Παρασκευή 24 Απριλίου 2015

Οἰ ἀρειανοί ὀργανώνουν ἐπίθεση τή νύχτα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου. Ὁ πληγωμένος Ἀετός. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος



Τό ἔργο τοῦ Γρηγορίου ἔφερνε καρπούς.  Κάθε μέρα καί πιό λαμπρούς.  Δέν ἤτανε μόνο πού γύμνωσε τούς αἰρετικούς ἀπό ἐπιχειρήματα.  Δέν ἤτανε μόνο που οἱ καλῆς θέλησης μορφωμένοι χριστιανοί προσελκύονταν ὅλο καί πιό πολύ ἀπό τό Γρηγόριο. Ἦταν ἀκόμα καί ἡ ἀσκητική ζωή του.  Στήν ἀρχή δέν ἔδινε σημασία ὁ κόσμος.  Μέ τόν καιρό πρόσεχε κι ἔβλεπε τήν ἅγια ζωή του Πρόσεχε τή θαυμαστή ἁρμονία στή ζωή καί τή διδασκαλία του . Γίνονταν ἀγρυπνίες καί ἤτανε πρῶτος.  Τόν ἔβλεπαν ὅλη μέρα στό πόδι, νά κατηχεῖ, νά συμβουλεύει, νά ψέλνει.   Τόν ἔβλεπαν καί τήν ὥρα τοῦ φαγητοῦ. Τά πουλάκια τρῶνε περισσότερο.

Οἱ συζητήσεις γιά τό πρόσωπό του ἔδιναν κι ἔπαιρναν.  Δέν ὑπῆρχε χριστιανός καλοπροαίρετος πού νά μήν τόν θεωρεῖ ἅγιο καί μεγάλο θεολόγο.  Τοῦτο ἀκριβῶς πονοῦσε τούς ἀρειανούς.  Τούς ἔκανε θηρία, ζητάγανε μά δέν εἶχαν τρόπο ν’ ἀντιδράσουν.
Τόν Ἀπρίλη τοῦ 379 ἤτανε ὁ μήνας πού ὁ Γρηγόριος ἡσύχασε. Ὅλη του ἡ προσοχή στήν οἰκοδομή τῶν πιστῶν.  Δέν εἶχε καιρό γιά τίποτε ἄλλο. Δέν ἔβγαινε σχεδόν καθόλου ἀπό τήν Ἀναστασία καί τόν περίβολό της, Ὅπου καί τό ἰσόγειο σπιτάκι πού ἔμενε.
Τόν βοηθοῦσαν, βέβαια, κάποιοι κληρικοί τῆς περιοχῆς. Ἀπό τούς λίγους πού εἶχαν ἀπομείνει ὀρθόδοξοι-κρυπτορθόδοξοι.  Περισσότερο τοῦ παραστέκανε ἄνθρωποι, πού ἦρθαν ἀπό τήν Καππαδοκία. Ἀπό τήν ἐπισκοπή τῆς Ναζιαζνοῦ καί ἀπό τό σπίτι του ἐκεῖ. Ἦσαν οἱ διάκοι Γρηγόριος καί Εὐάγριος, ὁ Θεόφιλος μέ τόν ἀδελφό του Εὐπράξιο, ὁ νοτάριος (γραφέας) Θεοδόσιος μέ τόν ὁμότεχνό του Ἐλάφιο καί κάποιοι ἄλλοι, πού περιστασιακά βοηθοῦσαν κατά δύναμη.
Τόν Ἀπρίλη, ὁ ναός τῆς Ἀναστασίας εἶχε καί ἄλλο καθῆκον.  Νά προετοιμάσει τούς κατηχουμένους γιά τό βάπτισμα. Ὁ Γρηγόριος δέ μετέπεισε μόνο πολλούς ἀρειανούς, ἀλλά προσέλκυσε καί πολλούς ἐθνικούς στήν Ἐκκλησία. Αὐτοί, τώρα πού πλησίαζε τό Πάσχα, θά βαφτίζονταν.  Καί μάλιστα τή νύχτα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου. Ἔρχονταν, λοιπόν συχνότερα στό ναό γιά τίς τελευταῖες κατηχήσεις τοῦ Γρηγορίου καί τίς ἀνάλογες προετοιμασίες.
Ὁ Γρηγόριος θά γιόρταζε τό Πάσχα μέ καταπληκτικές ἐπιτυχίες.  Τήν ἡμέρα τῆς Ἀνάστασης θά γιόρταζε μέ λαμπρότητα τήν ἀνάστση τῆς Ὀρθοδοξίας.  Καί ἡ γιορτή θά γινότανε ἀκόμα λαμπρότερη μέ τό βάπτισμα τῶν κατηχουμένων. Τί πιό χαρμόσυνο, τί πιό νικηφόρο πνευματικά, τί πιό λαμπρό... Αὐτά ὅμως τρέλλαιναν τούς αἱρετικούς, πού ἔχασαν τόν αὐτοέλεγχο.
Μαζευτήκανε οἱ ἀρχηγοί του, μεταξύ Ἁγίας Εἰρήνης καί Ἁγίας Σοφίας, κοντά στό Αὐγουσταῖο, τό μεγάλο Παλάτι. Ἐκεῖ κατοικοῦσε ὁ ἐπίσκοπος τῆς Πόλης, ὁ Δημόφιλος.  Μέ αὐτόν ἐπικεφαλῆς διαπίστωσαν τό πόσο κινδυνεύουν ἀπό τόν ψευτοάγιο κουρελή, ἔτσι λέγανε τό Γρηγόριο.  Τόν ἔβρισαν, τόν κατεβάσανε στά τάρταρα τῆς γῆς.
Ὁ Δημόφιλος δέν μποροῦσε νά τόν ἀνεχτεῖ.  Τώρα τό Πάσχα, πού ἔπεφτε στίς 21 τοῦ Ἀπρίλη, ὁ Γρηγόριος θά λειτουργοῦσε σάν ὁ κανονικός ἐπίσκοπος τῆς Κωνσταντινούπολης.  Δέν ἦταν ἔτσι, βέβαια, μά ἔτσι φαινόταν, ἐπειδή θά ἔκανε καί τήν βάπτιση τῶν κατηχουμένων.  Τά χρόνια κεῖνα ἡ ὁμαδική βάπτιση τῶν κατηχουμένων γινότανε πανηγυρικά μόνο ἀπό τόν ἐπίσκοπο τοῦ τόπου, τή νύχτα του μεγάλου Μεγάλου Σαββάτου. Αὐτό δέν τό ἀνεχόταν ὁ Δημόφιλος. Ὁ ἴδιος, ἐπίσκοπος τῆς Πόλης, νά μήν ἔχει κατηχουμένους κι ὁ Γρηγόριος νά ’χει πολλούς; Ἀνυπόφορο!
Ὁ θυμός τόν κυρίεψε. Οἱ ἄνθρωποι του συμφώνησαν.  Ἔστειλαν καί φώναξαν τούς ἐπικεφαλῆς τῶν μοναχῶν.  Τίς ὑπεύθυνες τῶν παρθένων γυναικῶν, πού βοηθοῦσαν στήν εὐαταξία καί τήν καθαριότητα τῶν πολλῶν ναῶν τῆς Πόλης. Μαζευτήκανε στήν αὐλή του ἐπισκοπείου οἱ πιό θερμόαιμοι, οἱ πιό στενοκέφαλοι. Ἄκουσαν πύρινους λόγους κατά τοῦ Γρηγορίου:
-Ὁ ψευτοάγιος κουρελής μᾶς χάλασε τήν ἡσυχία.  Μιά χαρά εἴμαστε.... καί τώρα χάθηκε ἡ τάξη. Βλέπετε, πόσο κόσμο μᾶς παίρνει μέ τά γλυκόλογά του; Εἶναι ὅλα ψεύτικα, ὅπως κι ὁ ἴδιος. Μᾶς κάνει τό νηστευτή καί τό λιγόφαγο καί στήν Καππαδοκία ἔχει τή μισή Ναζιανζό δική του.
Ἕνα μουρμουρητό στήν ἀρχή, ἔγινε ὀργισμένες κραυγές μετά.  Τό πλῆθος ἄναβε.  Ξεχώρισε μιά φωνή:
-Νά τόν διώξουμε, νά ξεκουμπιστεῖ ἀπό τήν Πόλη μας, τή Νέα Ρώμη.  Εἶναι ξένος, νά πάει ἄν θέλει στό χωριό του. Ἐμεῖς ἐδῶ ἔχουμε τήν πίστη μας καί τήν Πόλη μας.  Νά φύγει...
Καί τό πλῆθος ἐπανέλαβε ἄτακτα μά δυνατά, μέ ὑψωμένα τά χέρια:
-Νά φύγει, νά φύγει...
Ἐντάξει, τό πλῆθος ἤτανε γιά ὅλα ἕτοιμο, γιά κάθε πράξη.  Ὁ Δημόφιλος μέ τούς δικούς του ἡσύχασαν.  Ὅλα θά πήγαιναν καλά.  Παραταῦτα, κάποιος ὑπεύθυνος δέν ἤτανε ἀπόλυτα ἱκανοποιημένος.
-Νά μαζέψουμε και τούς διακονιαραίους, εἶπε, τούς πεινασμένους....θά εἶναι μαζύ μας.
Μ’ ἕνα κομμάτι ψωμί ὅλοι βρεθήκανε στό πλευρό τῶν ἀρειανῶν.  Καί ὅλοι ἕτοιμοι γιά ὅλα. Τούς δώσανε ὁδηγίες.  Τούς κανονάρχησαν προπαντός νά μήν εἰποῦνε πουθενά τίποτα.  Σύμφωνοι.  Θά μαζεύοντανα ἀργά τό Μέγα Σάββατο.  Στίς 20 Ἀπρίλη. Νά ’χει καλά σκοτεινιάσει.  Νά ’ναι παντοῦ σκοτάδι.
Κι ἤτανε μιά μέρα θαῦμα τῶν ὀματιῶν.  Ἡ ἄνοιξη μεθυστική. Ὅμως οἱ ἄνθρωποι τοτῦτοι γύρναγαν ἐδῶ και κεῖ σάν ἄγρια θηρία.... στίς ἀγοές πού ὅλοι ’τοιμάζονταν γιά τό Πάσχα, στίς πλατεῖες μέ τά ὁλάνθιστα δένδρα καί τά πανώρια λουλούδια. Ὅλα θώπευαν, ὅλα εὐωδίαζαν καί προετοίμαζαν γιά τήν Ἀνάσταση. Οἱ ἁπλοί ἄνθρωποι, βιαστικοί γιά τίς τελευταῖες δουλειές, μά ἤρεμοι καί πρᾶοι. Ἤτανε τό Μέγα Σάββατο καί περιμένανε τή λαμπρή Ἀνάστασση.
Τήν ὥρα πού τούς εἴχανε πεῖ, ἄρχισαν ὅλοι νά μαζεύονται.  Γύρω ἀπό τόν Ἱππόδρομο χαζεύανε κι ἀλήτευαν πολλοί φτωχοί.  Τούς πήρανε κι αὐτούς γιά τό ἐπισκοπεῖο, λίγο πιό κάτω ἀπό τήν Ἁγία Εἰρήνη. Ὅλοι χουφτώσανε κατιτί καί φύγανε δυτικά.  Περάσανε τό Φόρο (πλατεῖα) τοῦ Κωνσταντίνου, συναντήσανε κι ἄλλους, καί προχωρήσανε ἀκόμα λίγο δυτικά. Ἀπό πάνω, ἀπό τούς Ἁγίους Ἀποστόλους, ξεκινούσανε ἀγριεμένοι μοναχοί καί μοναχές.  Περπατήσανε δίπλα στό μεγάλο ὑδραγωγεῖο, πού ἔχτισε ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης.  Κρίνανε σκόπιμο νά μήν μποῦν στή μεγάλη Μέση, τή μεγάλη λεωφόρο. Προχωρήσανε ἀπό πλάγιους δρόμους καί ὅλοι ἀπ’ ὅλες τίς μεριές φτάσανε μπροστά στήν Ἀναστασία.
Στό ναό μέσα, κόσμος πολύς.  Πρίν τίς 12 τά μεσάνυχτα θά βαφτίζονταν οἱ κατηχούμενοι.  Συγγενεῖς, φίλοι καί πιστοί γεμίσανε τό ναό.  Τόν εἴχανε στολίσει γιά τή μεγάλη ἑορτή.  Ὅλα στήν ἁγία Τράπεζα λάμπανε.  Στό τέμπλο, στόν ἄμβωνα, ὅλα πανηγυρικά.  Τά ἱερά σκεύη στή θέση τους.  Τ’ ἀναγκαῖα γιά τό βάπτισμα ἐκεῖ.  Τό ἐπορκιστό ἔλαιο, τά νερά, οἱ λευκοί χιτῶνες, οἱ ἀνάδοχοι.  Οἱ διάκοι μέ τούς ἱερεῖς, οἱ ψαλτάδες καί οἱ ἀναγνῶστες ἐνεργοῦσαν διακριτικά, νά μή γίνεται ἀναστάστωση. Ἠρεμία καί κατάνυξη στό ἐκκλησίασμα.  Ψηλά στό γυναικωνίτη, πού ἤτανε γεμάτος, δέν ἀκουγόταν ψίθυρος. Ὁ διάκος Εὐάγριος ἀνέβγηκε κεῖ μιά στιγμή νά δώσει τελευταῖες ὁδηγίες γιά τίς γυναῖκες πού θά βαπτίζονταν.  Ὁ Γρηγόριος ἄρχισε νά διαβάζει μπροστά στήν Ὡραία Πύλη τίς εὐχές τοῦ Βαπτίσματος καί τούς ἐξορκισμους. Ἐξόρκιζε τούς δαίμονες, μέ ἱερατικό κύρος πού ἀνατρίχιαζε τούς πιστούς. Ὅλοι στέκανε μέ καρδιές ἀνοιχτές καί στόμα κλειστό.


Ὁ πληγωμένος Ἀετός (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)
(ἀφηγηματικὴ Βιογραφία)  
  (σελ.158-162)

   Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου Καθηγητή Πανεπιστημίου
Ἔκδοση Δ΄
Ἀποστολική διακονία
θα βρείτε τα προηγούμενα εδώ



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε το σχόλιό σας