Τετάρτη 15 Απριλίου 2015

Στόν κανονικό ναό τῆς Ἀναστασίας. Ὁ πληγωμένος Ἀετός. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος




Τώρα πού οἱ ὀρθόδοξοι φτιάξανε καί ναό μεγάλο, θαρρέψανε ἀκόμα περισσότερο. Ἡ περιοχή ὅλη, δυτικά ἀπό τόν Ἱππόδρομο καί πάνω ἀπό τό Φόρο, τήν πλατεία τοῦ Κωνσταντίνου, ἄλλαξε. Ὄχι μόνο τίς Κυριακές.  Καί πρωί καί μεσημέρι καί ἀπόγευμα, κόσμος πηγαινοερχότανε πολύς στό ναό τῆς Ἀναστασίας. Ὁ Ἀβλάβιος ἔβαλε καί ρίξανε τους φράχτες γύρο ἀπό τό μεγάλο οἰκόπεδο. Ἔστρωσε δρομάκια πρός τό ναό κι ἔβαλε γύρω του παρτέρια. Οἱ ἄνθρωποι πού ἔρχονται νά τά βρίσκουν ὅλα ὄμορφα κι εὐχάριστα. Ἔνιωθε μέσα του κάτι ἀπό τό κάλλος τῆς Ἐκκλησίας!  Τό ’ξερε ὁ Ἀβλάβιος ὅτι οἱ ἄνθρωποι τούτοι εἴχανε ὑποφέρει πολλά καί τούς ἄξιζε κάθε προσφορά. Ὁ Γρηγόριος τούς προσέφερε τήν ἀλήθεια πού σώζει. Ὁ Ἀβλάβιος τό εὐχάριστο περιβάλλον πού ἀνακουφίζει. Ὅ,τι ἔχει καί ὅ,τι μπορεῖ ὁ καθένας. Ὅλα γιά τόν ἄνθρωπο πού πρέπει ὁπωσδήποτε νά σωθεῖ.

Ὁ Γρηγόριος ἔνιωθε στό ναό τῆς Ἀναστασία ἐλεύθερος καί πολύς. Ὁ ἐλεύθερος ἱερέας αἰσθάνεται πιό μεγάλος κι ἀπό βασιλιά. Ἐκεῖ λοιπόν. Ἀκούραστος ὅλη τήν ἡμέρα καί ὅλη τή νύχτα. Βέβαια, πάντα μέσα του ἔνιωθε στήν Πόλη ξένος. Τό ’λεγε συχνά καί τό ’γραφε. Μά τοῦτο δέν εἶχε σημασία. Τό ’λεγε γιά νά ξέρουνε ὅλοι, πώς δέν ἐνδιαφερότανε γιά τά πλούτη καί τά μεγαλεῖα τῆς Νέας Ρώμης, τῆς Κωνσταντινούπολης.  Αὐτός ἄλλο ἤθελε.  Ν’ ἀναστήση τήν Ὀρθοδοξία.  Γιατί ἐκεῖ ἀναστημένη ἡ Ὀρθοδοξία, θά ἔλαμπε σάν χίλια φῶτα στόν κόσμον ὅλο. Ἡ Πόλη εἶχε κιόλας γίνει ὀφθαλμός τῆς οἰκουμένης. Σ’ αὐτήν θά στρέφονται ὅλοι, ἐκείνη θ’ ἀκολουθούσανε οἱ πάντες.
Ἄρχισε μιά δραστηριότητα χωρίς ἀνάπαυλα.  Δεχότανε ὅλο τό πρωί τους ἐνδιαφερομένους.  Τούς ἐξηγοῦσε, τους καθοδηγοῦσε, τούς ἀνάπαυε. Ἀκολουθίες καί ἀγρυπνίες καθημερινές. Εὐκαιρία δέν ἔχανε.  Κήρυγμα καί θεολογία, κατήχηση καί νουθεσία. Ἐπειδή σ’ ὅλη τήν περιοχή κυκλοφορούσανε κακοδοξίες καί αἱρέσεις, ἔρριχε τό βάρος στή θεολογία.  Δηλαδή προσπαθοῦσε νά δείξει μέ κάθε τρόο ποιά εἶναι ἡ ἀλήθεια.  Γιατί ὅποιος ἔχει καί ζεῖ τήν ἀλήθεια, αὐτός μόνο σώζεται.  Μίλαγε γιά τή σχέση πού ἔχει ὁ Υἱός πρός τόν Πατέρα καί τό ἅγιο Πνεῦμα πρός τόν Πατέρα καί τόν Υἱό.
Εἶχε ὁ ἴδιος, μέ τό φωτισμό τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἐμπειρία τῆς σχέσης αὐτῆς.  Τοῦ εἶχε ἀποκαλυφθεῖ, ὅπως λέει, ὅτι ὄχι μόνο ὁ Υἰός ἀλλά καί τό Πνεῦμα ἔχει τή φύση τοῦ Πατέρα.  Καί ὅτι, ὅπως ὁ Πατέρας εἶναι Θεός, ἔτσι καί ὁ Υἱός εἶναι Θεός, ἔτσι καί τό ἅγιο Πνεῦμα εἶναι Θεός. Αὐτό ἔπρεπε ὅλοι νά τό πιστέψουνε, ἀλλιῶς δέ θά σώζονταν.
Οἱ συζητήσεις γιά τούς Λόγους τοῦ Γρηγορίου καί τό ἔργο του γενικά ἔδιναν κι ἔπαιρναν στήν Πόλη. Ἀρκετοί τόν θαύμαζαν. Πολλοί δυσπιστούσανε γιά ὁρισμένες διατυπώσεις του. Ἄλλοι προσπαθούσανε νά κατασταλάξουνε γνώμη. Οἱ περισσότεροι ὅμως, πού βέβαια ἤτανε ἀρειανοί, τόν μισοῦσαν.  Λέγανε....., καί τί δέ λέγανε ἐναντίον του. Ὄχι μόνο γιά τή διδασκαλί του, πού γκρέμισε ὅσα δίδαξε ὁ Ἄρειος καί ὁ Εὐνόμιος, μά καί γιά τή συμπεριφορά του. Αὐτή τούς ἐνοχλοῦσε ἰδιαίτερα.  Δημιουργοῦσε ἀντίθεση χτυπητή: Οἰ ἡγέτες τοῦ ἀρειανισμοῦ καλοτρώγανε καί καλοπίνανε. Ὁ Γρηγόριος νήστευε αὐστηρά κι ἔτρωγε ἐλάχιστα. Ὅσο ἕνας προχωρημένος ἀσκητής. Ἐκεῖνοι τρέχανε καί σκύβανε στούς ἄρχοντες τῆς Πόλης. Ὁ Γρηγόριος ἀπέφευγε τά γραφεῖα τῶν ἰσχυρῶν. Ἐκεῖνοι ντύνονταν πολυτελῶς κι ἐμφανίζονταν μέ συνοδεία, γιά νά δείχνουνε τή δύναμή τους. Ὁ Γρηγόριος ντυνότανε ἁπλά καί φτωχικά.  Τό παρουσιαστικό του δέν εἶχε τίποτα τό ἐπιβλητικό.  Τίποτα τό ἰδιαίτερο. Οἱ ἁπλοί ἄνθρωποι, ὅσοι δέν τόν εἴχανε ἀκούσει νά μιλάει, δέν τοῦ ’διναν σημασία, βλέποντάς τον νά περνάει. Ἀντίθετα μάλιστα: τόν περιφρονοῦσαν ἤ τόν προσπερνοῦσαν ἀδιάφοροι.  Τό εἴχανε προσέξει οἱ αἱρετικοί καί στήν κατάλληλη στιγμή θά τό ἐκμεταλλευτοῦνε.
Στό ναό τῆς Ἀναστασίας μαζεύονταν ὅλο καί περισσότεροι.  Στήν Πόλη, στίς συζητήσεις, κυρίαρχο θέμα τό πρόσωπο τοῦ Γρηγορίου. Ὅλοι θέλανε νά τόν ἀκούσουν. Οἱ ἡγέτες τῶν ἀρειανῶν δέν ἄφηναν τούς ἁπλούς ὀπαδούς νά πᾶνε στήν Ἀναστασία.  Στέλνανε μόνο διαλεγμένους καί διαβασμένους δικούς του, ν’ ἀκούσουνε προσεκτικά, νά καταγράψουνε ἰδέες του καί τά ἐπιχειρήματά του, ὥστε νά ὀργανώσουνε μετά τήν ἀντίκρουσή τους. Οἱ ἄλλοι, ὅμως, οἱ ἀδέσμευτοι, πολλοί μορφωμένοι, τρέχανε ν’ ἀκούσουν τόν Γρηγόριο.
Συχνά, πρίν βγεῖ στήν Ὡραία Πύλη νά κηρύξει, δυό παλιοί κάτοικοι τῆς Πόλης ἐνημερώνανε στό ἱερό Βῆμα τό Γρηγόριο:
-Γέροντα, σήμερα ἔχεις τρανό ἀκροατήριο. Ἦρθαν εὐγενεῖς, συγκλητικοί κι ἕνας πατρίκιος. Ἔχεις ὅμως καί ξένους. Φαίνονται γραμματιζούμενοι, δέν τούς ξέρουμε.  Νά ’ναι τάχα ὀρθόδοξοι, νά ’ναι ἀρειομανίτες αἱρετικοί; Δέν ξέρουμε.  Μπορεῖ ὅμως καί ὀρθόδοξοι, γιατί φαίνονται ἀφοσιωμένοι κι εὐλαβικοί.  Δέν ἔχουν περιέργεια.  Σοῦ ἦρθαν ὅμως καί οἱ κατάσκοποι. Οἱ ὀπαδοί τοῦς Εὐνομίου καί αὐτοί πού λένε τό ἅγιο Πνεῦμα δύναμη ἀγγελική...
Ἄκουγε ὁ ἱερός ἄνδρας κι ἔβγαινε στήν Ὡραία Πύλη.  Στεκότανε ἀκίνητος.  Στήν ἀρχή τό βλέμμα του δέ φαινότανε.  Στρεφόταν μέσα του. Ἱκέτευε γιά φωτισμό τοῦ Πνεύματος, παρακαλοῦσε μέ ἀγωνία, πού φαινότανε στό ἐλαφρό ἵδρωμα τοῦ μετώπου του.  Κοινωνοῦσε μέ τό Πνεῦμα καί τό βλέμμα του γινότανε σταθερό.  Στυλωνότανε στό ἐκκλησίασμα καί ἤτανε ὅλο φῶς, πού θώπευε καί ἀνακούφιζε τους καλόπιστους. Ὑπῆρχαν ἄνθρωποι πού ἔρχονταν στήν Ἀναστασία μόνο καί μόνο γιά νά ζήσουνε τήν ἱερή λάμψη τῶν ματιῶν του.
Πρίν ἀρχίσει τό κήρυγμα, συχνά οἱ πιστοί συζητοῦσαν μεταξύ τους χαμηλόφωνα καί ἄκουγε κανείς νά λένε:
-Κοίτα πῶς εἶναι τό πρόσωπό του! Ἔχεις ἰδεῖ, ἀδερφέ, τέτοιον ἄνθρωπο; Μοῦ φαίνεται τό   μέτωπό του φωτισμένο!  Τό πρόσωπό του, ὅπως λένε γιά τούς παλιούς ἁγίους.  Φωτεινο λέει, γινότανε τό πρόσωπο τῶν μαρτύρων.  Κοίτα τον, κοίτα τον....
Καί ὁ Γρηγόριος ἄρχιζε. Ἔμπαινε στόν ἱερό χορό τῆς θεολογίας μέ τά φτερά τῆς ταπείνωσης, μέ τό φωτισμό τοῦ Πνεύματος.  Καί μήν ξεχνᾶμε ὅτι θεολογία τήν ἐποχή ἐκείνη ὀνομάζανε μόνο τό λόγο γιά τά πρόσωπα τῆς ἁγίας Τριάδας. Ἀκόμα, τό λόγο γιά τά σπουδαῖα σημεῖα τῆς θείας οἰκονομίας, δηλαδή γιά τό ἔργο τοῦ Θεου γιά τή σωτηρία μας, καί προπαντός γιά τήν ἐνανθρώπιση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
Ὁ λόγος του κύλαγε πότε σάν ρυάκι, πού δροσίζει τά λουλούδια, πότε σάν γεμᾶτο βίαιο ποτάμι, πού πλημμυρίζει τή διψασμένη γῆ. Ἄλλοτε θώπευε τούς παρασυρμένους καί τούς ἐξηγοῦσε ὑπομονετικά τήν ἀλήθεια.  Κεραύνωνε ὅμως καί κάποτε εἰρωνευότανε τούς κακότροπους αἱρετικούς. Ὅλα τά μέτρα τά δοκίμαζε. Γιά ἕνα σκοπό, νά γεμίσει τίς καρδιές καί τό νοῦ μέ ἀλήθεια.
Εἶν’ ἀλήθεια ὅτι πολλοί δυσκολεύονταν. Αὐτοί πού δέν εἴχανε ἀκούσει πολλά γιά θεολογία, πού ξέρανε καί λίγα γράμματα.  Αὐτοί δέν καταλαβαίνανε καί συχνά ζητοῦσαν φωναχτά:
-Δάσκαλε, πιό ἁπλά, νά τά καταλάβουμε.
Συμπονοῦσε καί δοκίμαζε ν’ ἁπλουστεύσει ὁ μεγάλος θεολόγος. Οἱ λίγοι ὅμως, οἱ προοδευμένοι στή θεολογία, δέ συμφωνοῦσαν. Ἄφηναν δουλειές, ταξίδευαν ἀπό μακριά καί θέλανε ν’ ἀκούσουν βαθεῖς λόγους, βαθιά θεολογία.
-Προχώρα, δάσκαλε, τοῦ ’λεγαν. Ἀκόμα βαθύτερα.  Ἐκεῖνα τά ξέρουμε. Θέλουμε κεῖνα πού μόνο σύ μπορεῖς... γι’ αὐτά ἤρθαμε.
Καί ὁ Γρηγόριος, ἄλλοτε βάθαινε τό λόγο του γιά τούς λίγους καί ἄλλοτε γινόταν ἁπλούστερος γιά τούς πολλούς.
Βέβαια, ὅλοι δίκιο εἴχανε. Μά τήν κρίσιμη ἐκείνη ἐποχή χρειαζότανε τό βάθος, οἱ βαθύτερες τομές στή θεολογία.  Διαφορετικά, ἐάν δέν ἔδειχνε ὁ φωτισμένος θεολόγος τό μεγαλύτερο βάθος τῆς ἀλήθειας, δέ θά πείθονταν καί δέ θά ἀπαλλάσσονταν ἀπό τίς ἀμφιβολίες τους οἱ καλοπροαίρετοι πιστοί.  Δέ θ’ ἀνατρέπονταν οἱ λαθεμένες διδασκλαίες τῶν κακοδόξων, τῶν αἱρετικῶν.
Ὅμως, γιά νά βλαστήσει Ὁ σπόρος τοῦ Γρηγορίου στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων, ἔπρεπε νά τρέξει ὁ Θεός.  Καί τρέχει ἐκεῖ πού τόν ζητοῦν.  Πού τόν ζητοῦν, ὄχι μόνο μέ λόγια. Ἀλλά μέ ἀγωνία, μέ προσευχή, μέ νηστεία, μέ ἀγρυπνία.  Τήν πρακτική τούτη, πού μαλακώνει τόν μέσα ἄνθρωπο, προσπαθοῦσε νά διδάξει καί στήν Πόλη.
Ἤξερε καλά ὁ Γρηγόριος, ὅτι ὅσο πιό πολύ πονάει μέ τήν ἄσκηση ὁ πιστός, τόσο πιό πολύ πνέει μέσα του τό ἅγιο Πνεῦα.  Καί ὅσο περισσότερο θεῖο Πνεῦμα ἔχει, τόσο πιό σταθερός μένει στήν ἀληθινή πίστη.  Γνώριζε καλά καί σίγουρα τόν ἱερό τοῦτο κανόνα. Ἀπό πρῶτο χέρι.  Τόν εἶχε ζήσει καί ἤτανε ὁ ἴδιος ἡ ἀπόδειξη τῆς ὀρθότητας τοῦ κανόνα.
Γι’ αὐτό δέ λύγζε μέ τίποτα.  Στεκότανε βράχος γιά τά κύματα τῶν αἱρετικῶν. Ἀφοῦ καί οἱ δικοί του, μερικοί πού τόν ξέρανε ἀπό τήν Καππαδοκία, παραξενεύονταν.  Σωματικά ὁ Γρηγόριος ἦταν ἀδύνατος. ἡ νηστεία του πάντοτε αὐστηρή.  Μέ τό παραμικρό ἀρρώσταινε.  Καί τό σπουδαιότερο, μόλις ἔβρισκε δυσκολία μέ τούς ἀντιπάλους, μόλις ἀρχίζανε τά παρασκήνια καί τά μισόλογα γύρω του, τ’ ἀπαράταγε κι ἔφευγε γιά τήν ἔρημο.  Τώρα ὅλα εἴχανε ἀλλάξει. Λές καί προκαλοῦσε ὅλους καί ὅλα νά ξεσπάσουν ἀπάνω του.  Σάν τό περήφανο ἀετό, πού δέν μπορεῖ κανένα πουλί νά τοῦ παραβγεῖ. Ἐκεῖνος θά στέκει πάντα πιό ψηλά.
Ὅλα τοῦτα εἴχανε πολύ ἀναστατώσει τούς αἱρετικούς.  Καί πάνω στήν παραζάλη τους ἁρπαχτήκανε ἀπό μιά σανίδα.  Σάπια, βέβαια, μά ἤτανε κάτι, τό ἑξῆς: Ὁ Γρηγόριος δίδασκε ὅτι στήν ἁγία Τριάδα ὁ Πατέρας, ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα εἶναι ἴσα. Θεός ὁ Πατέρας, Θεός ὁ Υἱός, Θεός καί τό ἅγιο Πνεῦμα.  Οἱ αἱρετικοί ἀρχίσανε νά διαδίδουν στίς ἐκκλησίες τους καί σ’ ὅλες τίς ἀγορές ὅτι ὁ Γρηγόριος κηρύττει τρεῖ θεούς, ὄχι ἕναν. Ἄρα εἶναι τριθεΐτης, ἕναι εἰδωλολάτρης.
Ἡ κατηγορία ἔτρεξε ἀπό στόμα σέ στόμα καί τρύπωσε παντοῦ. Οἱ ὀρθόδοξοι τρομάξανε καί ζητούσανε ἀπό τό Γρηγόριο νά τούς ἐξηγήσει.  Κι αὐτός ἀνταποκρίθηκε. Ἄλλωστε γι’ αὐτό πῆγε στήν Πόλη. Ἡ ἁγία Τριάδα «κινδύνευε» καί γι’ αὐτήν μίλαγε. Κάθε Κυριακή στήν Ἀναστασία καί κάθε  μέρα, μέ κάθε εὐκαιρία.  Μέ ὑπομονή καί φωτισμό τούς ἐξήγηγησε ὅτι ὁ Θεός εἶναι μόνο ἕνας, γιατί καί ὁ Πατέρας καί ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα ἔχουνε μιά, δηλαδή κοινή φύση. Ἀποτελοῦν ὅμως τρεῖς διαφορετικές ὑποστάσεις (ἤ πρόσωπα), γιατί ἔχουν ἡ κάθε ὑπόσταση διαφορετικά ἰδιώματα.  Τούς ἔφερνε καί τό παράδειγμα τῶν ἀνθρώπων: ὁ Παῦλος, ὁ Πέτρος καί ὁ Ἀθάνάσιος ἔχουνε τήν ἴδια φύση, γιατί καί οἱ τρεῖς εἶναι ἄνθρωποι.  Εἶναι ὅμως καί τρία διαφορετικά πρόσωπα (ὑποστάσεις), διότι ἔχουν ὁ καθένας τους διαφορετικά γνωρίσματα. Ἔτσι καί ἡ ἁγία Τρίαδα.  Εἶναι μιά θεότητα, ἕνα Θεός σέ τρεῖς ὑποστάσεις. Μία ἡ φύση, τρεῖς οἱ ὑποστάσεις.
Τό θέμα τοῦτο ἦταν πιά θέμα ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, παντοῦ ὅπου ὑπῆρχαν χριστιανοί. Κι ὅλοι ξέρανε ὅτι γιά τό θέμα τοῦτο, θεολογεῖ μέ δύναμη ὁ Γρηγόριος.  Τρέχανε, λοιπόν, πλημμύριζε ἡ Ἀναστασία.  Καί κεῖνος δέ σταματοῦσε. Ἔβγαινε   στήν Ὡραία Πύλη καί μέ τό στόμα του φωτιζότανε ἡ ἀλήθεια γιά τήν Τριάδα.  Μίλαγε μέ ἰερό πάθος.  Τό ἐκκλησίασμα μετεῖχε. Οἱ πιστοί ζούσανε πανίερα αἰσθήματα. Ὁ ἀετός τῆς θεολογίας πήγαινε ὅλο καί βαθύτερα στήν ἀλήθεια. Ἔπαιρνε τά ρητά τῆς Γραφῆς καί προχωροῦσε στό βάθος, στήν ἀληθεια πού αὐτά δηλώνανε.  Ζητοῦσε νά δείξει στό ἐκκλησίασμα τό «ἀπόθετον κάλλος», καθώς ἔλεγε. Τήν πανώρια ὀμορφιά πού βρισκότανε κάτω ἀπό τό γράμμα τῆς Γραφῆς.
Ἦταν ἀγώνισμα δύσκολο, ἀκατόρθωτο στόν ἄνθρωπο. Μόνο μέ ἄσκηση καί φωτισμό τό καταφέρνει κανείς.  Καί μόνο λίγοι. Ἀπόδειξη ὅτι στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας λίγοι τό κατάφεραν.  Πρῶτος καί καλύτερος ὁ Γρηγόριος.  Μέσα του τίς ὧρες τοῦτες γινότανε χαλασμός, ἀπό ἀγωνία γιά τήν ἀλήθεια καί ἀποκαλυπτική ἐνέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος.  Τήν ἱερή τούτη διαδικασία τήν βλέπανε μερικοί πιστοί στό πρόσωπό του. Ἤτανε στιγμές, ἐκεῖ πού μίλαγε γιά τήν Τριάδα, τόν βλέπανε ν’ ἀστράφτει ἀπό φῶς.  Τό πρόσωπό του ἔπαιρνε μιά πρωτόφαντη γλυκύτητα.  Γέμιζε φῶς ἀπερίγραπτο. Οἱ λίγοι πού τά ’βλεπαν αὐτά, ζούσανε στιγμές μακάριες.  Τά μάτια τους γεμίζανε δάκρυα καί παρακαλοῦσαν νά διαρκέσει πολύ ἡ θεία τούτη κατάσταση. Ἀλλά, βέβαια δέν διαρκοῦσε.  Οἱ θεῖες καταστάσεις εἶναι σύντομες. Μόνο στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἡ κατάσταση αὐτή θά εἶνα καί τέλεια κι αἰώνια. 



Ὁ πληγωμένος Ἀετός (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)
(ἀφηγηματικὴ Βιογραφία)  
  (σελ.148-154)
   Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου Καθηγητή Πανεπιστημίου
Ἔκδοση Δ΄
Ἀποστολική διακονία
θα βρείτε τα προηγούμενα εδώ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε το σχόλιό σας