Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν
Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Πειραιῶς κ. Σεραφείμ
ἀπέστειλε
τήν ἀκόλουθη ἐπιστολή πρός τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέ
ἀφορμή τήν προώθηση ἀπό τό Ὑπουργεῖο Δικαιοσύνης πρός διαβούλευση τοῦ
σχεδίου Νόμου περί συμφώνου συμβιώσεως ζητώντας τήν ἔκτακτη σύγκλιση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
᾿Αριθμ.
Πρωτ. 1253
Πρός
τήν
Ἱεράν
Σύνοδον
τῆς Ἐκκλησίας
τῆς Ἑλλάδος
Ἰω.
Γενναδίου 14
115
21 ΑΘΗΝΑΙ
Μακαριώτατε Ἅγιε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι Συνοδικοί Σύνεδροι,
Μετά πολλῆς ὀδύνης καί θλίψεως
παρακολουθῶ τήν προώθησι ὑπό τῆς παρούσης Κυβερνήσεως τῆς θεσμοθετήσεως τοῦ σαπροτάτου
πάθους τῆς ὁμοφυλοφιλίας ὡς γενετησίου δῆθεν προσανατολισμοῦ τοῦ ἀνθρωπίνου ὄντος,
πού δεῖται ἐννόμου προστασίας καί πού πρέπει νά παράγῃ ἔννομες συνέπειες ἐξομοιούμενο
μέ τήν κατά φύσι ἀνθρωπίνη σεξουαλικότητα, ἐμφανιζόμενο ὡς δῆθεν ἀνθρώπινο δικαίωμα,
τήν στιγμήν πού οὐδεμίαν σχέσι ἔχει μέ τήν ἀνθρώπινη φύσι ἀλλά ἀποτελεῖ ψυχοπαθολογική
ἐκτροπή ἀπό αὐτήν, συνεχίζουσα τό «καλό» ἔργο τῆς προηγουμένης Κυβερνήσεως πού
μέ τόν γνωστό ἀντιρατσιστικό νόμο θεσμοθέτησε καί ἕτερο «γενετήσιο
προσανατολισμό». Θεσμοθετεῖται ἑπομένως ἡ ἀνατροπή τῆς ἀνθρώπινης ὀντολογίας, θεσμοθετεῖται
ἡ παράχρηση τοῦ ἀνθρωπίνου ὀργανισμοῦ, θεσμοθετεῖται ἡ ψυχοπαθολογική ἐκτροπή ἐκ
τῆς θεοσδότου ἀνθρωπίνης σεξουαλικότητος πού ἀποτελεῖ ἱερό ἐφαλτήριο γιά τήν συνδημιουργία
μετά τοῦ αἰωνίου Θεοῦ κτιστῶν μέν ἀλλά ἀθανάτων ἀνθρώπων, θεμελιώνεται ἡ ἀποδόμησι
τοῦ πανιέρου θεσμοῦ τῆς οἰκογενείας καί ἐφαρμόζεται μεθοδικότατα ὁ σχεδιασμός τοῦ
διεθνιστικοῦ σιωνιστικοῦ παράγοντα γιά μία μεταχριστιανική Ἑλλάδα.
Ἡ ἀνάρτησι καί ἡ διαβούλεσι τοῦ
πολυνομοσχεδίου τοῦ Ὑπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας καί Ἀνθρωπίνων
Δικαιωμάτων γιά τή νέα μορφή τοῦ Συμφώνου Συμβίωσης ὅπου ἐξομοιώνεται πλέον ὁ
«κολοφών» τῶν κακῶν κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, τό αἴσχιστο καί ἀτιμωτικό πάθος τῆς
ὁμοφυλοφιλίας μέ τόν κατά φύσι γενετήσιο προσανατολισμό καί προβλέπονται ἔννομα
δικαιώματα καί ἔννομες συνέπειες ἀπό τήν δικαιοπρακτική αὐτή συμβίωση, θέτει μεῖζον
ἠθικό καί πνευματικό θέμα.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὡς Σῶμα Χριστοῦ, εἶναι τό ἰατρεῖο τῶν ψυχικῶν καί σωματικῶν παθῶν καί ἡ χώρα τῶν μεταποιουμένων ἁμαρτωλῶν, καί ὄχι τῶν σατανικῶς καί ἀμετανοήτως ἐμμενόντων στήν διαστροφή τῆς ἀληθείας καί τῆς ἀνθρωπίνης ἀξιοπρεπείας καί ὀντολογίας.
Διαχρονικά, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἀγωνιζομένη ἐπί τῆς Γῆς, στηλιτεύει τήν πολυποίκιλη τραγικότητα τῆς εἰδεχθοῦς ἁμαρτίας, ὡς ἀποκοπῆς καί σχάσης ἀπό τήν κοινωνία μέ τόν Ζῶντα Θεό, τόν Δημιουργό τῆς ζωῆς, καί ὄχι τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο, τόν ὁποίο περιθάλπει διά τῶν εὐχῶν καί τῶν ἱερῶν μυστηρίων της καί περιβάλλει μέ ἄφατη στοργή καί συμπάθεια, ἐφαρμόζοντας κατά περίπτωση καί τήν οἰκονομία, μέσω τῆς ὁποίας ρυθμίζει τήν ἐπιστροφή καί ἀνάνηψή του.
Ἡ Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία σέβεται τήν προσωπική καί ἰδιωτική ζωή κάθε
προσώπου, ὡς ὑπεύθυνη ἐλεύθερη ἐπιλογή. Δέν ἔχει πρόθεση οὔτε νά ἐπέμβει
ρατσιστικά οὔτε νά ἀναστείλει δικαιώματα καί ἐλευθερίες.
Ἡ ἀπενοχοποίηση, ὅμως, τοῦ ἐγκλήματος τῆς ἀνατροπῆς τῆς ἀνθρωπίνης ὀντολογίας καί φυσιολογίας, μέ τήν θεσμική ἀναγνώριση τῶν αἰσχίστων παθῶν τῆς ὁμοφυλοφιλίας σήμερα, τῆς παιδοφιλίας αὔριο (βλ. Ὀλλανδία) καί τῆς κτηνοβασίας μεθαύριο
(βλ. Γερμανία), ἀποτελεῖ ἀσύγγνωστο καί τερατῶδες κακούργημα εἰς βάρος τοῦ αἰωνίου
Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρωπίνου ὄντος, τό ὁποῖο ἐξισώνεται πλήρως μέ τήν ὕβρη τῶν
Σοδόμων καί Γομμόρων. Ἡ ἀθώωση, ὑποστήριξη καί παρουσίαση τῶν αἰσχρῶν
καί ἀτίμων παθῶν ὡς φυσιολογικῆς καταστάσεως καί ὡς ἁπλῆς διαφορετικότητος
προσκρούει εἰς τήν πανανθρώπινη συνείδηση, ἡ ὁποία ἀνά τούς αἰῶνες γνωρίζει ὡς
φυσιολογική σεξουαλική συμπεριφορά τίς σχέσεις ἀνάμεσα στόν ἄνδρα καί τήν
γυναίκα, στό ἄρσεν καί τό θῆλυ. Αὐτή εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φυσιολογία καί ὀντολογία.
Κάθε ἄλλη σχέση ἀνατρέπει τήν ἀνθρώπινη ὀντολογία, ὡς παρά φύσιν ἐκτροπή, ἡ ὁποία
δέν παρατηρεῖται οὔτε καί στά ζῶα, παρά τά κατασκευασθέντα «ντοκυμαντέρς» τοῦ
Σιωνιστικοῦ συστήματος.
Ἰδιαίτερα ἡ Ἁγία Γραφή, πού ἐκφράζει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τοῦ Δημιουργοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί σοφοῦ Γνώστη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, καταδικάζει τήν ὁμοφυλοφιλία ὡς πάθος, ἀτιμία καί ἀσχημοσύνη, τό ὁποῖο τιμωρήθηκε αὐστηρά μέ φωτιά καί θειάφι στήν πόλη τῶν Σοδόμων καί Γομόρων. Γιά τό σύνολο τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡ ὁμοφυλοφιλία εἶναι τό πιό σιχαμερό καί ἀκάθαρτο ἁμάρτημα καί ἀποτελεῖ μεγάλη ἀσέβεια πρός τόν Θεό -
Δημιουργό τοῦ ἀνθρώπου σέ ἄρσεν καί θῆλυ καί βλάσφημη κατάργηση τοῦ Εὐαγγελίου.
Ἡ δημόσια προβολή τῆς ὁμοφυλοφιλίας, ἐκτός τοῦ ὅτι προσβάλλει τήν δημόσια αἰδώ καί τήν θρησκευτική μας συνείδηση, στέλνει πρός τούς νέους μηνύματα ἀνώμαλης σεξουαλικῆς συμπεριφορᾶς καί ἀποτελεῖ τορπίλλη στά θεμέλια τῆς ἑλληνικῆς οἰκογένειας καί τῆς κοινωνίας, ἀλλά καί αἰτία ψυχοπαθολογικῶν διαταραχῶν εἰς τά παιδιά, πού θά ἀνατραφοῦν ἀπό ὁμοφυλόφυλα ζεύγη, ὅπως ἐπιδιώκεται[1].
Στὸν νέο αἰώνα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ποὺ πραγματοποιεῖται μέσα στὴν ἱστορικὴ πορεία καὶ ζωὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐγκαταλείπονται τὰ παλαιὰ πάθη, τὰ γήϊνα, τὰ σαρκικά, καὶ βιώνεται ἀπὸ τώρα, κατὰ τὶς δυνατότητες κάθε πιστοῦ, εἴτε μέσα στὸν εὐλογημένο θεσμὸ τοῦ γάμου ὡς ἐγκράτεια καὶ σωφροσύνη, εἴτε στὸν ἰσάγγελο βίο τῶν μοναχῶν μὲ τὴν ἀρετὴ τῆς παρθενίας, ἡ πορεία ἀπὸ τὸ «κατ᾽ εἰκόνα» στό «καθ᾽ ὁμοίωσιν», ἡ νίκη τοῦ πνεύματος ἐπὶ τῆς σάρκας, ἡ ἀγγελοποίηση τοῦ ἀνθρώπου στὴ θέση τοῦ φθονεροῦ καὶ ἐκπεσόντος ἀπὸ τὴν ἀγγελικὴ τάξη Ἑωσφόρου. Ἀναφερόμενος
ὁ Χριστὸς στὴν αἰφνιδιαστικὴ ἔλευση τῆς ἡμέρας τῆς κρίσεως, ποὺ θὰ ξαφνιάσει ὅσους
ἀνέμελα καὶ ἀφρόντιστα ζοῦν μέσα εἰς τὶς ὑλικὲς καὶ σαρκικὲς ἀπολαύσεις, λέγει ὅτι
θὰ πάθουν αὐτὸ, ποὺ ἔπαθαν πρὸ τοῦ κατακλυσμοῦ οἱ ἄνθρωποι, δίνοντάς μας ἔτσι ἀκριβέστατη
εἰκόνα τῆς ὑλιστικῆς καὶ σαρκικῆς ζωῆς τους : «Ὥσπερ γὰρ ἦσαν ἐν ταῖς ἡμέραις τοῦ Νῶε ταῖς πρὸ τοῦ κατακλυσμοῦ
τρώγοντες καὶ πίνοντες, γαμοῦντες καὶ ἐκγαμίζοντες, ἄχρι ἧς ἡμέρας εἰσῆλθε Νῶε
εἰς τὴν κιβωτόν, καὶ οὐκ ἔγνωσαν ἕως ἦλθεν ὁ κατακλυσμὸς καὶ ἦρεν ἅπαντας, οὕτως
ἔσται καὶ ἡ παρουσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου»[2].
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς προσθέτει καὶ τὸν τρόπο ζωῆς τῶν Σοδομιτῶν, ὅμοιο πρὸς τὴν
ζωὴ τῶν ἀνθρώπων πρὸ τοῦ κατακλυσμοῦ : «Καὶ
καθὼς ἐγένετο ἐν ταῖς ἡμέραις Νῶε, οὕτως ἔσται καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις τοῦ υἱοῦ τοῦ
ἀνθρώπου· ἤσθιον, ἔπινον, ἐγάμουν, ἐξεγαμίζοντο, ἄχρι ἧς ἡμέρας εἰσῆλθε Νῶε εἰς
τὴν κιβωτόν, καὶ ἦλθεν ὁ κατακλυσμὸς καὶ ἀπώλεσεν ἅπαντας. Ὁμοίως καὶ ὡς ἐγένετο
ἐν ταῖς ἡμέραις Λώτ· ἤσθιον, ἔπινον, ἠγόραζον, ἐπώλουν, ἐφύτευον, ᾠκοδόμουν· ᾗ
δὲ ἡμέρᾳ ἐξῆλθε Λὼτ ἀπὸ Σοδόμων, ἔβρεξε πῦρ καὶ θεῖον ἀπ᾽ οὐρανοῦ καὶ ἀπώλεσεν ἅπαντας»[3].
Ὁ ἴδιος Εὐαγγελιστὴς παρουσιάζει τὸν Σωτῆρα Χριστὸ νὰ ἐξαγγέλλει τὸν νέο αἰώνα
τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὅπου οἱ ἄνθρωποι ἐγκαταλείπουν τὰ σαρκικὰ καὶ ζοῦν ὡς ἄγγελοι˙
«Οἱ υἱοὶ τοῦ αἰῶνος τούτου γαμοῦσι καὶ ἐκγαμίζονται·
οἱ δὲ καταξιωθέντες τοῦ αἰῶνος ἐκείνου τυχεῖν καὶ τῆς ἀναστάσεως τῆς ἐκ νεκρῶν
οὔτε γαμοῦσιν οὔτε γαμίζονται… ἰσάγγελοι γάρ εἰσι καὶ υἱοί εἰσι τοῦ Θεοῦ τῆς ἀναστάσεως
υἱοὶ ὄντες»[4].
Μέσα, λοιπὸν, εἰς τὴν καινὴ κτίση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ ὁ καινὸς, ὁ νέος ἄνθρωπος, ποὺ κτίσθηκε ἐν Χριστῷ, θάπτει τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο, νεκρώνει τὰ πάθη καὶ τὶς ἁμαρτίες καὶ πραγματοποιεῖ τὸ θαῦμα τῆς μεταμορφώσεώς του κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ κατ᾽ εἰκόνα Χριστοῦ. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων
ζοῦμε αὐτὸ τὸ θαῦμα· ἡ ἄγονη πρὶν καὶ στεῖρα ἀνθρωπότητα γέννησε καὶ
καρποφόρησε ἑκατομμύρια ἁγίων ἀνθρώπων, ὁσίων, ἀσκητῶν, παρθένων, νέων καὶ
νεανίδων, ποὺ κατόρθωσαν μὲ τοὺς πνευματικούς τους ἀγῶνες ὄχι νὰ ἀποφύγουν ἁπλῶς
τὸ παρὰ φύσιν καὶ νὰ μείνουν στὸ κατὰ φύσιν, ἀλλὰ νὰ φθάσουν καὶ στὸ ὑπὲρ
φύσιν, ἐκπλήττοντας ἀκόμη καὶ τοὺς ἀγγέλους, ποὺ ἔβλεπαν ἀνθρώπους
συνδεδεμένους μὲ σάρκα νὰ κατανικοῦν τὸν ἄσαρκο Σατανᾶ καὶ νὰ συναγωνίζονται τοὺς
ἀγγέλους. Οἱ ὕμνοι πρὸς τοὺς ὁσίους ἀσκητές αὐτὰ τὰ κατορθώματα ἐξυμνοῦν.
Διδάσκουν οἱ ὅσιοι ἄνδρες καὶ οἱ ὅσιες γυναῖκες «ὑπερορᾶν μὲν σαρκός, παρέρχεται γάρ, ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς πράγματος ἀθανάτου».
Ἔζησαν ὡς «ἄσαρκοι» ἐπὶ τῆς γῆς, ὡς «ἐν
σώματι ἄγγελοι», «τῶν δαιμόνων ὤλεσαν τὰς φάλαγγας, τῶν ἀγγέλων ἔφθασαν τὰ
τάγματα, ὧν τὸν βίον ἀμέμπτως ἐζήλωσαν»[5].
Οἱ σαρκικές πράξεις, ἐκτός τοῦ
ἱεροῦ μυστηρίου τοῦ Γάμου, χωματοποιοῦν ἀναπόδραστα τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί καταστρέφουν
τίς πνευματικές του ἐφέσεις, σκοτίζοντας τόν ἀνθρώπινο νοῦ, καί καταλύουν τήν δυνατότητα
κοινωνίας μέ τόν Πανάγιο Θεό, πού διασαλπίζει διαχρονικά «οὐ μὴ μείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ
εἶναι αὐτοὺς σάρκας»[6].
Ἡ σχέση μέ τόν Θεό εἶναι
βέβαια θέμα ἐλευθέρας ἐπιλογῆς, κατά τήν διάρκεια τῆς ἐπιγείου ζωῆς. Ὁ
Πανάγιος, ὅμως, Θεός, εἰς τό ἐπέκεινα, εἰς τήν ἄλλη, τήν αἰώνια ζωή, ὅταν ἅπασα
ἡ ἀνθρωπότης θά ὑποστεῖ τήν κοινή καί καθολική κρίση, ὅπου «οὐκ ἔστι μετάνοια», θά στηλιτεύσει, ὅπως ἀποδεικνύεται μέσω τῶν Ἱερῶν
Γραφῶν, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων, καί τήν ἁμαρτία καί τόν ἁμαρτωλό.
Οἱ φρικώδεις λόγοι τοῦ Σαρκωθέντος Θεοῦ Λόγου, «Πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τό πῦρ τό αἰώνιον τό ἠτοιμασμένο
τω διαβόλῳ καί τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ»[7],
ἀποδεικνύουν τά πράγματα.
Δέν ἔχει καμμία θέση εἰς τήν Ὀρθόδοξη
Θεολογία ἡ Ὠριγενιστική θεωρία περί ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων, μέ τήν ὁποία ἐρωτοτροποῦν
καί μερικοί σύγχρονοι «ὀρθόδοξοι» θεολόγοι. Σύμφωνα μ'αὐτή, ὁ Θεός εἶναι ὁ
δημιουργός τοῦ καλοῦ. Τά πάντα δημιούργησε «καλά λίαν». Τό κακό δέν ἔχει τή βάση
του εἰς τόν Θεό, γιατί ὁ Θεός «οὐκ ἔστιν
τῶν κακῶν αἴτιος». Τό κακό ἐμφανίσθηκε μεταγενεστέρως. Δέν εἶναι δημιούργημα
τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος, ἐξ αἰτίας τῆς κτιστότητος καί τῆς τρεπτότητός του, κάνοντας
κακή χρήση τοῦ αὐτεξουσίου του, ἐπινόησε καί ἐπέλεξε τό κακό. Πρωταίτιος καί ἐφευρέτης
τῆς κακίας εἶναι ὁ διάβολος, καί συναίτιος, θύμα τῆς κακίας εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ἄρα,
τό κακό δέν ἔχει ὑπόσταση, εἶναι παρυπόσταση˙ δέν ἔχει ὀντολογία, δηλ. δέν εἶναι
δημιουργός τοῦ κακοῦ ὁ Θεός. Τίποτε, ὅμως, δέν νικᾶ τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ καί τό ἔλεός
Του. Ἑπομένως, οὔτε καί τό κακό μπορεῖ νά ὑπερισχύσει τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, στό τέλος
τῆς ἱστορίας θά ἐπικρατήσει μόνο τό καλό, δηλ. ὁ Θεός, ἐνῶ τό κακό θά ἐξαφανισθεῖ
παντελῶς. Ἀκόμη καί τό πῦρ τῆς κολάσεως, κατά τόν Ὠριγένη, εἶναι καθάρσιο καί ἰαματικό
καί ὄχι τιμωρό. Ἑπομένως, κι αὐτή ἡ κόλαση ὑπάρχει ὡς θεραπευτήριο καί δέν εἶναι
ἀπέραντη. Ἐφ' ὅσον τό κακό θά σταματήσει νά ὑπάρχει, δέν θά εἶναι αἰώνιο, οὔτε
καί ἡ κόλαση θά εἶναι αἰώνια.
Ὅμως, θά πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι ὁ Ὠριγένης ἔχει ἀναθεματισθεῖ καί καταδικασθεῖ ἀπό τήν Ε΄ Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδο (653) γιά τά μισαρά δόγματα, πού φλυαροῦσε, ἀνάμεσα εἰς τά ὁποία ἦταν ἡ θεωρία περί ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων καί ὅτι ἡ κόλαση ἔχει τέλος. Ἡ Σύνοδος ἐπίσης ἐξέθεσε εἰκοσιπέντε ἀναθεματισμούς
ἐναντίον τῶν Ὠριγενιστῶν[8]. Ἄρα,
ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, δι’ ἀλαθήτου ἀποφάνσεως Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἔχει ἀπορρίψει
καί καταδικάσει αὐτή τήν θεωρία. Ἄλλωστε, ἡ ἐσφαλμένη ἄποψη ὅτι ἡ κόλαση ἔχει τέλος,
ἔρχεται σέ σφοδρή σύγκρουση μέ ἁγιογραφικά χωρία, ὅπου ὀφθαλμοφανῶς κηρύττεται ὅτι
ἡ κόλαση εἶναι αἰώνια, ὅπως τά Mτθ. 25,46, Μρκ. 3,29, Β΄ Θεσ. 1,9 καί Ἀποκ.
14,11[9]
διότι εἶναι καθαρά θέμα ἐλευθέρας προσωπικῆς ἐπιλογῆς!!! Καί ἑπομένως ὁ
σεβόμενος πλήρως τήν ἐλευθερία τῶν κτισμάτων Του Θεός, θά ἀνέτρεπε τήν θεόσδοτη
ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου παρεμβαίνων καί ἀνατρέπων τήν προσωπική ἐπιλογή.
Ὅλα τά προαναφερθέντα ἔχουν ἄμεση
καί ἄρρηκτη σχέση μέ τήν σωτηρία, τόν ἐξαγιασμό, τήν κατά χάριν θέωση τοῦ ἀνθρώπου.
Ἔχουν δηλ. σωτηριολογικές συνέπειες. Εἶναι θέμα ζωῆς καί θανάτου, μετοχῆς τοῦ
Παραδείσου ἤ τῆς κολάσεως. Ὅποιος διακατέχεται ἀπό τά αἰσχρά καί ἄτιμα πάθη καί
δέν τά καταπολεμᾶ ἐν μετανοία, ἀλλά ἀντιθέτως ὑπερηφανεύεται γι’αὐτά καί
προσπαθεῖ νά τά νομιμοποιήσει ἐπίσημα καί θεσμικά ὡς φυσιολογικά, δέν σώζεται,
χάνει τόν Παράδεισο. Ὁ λόγος τοῦ Ἀπ. Παύλου, πού εἶναι τό στόμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι
σαφέστατος, καθαρός καί ξάστερος˙ «μή
πλανᾶσθε˙ οὔτε πόρνοι, οὔτε εἰδωλολάτραι, οὔτε μοιχοί, οὔτε μαλακοί, οὔτε ἀρσενοκοῖται,
οὔτε πλεονέκται, οὔτε κλέπται, οὔτε μέθυσοι, οὐ λοίδωροι, οὐχ ἄρπαγες βασιλείαν
Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι»[10].
Ἀπό τά ἀνωτέρω ἀποδεικνύεται πασίδηλα ὅτι ἡ δῆθεν σχετική πρόοδος καί δημοκρατική εὐαισθησία, τά δῆθεν σχετικά «ἀνθρώπινα δικαιώματα» καί ὁ δῆθεν ἐλεύθερος αὐτοπροσδιορισμός καί προσανατολισμός περί τό γενετήσιο ἔνστικτο καί τήν ταυτότητα τοῦ φύλου δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ καταβαράρθρωση καί ὁ καταποντισμός τῆς ἀνθρωπίνης ἐλευθερίας καί ἀξιοπρέπειας καί ὁ πλήρης εὐτελισμός τῆς ἐννοίας «ἄνθρωπος», πού εἰς τήν ἑλληνική γλώσσα σύγκειται ἀπό τό ἐπίρρημα «ἄνω» καί τό ρῆμα «θρώσκω», πού σημαίνει «ἄνω βλέπω, ἄνω φέρομαι». Εἶναι
ἐνδεικτικό τῆς τραγελαφικῆς αὐτῆς ψευδοπροόδου ὅτι ἱστορικῶς μιμεῖται τά ὁμοειδῆ
ἐγκλήματα τοῦ παράφρονος Ρωμαίου Αὐτοκράτορος Νέρωνος πού ἀναφέρονται εἰς τήν ἔγκριτη
Ρωμαϊκή Ἱστορία τοῦ Κασίου Δίωνος, κατά τήν ὁποία ὁ ἀνισόρροπος αὐτός ἐγκληματίας
συνῆψε «γάμο» μέ δύο Ἕληνας ἀπελευθέρους τόν «ἀνδρώδη» Πυθαγόρα καί τόν
«γυναικώδη» Σπόρο, τόν ὁποῖο κατέστησε ἐκτομία καί ὀνόμασε Σαβίνα. Τόση πρόοδος
λοιπόν!
Ὅσα καί ἄν διανοοῦνται διεστραμμένα οἱ ἄνθρωποι, ὅσες καί ἄν εἶναι οἱ δαιμονικῆς ἐμπνεύσεως ἀστάθειές τους, καί ὅποια θέση κι ἄν ἔχουν στόν κόσμο τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου, σύντομα ὁ καθένας μας θά βιώσει τήν Ἀλήθεια τοῦ Ζῶντος Θεοῦ, καί ἤδη ἀπό αὐτῆς τῆς ζωῆς προγεύεται τοῦ Παραδείσου καί τῆς Κολάσεως, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ φωνή τῆς συνειδήσεως. Ἐπιπροσθέτως, θά πρέπει νά ληφθεῖ ὑπ’ ὄψιν ὅτι γιά τόν κάθε ἄνθρωπο ἡ Δευτέρα Παρουσία δέν θά ἐπισυμβεῖ σέ ἕνα ἀπώτατο ἀπροσδιόριστο μέλλον, ἀλλά στήν ὁριακή στιγμή τοῦ θανάτου του, ὁ ὁποῖος ὡς κλέπτης ἔρχεται «ὀψέ ἤ μεσονυκτίου ἤ ἀλεκτροφωνίας ἤ πρωΐ»[11].
Ἀντιλαμβανόμενοι ὅτι ἡ παροῦσα Κυβέρνησις ἄρχεται τῆς ὑλοποιήσεως τοῦ σχεδιασμοῦ διά τήν μεταχριστιανική Ἑλλάδα, θέτουσα ἤδη καί τό θέμα τοῦ δῆθεν «ἀναστοχασμοῦ» περί τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν εἰς τήν ἐκπαίδευση, ταπεινῶς φρονῶ ὅτι μετά τήν σταθεροποίηση τῶν οἰκονομικῶν τῆς χώρας θά ἀρχίσει ἡ κατά μέτωπον ἐπίθεση κατά τῆς Ἁγιωτάτης ἡμῶν Ἐκκλησίας διά τόν κατά τούς κυβερνώντας «σοσιαλιστικό μετασχηματισμό» τῆς κοινωνίας. Εἰς αὐτόν τόν ἀποδομητικόν τους ρόλο πού ἔχει ὡς ἐφαλτήριο τό ἀθεϊστικό τους ἰδεολόγημα συναντῶνται μέ τήν βούλησι τοῦ Διεθνοῦς Σιωνιστικοῦ τέρατος καί τῶν διαφόρων μισθάρνων ἰνστρουκτόρων του στά ΜΜΕ, στήν διανόηση, στήν πολιτική δράση, στίς διάφορες ΜΚΟ, ἀκόμη καί ἐντός τῆς Θεολογικῆς ἐπιστήμης, καθώς καί μέ τή βούλησι τῶν κομματικῶν σχηματισμῶν τῆς Δημοκρατικῆς Συμπαράταξης καί
τοῦ Ποταμιοῦ.
Μέ δεδομένο ὅτι ἡ ὁμόδοξος Ἐκκλησία τῆς Μολδαβίας μέ ἀφορμή ἀνάλογη νομοθετική πρωτοβουλία τῆς Πολιτείας, προέβη εἰς τόν κατά τούς ἱερούς Κανόνας καί τόν Εὐαγγελικόν Λόγον ἀναθεματισμόν τῶν αὐτουργῶν τῆς ἐγκληματικῆς αὐτῆς ἀνατροπῆς τοῦ θείου καί τοῦ ἀνθρωπίνου δικαίου, ἵνα διασώση τό ποίμνιόν Της ἐκ τῆς πνευματικῆς αὐτῆς λαίλαπος καί τῆς ἀμβλύνσεως τῆς ἠθικῆς συνειδήσεως τῶν ἀνθρώπων καί τοῦ φρικώδους διαμονικῆς ἐμπνεύσεως πανηδονισμοῦ, ταπεινῶς ὑποβάλλω τήν αἴτησι ἵνα ἐν τῇ ἔμφρονι Ὑμετέρᾳ κρίσει ἀποφασίσητε τήν ἔκτακτον σύγκλησι τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος διά τήν ἐπίσημον κατάγνωσι τοῦ ἐπιχειρουμένου ἀνοσιουργήματος, διά τό ὁποῖο ἤδη ὁ πνευματικός νόμος ἤρχισε νά λειτουργῆ διά τόν πρωταίτιο κ. Ὑπουργό ὁ ὁποῖος «ἄρχεται λαμβάνων τήν ἔνδικον μισθαποδοσίαν» Του ὅπως ἡ σοβαρή καταγγελία τοῦ τέως ὁμοτέχνου του Ὑπουργοῦ κ. Γ. Πανούση ἀποδεικνύει.
Ἐν ταὐτῷ ταπεινῶς ἀναφέρω τῇ Ἱερᾷ Συνόδῳ ὅτι ἐνῷ διά τοῦ φυλλαδίου «Πρός τόν λαόν» γνωστοποιήθηκαν αἱ ἀποφάσεις τῆς ΙΣΙ τοῦ Ὀκτωβρίου 2014 διά τόν πανίερο θεσμό τῆς οἰκογενείας δέν ἔχει εἰσέτι ὑλοποιηθεῖ ἀπόφαση τῆς ΔΙΣ
περί ἀποδοκιμασίας τοῦ σήμερον ἐπιχειρουμένου τολμήματος ἀνατροπῆς τῆς ἀνθρωπίνης ὀντολογίας καί παρίσταται εὐλόγως φρονῶ ἄμεσος ἀνάγκη ὑλοποιήσεως τῆς ὡς εἴρηται Ὑμετέρας Σεπτῆς Ἀποφάσεως.
Κατασπαζόμενος τάς Ὑμετέρας Σεπτάς Δεξιάς
διατελῶ,
+ὁ Πειραιῶς
ΣΕΡΑΦΕΙΜ
[1] Ψήφισμα τῆς εἰρηνικῆς διαμαρτυρίας γιά τίς ἐκδηλώσεις
«ὁμοφυλοφιλικῆς ὑπερηφάνειας» (Gay Pride), Θεσ/κη, προαύλιος χώρος Ι. Ν. Ἁγίου
Δημητρίου, 14-6-2013,
http://www.impantokratoros.gr/A20D2526.el.aspx
[2] Ματθ. 24, 37-39.
[3] Λουκ. 17, 26-29.
[4]Λουκ., 20, 34-36. Ματθ.
22, 30 : «Ἐν γὰρ τῇ ἀναστάσει οὔτε γαμοῦσι οὔτε ἐκγαμίζονται, ἀλλ᾽ ὡς ἄγγελοι
Θεοῦ ἐν οὐρανῷ εἰσί».
[5] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ,
«Ἡ Ἐκκλησιαστικὴ ἀντίδρασις κατὰ τῆς ὁμοφυλοφιλίας», Ὀρθόδοξος Τύπος (27-6-2014)
[6]
Γεν.
6, 3.
[7]
Ματθ.
25, 41.
[8] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἐκδ. Β.
Ρηγόπουλου, Θεσ/κη 2003, σ. 212.
[9] «Καί ἀπελεύσονται οὖτοι
εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δε δίκαιοι εἰς ζωήν αἰώνιον», «ὅς δ’ἄν βλασφημήση εἰς
τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, οὐκ ἔχει ἄφεσιν εἰς τόν αἰῶνα, ἀλλ’ἔνοχός ἐστιν αἰωνίου
κρίσεως», «οἵτινες δίκην τίσουσιν ὅλεθρον αἰώνιον ἀπό προσώπου τοῦ Κυρίου καί ἀπό
τῆς δόξης τῆς ἰσχύος αὐτοῦ», «καί ὁ καπνός τοῦ βασανισμοῦ αὐτῶν εἰς αἰώνας αἰώνων
ἀναβαίνει, καί οὐκ ἔχουσιν ἀνάπαυσιν ἡμέρας καί νυκτός οἱ προσκυνοῦντες τό
θηρίον καί τήν εἰκόνα αὐτοῦ, καί εἴ τις λαμβάνει τό χάραγμα τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ».
[10] Α΄ Κορ. 6, 9-10.
[11] Μαρκ. 13, 35.
πηγή: http://thriskeftika.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας