Παρασκευή 1 Μαΐου 2015

Τόν σύρανε στό δικαστήριο ὡς φονιά. Ὁ πληγωμένος Ἀετός. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

Ἀμέσως μετά τό Πάσχα, ἀφοῦ φάγανε καί ἤπιανε καλά οἱ ἄρχοντες τῶν ἀρειανῶν, συνέλαβαν τήν ἰδέα: νά καταγγείλουνε τό δύστυχο τό Γρηγόριο στίς ἀρχές.  Νά τόν παρουσιάσουν ὡς αἴτιο τῶν ταραχῶν καί τοῦ κακοῦ πού ἔγινε στό ναό τῆς Ἀναστασαίας!  Ἔπρεπε γρήγορα νά ξεφορτωθοῦν τήν εὐθύνη γιά τίς ζημιές, τούς τραυματισμούς καί τούς θανάτους. Ὅλα, λοιπόν, στόν ἀθῶο!  Ἡ παλιανθρωπιιιά δέν ἔχει ὅρια. Ἔτσι καί ὑποδουλωθεῖ κανείς σ’ αὐτήν, δέ σταματάει πουθενά.
Καί ἦταν εὔκολο νά περάσει τέτοια καταγγελία τῶν ἀρειανῶν, γιατί  στίς ὑπηρεσίες ὅλες ὑπῆρχαν ὀπαδοί τους. Εἶχε πεθάνει ὁ μεγάλος προστάτης τους, ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης. Ἀλλά ἐκεῖνοι διατηρουσανε τίς θέσεις καί τήν ἐπιρροή τους.

Ἤρθανε, λοιπόν, στρατιῶτες καί πήρανε τό Γρηγόριο γιά τό ἱερό Παλάτιο.  Τόν σύρανε κεῖ σάν φονιά. Ἔτσι τούς ἔλεγαν οἱ ἀρειανοί.  Στό Παλάτι, οὔτε καί πού εἶχε ξαναπάει. Ἤτανε πελώριο καί πολυτελές.  Πύργοι, στοές, μάρμαρα, διάδρομοι, ἀξιωματοῦχοι, λαμπρότητα! Βρισκότανε μεταξύ του Ἱππόδρομου καί τῆς Ἁγίας Σοφίας, τό ἔλεγαν Αὐγουσταῖο.  Σέ μιά πτέρυγά του εἶχε τίς ὑπηρεσίες τοῦ Ἔπαρχου τῆς Πόλης, πού ἤτανε καί ὁ ἀνώτερος δικαστής, ἀφοῦ ἀπουσίαζε ὁ αὐτοκράτορας. Ὁ Ἔπαρχος δίκαζε μέ ἄλλους δικαστές μαζί. Ὅλοι τους εἴχανε μιά ἔπαρση, πού ἔφτανε στόν οὐρανό. Δέν καταδέχονταν οὔτε νά κοιτάξουνε τούς διάδικους, γιά νά μήν πέσει τό κύρος τους.
Τώρα, βρήκανε ἀκόμη ἕνα λόγο. Ἡ φήμη του Γρηγορίου εἶχε φτάσει παντοῦ, ψηλά καί χαμηλά. Ἀπό τίς γειτονιές μέχρι τό παλάτι καί τούς μεγάλους ἄρχοντες.  Δέν τό ἀνέχονταν! Ὁ ἁπλός λαός νά τιμάει ἕναν ἄσημο ἐπαρχιώτη!
Ὁδήγησαν ἐνώπιόν τους τό Γρηγόριο.  Στάθηκε ὄρθιος καί εἶχε ἀμηχανία.  Οἱ δικαστές παγεροί. Οὔτε πού γύρισαν νά τόν κοιτάξουν. Ὁ Γρηγόριος προσευχότανε νά βρεῖ δύναμη καί τρόπο νά δείξει τήν ἀθωότητά του. Οἱ κατήγοροι συδαυλίζανε τήν ὑπεροψία τῶν δικαστῶν. Οἱ περισσότεροί τους ἐθνικοί, εἰδωλολάτρες.  Μερικοί ἀρειανοί καί λίγοι τελείως ἀδιάφοροι. Ὅλοι ὅμως θέλανε νά τά ’χουνε καλά μέ τό λαό, νά τόν καλοπιάνουν.  Καί τώρα, δέ βλέπανε πολύ κόσμο νά φωνάζει, ὅπως γινότανε συνήθως.  Αὐτοί πού κάνανε τό μεγάλο χαλασμό τή νύχτα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου σκορπίσανε. Γιά καλό καί γιά κακό προτιμήσανε νά λουφάξουν. Ἄλλοι γιά νά μή βροῦνε κανένα μπελά, ἄλλοι γιατί κάπως μεταμελήθηκαν.  Κι αὐτοί πού παρουσιάστηκαν δέν ἤσανε καθόλου πειστικοί. Ὁ Γρηγόριος εὔκολα μπόρεσε νά ἀποδείξει τήν ἀθωότητά του. Οἱ λίγοι μάρτυρες πού ξεθαρρέψανε νά τόν ὑποστηρίξουν, ἔδειξαν πεντακάθαρα πῶς ἐξελίχτηκαν τά γεγονότα.
Τόν ἄφησαν ἐλεύθερο οἱ δικαστές. Στενοχωρημένοι, πού δέν ἦταν εὔκολο νά τόν ταπεινώσουν στά μάτια τοῦ λαοῦ. Σκασμένοι καί οἱ ἀρειανοί. Γιατί ὄχι μόνο δέν μειώσανε τό Γρηγόριο, ἀλλά μέ ὅλα τοῦτα τόν κάνανε μάρτυρα καί ἥρωα στά μάτια τοῦ  κόσμου.
Ἀρκετοί ὀρθόδοξοι συνοδέψανε τό Γρηγόριο στήν Ἀναστασία.  Δέν ἤτανε πολύ μακριά. Πῆγαν μέ τά πόδια. Ἐκεῖ, μαζεμένοι πολλοί ὀρθόδοξοι, τοῦ κάνανε θριαμβευτική ὑποδοχή. Ζητωκραυγάσανε, τόν χειροκρότησαν κι ἔπειτα ὅλοι μαζί ἐψάλανε εὐχαριστήριους ὕμνους. Τό κακό πέρασε. Οἱ βάραβαροι λούφαξαν. Ἔτσι ἔδειχναν. Ὁ Γρηγόριος μέ τούς ἀνθρώπους του ἀνάσαναν. Ἐπιτέλους, καιρός ἤτανε... ἀρκετά ὑποφέραν οἱ ὀρθόδοξοι!
Ὁ ἀγώνας ὅμως δέ σταμάτησε. Ἔμεινε τό ἀγώνισμα τῆς συγχώρησης. Ἡ πνευματική μεγαλωσύνη του Γρηγορίου, τόν ὁδήγησε γρήγορα στή συγχώρηση. Τούς συγχώρησε ὅλους.  Κι αὐτό θά μαλάκωνε ὅσους τοῦ κάνανε κακό. Ἔτσι πίστευε κι ἔτσι ἦταν.
Ἡ ἀθώωσή του, μιά –δυό μέρες μετά τό Πάσχα, ἔδωσε πολύ θάρρος.  Δύο πρόσωπα, μάλιστα, πού εἴχανε σπουδαία θέση καί ἤσανε γνωστά στήν Πόλη, ἀποφασίσανε νά πᾶνε τούς ἀρειανούς στό δικαστήριο. Ὁ Θεόδωρος καί ὁ Θεότεκνος. Ὁ πρῶτος τό πῆρε καί προσωπικά.  Γιατί ἕνεκα τῆς θέσεώς του, εἶχε πολύ εὐεργετήσει τούς μοναχούς καί τούς φτωχούς τῆς Πόλης, αὐτούς δηλαδή πού χτύπαγαν καί κατέστρεφαν περισσότερο στήν Ἀναστασία. Ὁ δεύτερος πάλι, τή νύχτα ἐκείνη τῆς ἐπίθεσης, εἶχε στό ναό τῆς Ἀναστασίας τή γυναίκα του καί τήν κόρη του, πού λίγο –πολύ κακοποιήθηκαν. Ἤθελαν, λοιπόν, νά προσφύγουν στό δικαστήριο γιά νά τιμωρηθοῦν οἱ ἔνοχοι.
Εἶδε κι ἔπαθε ὁ Γρηγόριος νά τούς μεταπείσει.  Μέ χίλιους τρόπους τούς εἶπε ὅτι καλύτερα εἶναι νά συγχωρήσουνε τούς κακοποιούς, ὅπως ἔκανε κι ὀ ἴδιος, πού στό κάτω-κάτω εἶχε ὑποφέρει περισσότερο ἀπ’ ὅλους. Ἀκούσανε τόν ἱερό ἄνδρα καί δέν πήγανε στά δικαστήρια.
Ὁ λαός, μάλιστα, πού παρασύρθηκε στόν ἀρειανισμό καί σέ πράξεις ἐγκληματικές κατά τοῦ Γρηγορίου, ἐκτίμησε πολύ τή στάση αὐτή του ἁγίου. Ἔτσι ὁ ἀντορθόδοξος πάγος, πού ὁ πολύς λαός εἶχε ἀκόμα μέσα του, θ’ ἀρχίσει νά λιώνει. Λίγο βέβαια, μά ἡ ἀρχή ἔγινε. Κι ὅ,τι ἀρχίζει δέ σταματάει.
Ὁ πληγωμένος Ἀετός (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)
(ἀφηγηματικὴ Βιογραφία)  
  (σελ.165-168)

   Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου Καθηγητή Πανεπιστημίου
Ἔκδοση Δ΄
Ἀποστολική διακονία
θα βρείτε τα προηγούμενα εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε το σχόλιό σας