Αφοῦ
τούς σήκωσε ὁ ὅσιος καί τούς ἔβαλε νά καθήσουν στά σκαμνιά τους, ἄρχισε νά τούς
διηγεῖται τό περιστατικό πού τούς εἶχε ὑποσχεθεῖ.
Ζοῦσε, λέει, πρίν ἀπό
καιρό στή Βασιλεύουσα ἕνας νεαρός, πού τόν ἔλεγαν Βασίλειο. Ἦταν μόλις δεκαοχτώ
χρονῶν, ἤδη ὅμως πολύ πονηρός, αἰσχρολόγος καί ἀκόλαστος. Συχνά ξημερωνόταν σέ κακόφημα κέντρα. Αὐτός
λοιπόν Ὁ Βασίλειος δούλευε σ’ ἕνα ραφτάδικο –γιατί ἦταν χιτωνοράφτης, τεχνίτης
καλός, μολονότι τόσο νέος. Τό ἀφεντικό
του, πού λεγόταν Πατρίκιος –χρυσός ἄνθρωπος, καλοσυνάτος, «οἰκτείρων καὶ κιχρῶν»128, ὅπως λέει ἡ Γραφή, ὅσους
βρίσκονταν σέ ἀνάγκη –τόν ἔστελνε
πολλές φορές σέ ἐξωτερικές ἐργασίες, κι ἐκεῖνος
ἐκμεταλλευόταν τίς εὐκαιρίες γιά νά κυλιέται στή λάσπη τῆς ἀσωτίας, μολύνοντας
τήν ὀμορφιά τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός του. Εἶχε ὅμως κι ἕνα μεγάλο καλό, μιάν ἀρετή,
ὅπως θά δοῦμε στό τέλος, πού κίνησε τήν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ. Κι ἔτσι ὁ Πανάγαθος οἰκονόμησε τή σωτηρία
του. Ἄς πάρουμε ὅμως τά πράγματα μέ τή σειρά:
Ἦταν τότε πού εἶχε
πέσει πείνα σ’ ὅλη τή χώρα. Μαζί μέ τήν πείνα εἶχε πιάσει καί τέτοια
βαρυχειμωνιά, πού καθημερινά πέθαιναν στήν πόλη μας ἴσαμε χίλιοι ἄνθρωποι. Οὔτε
νά τούς θάβουν δέν προλάβαιναν.
Πείνα καί κακοκαιρία
συνεχίστηκαν γιά πολύ. Ἔτσι ὅλοι ἀναγκάστηκαν ν’ ἀπολύσουν τούς ὑπαλλήλους,
τούς ὑπηρέτες, μερικοί ἀκόμα καί τούς δούλους
τους, γιατί δέν εἶχαν οὔτε νά τούς πληρώσουν οὔτε νά τούς θρέψουν.
Κάποιοι μάλιστα ἔφτασαν στό σημεῖο νὰ πουλήσουν καί τά ἴδια τους τά παιδιά, γιά
νά πάρουν κάτι νά φᾶνε!
Μαζί μέ τούς ἄλλους, ὅπως
ἦταν φυσικό, βρέθηκε σέ δεινή θέση καί ὁ Πατρίκιος. ‟Πῶς θά ἐξασφαλίσω τά ἀναγκαῖα καί γιά μένα καί γιά
τά παιδιά μου καί γιά τό προσωπικό μου;’’ , σκέφτηκε. Γιατί εἶχε πολλούς ὑπαλλήλους. Θέλοντας καί μή λοιπόν ἀναγκάστηκε τελικά νά
τούς ἀπολύσει.
Ὁ Βασίλειος βρέθηκε στό
δρόμο. Τήν πρώτη κιόλας μέρα πούλησε τό
χιτώνα του σ’ ἕνα καπηλειό κι ἔφαγε τά λεφτά. Ὕστερα, σιγά-σιγά, πούλησε καί ὅ,τι
ἄλλο εἶχε. Στό τέλος ἄρχισε νά
ζητιανεύει, γυρνώντας μισόγυμνος πέρα-δῶθε, θρηνώντας γιά τήν κατάντια του καί
τρέμοντας ἀπό τό κρύο. Τόσο φαρμακερή ἦταν
ἡ παγωνιά, πού τά χέρια καί τά πόδια του ἄνοιξαν κι ἄρχισαν νά τρέχουν αἷμα.
Μέρα μέ τή μέρα ἡ
κατάστασή του χειροτέρευε. Κι ὅμως,
τίποτ’ ἄλλο δέν ἔλεγε, παρά μόνο ‟Δόξα
σοι, ὁ Θεός’’!
Ποιός μπορεῖ νά
περιγράψει τούς θρήνους καί τούς ὀδυρμούς του; Ποιός τό μαρτύριο τῆς πείνας;
Καί ποιός τούς ἀφόρητους πόνους ἀπό τίς πληγές τοῦ παγετοῦ, πού ὑπέμεινε γενναῖα,
εὐχαριστώντας τό Θεό;
Ἡ καρτερία καί ἡ ἀντοχή
του κράτησαν γιά πολύ. Μιά μέρα ὅμως, ἐξαντλημένος, σωριάστηκε σ’ ἕνα σοκάκι τῆς
πόλης στενάζοντας, τρέμοντας, σβήνοντας ἀπό τήν πείνα...
Στό μεταξύ, ἀπό τό φοβερό
κρύο, νεκρώθηκαν τά πόδια του κι ἔπεσαν τά δάχτυλά του.
Κι ἐκεῖνος ὁ ὑπέροχος
νέος, ὁ πραγματικά Βασίλειος –βασιλιάς κι ἀστέρι λαμπρό τῆς ὑπομονῆς-, τά
σήκωνε ὅλα σάν ἄλλος Ἰώβ, χωρίς νά βαρυγγωμάει, χωρίς νά τά βάζει μέ τό Θεό. Ἀντίθετα,
στά τόσα του δεινά, Τόν εὐχαιριστοῦσε καί Τόν δόξαζε ἀκατάπαυστα.
Φυσικά, μέσα σ’ ἐκείνη
τή γενική δυστυχία, πού νά βρεθεῖ ἄνθρωπος γιά βοήθεια. Ὅλοι θρηνοῦσαν τή δική
τους πείνα καί στενοχώρια.
Μετά ἀπό μέρες, ἕνα
πρωί, ἐνῶ ὁ Βασίλειος περίμενε πιά ἀπό στιγμή σέ στιγμή τό θάνταο, πέρασε ἀπό
κεῖ κάποιος εὐλαβής ἄνθρωπος, πού λεγόταν Νικηφόρος. Ράγισε ἡ καρδιά του, σάν
τόν εἶδε σέ τέτοιο χάλι. Χωρίς δισταγμό
πρόσταξε τούς δούλους του νά τόν σηκώσουν καί νά τόν μεταφέρουν στό σπίτι του.
Ἐκεῖ ὁ Νικηφόρος τοῦ ἔστρωσε
ἕνα κρεβάτι μέ τά ἴδια του τά χέρια καί τόν ἔβαλε νά ξαπλώσει μαλακά. Ὁ ἴδιος
τοῦ πρόσφερε στοργικά κάθε περιποίηση καί ἀνάπαυση. Ὅρισε καί δυό δοῦλες νά τόν
διακονοῦν, γιατί ἦταν ἀνίακνος νά κινηθεῖ, καθώς ἠ σάρκα του ὅλη εἶχε ψηθεῖ ἀπ’
τό φρικτό κρύο.
Ἔμεινε στό σπίτι ἐκεῖνο
δυό ἑβδομάδες, ὥσπου ἦρθε πιά ἠ ὥρα νά φύγει γιά τόν Κύριο.
Ἦταν Σάββατο πρωί. Καθώς βρισκόταν ξαπλωμένος στό κρεβάτι, ἀκούστηκε
ξαφνικά νά λέει:
Καλῶς τους, Καλῶς ὁρίσατε,
λαμπρόμορφοι... Ὁ Κύριος σᾶς ἔστειλε.... Καλά πού φτάσατε πιά... Λιγάκι μόνο
περιμένετε, καί φεύγουμε....
-Ἔλα γρήγορα, σέ
παρακαλοῦμε! Μήν ἀργεῖς, γιατί σέ καλεῖ ὁ Κύριος.
-Κι ἐγώ σᾶς παρακαλῶ,
δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ, μονάχα γιά τοῦτο... Νά... Ὁ τάδε μοῦ δάνεισε δέκα ὀβολούς
.... καί πρέπει νά τούς δώσω πίσω... Σᾶς ἱκετεύω λοιπόν, περιμέντε...
Περιμένετε, ὥσπου νά ἐπιστρέψω τό χρέος μου... Μήν τό βρεῖ σάν πρόφαση ὁ
πονηρός ἄρχοντας τοῦ ἀέρα ... καί μέ γκρεμίσει στήν ἄβυσσο... καί χαθεῖ ἡ ψυχή
μου!....
Μόλις τ’ ἄκουσαν αὐτό οἱ
ἄγγελοι, στάθηκαν χωρίς ἄλλες ἀντιρρήσεις. Ὁ Κύριος, ἄλλωστε, τούς εἶχε
προστάξει νά παραλάβουν τήν ψυχή του μέ κάθε ἄνεση καί παράκληση.
Ὁ φιλόχριστος
Νικηφόρος, πού δέν ἔβλεπε τούς ἀγγέλους ἀλλ’ ἄκουγε τό Βασίλειο, φώναξε ἀμέσως
μιά ἀπό τίς δοῦλες πού τόν πρόσεχαν, τῆς ἔδωσε τού ὀβολούς καί τῆς εἶπε νά τούς
πάει στό δανειστή τοῦ ἑτοιμοθανάτου.
Καί παρευθύς ἐκεῖνος
σήκωσε τά χέρια του ψηλά, δόξασε τόν
φιλάνθρωπο Θεό μ’ ὅση δύναμη εἶχε ἀκόμα, καί παρέδωσε τό πνεῦμα του στούς ἀγγέλους.
-Βλέπετε λοιπόν, παιδιά
μου, πρόσθεσε ὁ δίκαιος Νήφων τελειώνοντας τή διήγησή του, βλέπετε πῶς οἰκονομεῖ
τά πράγματα ὁ δικαιοκρίτης Κύριος ἀνάλογα μέ τήν προαίρεση τοῦ καθενός; Ἐκεῖνο
πού ἐξετάζει ὁ Θεός εἶναι ὀ ἐσωτερικός ἀγώνας τοῦ ἀνθρώπου. Καί ὅλους τούς ἀμείβει ἀνάλογα μ’ αὐτόν τόν ἀγώνα
τους. Γιατί πολλές φορές εἶναι κανείς ἀπρόσεκτος
στήν ἐξωτερική του συμπεριφορά, ἔχει ὅμως ἐσωτερική, ἀφανέρωτη στούς ἀνθρώπους,
πνευματική ἐργασία: Καταδικάζει τόν ἑαυτό του, κλαίει, στενάζει, ταπεινώνεται,
δείχνει συμπάθεια στούς ἄλλους καί τούς θεωρεῖ ὅλους καλύτερους ἀπ’ αὐτόν. Ναί, πολλοί ζοῦν μέσα τους καί στά κρυφά ὅπως
θέλει ὁ Θεός, κι ἄς εἶναι ἐξωτερικά ἁμαρτωλοί.
Καί ὁ καρδιογνώστης Κύριος, πού βλέπει τά κρυφά, δέν τούς ἀφήνει στό
τέλος νά χαθοῦν. Ὅσοι ὅμως, ἀντίθετα, εἶναι
ἐσωτερικά αἰχμάλωτοι στήν κακία καί τήν πονηρία καί τή δολιότητα και τ’ ἄλλα
πάθη, αὐτοί κι ἄν ἐξωτερικά κάνουν κάτι καλό, πού φαίνεται σάν ἀρετή, δέν
κερδίζουν τίποτα. Ἐκεῖνο λοιπόν τό παιδί, ὁ Βασίλειος, εἶχε μέσα του ἕνα καλό:
Τήν ὁλόκαρδη συμπάθεια καί συμπόνια γιά ὅσους θλίβονταν. Νά ποιά ἦταν ἡ ἀρετή τῆς
ψυχῆς του, ἐνῶ ἁμάρτανε μέ τό σῶμα του.
Νά πιά ἦταν ἡ μυστική λάμψη τῆς καρδιᾶς του, μέ τήν ὁποία, ὅπως σᾶς εἶπα
στήν ἀρχή, κέρδισε τήν εὐσπλαχνία καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό κι Ἐκεῖνος
δέν τόν ἄφησε τελικά νά χαθεῖ, ἀλλά τόν ἔσωσε μέ τόν τρόπο πού ἀκούσατε.
Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
(σελ.193-197)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας