Δευτέρα 9 Μαρτίου 2015

Ερμηνεία των Ψαλμών (Ψαλμός 2ος) Μέρος δ΄

  Του π. Αθανασίου Μυτηλιναίου
Ὁμιλία 2η

Ψαλμός 2ος


Προσέξτε ἐδῶ: δεσμοί καί ζυγός · διαρρηγνύω τούς δεσμούς, ἀπορρίπτω τόν ζυγόν. Οἱ δεσμοί εἶναι τό δέσιμο, καί ζυγός εἶναι τό γνωστό ἐκεῖνο ξύλο πού μπαίνει πάνω ἀπό τό ζῶο πού θά ὀργώσει, ἄς ποῦμε, τό βόδι, τό ἄλογο καί τά λοιπά. Βέβαια ὁ ζυγός δένεται· δέν εἶναι ξεκάρφωτο πράγμα· εἶναι ἕνα ξύλο πού δένεται μέ λουριά. Κατά συνέπεια δεσμοί καί ζυγός εἶναι κάτι συμπαγές, μέ τά λουριά καί τό ξύλο. Διαφοροποιεῖται καί δείχνει ὅτι ὁ Θεός θέλει νά ἐπιβάλει κάτι στούς ἀνθρώπους, καί αὐτό εἶναι ὁ νόμος Του. «Δέν θέλουμε τόν νόμο τοῦ Θεοῦ· δέν θέλουμε τόν ζυγό Του, δέν θέλουμε τή Βασιλεία Του, δέν θέλουμε τό πρόσωπό Του. Θέλουμε ἐμεῖς μόνοι μας νά
κυβερνηθοῦμε. Ἐμεῖς μόνοι μας ! ’Ανθρωποκεντρικά θέλουμε νά κυβερνηθοῦμε, ὄχι Θεοκεντρικά»! Νά τό προπατορικό ἁμάρτημα· «Δέν θέλουμε τόν Θεό»!
Ξέρετε τί ἔλεγαν οἱ Ἑβραῖοι ὅταν ὁδήγησαν τόν Ἰησοῦ στόν Πιλᾶτο; Πρῶτα - πρῶτα εἶπαν: «Οὐκ ἔχομεν βασιλέα εἰ μὴ Καίσαρα», δηλαδή δέν θέλουμε τόν Θεό βασιλιᾶ, θέλουμε τόν Καίσαρα∙ ἄνθρωπο θέλουμε γιά βασιλιά, καί μάλιστα βάρβαρο! Ὡς πρός τούς Ἑβραίους, ὁ Καῖσαρ, ὁ Ρωμαῖος ἦταν βάρβαρος, ξένος, εἰδωλολάτρης! Στό Κατά Λουκᾶν, διαβάζουμε: «Οὐ θέλομεν τοῦτον βασιλεῦσαι ἐφ’  ἡμᾶς». Αὐτό εἶναι παρμένο ἀπό μία παραβολή πού εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, πού ὁ βασιλιάς αὐτός γυρίζει καί σφάζει. Προσέξτε: μήν τρομάζετε μ’ αὐτές τίς ἐκφράσεις, «σφάζει» καί λοιπά· εἶναι παραβολή. «Οὐ θέλομεν βασιλεῦσαι ἐφ’  ἡμᾶς»! Δέν θέλουν οἱ ἄνθρωποι νά βασιλεύσει ὁ Θεός στίς καρδιές τους, καί καλοῦν μέ κήρυγμα τό σπάσιμο τῶν δεσμῶν τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀνθρώπων!
Εἶναι αὐτό πού λέει ὁ πατήρ Ἰουστῖνος Πόποβιτς: «Ὁ ἄνθρωπος καταδίκασε τόν Θεό του σέ θάνατο, καί ὁ Θεός καταδίκασε τόν ἄνθρωπο στήν ἀθανασία»! «Ἐσύ μέ καταδικάζεις νά πεθάνω· κι ἐγώ σέ καταδικάζω νά μήν πεθάνεις»! Ξέρετε τί φοβερό πράγμα εἶναι ἡ αἰώνια Κόλαση; «Θά μένεις· δέν θά γίνεις μηδέν, δέν θά ἐξαφανισθεῖς. Σέ καταδικάζω στήν ἀθανασία». Εἶναι καταδίκη γιά τόν ἁμαρτωλό ἡ ἀθανασία. Εἶναι καταδίκη! Ὁ ἁμαρτωλός θά εὐχόταν νά ἐξαφανισθεῖ, νά γίνει μηδέν. Αὐτό εἶναι τό δράμα τοῦ ἀνθρώπου πού δέν θέλει τόν Θεό πάνω ἀπό τό κεφάλι του. Μόνος του καταστρέφεται καί μόνος του ὁ ἄνθρωπος ὑπογράφει τήν αἰώνια καταδίκη του. Εἶναι φοβερό, ἀγαπητοί μου· φοβερό!
Ἡ ἐποχή μας μάλιστα ἔχει νά ἐπιδείξει μεγάλα κατορθώματα γύρω ἀπό τό θέμα αὐτό. Πρῶτα ὁ ἀνατολικός κόσμος εἶπε ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός, καί μετά ὁ δυτικός κόσμος εἶπε ὅτι ὁ Θεός πέθανε! Αὐτό εἶναι τῶν τελευταίων ἐτῶν ὑπόθεση, βγαλμένη μάλιστα ἀπό τίς Θεολογικές Σχολές τῆς Δύσεως! Οἱ Θεολόγοι κηρύσσουν τόν θάνατο τοῦ Θεοῦ! Πιστεύω ὅτι θά τά ἔχετε διαβάσει αὐτά, θά τά ξέρετε, γιατί πολλές φορές καί ἐπανειλημμένα ἔχουν εἰπωθεῖ. Κήρυξαν στήν Εὐρώπη καί τήν Ἀμερική τόν θάνατο τοῦ Θεοῦ! Βέβαια ὄχι ὅλες οἱ Θεολογικές Σχολές· ἀλλά ἄν κηρύσσονται ἀπό Θεολογικές Σχολές τέτοια κηρύγματα, ὁ κόσμος παρακάτω τί θά κάνει;
Ὁ Θεός μποροῦσε νά ζεῖ ἤ ζοῦσε στήν ἀντίληψη τῶν ἀνθρώπων· τώρα ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι πετᾶμε τά κατεστημένα, καί κατά συνέπεια ὁ Θεός πέθανε πιά, γιατί ὁ Θεός ἦταν ἕνα κατεστημένο! Ἐφόσον λοιπόν τό κατεστημένο πεθαίνει, πεθαίνει καί ὁ Θεός μαζί του. Ὄχι ὅτι ὁ Θεός ζεῖ καί πεθαίνει, ἀλλά ζεῖ καί πεθαίνει πάντα στίς ἀντιλήψεις τῶν ἀνθρώπων. Ναί, δέν ὑπῆρχε, ἀλλά ὑπῆρχε ἁπλά στήν ἀντίληψη τῶν ἀνθρώπων. Τώρα λοιπόν Τόν βγάλαμε καί ἀπό τήν ἀντίληψή μας καί τελειώνει ἡ ἱστορία!
Τελειώνει ἡ ἐπίγειος σκηνή –ἔτσι σκέπτονται οἱ ἄνθρωποι– κι ἀνοίγει ἄλλη σκηνή, τοῦ Οὐρανοῦ.
«Ὁ κατοικῶν ἐν οὐρανοῖς ἐκγελάσεται αὐτούς, καὶ ὁ Κύριος ἐκμυκτηριεῖ αὐτούς». Αὐτός πού κατοικεῖ στούς οὐρανούς θά γελάσει περιφρονητικά καί ὁ Κύριος θά τούς ἐμπαίξει.
Αὐτές βέβαια οἱ εἰκόνες, ξέρετε, εἶναι ἰσχυρά ἀνθρωπομορφικές. Ὁ Θεός οὔτε γελᾶ οὔτε μυκτηρίζει. Ὁ Θεός θά γελάσει, ὅταν ἀκούσει αὐτά! Ὅπως ἀκριβῶς ἕνας ἄρχοντας, πού ἄνθρωποι τιποτένιοι καί ἀδύνατοι λένε σέ βάρος του πράγματα, κι αὐτός χαμογελάει... καί σκέφτεται... «Βρέ, τούς φτωχούς...! Βρέ, τούς φτωχούς...!» Γιατί πραγματικά αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή φτώχεια. Ἡ ἀληθινή φτώχεια δέν εἶναι ἄν ἔχουμε ἤ δέν ἔχουμε ψωμί νά φάμε, καί ροῦχα νά ντυθοῦμε ἤ νά μήν ντυθοῦμε. Ἡ ἀληθινή φτώχεια εἶναι ὅταν ὁ ἄνθρωπος παίρνει ἐχθρική στάση ἀπέναντι στόν Θεό. «Βρέ –μέ συγχωρεῖτε γιά τό βρέ– βρέ, φτωχέ ἄνθρωπε... βρέ φτωχέ ἄνθρωπε... βρέ, σκουλήκι τῆς γῆς... βρέ, τιποτένιε ἄνθρωπε, τολμᾶς καί σηκώνεις τόν τράχηλό σου, καί λές πώς δέν ὑπάρχει Θεός;... Φτωχέ ἄνθρωπε, τιποτένιε... ἐρεύνησες τό σύμπαν, ἔψαξες, καί ἦρθες τώρα θριαμβευτής τῆς ἔρευνάς σου, καί λές ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός; Φτωχέ, τιποτένιε, ἄνθρωπε, σκουλήκι!...»
Γι’ αὐτό εἶναι φτωχός ὁ ἄνθρωπος. Ὅταν βλέπετε ἄνθρωπο νά λέει ὅτι δέν πιστεύει στόν Θεό, εἶναι φτωχός, καί νά τόν λυπόσαστε. Νά ψάχνετε τήν ἴδια ὥρα τήν τσέπη σας νά βρεῖτε καμιά δεκάρα νά τοῦ δώσετε, νά πάρει κάτι νά φάει... Δηλαδή... δεκάρα... ἐννοῶ νά τοῦ πεῖτε ἕναν λόγο Θεοῦ! Πεῖτε του καί δεῖξτε του τή μωρία του, γιατί εἶναι μωρός καί ἄφρων! «Εἶπεν ἄφρων ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ οὐκ ἔστι Θεός». Νά τοῦ δώσουμε τήν ἐλεημοσύνη μας στή φτώχεια του, καί λίγο... κάτι νά ντυθεῖ, νά μή φαίνεται ἡ γύμνωσή του.
«Ἐκγελάσεται, λοιπόν, ὁ κατοικῶν ἐν οὐρανοῖς, καί ὁ Κύριος ἐκμυκτηριεῖ αὐτούς».Ἐδῶ βλέπουμε πάλι τό ἴδιο· «ὁ κατοικῶν», «ὁ Κύριος»∙ ἔτσι; Πάλι διπλό.
Πρέπει νά σᾶς πῶ αὐτό πού σᾶς εἶχα πεῖ τήν περασμένη φορά, ὅτι ἡ ἑβραϊκή ποίηση δέν ἔχει ὁμοιοκαταληξία. Ἄλλωστε ἡ ἀληθινή ποίηση δέν ἔχει ὁμοιοκαταληξία, οὔτε μέτρο, ὅπως ἔχει ἡ ἑλληνική ποίηση. Ἡ ἑβραϊκή ποίηση ἔχει πυκνότητα ἰδεῶν καί ἐπαναλήψεις λέξεων καί φράσεων, καί δημιουργεῖ ἕνα παιγνίδισμα αὐτῶν τῶν γραφομένων, κατά τέτοιον τρόπο ὥστε νά δίνεται ἡ ἐντύπωση ὅτι δέν εἶναι πεζός λόγος. Αὐτό τό βλέπει ἐδῶ κανείς καθαρότατα. Καί μή νομίσετε ὅτι δέν μᾶς εἶναι χρήσιμο νά κοιτάζουμε καί τή Φιλολογία. Εἶναι πολύ χρήσιμο, γιατί ἔτσι τό ἀπολαμβάνει κανείς πολύ καλύτερα.
Ἤθελα νά σᾶς ρωτήσω: Πίνετε καφέ; Πίνετε. Ἀφοῦ λοιπόν πίνετε καφέ, καί σᾶς ἀρέσει πιθανῶς, τότε νά σᾶς κάνω μία ἐρώτηση, πού ἐκ πρώτης ὄψεως μοιάζει πολύ κουτή, ἀλλά γιά ἐκείνους πού πίνουν καφέ δέν εἶναι κουτή: Σᾶς ἀρέσει νά πίνετε τόν καφέ σας σέ χοντρά ἤ λεπτά φλυτζάνια; Ἔχει σημασία αὐτό; Ἔ, λοιπόν, ἡ Φιλολογία τοῦ κειμένου πού λέμε εἶναι ἀκριβῶς τό χοντρό ἤ τό λεπτό φλυτζάνι. Ἔχει σημασία κι αὐτό. Ὅπως ἀπολαμβάνει κανείς τόν καφέ του καλύτερα σέ χοντρό ἤ λεπτό φλυτζάνι, ἔτσι κι ἐδῶ ἀπολαμβάνει καλύτερα τόν λόγο τοῦ Θεοῦ ὅταν ξέρει καί τή φιλολογία του, τή δομή του καί τά λοιπά, τήν ἐτυμολογία μιᾶς λέξεως... Θά ποῦμε κάτι πιό κάτω, μερικές ἑβραϊκές λέξεις∙ ἤ ἄς πᾶμε στό Ἑβραϊκό κείμενο νά δοῦμε κάτι περισσότερο.
«Ἐκμυκτηριεῖ» εἶναι Μέλλων τοῦ ρήματος ἐκμυκτηρίζω καί θά πεῖ: φυσῶ τά ρουθούνια μου, τούς μυκτῆρες, δηλαδή ἀποδοκιμάζω. Ὅπως θά ξέρετε, ἐμεῖς ἔχουμε τό βγάλσιμο τῆς γλώσσας ὅταν θέλουμε νά καροϊδέψουμε... Τά μικρά παιδιά, ὅταν κοροϊδεύουν, βγάζουν τή γλώσσα τους... ἤ κάνουν πώς τυφλώνουν... Εἶναι διάφορες κινήσεις τοῦ σώματος, πού μ’ αὐτές δείχνουμε τήν περιφρόνησή μας, δηλαδή ἀποδοκιμάζουμε. Κατά συνέπεια ἐδῶ τό «ἐκμυκτηριεῖ» ἀντιστοιχεῖ μέ τό «ἐφρύαξαν». Αὐτοί φρύαξαν, καί ὁ Θεός δείχνει τήν περιφρόνησή Του.
Κάποτε ἔβρεχε, καί ἕνας ταλαίπωρος νόμιζε ὅτι ἡ βροχή τοῦ κάνει κακό στά χωράφια. Ἦταν σ’ ἕνα καφενεῖο καί εἶχε καί τήν καραμπίνα του, ἴσως γιατί εἶχε πάει κυνήγι, δέν ξέρω. Βγαίνει λοιπόν ἔξω κι ἄρχισε νά πυροβολεῖ τόν οὐρανό... Περιττό νά σᾶς πῶ ὅτι τήν ὥρα ἐκείνη ἔπεσε ἕνας κεραυνός, ὅπως ἔστησε τήν καραμπίνα –εἶναι γραμμένο στά Ἀνέκδοτα– καί κεραυνοβολήθηκε, πέθανε. Βρέ, ταλαίπωρε... πόσο εἶναι τό βεληνεκές τοῦ ὅπλου σου; πεντακόσια, χίλια, δυό χιλιάδες, πέντε χιλιάδες μέτρα;... Βλέπετε τή μωρία τοῦ ἀνθρώπου; Τή βλέπετε;
Μοῦ ἔλεγε ἐπίσης ἕνας γνωστός γιά κάποιον ἄνθρωπο, πού τώρα, ἐπειδή δέν ἔβρεχε, ἔπεσε κάτω, μέ τήν πλάτη πρός τά κάτω καί μούντζωνε τόν Θεό!... Βρέ, ταλαίπωροι... βρέ, φτωχοί... βρέ, φτωχοί ἄνθρωποι...! Αὐτή εἶναι ἡ πραγματική φτώχεια καί ἡ μωρία. Γι’ αὐτό λοιπόν ὁ Θεός «ἐκμυκτηριεῖ αὐτούς».
«Τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς», δηλαδή τότε θά τούς μιλήσει ὀργισμένος, καί μέ τόν θυμό Του θά τούς συνταράξει.
Δεῖτε μία κλιμακωτή θέση: «ἐκγελάσεται», «ἐκμυκτηριεῖ», «ἐν ὀργῇ λαλήσει», «ἐν θυμῷ ταράξει». Βλέπετε αὐτήν τήν κλιμάκωση; Ἐκεῖνος πού εἶναι ψηλά, δέν βλάπτεται. Στήν ἀρχή γελάει, περιφρονεῖ, ἀλλά μετά πατάσσει, χτυπάει. Ὅμως δέν θά μείνω πιό πολύ, γιατί ἔχουμε ἀργήσει.
Ἐδῶ τώρα μιλάει ἕνα πρόσωπο γιά τόν Θεό. Καί τώρα ἀνοίγει ἕνας διάλογος στόν Οὐρανό. «Ἐγὼ δὲ κατεστάθην βασιλεὺς ὑπ’ αὐτοῦ ἐπὶ Σιὼν ὄρος τὸ ἅγιον αὐτοῦ», δηλαδή ἐγώ ἐνθρονίστηκα ἀπό Αὐτόν στό ἅγιο ὄρος Του τῆς Σιών.
Τί εἶναι ἐκεῖνο γιά τό ὁποῖο «ἐφρύαξαν τὰ ἔθνη καὶ ἐμελέτησαν κενά»; Δέν δέχθηκαν τόν Θεό καί τόν χριστόν Του. Παρά ταῦτα, αὐτοί μέν οὕτως, ἐγώ δέ οὕτως. Αὐτό τό «ἐγώ δὲ» εἶναι ἀντιθετικό σέ σχέση μέ τό τί ἔχουν σκεφθεῖ καί τό τί ἔχουν κάνει οἱ λαοί σέ βάρος τοῦ Χριστοῦ. «Παρά τήν ἀντίδρασή τους, ἐγὼ δὲ κατεστάθην...» καί τά λοιπά.
Εἶναι δέ γνωστό ὅτι ἡ Σιών ἦταν λόφος· μετά τό ὄνομα Σιών τό πῆρε ἡ Ἱερουσαλήμ, «θύγατερ Σιών», καί μετά, κατ’ ἐπέκταση, Σιών εἶναι ἡ Ἐκκλησία, εἶναι ἡ ἄνω Ἰερουσαλήμ. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ ἔννοια εἶναι ἡ ἑξῆς: Παρά τήν ἀντίδραση τῶν λαῶν, ὁ Θεός Πατήρ ἐγκαθιδρύει τή Βασιλεία τοῦ Υἱοῦ Του στή γῆ καί ὁ Χριστός εἶναι ὁ Βασιλιάς τοῦ κόσμου, ὁ Βασιλεύς τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή εἶναι ἡ ἔννοια τῆς φράσεως. Παρά τό πεῖσμα τῶν λαῶν, ὁ Χριστιανισμός θά ὑπάρχει καί ἡ Ἐκκλησία θά ὑπάρχει. Παρά τούς διωγμούς, παρά τήν μέ κάθε τρόπο προσπάθεια καταστροφῆς καί προσβολῆς τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Χριστιανισμός θά ὑπάρχει.
Χθές ἕνας κύριος μοῦ ἔδωσε ἕνα ἀπόκομμα ἐφημερίδος –πολλές φορές μέ τροφοδοτεῖ μέ ἀποκόμματα ἐφημερίδων– πού σχολιάζει ἕνα ἔντυπο Ἐξομολογήσεως ἀπό τήν Ἱερά Μονή Μαλεβῆ, τῆς Παναγίας Μαλεβῆ, στήν Πελοπόννησο. Δέν ξέρω ἄν τό ἔχετε διαβάσει, εἶναι στά Νέα. Ἀπό πάνω ὁ τίτλος εἶναι «Σῶσον, Κύριε, τόν λαόν Σου ἀπό τούς ἐμπόρους τοῦ Χριστιανισμοῦ», κάπως ἔτσι, καί λέει: «Ἄν θέλετε νά ἐξομολογηθεῖτε, γιά νά κάνετε μιά καλή ἐξομολόγηση, νά μελετήσετε αὐτό τό ἔντυπο». Εἶναι ὅπως αὐτό πού σᾶς δίνουμε κι ἐμεῖς, αὐτά πού κυκλοφοροῦν δηλαδή –πάρα πολλά κυκλοφοροῦν· ἔτσι;– γιά νά βοηθηθεῖ κανείς νά ἐξομολογηθεῖ σωστά. Ὅταν διάβασα τό ἀπόκομμα αὐτό, λέω: Δηλαδή τώρα τί σημαίνει αὐτό; Τί θέλει νά πεῖ αὐτό; Ὅλα αὐτά τά περί Ἐξομολογήσεως τά θεωρεῖ ὅτι εἶναι μεσσαιωνισμοί!

(συνεχίζεται)


Απόσπασμα από το βιβλίο ‘’ΕΠΙΛΟΓΗ ΨΑΛΜΩΝ’’ Τόμος ά.
Της Ιεράς Μόνης Κομνηνείου, Κοιμήσεως θεοτόκου και Αγίου Δημητρίου.
Το βιβλίο περιέχει  απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του μακαριστού Γέροντα Π. Αθανασίου Μυτιληναίου.
Η ανάρτηση γίνεται με την ευλογία της Ιεράς Μονής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε το σχόλιό σας