράχηλοι,
καί ὅμως ἦταν πρᾶος ἀπέναντι σ’ αὐτόν τόν λαό. Ὡστόσο αὐτό δέν τόν ἐμπόδισε
ἀπό τό νά πετάξει τίς πλάκες τοῦ νόμου καί νά τίς σπάσει, ὅταν κατέβηκε
ἀπό τό ὄρος Σινά καί εἶδε τούς Ἑβραίους νά λατρεύουν τόν χρυσό μόσχο. Τίς ἔσπασε καί εἶπε: «Σ’ ἕναν λαό πού μέ τόση εὐκολία μπορεῖ νά εἰδωλολατρεῖ, δέν
τοῦ ἀνήκει, δέν τοῦ πρέπει νόμος Θεοῦ».[10] Αὐτό δέν λογαριάστηκε ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ ὡς θυμός ἤ ὀργή, πού
θά ἦταν ἁμαρτία. Ὄχι, κάθε ἄλλο. Συνεπῶς θά πρέπει νά θυμώνουμε
γιά τρίτα πράγματα καί ὄχι γιά τόν ἑαυτό μας, ὄχι δηλαδή γιατί ὁ ἄλλος
μᾶς ἀδίκησε, μᾶς ἔβρισε, ἀλλά γιατί, ἄς ποῦμε, ἔβρισε τόν Θεό! Αὐτός ὁ
θυμός δέν ἀντιμάχεται τήν πραότητα· εἶναι δυό πράγματα πού, ὅπως σᾶς
εἶπα, συνεργάζονται.
Ἐπίσης ὁ πρᾶος θεωρεῖται ὅτι παντοῦ καί
πάντοτε ὑποχωρεῖ, καί συνεπῶς ζημιώνει. Δέν συμβαίνει ὅμως πάντοτε
αὐτό, γιατί ὁ πρᾶος μπορεῖ νά ὑποχωρεῖ χωρίς νά θυμώνει καί νά διατηρεῖ
ἔτσι τήν πραότητά του. Κάποιες φορές ὅμως θά ὑποχωρήσει γιά τό πνευματικό
του κέρδος. Καί εἶναι περισσότερο καί μονιμότερο τό κέρδος τό πνευματικό
ἀπό τό ὑλικό.
Ὅταν κάποιος πάει νά τόν ἀδικήσει,
προτιμάει νά μή μιλήσει, προτιμάει νά ἀδικηθεῖ, γιατί τό κέρδος
πού θά ἔχει θά εἶναι μονιμότερο καί καλύτερο –ἐννοεῖται τό πνευματικό
κέρδος– ἀπό ἐκεῖνο πού ἴσως θά διεκδικοῦσε ὡς δίκαιό του.
Μάλιστα ἐδῶ ἀναφέρεται
ὁ Ἰσαάκ, ὁ γιός τοῦ Ἀβραάμ. Εἶναι τύπος πραότητος ὁ Ἰσαάκ, εἶναι
θαυμάσιος ἄνθρωπος. Δέν βλέπουμε πουθενά καμία δράση ἐκ μέρους του,
ὅπως ἔχουμε στό πρόσωπο τοῦ Ἰακώβ, τοῦ γιοῦ του. Ὁ Ἰσαάκ εἶναι τύπος
Χριστοῦ. Θυμηθεῖτε τήν προσπάθεια τοῦ πατέρα του νά τόν θυσιάσει καί
λοιπά καί λοιπά.[11]
Ὅταν πιά ἔμεινε μόνος
του, γιατί ὁ πατέρας του ὁ Ἀβραάμ εἶχε πεθάνει, ἄνοιγε ἕνα πηγάδι
γιά νά ἀντλεῖ νερό καί νά ποτίζει τά κοπάδια του. Οἱ γειτονικοί λαοί ἔβλεπαν
ὅτι ἀνοίχθηκε ἕνα πηγάδι, καί εἴτε διότι αὐτοί δέν μποροῦσαν νά ἀνοίξουν
εὔκολα ἄλλο –δέν εἶναι καί πολύ εὔκολο νά ἀνοίξεις ἕνα πηγάδι– ἀλλά
προπαντός γιατί ἴσως δέν ἔβρισκαν νερό, πήγαιναν καί τοῦ ἔπαιρναν τό
πηγάδι, λέγοντάς του: «Τό πηγάδι αὐτό εἶναι δικό
μας»![12] Εἶναι ἐκεῖνο πού βλέπει κανείς πολλές φορές, σέ μικρογραφία
βέβαια, καί μεταξύ γειτόνων –τί ἄσχημο πρᾶγμα! Ὁ Ἰσαάκ λοιπόν ποτέ δέν
μαχόταν· πήγαινε πιό πέρα. Ἐπειδή ἦταν εὐλογημένος, ὁ Θεός τοῦ ἔδινε
ὅλα τά ἀγαθά· γι’ αὐτό πήγαινε παραπέρα, ἄνοιγε ἄλλο πηγάδι, καί πάλι ἔβρισκε
πολύ νερό. Ἀλλά πήγαιναν καί τοῦ τό ἔπαιρναν καί αὐτό. Ποτέ ὅμως ὁ Ἰσαάκ
δέν μάλωνε μαζί τους. Ὅταν τό διεκδικοῦσαν, τό ἄφηνε καί ἔφευγε. Κάνει
ἐντύπωση αὐτό τό πράγμα. Καί ὁ Θεός πάντοτε τοῦ ἔδινε ὅ,τι ζητοῦσε· ὅ,τι ἔπιανε
στά χέρια του ἦταν μέ πολλή εὐλογία, ὅ,τι ἔκανε ἦταν εὐλογημένο.
(συνεχίζεται)
Απόσπασμα από το βιβλίο ‘’MAKAΡΙΣΜΟΙ’’ .
Της Ιεράς
Μόνης Κομνηνείου, Κοιμήσεως θεοτόκου και Αγίου Δημητρίου.
Το βιβλίο
περιέχει απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του
μακαριστού Γέροντα Π. Αθανασίου Μυτιληναίου.
Η ανάρτηση
γίνεται με την ευλογία της Ιεράς Μονής.
[6]. Μέγας
Βασίλειος, Ὁμιλία ι΄, Κατὰ ὀργιζομένων, MPG 31, 365,
16-21. «Ἔτι γὰρ πρὸς πολλὰ τῶν τῆς ἀρετῆς ἔργων ἐπιτήδειον ἡμῶν τῆς ψυχῆς
τὸ θυμοειδές... καὶ σύμμαχος ᾖ τῷ λόγῳ κατὰ τῆς ἁμαρτίας. Νεῦρον γάρ
ἐστι τῆς ψυχῆς ὁ θυμός , τόνον αὐτῇ πρὸς τὴν τῶν καλῶν ἔνστασιν ἐμποιῶν.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας